Άρθρο του Ηλία Ταμπουράκη στη Βικιπαίδεια: βλ.
https://el.wikipedia.org/wiki/Χέρμαν_Ντουφτ_-_Χανς_Μπασενάουερ
Άρθρο γερμανικής εφημερίδας Der Spiegel: Βλ.:
http://wissen.spiegel.de/wissen/image/show.html?did=45234168&aref=image035/0601/PPM-SP196905200620062.pdf&thumb=false
Η γιαγιά Γιαγιά
(Κείμενο του Ηλία Ταμπουράκη για την ιστορική οικογένειά του από τη Σάμο.)
Είχα μία γιαγιά, που τη λέγανε Γιαγιά. Και ήτανε γιαγιά Χαριτωμένη. Ούτε ξέρω πότε ακριβώς έζησε· οι γιαγιάδες στην οικογένειά μας, γενιούνταν γριές και ξεχνούσαν να πεθάνουν... Και είχε εκείνη η γιαγιά τέσερεις τρίτους ξαδέλφους, που τους λέγανε κι εκείνους Γιαγιάδες. Ξέρω πότε έζησαν εκείνοι, και πού. Μες το λαμπερό μπλε, στην διάφανη απεραντοσύνη του Αιγαίου, ανάμεσα στους βράχους από ώχρα, ένας είναι απόκρημνος, κι έχει γι’ αυτό, κρατήσει το όνομά του το αρχέγονο: Σάμος. Και από τις χιλιάδες χρόνια ύπαρξης πέτρας, ήλιου και άρμης, οι γιαγιάδες Γιαγιάδες επέλεξαν το χιλιοστό και οκτακοσιοστό και ογδοηκοστό και πέμπτο για να δημιουργήσουν ιστορία, γιατί τότε ήταν η Σάμος Ηγεμονία ημιαυτόνομη, μέσα στις μουσελίνες της Υψηλής Πύλης. Και το 1912, δρασκελώντας τους Μαραθόκαμπους του νησιού, γράφουν τα «Γιαγιαδικά» τους: «…εισήχθην εις την Καθολικήν Σχολήν της Βηθλεέμ εν Παλαιστίνη, όπου εδιδάχθην την γαλλικήν, ιταλικήν, αγγλικήν, αραβικήν, (την τελευταίαν αυτήν ελησμόνησα τελείως), λογιστικήν και αποφοιτήσας, ετιμήθην, ως ο μόνος ελληνικής καταγωγής μαθητής, με βραβείον, εκτός των άλλων, με το τρίτομον ποιητικόν έργον του Βίκτορος Ουγκώ: «Les Orientales», αφιερωμένον εις τους αγώνας του ελληνικού έθνους, του 1821.» Αλλά, αντί για βελόνες πλεξίματος και λιβανιστήρια, οι Γιαγιάδες κρατούσανε μουσκέτα κι άλλα όπλα του βουνού. Γιατί τ’ όνομά τους κάθε άλλο παρά «γιαγιά» σήμαινε: στα τούρκικα, «yahya» πεζός στρατιώτης είναι. Τώρα, και «διαβόητους κακοποιούς» τους φώναζαν, αλλά έτσι είναι οι ιστορίες της Ιστορίας: όταν κανείς εναντιώνεται στον τύραννο του τόπου του, και κλέβει τράπεζες ιδιωτικές για να μοιράσει τα λεφτά στους φτωχούς, κακοποιός λογιέται όσο είναι ζωντανός, και ήρωας Ρομπέν της Σάμου, όταν κάποιο γιαταγάνι του κόψει το κεφάλι, μια που ο ίδιος δεν το χε σκοπό να πεθάνει, ή να ψοφήσει κατ’ άλλους... Είπαμε: η παράδοση της οικογένειας· μας θέλει όλους μαζί ζωντανούς. Μερικούς, στη μνήμη των υπόλοιπων. Και ήταν τέσερεις εκείνοι οι Γιαγιάδες/Γιαγάδες: η Γιώργης, η Κώστας, η Κίμων κι η Γιάννης. Και το η δεν δείχνει σε καμία περίπτωση θηλυπρέπεια. Έτσι είν’ η σαμιώτικη ντοπιολαλιά.
Η Γιάννης, λοιπόν, ήταν ο μορφωμένος της οικογένειας. Και τους συναντάμε στο βουνό, αντάρτες, το ΄12, ή να «διαβαίνουμε το θαλάσσιο Ρουβίκωνα μεταξύ Σάμου και Σμύρνης, υπέρ της Ενώσεως της Σάμου με την Ελλάδαν.» Το ημερολόγιό του, όμως, το έγραψε πάρα πολλά χρόνια αργότερα, το 1976, ένα χρόνο πριν πεθάνει. Κι όπως είναι αυτή η οικογένεια υπερβολική σε όλα της κι όλα τα φουσκώνει μέχρι να σκάσουν, ποιος ξέρει τι μπορεί να ισχύει απ’ όλα αυτά και τι όχι. Πάντως, όπου γίνεται φασαρία, υπάρχει κι ένας πολιτικός που χώνει τη μύτη του... Κι αυτήν τη φορά ήταν ο Σοφούλης ο Θεμιστοκλής. Και οι δυο τους –η Γιαγιάς κι η Σοφούλης- ισχυρίζονται οτι πέταξαν τους Τούρκους στη θάλασσα. Όμως, η επιστολή τού Σοφούλη, που δικαίωνε τους Γιαγιάδες, χάθηκε (ως δια μαγείας) στα βουνά και στα λαγκάδια... Κι ανάμεσα στα μάραθα και στ’ άλλα μυρωδικά του κάμπου, έγραφε στο ημερολόγιό του η Γιάννης: «Ο Σοφούλης απέβλεπε (…) να απαλλοτριώση όλα τα προνόμια της Σάμου, να καταργήση τας Δημοσίας Υπηρεσίας της, να δεσμεύση τας ελευθερίας και την δραστηριότητα του λαού και να παραδώση -όπως την παρέδωσε- την Σάμον γυμνή και ανυπεράσπιστον εις την Ελλάδα για να τον πούνε οι Παλιοελλαδίτες ελευθερωτήν της Σάμου (…) Ο Σαμιακός λαός επέβλεπε πάντοτε εις την ένωσιν της Σάμου μετά της Μητρός Ελλάδος. Είχε τα προνόμιά του, την αυτόνομη διοίκησί του, την σημαία του, την ελευθερίαν του. Δεν έκαμε την επανάστασιν για να χάση αυτά μετά την ένωση.»
Κι αρχινά, τότε η Κώστας η Γιαγιάς επανάσταση στο Μαραθόκαμπο. Τότε ήταν που η Γιάννης πήρε τα βουνά! Άφησε τα τρία αδέρφια του στις μάχες του κάμπου με τα μάραθα κι ανέβηκε στα τρία Καρλοβάσια. Εκεί, στον «Γέροντα» των Καρλοβασίων, στο παλιότερο και το πιο ψηλό, πέρα απ’ το βράχο τον Καστρινό της Παναγιάς, εκεί που τα παλιότερα τα χρόνια οι βιγλάτορες αγνάντευαν το πέλαγος κι ειδοποιούσαν τους νησιώτες όταν καράβι πειρατικό πλησίαζε τον τόπο τους- , εκεί λοιπόν, έκλεισε τα γυναικόπαιδα μες στη σπηλιά των αναχωρητών. Παράξενη σπηλιά. Σαν βαρέλι χωρίς πάτο είναι. Βάθος απροσμέτρητο και ύψος δυσθεώρητο. Με μια τρύπα στην κορυφή, κι άλλη μια στο πλάι. Την πλαϊνή τη χτίσανε με πέτρες, για να μην τις βρουν οι κυβερνητικοί και τις σκοτώσουν. Κι απ’ την τρύπα της οροφής, τους έριχναν τρόφιμα· καρβέλια σταρένια με λάδι, τυρί, ντομάτες και κρεμμύδι στουμπιστό κι ένα φλασκί γλυκό κρασί σαμιώτικο, που ‘κανε καλό στον άρρωστο που είχαν μαζί τους, τον Κώστα τον ψηλό, τον αδερφό της γιαγιάς της Χαριτωμένης. Κι ήταν κι η Μαρουδιώ η γιαγιά μαζί τους, η κόρη της γιαγιάς Χαριτωμένης, ανιψούδα τ’ Γιάννη, μαζί με την Κατιναρού, τη μικρή τς την αδερφή, και λέγαν ιστορίες νησιώτικες, για τον Κυρ-Κουδούμεντρο, με τον χοντρό κορμό, και για για τους πειρατές: «Τότε, οι δυο κουρσάροι, που χαν κλέψει το θησαυρό, τρύπωσαν μες τη σπηλιά, εδώ ψηλά, απά στο βουνό, για ν’ αγναντεύουν το πειρατικό καράβι, πέρα στον όρμο. Μια γριά, όμως, που κρυφοκοιτούσε τα βήματά τους, ηπήε στο κουρσάρικο το πλοίο και πρόδωσε στους άλλους το λημέρι των κλεφτών. Το κανε για να σώσει την κρυψώνα τής Κυρά-Παναγιάς, που σε καιρούς επιδρομών φιλοξενούσε τα παιδιά με τα χρυσά φλουριά στο λαιμό και τις κουλούρες του ψωμιού στην ποδιά.... Οι πειρατές σκοτώσαν τ’ αδέρφια τους, τους κλέφτες, κι όταν η γριά με τα θαλασσιά μάτια γύρεψε την ευγνωμοσύνη τους, εκείνοι την έριξαν απ’ τα γκρεμνά. Από τότε, ο τόπος αναδύει μύρο...» Μες το παράξενο σκοτάδι της σπηλιάς, ένα φως εξώκοσμο· σα να ιρίδιζε απ’ τους σταλακτίτες της σπηλιάς. Ήταν, όμως βράδυ, και δεν ερχόταν απ’ το άνοιγμα του ανεφοδιασμού. Η Μαρουδιώ, το αγιοκούμαρο, πλησιάζει στην κόγχη του βράχου –παλιό ξωκλήσι μες τη σπηλιά- και, σα να το ξερε, χωρίς να δείξει καμία έκπληξη, απλώνει τα παιδικά χεράκια της και βγάζει μέσ απ’ το σκοτάδι την πηγή φωτός: ασημοπράσινο και στη μέση κόκκινο βελούδο της Βενετιάς! Η Δεξιοκρατούσα που χε ζωγραφίσει ο Δομήνικος όταν ήτανε παιδί, και δεν την είχε υπογράψει. Θα τη δει αργότερα ο Λίνος ο Μπενάκης και θα το επιβεβαιώσει! Και την είχε φέρει μες το καράβι εκείνος ο Κρητικός που φώναζε τον προπάππου τον Κόκκορα «Ταμπουράκη», γιατί είχε ταμπούρια και πολέμαγε τους Τούρκους. Τους είχε φέρει ο Kılıç Ali Paşa, στα 1565, για να εποικήσει την έρημη τότε Σάμο. Ποιο να ταν, να δεις τ’ όνομά του τ’ αληθινό... Κόκκορα τον φώναζαν, γιατί μάλωνε συνέχεια με τς Τούρκοι. Κι είχε, λένε καϊκι δικό του, και κουβαλούσε τα κρασιά του τα σαμιώτικα ως τη Γαλλία, και του τ’ αγόραζε η εταιρεία Cognac. Κι είχε ο Κόκκορας μια μαϊμού στο καράβι του, και μια μέρα που τη μάλωσε, εκείνη τον έπιασε στον ύπνο και τον έσερνε για να τον ρίξει στη θάλασσα. Κι εκείνος, τότε, ξύπνησε, και της έδεσε μια πέτρα στο λαιμό και τη σαβούρντισε στο πέλαγος... Τέλος πάντων. Ιστορίες πιο παλιές κι απ’ το ίδιο το παρελθόν...
Το ξύλινο εικόνισμα, όμως, ήταν πολύ ελαφρύ στα χέρια της Μαρουδιώς, τα παιδικά. Σα χαρτί... Κι εκείνη ήξερε: Η άρρωστος θα γίνει καλά· το πε η Παναγιά η Σπηλιανή... Το ίδιο βράδυ, (ή μέρα· δεν ξέρανε τι ήταν, κλεισμένες μες τη σπηλιά, αφού τα ρολόγια λείπανε εκείνα τα χρόνια, και το άνοιγμα της οροφής κλεισμένο με μια πέτρα, για να μην τις ακούσουν οι στρατιώτες και τις σκοτώσουν) η Κώστας η ψηλός, σου το κανε να το φλασκί με το κρασί –δήθεν: «να κοινωνήσω, να κοινωνήσω, που σώθηκα», κι έστησε έναν χορό, που χοροπήδαγε ως το ταβάνι:
Στης Σάμος τα περίχωρα, σ’ ένα χωριό στον Κέρκη
μια νύχτα τ’ αποσπάσματα ανοίξανε τουφέκι.
Οι σφαίρες πέφτανε βροχή, δεκάδες, δωδεκάδες
να πιάσουνε τους ξακουστούς και τρομερούς Γιαγιάδες.
(Γεια σου βρε Ρούκουνα, ποτέ να μην πεθάνεις!)
Κείνο το βράδυ σκότωσαν τον Γιώργο απ’ τους Γιαγιάδες
αλλά κι απ’ τ’ αποσπάσματα κλάψαν πολλές μανάδες.
Κι όταν το σπασε το κεφάλι του πάνω σ’ έναν σταλακτίτη της σπηλιάς απ’ τον πολύ χορό, τον είπαν από Κώστα «Κωσταντάρα», κι αυτό θα ήταν, πια, το επώνυμο της οικογένειας των Γιαγιάδων/Γιαγάδων: Κωνσταντάρα. Κι από τότε, όποιο σπίτι στα Καρλοβάσια και στους Μαραθόκαμπους είχε κάποιον άρρωστο, φώναζαν τη Γιαγιά Μαρουδιώ Κωνσταντάρα, με την εικόνα της Παναγιάς της Σπηλιανής, της Δεξιοκρατούσας, τη «Δια χειρός Δομηνίκου», κι αν ήταν το ξύλο της βαρύ, κι ασήκωτο, ο άρρωστος δεν είχε πολλές μέρες ζωής... Κι αν, πάλι, ήταν πούπουλο, λαφρύ, στήνανε χορούς, μέχρι να κοπανήσουν τα κεφάλια τους στα ταβάνια... Πίσω, λοιπόν, στο ημερολόγιο που έγραφε η Γιάννης η Γιαγιάς, στα μάραθα και στς σπηλιές: «Τό ’χω πολλές φορές παρατηρήσει αυτό στη περιπετειώδικη ζωή μου. Η τύχη θα μου φράξη το δρόμο από παντού για να μ’ εμποδίση να πραγματοποιήσω την απόφαση που πήρα να δράσω. Το αντίθετο συμβαίνει όταν δεν θέλω να δράσω. Θα μου δημιουργήση γύρω μου μια τόσο ασφυκτική κατάσταση που να μ’ αναγκάση, θέλοντας και μη, να σπάσω τον κλοιό και να ριχτώ στον αθέλητο αγώνα.» Αυτά έλεγε, ώσπου μια μέρα τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στην Αίγινα, και διώξαν τους συγγενείς του απ’ τη Σάμο στη Λειβαδειά, ενώ τα αδέρφια του μείναν επικηρυγμένα στα βουνά. Εννέα μήνες μετά, ο Γιαγάς αποφυλακίζεται και επιστρέφει στη Σάμο, όπου έχει εγκατασταθεί πια Κρητική χωροφυλακή.
Είχα μία γιαγιά, που τη λέγανε Γιαγιά. Και ήτανε γιαγιά Χαριτωμένη. Ούτε ξέρω πότε ακριβώς έζησε· οι γιαγιάδες στην οικογένειά μας, γενιούνταν γριές και ξεχνούσαν να πεθάνουν... Και είχε εκείνη η γιαγιά τέσερεις τρίτους ξαδέλφους, που τους λέγανε κι εκείνους Γιαγιάδες. Ξέρω πότε έζησαν εκείνοι, και πού. Μες το λαμπερό μπλε, στην διάφανη απεραντοσύνη του Αιγαίου, ανάμεσα στους βράχους από ώχρα, ένας είναι απόκρημνος, κι έχει γι’ αυτό, κρατήσει το όνομά του το αρχέγονο: Σάμος. Και από τις χιλιάδες χρόνια ύπαρξης πέτρας, ήλιου και άρμης, οι γιαγιάδες Γιαγιάδες επέλεξαν το χιλιοστό και οκτακοσιοστό και ογδοηκοστό και πέμπτο για να δημιουργήσουν ιστορία, γιατί τότε ήταν η Σάμος Ηγεμονία ημιαυτόνομη, μέσα στις μουσελίνες της Υψηλής Πύλης. Και το 1912, δρασκελώντας τους Μαραθόκαμπους του νησιού, γράφουν τα «Γιαγιαδικά» τους: «…εισήχθην εις την Καθολικήν Σχολήν της Βηθλεέμ εν Παλαιστίνη, όπου εδιδάχθην την γαλλικήν, ιταλικήν, αγγλικήν, αραβικήν, (την τελευταίαν αυτήν ελησμόνησα τελείως), λογιστικήν και αποφοιτήσας, ετιμήθην, ως ο μόνος ελληνικής καταγωγής μαθητής, με βραβείον, εκτός των άλλων, με το τρίτομον ποιητικόν έργον του Βίκτορος Ουγκώ: «Les Orientales», αφιερωμένον εις τους αγώνας του ελληνικού έθνους, του 1821.» Αλλά, αντί για βελόνες πλεξίματος και λιβανιστήρια, οι Γιαγιάδες κρατούσανε μουσκέτα κι άλλα όπλα του βουνού. Γιατί τ’ όνομά τους κάθε άλλο παρά «γιαγιά» σήμαινε: στα τούρκικα, «yahya» πεζός στρατιώτης είναι. Τώρα, και «διαβόητους κακοποιούς» τους φώναζαν, αλλά έτσι είναι οι ιστορίες της Ιστορίας: όταν κανείς εναντιώνεται στον τύραννο του τόπου του, και κλέβει τράπεζες ιδιωτικές για να μοιράσει τα λεφτά στους φτωχούς, κακοποιός λογιέται όσο είναι ζωντανός, και ήρωας Ρομπέν της Σάμου, όταν κάποιο γιαταγάνι του κόψει το κεφάλι, μια που ο ίδιος δεν το χε σκοπό να πεθάνει, ή να ψοφήσει κατ’ άλλους... Είπαμε: η παράδοση της οικογένειας· μας θέλει όλους μαζί ζωντανούς. Μερικούς, στη μνήμη των υπόλοιπων. Και ήταν τέσερεις εκείνοι οι Γιαγιάδες/Γιαγάδες: η Γιώργης, η Κώστας, η Κίμων κι η Γιάννης. Και το η δεν δείχνει σε καμία περίπτωση θηλυπρέπεια. Έτσι είν’ η σαμιώτικη ντοπιολαλιά.
Η Γιάννης, λοιπόν, ήταν ο μορφωμένος της οικογένειας. Και τους συναντάμε στο βουνό, αντάρτες, το ΄12, ή να «διαβαίνουμε το θαλάσσιο Ρουβίκωνα μεταξύ Σάμου και Σμύρνης, υπέρ της Ενώσεως της Σάμου με την Ελλάδαν.» Το ημερολόγιό του, όμως, το έγραψε πάρα πολλά χρόνια αργότερα, το 1976, ένα χρόνο πριν πεθάνει. Κι όπως είναι αυτή η οικογένεια υπερβολική σε όλα της κι όλα τα φουσκώνει μέχρι να σκάσουν, ποιος ξέρει τι μπορεί να ισχύει απ’ όλα αυτά και τι όχι. Πάντως, όπου γίνεται φασαρία, υπάρχει κι ένας πολιτικός που χώνει τη μύτη του... Κι αυτήν τη φορά ήταν ο Σοφούλης ο Θεμιστοκλής. Και οι δυο τους –η Γιαγιάς κι η Σοφούλης- ισχυρίζονται οτι πέταξαν τους Τούρκους στη θάλασσα. Όμως, η επιστολή τού Σοφούλη, που δικαίωνε τους Γιαγιάδες, χάθηκε (ως δια μαγείας) στα βουνά και στα λαγκάδια... Κι ανάμεσα στα μάραθα και στ’ άλλα μυρωδικά του κάμπου, έγραφε στο ημερολόγιό του η Γιάννης: «Ο Σοφούλης απέβλεπε (…) να απαλλοτριώση όλα τα προνόμια της Σάμου, να καταργήση τας Δημοσίας Υπηρεσίας της, να δεσμεύση τας ελευθερίας και την δραστηριότητα του λαού και να παραδώση -όπως την παρέδωσε- την Σάμον γυμνή και ανυπεράσπιστον εις την Ελλάδα για να τον πούνε οι Παλιοελλαδίτες ελευθερωτήν της Σάμου (…) Ο Σαμιακός λαός επέβλεπε πάντοτε εις την ένωσιν της Σάμου μετά της Μητρός Ελλάδος. Είχε τα προνόμιά του, την αυτόνομη διοίκησί του, την σημαία του, την ελευθερίαν του. Δεν έκαμε την επανάστασιν για να χάση αυτά μετά την ένωση.»
Κι αρχινά, τότε η Κώστας η Γιαγιάς επανάσταση στο Μαραθόκαμπο. Τότε ήταν που η Γιάννης πήρε τα βουνά! Άφησε τα τρία αδέρφια του στις μάχες του κάμπου με τα μάραθα κι ανέβηκε στα τρία Καρλοβάσια. Εκεί, στον «Γέροντα» των Καρλοβασίων, στο παλιότερο και το πιο ψηλό, πέρα απ’ το βράχο τον Καστρινό της Παναγιάς, εκεί που τα παλιότερα τα χρόνια οι βιγλάτορες αγνάντευαν το πέλαγος κι ειδοποιούσαν τους νησιώτες όταν καράβι πειρατικό πλησίαζε τον τόπο τους- , εκεί λοιπόν, έκλεισε τα γυναικόπαιδα μες στη σπηλιά των αναχωρητών. Παράξενη σπηλιά. Σαν βαρέλι χωρίς πάτο είναι. Βάθος απροσμέτρητο και ύψος δυσθεώρητο. Με μια τρύπα στην κορυφή, κι άλλη μια στο πλάι. Την πλαϊνή τη χτίσανε με πέτρες, για να μην τις βρουν οι κυβερνητικοί και τις σκοτώσουν. Κι απ’ την τρύπα της οροφής, τους έριχναν τρόφιμα· καρβέλια σταρένια με λάδι, τυρί, ντομάτες και κρεμμύδι στουμπιστό κι ένα φλασκί γλυκό κρασί σαμιώτικο, που ‘κανε καλό στον άρρωστο που είχαν μαζί τους, τον Κώστα τον ψηλό, τον αδερφό της γιαγιάς της Χαριτωμένης. Κι ήταν κι η Μαρουδιώ η γιαγιά μαζί τους, η κόρη της γιαγιάς Χαριτωμένης, ανιψούδα τ’ Γιάννη, μαζί με την Κατιναρού, τη μικρή τς την αδερφή, και λέγαν ιστορίες νησιώτικες, για τον Κυρ-Κουδούμεντρο, με τον χοντρό κορμό, και για για τους πειρατές: «Τότε, οι δυο κουρσάροι, που χαν κλέψει το θησαυρό, τρύπωσαν μες τη σπηλιά, εδώ ψηλά, απά στο βουνό, για ν’ αγναντεύουν το πειρατικό καράβι, πέρα στον όρμο. Μια γριά, όμως, που κρυφοκοιτούσε τα βήματά τους, ηπήε στο κουρσάρικο το πλοίο και πρόδωσε στους άλλους το λημέρι των κλεφτών. Το κανε για να σώσει την κρυψώνα τής Κυρά-Παναγιάς, που σε καιρούς επιδρομών φιλοξενούσε τα παιδιά με τα χρυσά φλουριά στο λαιμό και τις κουλούρες του ψωμιού στην ποδιά.... Οι πειρατές σκοτώσαν τ’ αδέρφια τους, τους κλέφτες, κι όταν η γριά με τα θαλασσιά μάτια γύρεψε την ευγνωμοσύνη τους, εκείνοι την έριξαν απ’ τα γκρεμνά. Από τότε, ο τόπος αναδύει μύρο...» Μες το παράξενο σκοτάδι της σπηλιάς, ένα φως εξώκοσμο· σα να ιρίδιζε απ’ τους σταλακτίτες της σπηλιάς. Ήταν, όμως βράδυ, και δεν ερχόταν απ’ το άνοιγμα του ανεφοδιασμού. Η Μαρουδιώ, το αγιοκούμαρο, πλησιάζει στην κόγχη του βράχου –παλιό ξωκλήσι μες τη σπηλιά- και, σα να το ξερε, χωρίς να δείξει καμία έκπληξη, απλώνει τα παιδικά χεράκια της και βγάζει μέσ απ’ το σκοτάδι την πηγή φωτός: ασημοπράσινο και στη μέση κόκκινο βελούδο της Βενετιάς! Η Δεξιοκρατούσα που χε ζωγραφίσει ο Δομήνικος όταν ήτανε παιδί, και δεν την είχε υπογράψει. Θα τη δει αργότερα ο Λίνος ο Μπενάκης και θα το επιβεβαιώσει! Και την είχε φέρει μες το καράβι εκείνος ο Κρητικός που φώναζε τον προπάππου τον Κόκκορα «Ταμπουράκη», γιατί είχε ταμπούρια και πολέμαγε τους Τούρκους. Τους είχε φέρει ο Kılıç Ali Paşa, στα 1565, για να εποικήσει την έρημη τότε Σάμο. Ποιο να ταν, να δεις τ’ όνομά του τ’ αληθινό... Κόκκορα τον φώναζαν, γιατί μάλωνε συνέχεια με τς Τούρκοι. Κι είχε, λένε καϊκι δικό του, και κουβαλούσε τα κρασιά του τα σαμιώτικα ως τη Γαλλία, και του τ’ αγόραζε η εταιρεία Cognac. Κι είχε ο Κόκκορας μια μαϊμού στο καράβι του, και μια μέρα που τη μάλωσε, εκείνη τον έπιασε στον ύπνο και τον έσερνε για να τον ρίξει στη θάλασσα. Κι εκείνος, τότε, ξύπνησε, και της έδεσε μια πέτρα στο λαιμό και τη σαβούρντισε στο πέλαγος... Τέλος πάντων. Ιστορίες πιο παλιές κι απ’ το ίδιο το παρελθόν...
Το ξύλινο εικόνισμα, όμως, ήταν πολύ ελαφρύ στα χέρια της Μαρουδιώς, τα παιδικά. Σα χαρτί... Κι εκείνη ήξερε: Η άρρωστος θα γίνει καλά· το πε η Παναγιά η Σπηλιανή... Το ίδιο βράδυ, (ή μέρα· δεν ξέρανε τι ήταν, κλεισμένες μες τη σπηλιά, αφού τα ρολόγια λείπανε εκείνα τα χρόνια, και το άνοιγμα της οροφής κλεισμένο με μια πέτρα, για να μην τις ακούσουν οι στρατιώτες και τις σκοτώσουν) η Κώστας η ψηλός, σου το κανε να το φλασκί με το κρασί –δήθεν: «να κοινωνήσω, να κοινωνήσω, που σώθηκα», κι έστησε έναν χορό, που χοροπήδαγε ως το ταβάνι:
Στης Σάμος τα περίχωρα, σ’ ένα χωριό στον Κέρκη
μια νύχτα τ’ αποσπάσματα ανοίξανε τουφέκι.
Οι σφαίρες πέφτανε βροχή, δεκάδες, δωδεκάδες
να πιάσουνε τους ξακουστούς και τρομερούς Γιαγιάδες.
(Γεια σου βρε Ρούκουνα, ποτέ να μην πεθάνεις!)
Κείνο το βράδυ σκότωσαν τον Γιώργο απ’ τους Γιαγιάδες
αλλά κι απ’ τ’ αποσπάσματα κλάψαν πολλές μανάδες.
Κι όταν το σπασε το κεφάλι του πάνω σ’ έναν σταλακτίτη της σπηλιάς απ’ τον πολύ χορό, τον είπαν από Κώστα «Κωσταντάρα», κι αυτό θα ήταν, πια, το επώνυμο της οικογένειας των Γιαγιάδων/Γιαγάδων: Κωνσταντάρα. Κι από τότε, όποιο σπίτι στα Καρλοβάσια και στους Μαραθόκαμπους είχε κάποιον άρρωστο, φώναζαν τη Γιαγιά Μαρουδιώ Κωνσταντάρα, με την εικόνα της Παναγιάς της Σπηλιανής, της Δεξιοκρατούσας, τη «Δια χειρός Δομηνίκου», κι αν ήταν το ξύλο της βαρύ, κι ασήκωτο, ο άρρωστος δεν είχε πολλές μέρες ζωής... Κι αν, πάλι, ήταν πούπουλο, λαφρύ, στήνανε χορούς, μέχρι να κοπανήσουν τα κεφάλια τους στα ταβάνια... Πίσω, λοιπόν, στο ημερολόγιο που έγραφε η Γιάννης η Γιαγιάς, στα μάραθα και στς σπηλιές: «Τό ’χω πολλές φορές παρατηρήσει αυτό στη περιπετειώδικη ζωή μου. Η τύχη θα μου φράξη το δρόμο από παντού για να μ’ εμποδίση να πραγματοποιήσω την απόφαση που πήρα να δράσω. Το αντίθετο συμβαίνει όταν δεν θέλω να δράσω. Θα μου δημιουργήση γύρω μου μια τόσο ασφυκτική κατάσταση που να μ’ αναγκάση, θέλοντας και μη, να σπάσω τον κλοιό και να ριχτώ στον αθέλητο αγώνα.» Αυτά έλεγε, ώσπου μια μέρα τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στην Αίγινα, και διώξαν τους συγγενείς του απ’ τη Σάμο στη Λειβαδειά, ενώ τα αδέρφια του μείναν επικηρυγμένα στα βουνά. Εννέα μήνες μετά, ο Γιαγάς αποφυλακίζεται και επιστρέφει στη Σάμο, όπου έχει εγκατασταθεί πια Κρητική χωροφυλακή.
Βρισκόμαστε στο 1916, και σε μια έρευνα της χωροφυλακής στο σπίτι των Γιαγιάδων στο Μαραθόκαμπο η Γιώργης θα σκοτώσει έναν αστυφύλακα. Είπαμε: τον προπάππου τον φωνάζανε Κόκκορα... Ξανά εκτοπίσεις και δίκες, ξανά αψιμαχίες, ξανά καταδιώξεις των φυγόδικων. Υποτίθεται ότι σε συνεργασία με τους Άγγλους, ο Γιάννης Γιαγάς ηγήθηκε σε καταδρομικές επιχειρήσεις στα μικρασιατικά παράλια εναντίον των Τούρκων.
Ιανουάριος του ’17, στους Κοσμαδαίους, ένα μικρό χωριό ψηλά στον Κέρκη, το μεγάλο βουνό στη δυτική Σάμο. Η Γιώργης η Γιαγιάς σκοτώθηκε. Οι αντάρτες τού έκοψαν το κεφάλι του «για να μη περιέλθη τρόπαιον εις χείρας του εχθρού», και σήμερα μας χαμογελάει με την ειρωνική του οδοντοστοιχία από μία προθήκη του Μουσείου.
Αργότερα, τα τρία αδέρφια θα μάθουν ότι λίγο μετά τη μάχη στους Κοσμαδαίους, οι χωροφύλακες έκαψαν ζωντανή τη μητέρα τους στο Μαραθόκαμπο, κι εκείνη ούρλιαζε: -«Τς αναμκιώρηδες!». Τη βασάνισαν για να μαρτυρήσει πού ‘ναι τα παιδιά της. Αν γίνεται τέτοιο πράμα! Αυτή ’τανε γριά, δεν ήξερε βέβαια. Τι ξέρει η γριά που ήτανε 80 χρονώ γυναίκα -μπορεί να ταν και παραπάνω- η σ’χωρεμένη η Μαριώ. Βέβαια και να ξερε δεν θα τους το λεγε. Αφού την κάψαν ζωντανή, της βγάλαν και τραγούδι:
Μια μάνα είχαν τα παιδιά, οι ξακουστοί Γιαγιάδες.
Ήταν λεβέντισσα κι αυτή όπως και τα παιδιά της.
(-Γεια σου, Γιάννη Πολίτη!)
Δεν έφταιξε ποτέ αυτή κι άδικα την επιάσαν
πετρέλαιο της ρίξανε και ζωντανή την ’κάψαν.
Την ώρα που την καίγανε, φωνάζει τα παιδιά της
για να την εγλιτώσουνε από τα βάσανά της.
(-Γεια σου Σαμιωτάκι. Να ζήσει ο Μαραθόκαμπος!)
Το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, του Βενιζέλου, παρασύρει την ομάδα των Γιαγάδων στη μερίδα των βασιλοφρόνων (επειδή ο Σοφούλης ήταν βενιζελικός, βλέπετε). Γράφει η Γιάννης: «θεωρούσα ως βέβαιον ότι ο λαός θα είχεν εξαναστή και αγανακτήσει για το βάρβαρο γεγονός του εμπρησμού ενός ολόκληρου σαμιακού χωριού και θα εξεγείρετο σύσσωμος εναντίον των πραιτωριανών του επαναστατικού καθεστώτος της Θεσσαλονίκης.» Στο μεταξύ, ο ίδιος συνελήφθη και πάλι, στα Μέγαρα, και φυλακίστηκε στη Σύρο. Με τις εκλογές του ’20 η Γιάννης θεωρεί ότι η Σάμος πήρε την εκδίκησή της από τον βενιζελικό Σοφούλη. Και πράγματι, με το νέο καθεστώς έρχεται η δικαίωση: αμνηστία· διορίζεται ως έκτακτος Γραμματεύς β! τάξεως παρά τη κενή θέσει Υποδιοικήσεως Ικαρίας. Την περίοδο αυτή προσπάθησε να οργανώσει απόβαση στην περιοχή της Μιλήτου, που κατείχαν οι Ιταλοί, προκειμένου να διευκολύνει την προέλαση του ελληνικού στρατού, χωρίς όμως επιτυχία.
Αθήνα, 1922. Η Γιάννης η Γιαγιάς βρίσκεται φιλοξενούμενος του Λεωνίδα Γεωργακή «τύπος ανθρώπου δυσερευνήτου (…) εθεωρείτο ο Ηρακλής της κυβερνήσεως Γούναρη», και μπλέκει με κομματάρχες, υπουργούς και τραμπούκους, πριν επιστρέψει στη Σάμο με την κατάρρευση του μετώπου. Εκεί οι αδελφοί Γιαγιάδες με τους οπαδούς τους αποφασίζουν να αντιταχθούν στο βενιζελικό συγκρότημα, και στις 17 Οκτωβρίου του ’22 καταλαμβάνουν το Καρλόβασι. Μια σειρά από καταστροφικές αψιμαχίες και «κατέρρευσε και η Ανεξάρτητος Δημοκρατία, υποστάσα την άγριαν επίθεσιν υπερτέρων δυνάμεων και του μισθοφορικού τάγματος των προσφύγων Μικρασιατών του Μανώλη Σοφούλη.» Η Γιάννης κι η Κώστας (όχι η Κωσταντάρας· η άλλος η Κώστας, η Γιαγιάς), καταφέρνουν να διαφύγουν στην ιταλοκρατούμενη Πάτμο, όπου οι Ιταλοί τους προσφέρουν κάτι σαν πολιτικό άσυλο.
Πάλι με αμνηστία, η Γιάννης επιστρέφει στη Σάμο, αφήνοντας τον ακόμα επικηρυγμένο αδελφό του στην Πάτμο. Η κατάσταση όμως είναι τεταμένη, και οι Γιαγιάδες καταφεύγουν στους Αρκούς, ένα μικρό νησάκι ανατολικά της Πάτμου, «αυτοεξόριστοι -νέοι Ροβινσώνες- πάνω σ’ αυτά τα νησάκια (…) καταδιωκόμενοι από το βρυκολακιασμένο ένταλμα της καταλυθείσης Ηγεμονίας, της αυτόνομης πολιτείας της Σάμου, που το φάντασμά της μας καταδιώκη σαν να λέγη: Για την προδοσία που κάνατε στην ΠΑΝΕΛΕΥΘΕΡΗ τότε πατρίδα σας, τη Σάμο, το έγκλημα που κάνατε να με καταργήσετε, το φάντασμά μου θα σας παρακολουθή μέρα και νύχτα.» Ωραία περιγράφει η Γιάννης και τη ζωή στους Αρκούς: «Κέντρον των λαθρεμπόρων του Αιγαίου και των Κυκλάδων: Λίγο πολύ, όλοι ήμασταν οπλισμένοι (…) Μ’ όλα ταύτα, εδώ πάνω στο νησί αν και την ώρα μας την περνούσαμε πίνοντας χορταστικά το φκιαγμένο στη στιγμή ούζο με το χταποδάκι, στο καφενεδάκι ή πάνω στις κουβέρτες των καϊκιών, δεν επήλθε ποτέ ρήξις μεταξύ μας. Τυχόν μικροδιαφοραί υπάγοντο εις την δικαιοδοσίαν της διαιτησίας μας.» Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες. «Προς τον σκοπόν γενικωτέρας επιτυχίας του κινήματος και επικρατήσεως εις όλην την Ελλάδα απεφασίσθη η γενική αρχηγία να ανατεθή εις τον στρατηγόν Μεταξάν και να προσεταιρισθούμε αξιωματικούς του εμπέδου Αθηνών-Πειραιώς.» Υποτίθεται ότι το σχέδιο προέβλεπε εκατόν είκοσι και πλέον άνδρες και επέκταση του κινήματος σε Χίο και Μυτιλήνη. Κάποιοι καταφέρνουν να διαφύγουν στην Τουρκία. Η Γιάννης, η οποίος ήτονε δικηγόρος, και η Κίμων είχανε πάρει αμνηστία. Του Κώστα του κάμαν αποκήρυξη για 750.000 γιατί αυτός και τ’ αδέλφια του, οποιανού ρίχνανε τον βρίσκανε στο φρύδι. Και ένεκα τούτου, αυτουνού του κάνανε γλυκά και τον φαρμακέψανε γιατί, βέβαια, δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Του τα δωσε ένας πρώτος ξάδελφός του -που ήτονε έμπιστός του και τροφοδότης του. Τώρα πώς έγινε αυτό το πράμα, τι σπείρα κάνανε, πως τα κανονίσανε δεν ξέρω. Ένα πρωί που πήγε στο Κέρκι, πάνω από τον Μαραθόκαμπο, του τα δωσε τα γλυκά και καθώς πηγαίνανε στη βρύση για νερό τον πιάσανε οι πόνοι τον Κώστα. Τώρα εκεί μέσα μπερδουκλώθηκε η δουλειά. Του ρίξανε, τον σκοτώσανε. Τώρα ο ίδιος ο Κοκκώνης τονε σκότωσε πρώτα και μετά είπε στ’ απόσπασμα ρίχτε του απάνω για να δικαιολογηθεί αυτός στην πράξη του, δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το γνωρίζω αυτό το πράμα. Μπορεί όμως να έγινε κι έτσι. Λοιπόν, αφού τον σκοτώσανε του πήρανε το κεφάλι, πήγανε κάτω, πήρανε την αμοιβή, όλα τ’ αυτά, τέλος πάντων πάει τέλειωσε. Και του βγάνανε κι αυτουνού το τραγούδι του:
Ιανουάριος του ’17, στους Κοσμαδαίους, ένα μικρό χωριό ψηλά στον Κέρκη, το μεγάλο βουνό στη δυτική Σάμο. Η Γιώργης η Γιαγιάς σκοτώθηκε. Οι αντάρτες τού έκοψαν το κεφάλι του «για να μη περιέλθη τρόπαιον εις χείρας του εχθρού», και σήμερα μας χαμογελάει με την ειρωνική του οδοντοστοιχία από μία προθήκη του Μουσείου.
Αργότερα, τα τρία αδέρφια θα μάθουν ότι λίγο μετά τη μάχη στους Κοσμαδαίους, οι χωροφύλακες έκαψαν ζωντανή τη μητέρα τους στο Μαραθόκαμπο, κι εκείνη ούρλιαζε: -«Τς αναμκιώρηδες!». Τη βασάνισαν για να μαρτυρήσει πού ‘ναι τα παιδιά της. Αν γίνεται τέτοιο πράμα! Αυτή ’τανε γριά, δεν ήξερε βέβαια. Τι ξέρει η γριά που ήτανε 80 χρονώ γυναίκα -μπορεί να ταν και παραπάνω- η σ’χωρεμένη η Μαριώ. Βέβαια και να ξερε δεν θα τους το λεγε. Αφού την κάψαν ζωντανή, της βγάλαν και τραγούδι:
Μια μάνα είχαν τα παιδιά, οι ξακουστοί Γιαγιάδες.
Ήταν λεβέντισσα κι αυτή όπως και τα παιδιά της.
(-Γεια σου, Γιάννη Πολίτη!)
Δεν έφταιξε ποτέ αυτή κι άδικα την επιάσαν
πετρέλαιο της ρίξανε και ζωντανή την ’κάψαν.
Την ώρα που την καίγανε, φωνάζει τα παιδιά της
για να την εγλιτώσουνε από τα βάσανά της.
(-Γεια σου Σαμιωτάκι. Να ζήσει ο Μαραθόκαμπος!)
Το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, του Βενιζέλου, παρασύρει την ομάδα των Γιαγάδων στη μερίδα των βασιλοφρόνων (επειδή ο Σοφούλης ήταν βενιζελικός, βλέπετε). Γράφει η Γιάννης: «θεωρούσα ως βέβαιον ότι ο λαός θα είχεν εξαναστή και αγανακτήσει για το βάρβαρο γεγονός του εμπρησμού ενός ολόκληρου σαμιακού χωριού και θα εξεγείρετο σύσσωμος εναντίον των πραιτωριανών του επαναστατικού καθεστώτος της Θεσσαλονίκης.» Στο μεταξύ, ο ίδιος συνελήφθη και πάλι, στα Μέγαρα, και φυλακίστηκε στη Σύρο. Με τις εκλογές του ’20 η Γιάννης θεωρεί ότι η Σάμος πήρε την εκδίκησή της από τον βενιζελικό Σοφούλη. Και πράγματι, με το νέο καθεστώς έρχεται η δικαίωση: αμνηστία· διορίζεται ως έκτακτος Γραμματεύς β! τάξεως παρά τη κενή θέσει Υποδιοικήσεως Ικαρίας. Την περίοδο αυτή προσπάθησε να οργανώσει απόβαση στην περιοχή της Μιλήτου, που κατείχαν οι Ιταλοί, προκειμένου να διευκολύνει την προέλαση του ελληνικού στρατού, χωρίς όμως επιτυχία.
Αθήνα, 1922. Η Γιάννης η Γιαγιάς βρίσκεται φιλοξενούμενος του Λεωνίδα Γεωργακή «τύπος ανθρώπου δυσερευνήτου (…) εθεωρείτο ο Ηρακλής της κυβερνήσεως Γούναρη», και μπλέκει με κομματάρχες, υπουργούς και τραμπούκους, πριν επιστρέψει στη Σάμο με την κατάρρευση του μετώπου. Εκεί οι αδελφοί Γιαγιάδες με τους οπαδούς τους αποφασίζουν να αντιταχθούν στο βενιζελικό συγκρότημα, και στις 17 Οκτωβρίου του ’22 καταλαμβάνουν το Καρλόβασι. Μια σειρά από καταστροφικές αψιμαχίες και «κατέρρευσε και η Ανεξάρτητος Δημοκρατία, υποστάσα την άγριαν επίθεσιν υπερτέρων δυνάμεων και του μισθοφορικού τάγματος των προσφύγων Μικρασιατών του Μανώλη Σοφούλη.» Η Γιάννης κι η Κώστας (όχι η Κωσταντάρας· η άλλος η Κώστας, η Γιαγιάς), καταφέρνουν να διαφύγουν στην ιταλοκρατούμενη Πάτμο, όπου οι Ιταλοί τους προσφέρουν κάτι σαν πολιτικό άσυλο.
Πάλι με αμνηστία, η Γιάννης επιστρέφει στη Σάμο, αφήνοντας τον ακόμα επικηρυγμένο αδελφό του στην Πάτμο. Η κατάσταση όμως είναι τεταμένη, και οι Γιαγιάδες καταφεύγουν στους Αρκούς, ένα μικρό νησάκι ανατολικά της Πάτμου, «αυτοεξόριστοι -νέοι Ροβινσώνες- πάνω σ’ αυτά τα νησάκια (…) καταδιωκόμενοι από το βρυκολακιασμένο ένταλμα της καταλυθείσης Ηγεμονίας, της αυτόνομης πολιτείας της Σάμου, που το φάντασμά της μας καταδιώκη σαν να λέγη: Για την προδοσία που κάνατε στην ΠΑΝΕΛΕΥΘΕΡΗ τότε πατρίδα σας, τη Σάμο, το έγκλημα που κάνατε να με καταργήσετε, το φάντασμά μου θα σας παρακολουθή μέρα και νύχτα.» Ωραία περιγράφει η Γιάννης και τη ζωή στους Αρκούς: «Κέντρον των λαθρεμπόρων του Αιγαίου και των Κυκλάδων: Λίγο πολύ, όλοι ήμασταν οπλισμένοι (…) Μ’ όλα ταύτα, εδώ πάνω στο νησί αν και την ώρα μας την περνούσαμε πίνοντας χορταστικά το φκιαγμένο στη στιγμή ούζο με το χταποδάκι, στο καφενεδάκι ή πάνω στις κουβέρτες των καϊκιών, δεν επήλθε ποτέ ρήξις μεταξύ μας. Τυχόν μικροδιαφοραί υπάγοντο εις την δικαιοδοσίαν της διαιτησίας μας.» Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες. «Προς τον σκοπόν γενικωτέρας επιτυχίας του κινήματος και επικρατήσεως εις όλην την Ελλάδα απεφασίσθη η γενική αρχηγία να ανατεθή εις τον στρατηγόν Μεταξάν και να προσεταιρισθούμε αξιωματικούς του εμπέδου Αθηνών-Πειραιώς.» Υποτίθεται ότι το σχέδιο προέβλεπε εκατόν είκοσι και πλέον άνδρες και επέκταση του κινήματος σε Χίο και Μυτιλήνη. Κάποιοι καταφέρνουν να διαφύγουν στην Τουρκία. Η Γιάννης, η οποίος ήτονε δικηγόρος, και η Κίμων είχανε πάρει αμνηστία. Του Κώστα του κάμαν αποκήρυξη για 750.000 γιατί αυτός και τ’ αδέλφια του, οποιανού ρίχνανε τον βρίσκανε στο φρύδι. Και ένεκα τούτου, αυτουνού του κάνανε γλυκά και τον φαρμακέψανε γιατί, βέβαια, δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Του τα δωσε ένας πρώτος ξάδελφός του -που ήτονε έμπιστός του και τροφοδότης του. Τώρα πώς έγινε αυτό το πράμα, τι σπείρα κάνανε, πως τα κανονίσανε δεν ξέρω. Ένα πρωί που πήγε στο Κέρκι, πάνω από τον Μαραθόκαμπο, του τα δωσε τα γλυκά και καθώς πηγαίνανε στη βρύση για νερό τον πιάσανε οι πόνοι τον Κώστα. Τώρα εκεί μέσα μπερδουκλώθηκε η δουλειά. Του ρίξανε, τον σκοτώσανε. Τώρα ο ίδιος ο Κοκκώνης τονε σκότωσε πρώτα και μετά είπε στ’ απόσπασμα ρίχτε του απάνω για να δικαιολογηθεί αυτός στην πράξη του, δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το γνωρίζω αυτό το πράμα. Μπορεί όμως να έγινε κι έτσι. Λοιπόν, αφού τον σκοτώσανε του πήρανε το κεφάλι, πήγανε κάτω, πήρανε την αμοιβή, όλα τ’ αυτά, τέλος πάντων πάει τέλειωσε. Και του βγάνανε κι αυτουνού το τραγούδι του:
Στης Σάμος τα ψηλά βουνά
στου Κέρκι τα λημέρια
εκεί ξεχείμαζε ο Γιαγιάς.
Είχε για τροφοδότη του
έναν αξαδελφό του
Κοκώνη τον ελέγανε.
(-Γεια σου Γιαούζο, με το κλαρίνο σου!)
Αυτός του έκανε γλυκά
και του ‘βαλε φαρμάκι
ένα πρωί του τα ‘δωσε.
Εκεί που έπινε νερό
να σβύσει την φωτιά του
έξαφνα πυροβολισμοί.
(-Άντε βρε Κοκώνη, μας έφαγες της Σάμος το καμάρι, μπαμπέσικα!
-Γεια σου και σένα Ρούκουνα!)
Άξαφνα πυροβολισμοί
καρφώσαν την καρδιά του
και ο Κοκκώνης φώναξε:
Κόφτε παιδιά την κεφαλή
για το Βαθύ να πάμε
την αμοιβή να πάρομε.
(Να ζήσει η Σάμος!)
Η Γιάννης η Γιαγιάς επέστρεψε τελικά στη Σάμο, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τις προσπάθειές του να δικαιωθεί ως πρωτεργάτης της Ένωσης με την Ελλάδα. Αργότερα, θα δεχτεί «σοβαρόν διαμπερές τραύμα εις την ωμοπλάτην κατά τον εμφύλιον του 1943.»
Στη δικτατορία του Πάγκαλου, το 1925, έγινε η κατάληψη της Σάμου από τους Γιαγιάδες. Από τον Μαραθόκαμπο ξεκινούν εκατοντάδες ένοπλοι με επικεφαλής τους αδελφούς Γιαγιάδες, μπαίνουν στο Βαθύ, αιφνιδιάζουν και πιάνουν αιχμαλώτους τους χωροφύλακες και τους στρατιώτες, καταλύουν τις αρχές εξευτελίζουν και γελοιοποιούν το κράτος και σηκώνουν τα ταμεία. Οι Γιαγάδες ήταν επικηρυγμένοι αλλά δεν ήταν ληστές. Επρόκειτο για την πιο αδιάλλακτα αντίθετη με το Σοφούλη οικογένεια της Σάμου. Γι’ αυτή τους την αντίθεση, είχαν υποστεί ένα φοβερό διωγμό από τους βενιζελικούς και στο τέλος αναγκάστηκαν να βγουν στο βουνό. Λένε, μάλιστα, οι ιστορικοί, ότι με αυτούς ξεκινάει το ρεύμα του αναρχισμού στην Ελλάδα.
Ύστερα από χρόνια, η Γιάννης, είχε επιρρεαστεί από τους κομμουνιστές στη φυλακή και είχε προσχωρήσει στο κόμμα. Στις εκλογές του ’35 ήταν υποψήφιος. Έκοψε όμως κάθε σχέση με το κόμμα, όταν αυτό άρχισε να κλείνει συμφωνίες με τους βενιζελικούς. Αυτό δεν μπορούσε να το ανεχτεί ένας Γιαγάς.
Έχουν πλάκα τα απομνημονεύματα του μπαρμπα-Γιάννη: δίνουν την εντύπωση ενός δεκατετράχρονου που προσπάθησε να παίξει τους μεγάλους. Βέβαια, η καμένη μάνα και τα κομμένα κεφάλια βαραίνουν συντριπτικά την άλλη μεριά της ζυγαριάς, την τραγική. Εδώ τελειώνει αυτή η ιστορία.
Το νησί, όμως, συνεχίζει να αφηγείται τα αληθινά του παραμύθια:
στου Κέρκι τα λημέρια
εκεί ξεχείμαζε ο Γιαγιάς.
Είχε για τροφοδότη του
έναν αξαδελφό του
Κοκώνη τον ελέγανε.
(-Γεια σου Γιαούζο, με το κλαρίνο σου!)
Αυτός του έκανε γλυκά
και του ‘βαλε φαρμάκι
ένα πρωί του τα ‘δωσε.
Εκεί που έπινε νερό
να σβύσει την φωτιά του
έξαφνα πυροβολισμοί.
(-Άντε βρε Κοκώνη, μας έφαγες της Σάμος το καμάρι, μπαμπέσικα!
-Γεια σου και σένα Ρούκουνα!)
Άξαφνα πυροβολισμοί
καρφώσαν την καρδιά του
και ο Κοκκώνης φώναξε:
Κόφτε παιδιά την κεφαλή
για το Βαθύ να πάμε
την αμοιβή να πάρομε.
(Να ζήσει η Σάμος!)
Η Γιάννης η Γιαγιάς επέστρεψε τελικά στη Σάμο, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τις προσπάθειές του να δικαιωθεί ως πρωτεργάτης της Ένωσης με την Ελλάδα. Αργότερα, θα δεχτεί «σοβαρόν διαμπερές τραύμα εις την ωμοπλάτην κατά τον εμφύλιον του 1943.»
Στη δικτατορία του Πάγκαλου, το 1925, έγινε η κατάληψη της Σάμου από τους Γιαγιάδες. Από τον Μαραθόκαμπο ξεκινούν εκατοντάδες ένοπλοι με επικεφαλής τους αδελφούς Γιαγιάδες, μπαίνουν στο Βαθύ, αιφνιδιάζουν και πιάνουν αιχμαλώτους τους χωροφύλακες και τους στρατιώτες, καταλύουν τις αρχές εξευτελίζουν και γελοιοποιούν το κράτος και σηκώνουν τα ταμεία. Οι Γιαγάδες ήταν επικηρυγμένοι αλλά δεν ήταν ληστές. Επρόκειτο για την πιο αδιάλλακτα αντίθετη με το Σοφούλη οικογένεια της Σάμου. Γι’ αυτή τους την αντίθεση, είχαν υποστεί ένα φοβερό διωγμό από τους βενιζελικούς και στο τέλος αναγκάστηκαν να βγουν στο βουνό. Λένε, μάλιστα, οι ιστορικοί, ότι με αυτούς ξεκινάει το ρεύμα του αναρχισμού στην Ελλάδα.
Ύστερα από χρόνια, η Γιάννης, είχε επιρρεαστεί από τους κομμουνιστές στη φυλακή και είχε προσχωρήσει στο κόμμα. Στις εκλογές του ’35 ήταν υποψήφιος. Έκοψε όμως κάθε σχέση με το κόμμα, όταν αυτό άρχισε να κλείνει συμφωνίες με τους βενιζελικούς. Αυτό δεν μπορούσε να το ανεχτεί ένας Γιαγάς.
Έχουν πλάκα τα απομνημονεύματα του μπαρμπα-Γιάννη: δίνουν την εντύπωση ενός δεκατετράχρονου που προσπάθησε να παίξει τους μεγάλους. Βέβαια, η καμένη μάνα και τα κομμένα κεφάλια βαραίνουν συντριπτικά την άλλη μεριά της ζυγαριάς, την τραγική. Εδώ τελειώνει αυτή η ιστορία.
Το νησί, όμως, συνεχίζει να αφηγείται τα αληθινά του παραμύθια:
Πολύ αργότερα, το 1969, στο αραιοκατοικημένο Χαϊδάρι της Αττικής, η γιαγιά η Μαρουδιώ –το λαγωνικό- θα παρατηρήσει ένα καινούριο άσπρο αυτοκίνητο στη γειτονιά. Δεν είναι του γιατρού. Πλησιάζει και βλέπει δυο σταγόνες αίμα πάνω στο καπώ του πορτ-μπαγκάζ. Παράξενα πράγματα. Η χασάπης δεν έχει αυτοκίνητο. Τι αίματα είν’ αυτά; Γρήγορα στην Αστυνομία! Γέμισε το σπίτι μπασκιναριό των συνταγματαρχέων... Τηλέφωνα, κεραίες, πομποί, όπλα, καπέλα κι αστέρια στους ώμους. Χαρτομάνι και γυαλιά της ΚΥΠ, από κείνα, τα χουντικά... Διαταγάς εις άκραν καθαρεύουσαν, και το πορτ-μπαγκαζ, άδειο. Είχαν πάει να θάψουν εκείνον τον άτυχο το βενζινά, που τους παρακαλούσε: -«Μη με σκοτώσετε, πάρτε ότι θέλετε, έχω παιδιά να ζήσω...» Εκείνοι, όμως, ήταν Γερμανοί, και ψυχασθενείς· στιγεροί δολοφόνοι, σεσημασμένοι. O Hermann Duft και ο Hans Wilhelm Bassenauer. Ανατριχιστικό το άκουσμα του ονόματός τους. Έξι οικογένειες είχαν διαλύσει, σκοτώνοντας αθώους ανθρώπους, και... οι «Ραν-ταν-πλαν» των καραβανάδων τους ψάχναν στα τυφλά... Βρέθηκε, όμως, η γιαγιά η Μαρουδιώ, και τους ξεφτίλισε όλους με τη μύτη του λαγωνικού που διέθετε. Τα δυο γερμανικά μιάσματα καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών από τα άλλα μιάσματα, της χουντικής αστυνομίας. (Και όμως, κόρακας κοράκου μάτι βγάζει, τελικά...) Εκείνη ήταν και η τελευταία θανατική καταδίκη της παπαδοπουλικής επταετίας, πριν πέσει η αυλαία –συγγνώμη, ο καραγκιόζ μπερντές θέλω να πω, της δικτατορίας στην Ελλάδα του ’74.) Γέμισαν, τότε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων:
«Οι δύο εγκληματίες καταδικάστηκαν από το Πενταμελές Εφετείο πεντάκις σε θάνατο, για κάθε μία από τις πέντε δολοφονικές επιθέσεις ξεχωριστά.»
«Το τελευταίο τους έγκλημα δεν ήταν γνωστό στις αρχές. Το αποκάλυψαν οι ίδιοι μετά τη σύλληψή τους. Κατά την πρώτη τους εγκληματική ενέργεια έξω από τη Θήβα, υπήρξε και τρίτο θύμα, ο Αναστάσιος Γκιζίνης, υπάλληλος του πρατηρίου υγρών καυσίμων, ο οποίος κοιμόταν σε πίσω δωμάτιο, μαχαιρώθηκε δε και πυροβολήθηκε, όμως τελικά δεν εξέπνευσε. Ο δε στρατιώτης που βρισκόταν τυχαία στο σημείο, τους πλησίασε με σκοπό να τους ζητήσει να τον μεταφέρουν στη μονάδα όπου υπηρετούσε.»
«Οι δύο 31χρονοι Γερμανοί, ήταν υδραυλικοί στο επάγγελμα. Ο Ντουφτ ήταν άγαμος, ενώ ο Μπασενάουερ παντρεμένος και πατέρας 3 παιδιών. Η σύζυγός του έπαθε ισχυρό σοκ όταν πληροφορήθηκε τη δράση του συζύγου της και επιχείρησε να αυτοκτονήσει, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Ο Ντουφτ είχε καταταγεί στη Λεγεώνα των Ξένων κατά τη διάρκεια του γαλλοαλγερινού πολέμου. Φερόταν ως ο εγκέφαλος του διδύμου και πειθήνιο όργανό του ο Μπασενάουερ. Και οι δύο ήταν σεσημασμένοι από την Ιντερπόλ, καθώς είχαν στο παρελθόν εγκληματική δραστηριότητα (ληστείες και επιθέσεις) στην Δυτική Γερμανία και ακόμα στη Μασσαλία και τη Νάπολη.»
«Στην Δυτική Γερμανία διατυπώνονται διάφορες απόψεις για την υπόθεση. Ενώ η θανατική ποινή δεν ισχύει εκεί, εν τούτοις το 55% του πληθυσμού τάσσεται υπέρ της, για ειδεχθή εγκλήματα. Υπάρχουν επίσης φωνές που υποστηρίζουν μία άλλη θέση, καθώς αρκετά δημοσιεύματα κάνουν λόγο για «διευκόλυνση» των δυτικογερμανικών αρχών από τις αντίστοιχες ελληνικές, δηλαδή ότι ουσιαστικά η εκτέλεση των δύο βγάζει από τη δύσκολη θέση τη δυτικογερμανική δικαιοσύνη. Χαρακτηριστική πάντως είναι η δήλωση της νεαρής χήρας του Μπασενάουερ, Χάιντι, που μιλώντας στην εφημερίδα Bild έκανε λόγο για δίκαιη τιμωρία του συζύγου της, αν και πρόσθεσε πως το γεγονός ότι η εκτέλεση έλαβε χώρα πολύ κοντά στα Χριστούγεννα, δεν ήταν και τόσο χριστιανικό.»
«Τη δράση και συμπεριφορά τους χαρακτήριζαν η φαινομενική ευγένεια με την οποία ξεγελούσαν τα ανυποψίαστα θύματά τους, η μεθοδικότητα και ο απόλυτος κυνισμός. Σκότωναν χωρίς ενδοιασμούς, ακόμη και σε στιγμές που δεν ήταν απαραίτητο για να διαφύγουν, καθώς ξένοι όπως ήταν και χωρίς μητρώο στην Ελλάδα θα ήταν απίθανο να αναγνωρισθούν από καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων. Συνελήφθησαν τελικά στις 16 Απριλίου του 1969, όταν μία γυναίκα, η Μαρία Ταμπουράκη, το γένος Κωνσταντάρα, παρατήρησε κηλίδες αίματος πάνω στο αυτοκίνητο που πάρκαραν έξω από το σπίτι της στο Χαϊδάρι και ειδοποίησε την αστυνομία. Στήθηκε ενέδρα και οι δύο κακοποιοί συνελήφθησαν.»
«Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι από τον δυτικογερμανικό Ερυθρό Σταυρό έχει ανοιχθεί λογαριασμός υπέρ των συγγενών των έξι Ελλήνων θυμάτων (εκ των οποίων οι πέντε ήταν φτωχοί άνθρωποι) αλλά το ποσό που μαζεύτηκε είναι μόλις 7.522,5 μάρκα. Θεωρείται και αυτό από ορισμένους ότι συνετέλεσε στην επιβολή της αυστηρότερης των ποινών. Παράπονα εκφράστηκαν ακόμη για τη συμπεριφορά των ελληνικών αρχών σε βάρος των δύο συλληφθέντων δολοφόνων, που στηλιτεύθηκε ως εξαιρετικά βίαιη και απάνθρωπη.»
«Μία τελευταία πτυχή του πολύκροτου ζητήματος είχε να κάνει με τους λόγους που οδήγησαν σε αναβολή της αρχικά προγραμματισμένης εκτέλεσης, για τις 4 Δεκεμβρίου, ακριβώς την τελευταία στιγμή. Ειπώθηκε ότι με την κίνηση αυτή, το δικτατορικό καθεστώς προσέβλεπε σε κάποια πολιτικά ανταλλάγματα από τη δυτικογερμανική πλευρά, όπως πιθανή αναγνώρισή του, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.»
«Εκτελέστηκαν τα ξημερώματα της 15ης Δεκεμβρίου του 1969 ο μεν Ντουφτ στην Κέρκυρα, ο δε Μπασενάουερ στην Αίγινα, όπου κρατούνταν. Ο Ντουφτ μάλιστα, ζήτησε να του αφήσουν ακάλυπτα τα μάτια και αντιμετώπισε εντελώς ανέκφραστος το εκτελεστικό απόσπασμα, αναφωνώντας ψυχρά στα ελληνικά, «γεια σας».
Και τίμησαν οι χουντο-καραβανάδες τη γιαγιά τη Μαρουδιώ, με μετάλλια και χρήματα· κι εκείνη κράτησε τα μετάλλια κι έστειλε τα χρήματα στις οικογένειες των θυμάτων. Αλλά αυτά ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους...
Και το 2000, θυμήθηκε η γιαγιά η Μαρουδιώ η Κωνσταντάρα, η κόρη της Χαριτωμένης Γιαγιάς, η ανιψιά των τεσσάρων Γιαγιάδων/Γιαγάδων, η εγγονή του παππού του Κόκκορα με τα κουμπούρια, του Τουρκοφάγου, η χήρα-πρώην σύζυγος του Χαράλαμπου Ταμπουράκη με τα ταμπούρια, αυτή, λοιπόν, θυμήθηκε στα 105 της χρόνια να πεθάνει, με τη Δεξιοκρατούσα της Σπηλιάς σφιχτά στην αγκαλιά, κι έγινε σεισμός εκείνο το βράδυ, και σβήσαν φώτα και καντήλια...
«Το τελευταίο τους έγκλημα δεν ήταν γνωστό στις αρχές. Το αποκάλυψαν οι ίδιοι μετά τη σύλληψή τους. Κατά την πρώτη τους εγκληματική ενέργεια έξω από τη Θήβα, υπήρξε και τρίτο θύμα, ο Αναστάσιος Γκιζίνης, υπάλληλος του πρατηρίου υγρών καυσίμων, ο οποίος κοιμόταν σε πίσω δωμάτιο, μαχαιρώθηκε δε και πυροβολήθηκε, όμως τελικά δεν εξέπνευσε. Ο δε στρατιώτης που βρισκόταν τυχαία στο σημείο, τους πλησίασε με σκοπό να τους ζητήσει να τον μεταφέρουν στη μονάδα όπου υπηρετούσε.»
«Οι δύο 31χρονοι Γερμανοί, ήταν υδραυλικοί στο επάγγελμα. Ο Ντουφτ ήταν άγαμος, ενώ ο Μπασενάουερ παντρεμένος και πατέρας 3 παιδιών. Η σύζυγός του έπαθε ισχυρό σοκ όταν πληροφορήθηκε τη δράση του συζύγου της και επιχείρησε να αυτοκτονήσει, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Ο Ντουφτ είχε καταταγεί στη Λεγεώνα των Ξένων κατά τη διάρκεια του γαλλοαλγερινού πολέμου. Φερόταν ως ο εγκέφαλος του διδύμου και πειθήνιο όργανό του ο Μπασενάουερ. Και οι δύο ήταν σεσημασμένοι από την Ιντερπόλ, καθώς είχαν στο παρελθόν εγκληματική δραστηριότητα (ληστείες και επιθέσεις) στην Δυτική Γερμανία και ακόμα στη Μασσαλία και τη Νάπολη.»
«Στην Δυτική Γερμανία διατυπώνονται διάφορες απόψεις για την υπόθεση. Ενώ η θανατική ποινή δεν ισχύει εκεί, εν τούτοις το 55% του πληθυσμού τάσσεται υπέρ της, για ειδεχθή εγκλήματα. Υπάρχουν επίσης φωνές που υποστηρίζουν μία άλλη θέση, καθώς αρκετά δημοσιεύματα κάνουν λόγο για «διευκόλυνση» των δυτικογερμανικών αρχών από τις αντίστοιχες ελληνικές, δηλαδή ότι ουσιαστικά η εκτέλεση των δύο βγάζει από τη δύσκολη θέση τη δυτικογερμανική δικαιοσύνη. Χαρακτηριστική πάντως είναι η δήλωση της νεαρής χήρας του Μπασενάουερ, Χάιντι, που μιλώντας στην εφημερίδα Bild έκανε λόγο για δίκαιη τιμωρία του συζύγου της, αν και πρόσθεσε πως το γεγονός ότι η εκτέλεση έλαβε χώρα πολύ κοντά στα Χριστούγεννα, δεν ήταν και τόσο χριστιανικό.»
«Τη δράση και συμπεριφορά τους χαρακτήριζαν η φαινομενική ευγένεια με την οποία ξεγελούσαν τα ανυποψίαστα θύματά τους, η μεθοδικότητα και ο απόλυτος κυνισμός. Σκότωναν χωρίς ενδοιασμούς, ακόμη και σε στιγμές που δεν ήταν απαραίτητο για να διαφύγουν, καθώς ξένοι όπως ήταν και χωρίς μητρώο στην Ελλάδα θα ήταν απίθανο να αναγνωρισθούν από καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων. Συνελήφθησαν τελικά στις 16 Απριλίου του 1969, όταν μία γυναίκα, η Μαρία Ταμπουράκη, το γένος Κωνσταντάρα, παρατήρησε κηλίδες αίματος πάνω στο αυτοκίνητο που πάρκαραν έξω από το σπίτι της στο Χαϊδάρι και ειδοποίησε την αστυνομία. Στήθηκε ενέδρα και οι δύο κακοποιοί συνελήφθησαν.»
«Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι από τον δυτικογερμανικό Ερυθρό Σταυρό έχει ανοιχθεί λογαριασμός υπέρ των συγγενών των έξι Ελλήνων θυμάτων (εκ των οποίων οι πέντε ήταν φτωχοί άνθρωποι) αλλά το ποσό που μαζεύτηκε είναι μόλις 7.522,5 μάρκα. Θεωρείται και αυτό από ορισμένους ότι συνετέλεσε στην επιβολή της αυστηρότερης των ποινών. Παράπονα εκφράστηκαν ακόμη για τη συμπεριφορά των ελληνικών αρχών σε βάρος των δύο συλληφθέντων δολοφόνων, που στηλιτεύθηκε ως εξαιρετικά βίαιη και απάνθρωπη.»
«Μία τελευταία πτυχή του πολύκροτου ζητήματος είχε να κάνει με τους λόγους που οδήγησαν σε αναβολή της αρχικά προγραμματισμένης εκτέλεσης, για τις 4 Δεκεμβρίου, ακριβώς την τελευταία στιγμή. Ειπώθηκε ότι με την κίνηση αυτή, το δικτατορικό καθεστώς προσέβλεπε σε κάποια πολιτικά ανταλλάγματα από τη δυτικογερμανική πλευρά, όπως πιθανή αναγνώρισή του, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.»
«Εκτελέστηκαν τα ξημερώματα της 15ης Δεκεμβρίου του 1969 ο μεν Ντουφτ στην Κέρκυρα, ο δε Μπασενάουερ στην Αίγινα, όπου κρατούνταν. Ο Ντουφτ μάλιστα, ζήτησε να του αφήσουν ακάλυπτα τα μάτια και αντιμετώπισε εντελώς ανέκφραστος το εκτελεστικό απόσπασμα, αναφωνώντας ψυχρά στα ελληνικά, «γεια σας».
Και τίμησαν οι χουντο-καραβανάδες τη γιαγιά τη Μαρουδιώ, με μετάλλια και χρήματα· κι εκείνη κράτησε τα μετάλλια κι έστειλε τα χρήματα στις οικογένειες των θυμάτων. Αλλά αυτά ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους...
Και το 2000, θυμήθηκε η γιαγιά η Μαρουδιώ η Κωνσταντάρα, η κόρη της Χαριτωμένης Γιαγιάς, η ανιψιά των τεσσάρων Γιαγιάδων/Γιαγάδων, η εγγονή του παππού του Κόκκορα με τα κουμπούρια, του Τουρκοφάγου, η χήρα-πρώην σύζυγος του Χαράλαμπου Ταμπουράκη με τα ταμπούρια, αυτή, λοιπόν, θυμήθηκε στα 105 της χρόνια να πεθάνει, με τη Δεξιοκρατούσα της Σπηλιάς σφιχτά στην αγκαλιά, κι έγινε σεισμός εκείνο το βράδυ, και σβήσαν φώτα και καντήλια...