Άρθρο του Ηλία Ταμπουράκη στο έντυπο της Λατινοαμερικανικής κοινότητας
Sol Latino, 2003
Sol Latino, 2003
Bailar es conversar
BAILAR ES CONVERSAR… Buscando el lema “bailar” en un diccionario, leemos la explicación: «moverse al ritmo musical», pero esa etimología filológica palidece al sonar la expresión tan humanamente caliente, que nos deja pensar que bailar es simplemente «hablar un lenguaje no escrito», como ocurre con el huayño andino, que arremeda la vida cotidiana del Perú y de Bolivia.
Mucho se ha dicho con la intensión de darnos a entender qué significa flamenco, que no es nada más que «la mentalidad que uno lleva en si mismo», cosa que arrastró esa danza –o esas danzas- a la decadencia social, y las preservó en las peñas ensimismadas, como se hizo también con el suspiro griego llamado rembético, en realidad los blues urbanos de principios del s. XX, basados en la subcultura de las cárceles de Asia Menor.
La improvisación, otro atributo de la palabra “baile”, fue la creadora del son, la raíz de la salsa actual, cuando en 1800, negros y blancos, refugiados de la revolución haitiana llevaron sus híbridos africanos y europeos al Oriente cubano, para luchar así contra la esclavitud.
Su “compadre musical” –y sinónimo de la República Dominicana- el merengue, fue el símbolo nacional de las décadas entre 1930 y ´60, y se convirtió en el portavoz de la clase popular latina.
En la otra “África”, la carioca, la samba, que en el Brasil lleva género masculino: “o samba”, ha sido la clave para la organización social por medio de las “escolas de samba”, en las favelas.
Hay danzas, cuyo nombre llega a significar simplemente “baile” –cualquier baile- como lo hizo el huapango mexicano, en su forma más conocida de son jarocho veracruzano.
De manera igual, el joropo se considera como la manta que vibra al ritmo llanero, para festejar cumpleaños, bautizos, o días de Santos ¡tan venezolanos!
El barroco, no como arte, sino como modo de vivir, que no se puede limitar, y se estira hasta tomar la forma de la mentalidad latina, llevó a los ticos a la extremidad de declarar con Decreto-ley el punto guanacasteco como la danza nacional de Costa Rica, creada también en una celda de cárcel a finales del s. XIX.
Unas veces tenue y otras elegante, pero siempre sensual, rítmico y apasionado, es la expresión vertical de un deseo... horizontal entre italianas y gauchos, criollas y judíos, quienes en 1880 llevaron sus flamencos y habaneras, sus candomblés y sus milongas, para dar sus primeros pasos de amor y tango en las casas porteñas de pecado. ¡Y entre ellos, Vicente Greco!
¡Cumbia, cumbia! Cumbia latina y cumbia africana. ¡Cumbia india y puramente cartagenera, pero tan panamericana, que usa el sincretismo ritual entre Mali y Europa para mover el esqueleto.
ΧΟΡΕΥΩ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΥΖΗΤΩ…
Ψάχνοντας το λήμμα «χορεύω» σ’ ‘ένα λεξικό, διαβάζουμε την ερμηνεία «κινούμαι στο ρυθμό της μουσικής», αλλά αυτή η φιλολογική ετυμολογία ξεθωριάζει τη στιγμή που ηχεί η τόσο ανθρώπινα ζεστή έκφραση που μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι «χορεύω» απλώς σημαίνει «μιλώ ένα άγραφο γλωσσικό ιδίωμα», όπως συμβαίνει με το γουάυνιο των Άνδεων, που μιμείται την περουβιανή και βολιβιανή καθημερινότητα.
Πολλά έχουν ειπωθεί, με σκοπό να κατανοήσουμε την έννοια του φλαμένκο, όμως τελικά δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από τη «νοοτροπία που ενυπάρχει στον καθένα μας», γεγονός που παρέσυρε αυτόν το χορό –ή καλύτερα τους χορούς- στην κατάπτωση, αλλά συγχρόνως και στη διατήρησή τους μέσα στα ανδαλουσιανά κουτούκια, τις «πένιας», σχεδόν όπως συνέβη και με το ρεμπέτικο –στην πραγματικότητα το μπλουζ των πόλεων, των αρχών του 20ου αι., που βασίστηκε στην υποκουλτούρα των Μικρασιατικών φυλακών.
Ο αυτοσχεδιασμός, άλλο ένα χαρακτηριστικό της λέξης «χορός», ήταν ο δημιουργός του σον, που απετέλεσε τη ρίζα της σύγχρονης σάλσα, όταν στα 1800, μαύροι και λευκοί πρόσφυγες της Αϊτινής επανάστασηςέφεραν τα Αφρικάνικα και Ευρωπαϊκά υβρίδιά τους στο «Οριέν΄τε», την ανατολική πλευρά της Κούβας, για να αγωνιστούν ενάντια στη σκλαβιά.
Ο μουσικός συγγενής του –και συνώνυμο της Δομινικανής Δημοκρατίας, το μερένγγε, ήταν το σύμβολο ενός λαού στις δεκαετίες ανάμεσα στα 1930 & 60, κι έφτασε να γίνει ο εκπρόσωπος της λαϊκής τάξης σε όλη τη Λατινική Αμερική.
Στην «άλλη Αφρική», την «καριόκα», η σάμ’μπα, που στη Βραζιλία είναι γένους αρσενικού, «ο σάμ’μπα», είναι το κλειδί για την κοινωνική οργάνωση μέσα από τις «εσκόλας τζι σάμ’μπα» -τις λαϊκές «σχολές» για την προετοιμασία του καρναβαλιού των παραγκουπόλεων.
Υπάρχουν χοροί, που τ’ όνομά τους έχει καταλήξει να σημαίνει απλά «χορός» -οποιοσδήποτε χορός- όπως συμβαίνει με το μεξικάνικο γουαπάνγγο, στη γνωστότερη μορφή του που λέγεται και σον χαρότσο βερακρουσάνο.
Έτσι και το χορόπο, είναι ο μανδύας που σαν «πόντσο» πάλλεται σε γενέθλια, βαπτίσια και γιορτές Αγίων τόσο έντονα Βενεζολάνων!
Το μπαρόκ, όχι ως τέχνη, αλλά ως τρόπος ζωής, που δεν μπορεί να περιοριστεί, και εξαπλώνεται μέχρι να πάρει τη μορφή της λατινοαμερικάνικης νοοτροπίας, έφερε τους Κοσταρρικανούς σε σημείο να ορίσουν με… διάταγμα το πούν΄το γουανακαστέκο ως εθνικό τους χορό, που και αυτός δημιουργήθηκε σε κάποιο κελί φυλακής, στα τέλη του 19ου αι.
Κάποιες φορές ξεψυχισμένο, κάποιες άλλες κομψό, αλλά πάντα αισθησιακό, ρυθμικό και παθιασμένο, είναι η κάθετη έκφραση μιας… οριζόντιας επιθυμίας, ανάμεσα σε Ιταλίδες και γκάουτσος, κρεολές κι Εβραίους, που στα 1880, έφεραν μαζί τους τα φλαμενκος και τις αμπανέρας τους, τα καν’ντομ’μπλέ και τις μιλόνγγας, για να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον έρωτα και στο τάνγγο, μέσα στα σπίτια του αμαρτωλού λιμανιού.
Κούμ’μπια, κούμ’μπια! Κούμ’μπια λατίνα και κούμ’μπια ινδιάνικη και αποκλειστικά από την Καρθαγένη των Ινδιών, αλλά και τόσο παναμερικανική, που χρησιμοποιεί τον τελετουργικό συγκρητισμό ανάμεσα στο Μάλι και στην Ευρώπη, για να θέσει σε κίνηση αέναη κι αέρινη το σώμα.
Mucho se ha dicho con la intensión de darnos a entender qué significa flamenco, que no es nada más que «la mentalidad que uno lleva en si mismo», cosa que arrastró esa danza –o esas danzas- a la decadencia social, y las preservó en las peñas ensimismadas, como se hizo también con el suspiro griego llamado rembético, en realidad los blues urbanos de principios del s. XX, basados en la subcultura de las cárceles de Asia Menor.
La improvisación, otro atributo de la palabra “baile”, fue la creadora del son, la raíz de la salsa actual, cuando en 1800, negros y blancos, refugiados de la revolución haitiana llevaron sus híbridos africanos y europeos al Oriente cubano, para luchar así contra la esclavitud.
Su “compadre musical” –y sinónimo de la República Dominicana- el merengue, fue el símbolo nacional de las décadas entre 1930 y ´60, y se convirtió en el portavoz de la clase popular latina.
En la otra “África”, la carioca, la samba, que en el Brasil lleva género masculino: “o samba”, ha sido la clave para la organización social por medio de las “escolas de samba”, en las favelas.
Hay danzas, cuyo nombre llega a significar simplemente “baile” –cualquier baile- como lo hizo el huapango mexicano, en su forma más conocida de son jarocho veracruzano.
De manera igual, el joropo se considera como la manta que vibra al ritmo llanero, para festejar cumpleaños, bautizos, o días de Santos ¡tan venezolanos!
El barroco, no como arte, sino como modo de vivir, que no se puede limitar, y se estira hasta tomar la forma de la mentalidad latina, llevó a los ticos a la extremidad de declarar con Decreto-ley el punto guanacasteco como la danza nacional de Costa Rica, creada también en una celda de cárcel a finales del s. XIX.
Unas veces tenue y otras elegante, pero siempre sensual, rítmico y apasionado, es la expresión vertical de un deseo... horizontal entre italianas y gauchos, criollas y judíos, quienes en 1880 llevaron sus flamencos y habaneras, sus candomblés y sus milongas, para dar sus primeros pasos de amor y tango en las casas porteñas de pecado. ¡Y entre ellos, Vicente Greco!
¡Cumbia, cumbia! Cumbia latina y cumbia africana. ¡Cumbia india y puramente cartagenera, pero tan panamericana, que usa el sincretismo ritual entre Mali y Europa para mover el esqueleto.
ΧΟΡΕΥΩ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΥΖΗΤΩ…
Ψάχνοντας το λήμμα «χορεύω» σ’ ‘ένα λεξικό, διαβάζουμε την ερμηνεία «κινούμαι στο ρυθμό της μουσικής», αλλά αυτή η φιλολογική ετυμολογία ξεθωριάζει τη στιγμή που ηχεί η τόσο ανθρώπινα ζεστή έκφραση που μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι «χορεύω» απλώς σημαίνει «μιλώ ένα άγραφο γλωσσικό ιδίωμα», όπως συμβαίνει με το γουάυνιο των Άνδεων, που μιμείται την περουβιανή και βολιβιανή καθημερινότητα.
Πολλά έχουν ειπωθεί, με σκοπό να κατανοήσουμε την έννοια του φλαμένκο, όμως τελικά δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από τη «νοοτροπία που ενυπάρχει στον καθένα μας», γεγονός που παρέσυρε αυτόν το χορό –ή καλύτερα τους χορούς- στην κατάπτωση, αλλά συγχρόνως και στη διατήρησή τους μέσα στα ανδαλουσιανά κουτούκια, τις «πένιας», σχεδόν όπως συνέβη και με το ρεμπέτικο –στην πραγματικότητα το μπλουζ των πόλεων, των αρχών του 20ου αι., που βασίστηκε στην υποκουλτούρα των Μικρασιατικών φυλακών.
Ο αυτοσχεδιασμός, άλλο ένα χαρακτηριστικό της λέξης «χορός», ήταν ο δημιουργός του σον, που απετέλεσε τη ρίζα της σύγχρονης σάλσα, όταν στα 1800, μαύροι και λευκοί πρόσφυγες της Αϊτινής επανάστασηςέφεραν τα Αφρικάνικα και Ευρωπαϊκά υβρίδιά τους στο «Οριέν΄τε», την ανατολική πλευρά της Κούβας, για να αγωνιστούν ενάντια στη σκλαβιά.
Ο μουσικός συγγενής του –και συνώνυμο της Δομινικανής Δημοκρατίας, το μερένγγε, ήταν το σύμβολο ενός λαού στις δεκαετίες ανάμεσα στα 1930 & 60, κι έφτασε να γίνει ο εκπρόσωπος της λαϊκής τάξης σε όλη τη Λατινική Αμερική.
Στην «άλλη Αφρική», την «καριόκα», η σάμ’μπα, που στη Βραζιλία είναι γένους αρσενικού, «ο σάμ’μπα», είναι το κλειδί για την κοινωνική οργάνωση μέσα από τις «εσκόλας τζι σάμ’μπα» -τις λαϊκές «σχολές» για την προετοιμασία του καρναβαλιού των παραγκουπόλεων.
Υπάρχουν χοροί, που τ’ όνομά τους έχει καταλήξει να σημαίνει απλά «χορός» -οποιοσδήποτε χορός- όπως συμβαίνει με το μεξικάνικο γουαπάνγγο, στη γνωστότερη μορφή του που λέγεται και σον χαρότσο βερακρουσάνο.
Έτσι και το χορόπο, είναι ο μανδύας που σαν «πόντσο» πάλλεται σε γενέθλια, βαπτίσια και γιορτές Αγίων τόσο έντονα Βενεζολάνων!
Το μπαρόκ, όχι ως τέχνη, αλλά ως τρόπος ζωής, που δεν μπορεί να περιοριστεί, και εξαπλώνεται μέχρι να πάρει τη μορφή της λατινοαμερικάνικης νοοτροπίας, έφερε τους Κοσταρρικανούς σε σημείο να ορίσουν με… διάταγμα το πούν΄το γουανακαστέκο ως εθνικό τους χορό, που και αυτός δημιουργήθηκε σε κάποιο κελί φυλακής, στα τέλη του 19ου αι.
Κάποιες φορές ξεψυχισμένο, κάποιες άλλες κομψό, αλλά πάντα αισθησιακό, ρυθμικό και παθιασμένο, είναι η κάθετη έκφραση μιας… οριζόντιας επιθυμίας, ανάμεσα σε Ιταλίδες και γκάουτσος, κρεολές κι Εβραίους, που στα 1880, έφεραν μαζί τους τα φλαμενκος και τις αμπανέρας τους, τα καν’ντομ’μπλέ και τις μιλόνγγας, για να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον έρωτα και στο τάνγγο, μέσα στα σπίτια του αμαρτωλού λιμανιού.
Κούμ’μπια, κούμ’μπια! Κούμ’μπια λατίνα και κούμ’μπια ινδιάνικη και αποκλειστικά από την Καρθαγένη των Ινδιών, αλλά και τόσο παναμερικανική, που χρησιμοποιεί τον τελετουργικό συγκρητισμό ανάμεσα στο Μάλι και στην Ευρώπη, για να θέσει σε κίνηση αέναη κι αέρινη το σώμα.