Η Αργεντινή των Ελληνο-Ιταλών
Εκδήλωση-Κονσέρτο του Ηλία Ταμπουράκη στον Εκπολιτιστικό Σύνδεσμο
Λατινοαμερικανών & Ισπανών Ελλάδας, με θέμα την μουσική της Αργεντινής
των Ελληνο-Ιταλών, με την ομάδα GRIDO, (ASCLAYE, 22 Μαρτ. 2004)
Έχοντας παρουσιάσει ήδη το πολιτιστικό σεμινάριο της Unesco, -ως μέλος της Επιτροπής Τέχνης του Πολιτιστικού Συλλόγου Λατινοαμερικανών και Ισπανών Ελλάδας- θα προτείνω τώρα άλλους δρόμους κι άλλες θάλασσες για να ξανανακαλύψουμε, σαν άλλοι Σιδ, Κιχώτες και Κολόμβοι της νέας μας εποχής, τις ρίζες και τα κλαδιά του παναμερικανικού πολύχρωμου δέντρου, σαλπάροντας και πετώντας σε ηπείρους αχανείς, που σαρώνουν τυφώνες της Ιστορίας, αλλά και ψηλαφώντας γωνιές του κόσμου μες την καταχνιά. Γιατί Λατινική Αμερική δεν σημαίνει μόνο χορός και φαγητό. Δεν είναι μόνο μύθοι και θρύλοι των Ινδιάνων και των απελευθερωτών τους. Χρειάζεται να δοκιμάσουμε με όλες τις αισθήσεις μας, τις μυρωδιές, τους ήχους, τις γεύσεις και τις εικόνες κόσμων και ανθρώπων σκούρων και λευκών, που άφησαν τη γη τους –αθέμιτα και μη- για να σπείρουν στη Λατινική Αμερική τις ελπίδες τους και να τις ποτίσουν με το κλάμα τους. Είναι η Ινδία με την πορτογαλική της Γκόα, στην Ασία, και είναι η ισπανόφωνη Γουινέα στην Αφρική, και άλλοι τόσοι τόποι που δάνεισαν και δανείστηκαν πολιτισμικούς θησαυρούς στην Αμερικανική Ήπειρο. Το κάθε τι, όμως, έχει την εξέλιξή του. Ας αρχίσουμε, λοιπόν, απόψε με κάτι εύκολο για τα λατινοαμερικάνικα ακούσματα: έχουμε μαζί μας μία συντροφιά Ελλήνων με λατινική ψυχή, που μες από την Ελληνο-Ιταλική μουσική τους θα μας διηγηθούν την ιστορία της Αργεντινής. Πρόκειται για το συγκρότημα Grido, τους οποίους αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω για την αποψινή πολιτιστική τους προσφορά.
Λένε, λοιπόν, -(για ν’ αρχίσουμε σιγά-σιγά το διήγημά μας)- οτι οι πολιτισμοί και οι κοινωνίες επιβιώνουν κι εξελίσσονται μόνο με όσα τους παρέχει η φύση. Κι όταν αυτή η φύση είναι θαλασσινή, τότε οι πολιτισμοί σπάνε τα κύματα και δαμάζουν τις θάλασσες κι εξακολουθούν να δημιουργούν κουλτούρες. Απόψε θα ήθελα να βρισκόταν ανάμεσά μας ένας σηματικός δάσκαλος, ο Φελίπε Φερνάντες Αρμέστο, του Παν/μίου της Οξφόρδης, ο οποίος έγραψε σ’ ένα από τα βιβλία του οτι η Ιστορία είναι περισσότερο ένα κυνήγι του ανθρώπου, παρά μία επιστήμη με τη συμβατική της έννοια, επειδή το παρελθόν δεν βρίσκεται ανάμεσα στις αισθήσεις μας. Εμείς μπορούμε μόνο να γνωρίζουμε τις εντυπώσεις που οι πρόγονοί μας έχουν αφήσει γραπτές ή τραγουδισμένες.
Έτσι λέει, λοιπόν, και το παραμύθι κάποιων Ελλήνων, που στην απόμακρη αρχαιότητα ξεκίνησαν από τις μητροπόλεις τους, με πλώρη τις ακτές της Μικράς Ασίας, απ’ όπου οι πνευματικές κι εμπορικές τους ανησυχίες τούς έριξαν και πάλι στη θάλασσα, για να βγούν σε γη ιταλική, όπου ίδρυσαν αποικίες φωτισμένες από τη μεσογειακή νοοτροπία.
Πολύ αργότερα, άλλοι οραματιστές μιας θαλασσινής χείμαιρας, οι Ισπανοί, έφτασαν να ενώσουν την τύχη τους μ’ εκείνη των Ελλήνων και των Ιταλών του Νότου, και πριν από λίγα χρόνια, όλοι μαζί βρέθηκαν σε γη αργεντίνικη, ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον. Σήμερα, αυτή η χώρα με τις ξεχασμένες ινδιάνικες ρίζες, την ιταλικίζουσα ντοπιολαλιά και το Ελληνικό επιχειρηματικό πνεύμα, εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζει τα κοινωνικο-οικονομικά τραντάγματα, κι εξορίζεται στις ΗΠΑ, τραγουδώντας πάντα με το δικό της τρόπο «Άντρα μου πάει».
Αν αφουγκραστούμε προσεκτικά τα σύγχρονα τοπωνύμια της Κάτω Ιταλίας, θ' ακούσουμε φωνές ελληνικές: Reggio = Ρήγιον, Taormina = Ταυρομένιον... Είναι η φωνή των πρώτων εκείνων αποίκων του 8ου αι. π.Χ., που αργότερα , στη Βυζαντινή εποχή υποδέχονται στην κατω-ιταλιώτικη "νέα" πατρίδα τους κι άλλους αδελφούς Ελλαδίτες, για ν' αντιμετωπίσουν μαζί τις σαρακίνικες επιδρομές. Θάβονται όμως, στη λήθη, μέχρι την εποχή της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Πριν λίγο σχετικά καιρό, στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα χωριά αυτά παρέμεναν απομονωμένα, κρατώντας μία ελληνο-λατινική γλώσσα κι ένα κλειστό σύστημα οικονομίας, που θα τους οδηγήσει αναπόφευκτα στη μετανάστευση και στην αργεντίνικη εμπειρία.
Στα 1370, ένα καράβι που πήγαινε από την Ισπανία στην Ιταλία, έπεσε σε φουρτούνα και χρειάστηκε να πετάξει στη θάλασσα το φορτίο του. Ένα από τα κιβώτια δε βυθίστηκε, αλλά συνέχισε να επιπλέει, καθοδηγώντας το θαλασσοδαρμένο καράβι προς τα παράλια του Κάλιαρι, στη Σαρδηνία, που τότε ανήκε στο Ισπανικό στέμμα της Αραγώνας. Ανοίγοντας το κιβώτιο, οι νησιώτες βρήκαν ένα ξύλινο άγαλμα της Παναγίας με τον μικρό Χριστό, περήφανο και χαμογελαστό, να κρατά μία υδρόγειο σφαίρα στο αριστερό του χέρι και στο δεξί μία λαμπάδα, που παρ' όλα τα σαράντα κύματα που 'χε περάσει, παρέμενε αναμμένη!... Αργότερα, λόγω του οτι οι Ισπανοί είναι -όπως και οι Έλληνες- λαός θαλασσοπόρων, οι πιστοί τοποθέτησαν στο άγαλμα ένα ξύλινο καραβάκι, του οποίου το κατάρτι είναι εκείνη η ίδια λαμπάδα, που παραμένει ως σήμερα αναμμένη. Το όμορφο αυτό άγαλμα, βυζαντινής τέχνης, συμβολίζει την Υπαπαντή, αλλά πήρε τ' όνομα "Bonaria", δηλ. "Καλός Άνεμος", γιατί ο μοναχός Κάρολος ο Καταλανός είχε προφητέψει οτι ένα εικόνισμα της Παναγίας θα καθάριζε τον αέρα από τη μαλάρια (malaria, δηλ. ελονοσία). Ας συγκρίνουμε τις λέξεις malaria και bonaria, δηλ. "κακό αερικό" και "καλός άνεμος". Σύντομα η Παναγία των Καλών Ανέμων έγινε προστάτιδα των ναυτικών, όπως του Πέδρο Μεντόσα του Μεγαλοπρεπούς από τη Σεβίλλη, που στα 1536 επέβαλε στην πρόσφατα κατεκτημένη περιοχή του Ρίο Δε Λα Πλάτα το όνομα Σάντα Μαρία Δελ Μπουέν Άιρε, ή Μπουένος Άιρες της Αργεντινής.
Μετά την πτώση του Χουάν Μανουέλ Δε Ρόσας, η Αργεντινή ήταν σε μεγάλη έκταση κατειλημένη από ιθαγενείς. Κάποιοι ιδεολόγοι της τότε μοντέρνας ελίτ, όπως ο Αλμπέρτι και ο Σαρμιέντο, υπογράμμιζαν την ανάγκη να εποικιστεί εκείνη η τεράστια και σχεδόν άδεια περιοχή, φέρνοντας μαζικά Ευρωπαίους μετανάστες, για να εξισορροπίσουν την αρμονία ανάμεσα στην ευρωπαϊκή ελίτ και στο νέο πληθυσμιακό αποτέλεσμα. Συμπτωματικά, στην Ιταλία, η ήττα των Αυστριακών στα 1861 επέφερε ένα τεράστιο κύμα μεταναστών. Η Αμερικανικανική ήπειρος είναι κατάλληλη για εργατικό δυναμικό, δεδομένου οτι περισσότερο από την πνευματική ισχύ του ανθρώπου, χρειάζεται η μηχανική ενέργεια. Η Καλαβρία και η Σικελία είναι οι περιοχές της νότιας Ιταλίας που αποφέρουν στην Αργεντινή το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα. Ναυτικοί με μικρά ή και ανύπαρκτα κεφάλαια, αρχίζουν να καταφτάνουν στις εκβολές του ποταμού Λα Πλάτα, σε εποχές σιδηρών καθεστώτων, και μέχρι σήμερα πολλές γενιές αγροτών, εργατών, εμπόρων κι επιστημόνωνέχουν προσφέρει πρόοδο στην Αργεντινή.
Ανάμεσα στα 1850 και 1930, η Λατινική Αμερική δέχτηκε πάνω από 14.000.000 πρόσφυγες, από τους οποίους το 77%, δηλ. 6.000.000 πήγαν στην Αργεντινή, για να την κάνουν δεύτερη ελληνο-ιταλική πατρίδα. "Fare l' America" , όπως έλεγαν τότε. Εκτός αυτού, οι πρόσφυγες εκείνοι ήταν προνομιούχοι μάρτυρες και πρωταγωνιστές στη συνάντηση των δύο κόσμων, που κατόρθωσαν ν' αντιμετωπίσουν τον σκληρό διάπλου του Ατλαντικού, πιστεύοντας στα λόγια του Δάντη: "Se tu segui tua stella, non puoi fallire a glorioso porto - Αν ακολουθήσεις το άστρο σου, θα συναντήσεις το ένδοξο λιμάνι.
"Ώρε μου ροντινέντα / α που ρτεστε τσε στάτζει / πλέα τάλασσα σ' αγκουάντει /μ' οὐτον καλόν τζαιρό; (Ωραίο μου χελιδόνι / από πούθε έρχεσαι και φτάνεις / ποιά θάλασσα σε βγάζει / με τούτον τον καλό καιρό;)
Έτσι θα τραγουδούσαν οι οι Έλληνες που μόλις είχαν φτάσει στο Μπουένος Άιρες κι έννοιωθαν νοσταλγία για την πατρίδα τους την Ελλάδα ή τη Μεγάλη Ελλάδα, δηλ. την Κάτω Ιταλία. Και συνέχιζαν να τραγουδούν σ' αυτό το γλωσσικό ιδίωμα με τα αρχαϊκά, τα βυζαντινά και τα ιταλοπρεπή στοιχεία που ακόμα επιβιώνει στην Κεντρική Μεσόγειο:
"Αρώτησα τη μάνα μου / την πλέον γκαπημένη έκει τόσο κα με μένει / πούρου νάκει να με ντει."
(Ρώτησα για τη μάνα μου την πολυαγαπημένη / έχει τόσον καιρό που με περιμένει / κι άλλον τόσο να με δει.)
Η μετανάστευση των Ελλήνων στην Αργεντινή έγινε κυρίως ανάμεσα στα 1890 και 1954. Παρ'όλο οτι δεν ήταν τόσο έντονη όσο η ιταλική και η ισπανική, προσέφερε ένα σημαντικό αριθμό επαγγελματιών κι εμπόρων.
"Αρώτησα τον τσούρη μου / τσε ούλη την γκετονία/ τσε αν είκε ομιλἰα / πόσα είκε να μου πει!"
(Ρώτησα για τον κύρη μου / κι όλη τη γειτονιά / κι αν είχες ομιλία / πόσα θά 'χες να μου πεις!)
Ίσως το σημαντικότερο σύμβολο της εμπορικής δραστηριότητας των Ελλήνων στην Αργεντινή, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ήταν επιφανές μέλος των κοινοτικών ιδρυμάτων στο Παλέρμο και στη Λα Πλάτα.
"Μα σου τίπο μου λέει, / για όσα σε ρωτώ, / λίον γκέρνει, λίον καλέει, / λιον εγκίτζει το νερό.
(Μα τίποτα δεν αποκρίνεσαι / σ' όλα αυτά που σε ρωτώ. Λίγο γέρνεις, λίγο κατεβαίνεις, / λίγο αγγίζεις το νερό.)
Η ταραντέλλα είναι ένας λαϊκός χορός, που συνδέεται με το φαινόμενο του ταραντισμού. Πρόκειται για μία μορφή κρίσης ή μανίας, που οφείλεται στο τσίμπημα της ταραντούλας -της αράχνης που αφθονεί τόσο στη Σικελία, όσο και (σε διάφορες παραλλαγές της) στην Νότια Αμερική- κι έχει πάρει τ' όνομά της από την πόλη του Τάραντα. Για να θεραπευτεἰ το θύμα, γινόταν ένας μουσικός εξορκισμό, με τον οποίον ο ασθενής ταράζεται έντονα και χορεύει ξέφρενα, μιμούμενος τις κινήσεις του εντόμου, μέχρι να πέσει κάτω μετά από δύο ημέρες, εξουθενωμένος, αλλά και θεραπευμένος.
Έχουν περάσει ήδη 3.000 χρόνια από τότε που οι πρώτοι Έλληνες αποίκησαν τη Magna Graecia, ή Grecia Salentina, στον Ιταλικό Νότο. Έχουν περάσει ήδη πάνω από 500 χρόνια, από τότε που η Παναγία των Καλών Ανέμων οδήγησε τους Ισπανούς να κατακτήσουν την Ιταλική γη, αλλά και από την ίδρυση του λιμανιού του Μπουένος Άιρες, στις εκβολές του του ποταμού Λα Πλάτα, στην Αργεντινή. Εκείνο το χωριουδάκι, που γύρω του ζούσαν οι Ινδιάνοι Κεραντί, έχει μεταλλαχθεί σε μεγαλούπολη , ξεφεύγοντας από τα περιορισμένα του όρια προς τα 4 σημεία του ορίζοντα, και κατακτώντας τα εδάφη του ποταμού που "είναι πλατύς σαν τη θάλασσα", όπου μεγάλα καράβια αράζουν καθημερινά, αλλά και σαλπάρουν με δεκάδες ψυχές που προσμονούν μια καλύτερη ζωή , και που με τα πήγαινε-έλα τους μετατρέπουν το πολιτισμικό DΝΑ εκατομυρίων άλλων ανθρώπων, τραγουδώντας πάντα τους στίχους που είπε ο Άδμητος στη γυναίκα του την Άλκηστη, στην ομώνυμη τραγωδία του Ευρυπίδη:
"Τσ' όπου πάγω, που σύρνω, που στέω, στην καρδίαν πάντα 'σένα βαστώ."...
Λένε, λοιπόν, -(για ν’ αρχίσουμε σιγά-σιγά το διήγημά μας)- οτι οι πολιτισμοί και οι κοινωνίες επιβιώνουν κι εξελίσσονται μόνο με όσα τους παρέχει η φύση. Κι όταν αυτή η φύση είναι θαλασσινή, τότε οι πολιτισμοί σπάνε τα κύματα και δαμάζουν τις θάλασσες κι εξακολουθούν να δημιουργούν κουλτούρες. Απόψε θα ήθελα να βρισκόταν ανάμεσά μας ένας σηματικός δάσκαλος, ο Φελίπε Φερνάντες Αρμέστο, του Παν/μίου της Οξφόρδης, ο οποίος έγραψε σ’ ένα από τα βιβλία του οτι η Ιστορία είναι περισσότερο ένα κυνήγι του ανθρώπου, παρά μία επιστήμη με τη συμβατική της έννοια, επειδή το παρελθόν δεν βρίσκεται ανάμεσα στις αισθήσεις μας. Εμείς μπορούμε μόνο να γνωρίζουμε τις εντυπώσεις που οι πρόγονοί μας έχουν αφήσει γραπτές ή τραγουδισμένες.
Έτσι λέει, λοιπόν, και το παραμύθι κάποιων Ελλήνων, που στην απόμακρη αρχαιότητα ξεκίνησαν από τις μητροπόλεις τους, με πλώρη τις ακτές της Μικράς Ασίας, απ’ όπου οι πνευματικές κι εμπορικές τους ανησυχίες τούς έριξαν και πάλι στη θάλασσα, για να βγούν σε γη ιταλική, όπου ίδρυσαν αποικίες φωτισμένες από τη μεσογειακή νοοτροπία.
Πολύ αργότερα, άλλοι οραματιστές μιας θαλασσινής χείμαιρας, οι Ισπανοί, έφτασαν να ενώσουν την τύχη τους μ’ εκείνη των Ελλήνων και των Ιταλών του Νότου, και πριν από λίγα χρόνια, όλοι μαζί βρέθηκαν σε γη αργεντίνικη, ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον. Σήμερα, αυτή η χώρα με τις ξεχασμένες ινδιάνικες ρίζες, την ιταλικίζουσα ντοπιολαλιά και το Ελληνικό επιχειρηματικό πνεύμα, εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζει τα κοινωνικο-οικονομικά τραντάγματα, κι εξορίζεται στις ΗΠΑ, τραγουδώντας πάντα με το δικό της τρόπο «Άντρα μου πάει».
Αν αφουγκραστούμε προσεκτικά τα σύγχρονα τοπωνύμια της Κάτω Ιταλίας, θ' ακούσουμε φωνές ελληνικές: Reggio = Ρήγιον, Taormina = Ταυρομένιον... Είναι η φωνή των πρώτων εκείνων αποίκων του 8ου αι. π.Χ., που αργότερα , στη Βυζαντινή εποχή υποδέχονται στην κατω-ιταλιώτικη "νέα" πατρίδα τους κι άλλους αδελφούς Ελλαδίτες, για ν' αντιμετωπίσουν μαζί τις σαρακίνικες επιδρομές. Θάβονται όμως, στη λήθη, μέχρι την εποχή της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Πριν λίγο σχετικά καιρό, στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα χωριά αυτά παρέμεναν απομονωμένα, κρατώντας μία ελληνο-λατινική γλώσσα κι ένα κλειστό σύστημα οικονομίας, που θα τους οδηγήσει αναπόφευκτα στη μετανάστευση και στην αργεντίνικη εμπειρία.
Στα 1370, ένα καράβι που πήγαινε από την Ισπανία στην Ιταλία, έπεσε σε φουρτούνα και χρειάστηκε να πετάξει στη θάλασσα το φορτίο του. Ένα από τα κιβώτια δε βυθίστηκε, αλλά συνέχισε να επιπλέει, καθοδηγώντας το θαλασσοδαρμένο καράβι προς τα παράλια του Κάλιαρι, στη Σαρδηνία, που τότε ανήκε στο Ισπανικό στέμμα της Αραγώνας. Ανοίγοντας το κιβώτιο, οι νησιώτες βρήκαν ένα ξύλινο άγαλμα της Παναγίας με τον μικρό Χριστό, περήφανο και χαμογελαστό, να κρατά μία υδρόγειο σφαίρα στο αριστερό του χέρι και στο δεξί μία λαμπάδα, που παρ' όλα τα σαράντα κύματα που 'χε περάσει, παρέμενε αναμμένη!... Αργότερα, λόγω του οτι οι Ισπανοί είναι -όπως και οι Έλληνες- λαός θαλασσοπόρων, οι πιστοί τοποθέτησαν στο άγαλμα ένα ξύλινο καραβάκι, του οποίου το κατάρτι είναι εκείνη η ίδια λαμπάδα, που παραμένει ως σήμερα αναμμένη. Το όμορφο αυτό άγαλμα, βυζαντινής τέχνης, συμβολίζει την Υπαπαντή, αλλά πήρε τ' όνομα "Bonaria", δηλ. "Καλός Άνεμος", γιατί ο μοναχός Κάρολος ο Καταλανός είχε προφητέψει οτι ένα εικόνισμα της Παναγίας θα καθάριζε τον αέρα από τη μαλάρια (malaria, δηλ. ελονοσία). Ας συγκρίνουμε τις λέξεις malaria και bonaria, δηλ. "κακό αερικό" και "καλός άνεμος". Σύντομα η Παναγία των Καλών Ανέμων έγινε προστάτιδα των ναυτικών, όπως του Πέδρο Μεντόσα του Μεγαλοπρεπούς από τη Σεβίλλη, που στα 1536 επέβαλε στην πρόσφατα κατεκτημένη περιοχή του Ρίο Δε Λα Πλάτα το όνομα Σάντα Μαρία Δελ Μπουέν Άιρε, ή Μπουένος Άιρες της Αργεντινής.
Μετά την πτώση του Χουάν Μανουέλ Δε Ρόσας, η Αργεντινή ήταν σε μεγάλη έκταση κατειλημένη από ιθαγενείς. Κάποιοι ιδεολόγοι της τότε μοντέρνας ελίτ, όπως ο Αλμπέρτι και ο Σαρμιέντο, υπογράμμιζαν την ανάγκη να εποικιστεί εκείνη η τεράστια και σχεδόν άδεια περιοχή, φέρνοντας μαζικά Ευρωπαίους μετανάστες, για να εξισορροπίσουν την αρμονία ανάμεσα στην ευρωπαϊκή ελίτ και στο νέο πληθυσμιακό αποτέλεσμα. Συμπτωματικά, στην Ιταλία, η ήττα των Αυστριακών στα 1861 επέφερε ένα τεράστιο κύμα μεταναστών. Η Αμερικανικανική ήπειρος είναι κατάλληλη για εργατικό δυναμικό, δεδομένου οτι περισσότερο από την πνευματική ισχύ του ανθρώπου, χρειάζεται η μηχανική ενέργεια. Η Καλαβρία και η Σικελία είναι οι περιοχές της νότιας Ιταλίας που αποφέρουν στην Αργεντινή το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα. Ναυτικοί με μικρά ή και ανύπαρκτα κεφάλαια, αρχίζουν να καταφτάνουν στις εκβολές του ποταμού Λα Πλάτα, σε εποχές σιδηρών καθεστώτων, και μέχρι σήμερα πολλές γενιές αγροτών, εργατών, εμπόρων κι επιστημόνωνέχουν προσφέρει πρόοδο στην Αργεντινή.
Ανάμεσα στα 1850 και 1930, η Λατινική Αμερική δέχτηκε πάνω από 14.000.000 πρόσφυγες, από τους οποίους το 77%, δηλ. 6.000.000 πήγαν στην Αργεντινή, για να την κάνουν δεύτερη ελληνο-ιταλική πατρίδα. "Fare l' America" , όπως έλεγαν τότε. Εκτός αυτού, οι πρόσφυγες εκείνοι ήταν προνομιούχοι μάρτυρες και πρωταγωνιστές στη συνάντηση των δύο κόσμων, που κατόρθωσαν ν' αντιμετωπίσουν τον σκληρό διάπλου του Ατλαντικού, πιστεύοντας στα λόγια του Δάντη: "Se tu segui tua stella, non puoi fallire a glorioso porto - Αν ακολουθήσεις το άστρο σου, θα συναντήσεις το ένδοξο λιμάνι.
"Ώρε μου ροντινέντα / α που ρτεστε τσε στάτζει / πλέα τάλασσα σ' αγκουάντει /μ' οὐτον καλόν τζαιρό; (Ωραίο μου χελιδόνι / από πούθε έρχεσαι και φτάνεις / ποιά θάλασσα σε βγάζει / με τούτον τον καλό καιρό;)
Έτσι θα τραγουδούσαν οι οι Έλληνες που μόλις είχαν φτάσει στο Μπουένος Άιρες κι έννοιωθαν νοσταλγία για την πατρίδα τους την Ελλάδα ή τη Μεγάλη Ελλάδα, δηλ. την Κάτω Ιταλία. Και συνέχιζαν να τραγουδούν σ' αυτό το γλωσσικό ιδίωμα με τα αρχαϊκά, τα βυζαντινά και τα ιταλοπρεπή στοιχεία που ακόμα επιβιώνει στην Κεντρική Μεσόγειο:
"Αρώτησα τη μάνα μου / την πλέον γκαπημένη έκει τόσο κα με μένει / πούρου νάκει να με ντει."
(Ρώτησα για τη μάνα μου την πολυαγαπημένη / έχει τόσον καιρό που με περιμένει / κι άλλον τόσο να με δει.)
Η μετανάστευση των Ελλήνων στην Αργεντινή έγινε κυρίως ανάμεσα στα 1890 και 1954. Παρ'όλο οτι δεν ήταν τόσο έντονη όσο η ιταλική και η ισπανική, προσέφερε ένα σημαντικό αριθμό επαγγελματιών κι εμπόρων.
"Αρώτησα τον τσούρη μου / τσε ούλη την γκετονία/ τσε αν είκε ομιλἰα / πόσα είκε να μου πει!"
(Ρώτησα για τον κύρη μου / κι όλη τη γειτονιά / κι αν είχες ομιλία / πόσα θά 'χες να μου πεις!)
Ίσως το σημαντικότερο σύμβολο της εμπορικής δραστηριότητας των Ελλήνων στην Αργεντινή, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ήταν επιφανές μέλος των κοινοτικών ιδρυμάτων στο Παλέρμο και στη Λα Πλάτα.
"Μα σου τίπο μου λέει, / για όσα σε ρωτώ, / λίον γκέρνει, λίον καλέει, / λιον εγκίτζει το νερό.
(Μα τίποτα δεν αποκρίνεσαι / σ' όλα αυτά που σε ρωτώ. Λίγο γέρνεις, λίγο κατεβαίνεις, / λίγο αγγίζεις το νερό.)
Η ταραντέλλα είναι ένας λαϊκός χορός, που συνδέεται με το φαινόμενο του ταραντισμού. Πρόκειται για μία μορφή κρίσης ή μανίας, που οφείλεται στο τσίμπημα της ταραντούλας -της αράχνης που αφθονεί τόσο στη Σικελία, όσο και (σε διάφορες παραλλαγές της) στην Νότια Αμερική- κι έχει πάρει τ' όνομά της από την πόλη του Τάραντα. Για να θεραπευτεἰ το θύμα, γινόταν ένας μουσικός εξορκισμό, με τον οποίον ο ασθενής ταράζεται έντονα και χορεύει ξέφρενα, μιμούμενος τις κινήσεις του εντόμου, μέχρι να πέσει κάτω μετά από δύο ημέρες, εξουθενωμένος, αλλά και θεραπευμένος.
Έχουν περάσει ήδη 3.000 χρόνια από τότε που οι πρώτοι Έλληνες αποίκησαν τη Magna Graecia, ή Grecia Salentina, στον Ιταλικό Νότο. Έχουν περάσει ήδη πάνω από 500 χρόνια, από τότε που η Παναγία των Καλών Ανέμων οδήγησε τους Ισπανούς να κατακτήσουν την Ιταλική γη, αλλά και από την ίδρυση του λιμανιού του Μπουένος Άιρες, στις εκβολές του του ποταμού Λα Πλάτα, στην Αργεντινή. Εκείνο το χωριουδάκι, που γύρω του ζούσαν οι Ινδιάνοι Κεραντί, έχει μεταλλαχθεί σε μεγαλούπολη , ξεφεύγοντας από τα περιορισμένα του όρια προς τα 4 σημεία του ορίζοντα, και κατακτώντας τα εδάφη του ποταμού που "είναι πλατύς σαν τη θάλασσα", όπου μεγάλα καράβια αράζουν καθημερινά, αλλά και σαλπάρουν με δεκάδες ψυχές που προσμονούν μια καλύτερη ζωή , και που με τα πήγαινε-έλα τους μετατρέπουν το πολιτισμικό DΝΑ εκατομυρίων άλλων ανθρώπων, τραγουδώντας πάντα τους στίχους που είπε ο Άδμητος στη γυναίκα του την Άλκηστη, στην ομώνυμη τραγωδία του Ευρυπίδη:
"Τσ' όπου πάγω, που σύρνω, που στέω, στην καρδίαν πάντα 'σένα βαστώ."...