Η Σαγκατάβα των ονείρων
του Άγγελου Γιαλελή
_
Πριν από σένα, σε δρόμους άγνωστους, τα βήματά μου
σέρνονταν πίσω από το σώμα μου· και μπροστά, η καρδιά μου οδηγός, κρατώντας στα
δυο χέρια της σφιχτά, της φαντασίας την εικόνα.
Ποια ήσουν;
Πριν από σένα, η ανάσα θόλωνε το παγωμένο τζάμι. Τα δάχτυλα του νου μου έγραφαν με ηλιαχτίδες το άγνωστο όνομά σου.
Ποιο ήταν;
Σε γλώσσα άγνωστη, πανάρχαια γραμμένο, τα μάτια έκλεινα για να σε δω.
Πριν από σένα, μες την απέραντη έρημο των ανθρώπων, σε δρόμους μυστικούς μοναχικός διαβάτης, χωρίς πυξίδα, έψαχνα για σε βρω.
Πού ήσουν;
Χανόταν η άυλη εικόνα σου μες τα κομμάτια του καθρέφτη της ψυχής. Το μακρινό αστέρι, άγρυπνος κλειδοκράτορας, κρατάει το χρυσό κλειδί του πόθου μου· κι οι μέρες της ζωής μου στην κλεψύδρα τρέχουν. Λαχανιασμένο το μολύβι κυνηγά τις λέξεις και φωνάζει:
- Αργείς πολύ κι ο χρόνος σου τελειώνει!
Τρέχει το μπλε στου άσπρου του χαρτιού τις ρίγες, στις αποβάθρες, στους σταθμούς, στα ονειροδρόμια, τα δρομολόγια στο άπειρο να προλάβει. Απ’ το μικρό το κόκκινο το αγριολούλουδο, ψηλά στο μαύρο βράχο, πάνω απ’ το ποτάμι που αυθαδιάζει ταξιδεύοντας στον κύκλο της ζωής, στο αύριο, στο σίγουρο ταξίδι του, που άρχισε απ’ το χθες. Μαύρος ο βράχος, σαν τον απελπισμένο έρωτα, κόκκινο το λουλούδι, σαν την επιθυμία. Στο μαύρο-κόκκινο, η μπίλια τρέχει συνεχώς, στης τύχης το αέναο παιχνίδι, σαν το δικό μου το ταξίδι τ’ ονειρικό.
Στις χρυσαφένιες τις ακτές της Καραϊβικής, που τα κορμιά ο ήλιος καίει κι ο έρωτας φλογίζει, λίγο πιο νότια απ’ του Καρκίνου τον Τροπικό, στις εκβολές του ποταμού του Κανιμάρ. Μες σε χιλιάδες βότσαλα, πολύχρωμα, το ένα, τ’ ομορφότερο, με το λευκό, στιλπνό του σμάλτο, που πάνω του γραμμένο έχει τ’ όνομά σου, μικρή γοργόνα απαλά το ακούμπησε, εκεί που το κορμί σου άφησε το αποτύπωμά του.
Πέρα, στο Σούνιο, στο βιγλάτορα ναό του Ποσειδώνα, που κατοπτεύει τον Ευβοϊκό και το Αιγαίο, αφήνομαι στη δίκαιη κρίση της θεάς Νέμεσης που προστατεύει τη γειτονική αρχαία Ραμνούντα, να με δικάσει δίκαια, που τ’ όνομά σου σκάλισα στα πάλλευκα τα μάρμαρα των αιώνων, δίπλα σ’ αυτό του Λόρδου Βύρωνα, γνώση και θύμηση μαζί, παντοτινή.
Στην άλλη άκρη του Αιγαίου Πελάγους, κρατώντας τ’ αφρισμένα χαλινάρια των κυμάτων, με σύμμαχο τον άνεμο να με οδηγεί, ξημέρωμα ροδόχρωμο με φέρνει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στο Κόραμα. Εκεί, στων ρόδων την κοιλάδα και της προσευχής, χάνομαι στους λαβύρινθους του ασβεστόλιθου, σε κόσμους κάποιας άλλης εποχής. Μέσα από πόρτες διάπλατα ανοιχτές, με τις αμπάρες του καιρού κομματιασμένες, απ’ το παρόν στο παρελθόν, φτωχός προσκυνητής, τα λαξευμένα κατεβαίνω τα σκαλιά, που μ’ οδηγούν, στα βάθη της ψυχής και σε υπόγεια κελιά. Σ’ αυτές τις πόλεις τις υπόγειες, στις αγιογραφίες, στο παρεκκλήσι τ’ άφθαρτο του Αγίου Βασιλείου, τα μάτια μου ιερόσυλα αντικρίζουν τη μορφή σου. Εκεί, προσεύχομαι στην εκκλησιά του Αλ Ναζάρ, ποτέ μάτι κακό να μη σε δει.
Από τις στέπες της άγριας, της παγωμένης Σιβηρίας, όταν την άνοιξη το χώμα της με κρότο δυνατό της νέας ζωής τον ερχομό προαναγγέλλει, καθώς δυο ιδρωμένα άλογα, σαν άνεμος καλπάζουν με τα περήφανα κεφάλια τους ψηλά: Το ένα είναι ολόλευκο, το άλλο μαύρο με λευκές βούλες. Και τα δυο μαζί γίνονται ένα· βέλος ασπρόμαυρο, που σημαδεύει την καρδιά μου.
Εκεί, πιο πέρα, λίγο ψηλότερα στο λόφο, στις κοκκινωπές τις πέτρες, με τα γαμψά του νύχια και το κοφτερό του βλέμμα, ο άγριος αϊτός, αφέντης και κριτής της μοίρας του, σ’ ένα μικρό, σταχτί αγριοπερίστερο μετρά το χρόνο που απομένει στη ζωή του. Κι αυτό, χωρίς ακόμα να το ξέρει, πετώντας ξένοιαστο για τελευταία φορά, μετρά με τις μικρές φτερούγες του, το απέραντο της γης και τ’ ουρανού. Κι όταν ο αϊτός, του κόσμου του αφέντης ανηλεής κρύβει τον Ήλιο όταν ανοίγει τα φτερά του, δρεπανιφόρο άρμα τ’ ουρανού, τρομακτικό, ψυχές και σύμβολα χωρίς διάκριση θερίζει μια στάλα αίμα απ’ το αγριοπερίστερο, στην άκρη ενός φτερού που πέφτει στροβιλίζοντας· κόκκινα βάφει τα νερά του ποταμού, που τ’ αγριολούλουδα της άνοιξης ποτίζει. Το άλικο του αίματος γίνεται της φωτιάς το κόκκινο, και η βουή απ’ τις φλόγες που χορεύουν στον αέρα, φέρνει εικόνες από μακριά και ήχους που είδα κι άκουσα αιώνες πριν, τα μάτια κλείνοντας και τ’ αυτιά μου. Κι όπως ο παγωμένος άνεμος φυσά πάνω απ’ της Μήθυμνας το κάστρο το μεσαιωνικό, εσύ χορεύεις στα λιθόστρωτα στενά της πόλης, όταν στην άρπα η Σαπφώ άγνωστες νότες παίζει κι απαγγέλλει ποιήματα, που ακόμα δεν έχουν γραφεί.
Περνώντας απ’ του Μίνωα τα χρυσά παλάτια, νίκησα το Μινώταυρο, με δόρυ μαγικό και με το μίτο της Αριάδνης οδηγό στα βάθη της χαμένης Ατλαντίδας σε ζητώ. Κι εσύ, φορώντας πέπλο κεντημένο με ηλιαχτίδες και στα μαλλιά στεφάνι πορφυρό από ρουμπίνια, με οδηγείς κρατώντας με από το χέρι στης Σαντορίνης το ηλιοβασίλεμμα το ερωτικό.
Στη μακρινή τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, που ανθίζουν τα κίτρινα χρυσάνθεμα, μια πεταλούδα φτάνει από το Μεξικό, μαντατοφόρος φτερωτός του έρωτα. Το μήνυμά της ψιθυρίζει το ερωτικό σ’ ένα μπουμπούκι ανθισμένης κερασιάς, που πέφτει ντροπαλά, αργά στο χώμα, καθώς του Σαμουράι το σπαθί το κοφτερό τις ενοχές κόβει και τα δεσμά του χθες.
Απ’ του Θιβέτ τα ουράνια τα υψίπεδα, στη Σαγκατάβα, τη γιορτή του Βούδα, καλπάζοντας με τα ιπτάμενα άλογα που μεταφέρουν των πιστών τις προσευχές, είδα μαζί με το υπέρτατο και το ασήμαντο. Στη Μανασαροβάρ, την ιερή τη λίμνη, είδα να καθρεφτίζεται στα θεϊκά νερά της το Καϊλάς, το βουνό το αγέρωχο, του Βούδα το όρος το ιερό, και δίπλα, το ασήμαντο είδωλο, το δικό μου.
Σαν άλλος Παυσανίας, περιηγητής του κόσμου, πρεσβευτής σ’ αιώνιο ταξίδι, το ένα βήμα μου στο χθες, στο σήμερα το άλλο, από τα δάση τα αρχέγονα στις πολύβουες πολιτείες, ταξίδι κάνω σ’ όνειρο που δεν τελειώνει.
Με τις γαλέρες του Κολόμβου, του Πιζάρο, του Κορτές, θαλασσοπόροι και κατακτητές μαζί της Νέας Γης, ο κόσμος μεγαλώνει και ταυτόχρονα πεθαίνει στ’ όνομα του θεού που το σπαθί τους ευλογεί. Για νίκες και για λάφυρα από χρυσό και αίμα, αγάλματα βασιλικά και τάματα στον ήλιο, σπονδή στο νικητή Θεό, τον Σταυροφορεμένο, από του Ήλιου το Θεό και τ’ ουρανού το νικημένο.
Στη Βολιβία, στο Περού, στο Μεξικό, στ’ απομεινάρια των πολιτισμών, φαντάσματα των Ίνκας και των Μάγιας τριγυρνούν στου Μάτσου Πίκτσου τις κορφές και στην κοιλάδα του Κοπάν.
Καθώς τα λάφυρα μετρά η βασίλισσα Ισαβέλα, και ο θεός του αίματος το δικό του μερτικό, ο Ελ Γκρέκο προσπερνά με την παλέτα του και τα πινέλα, αναζητώντας την χαμένη του Χερώνυμα Δε Λας Κουέβας κι αγιογραφώντας έναν θεό, πολύ πιο ευσπλαχνικό.
Κι ο Δον Κιχώτης εφορμά με προσταγή του Θερβάντες, με την παλιά ασπίδα του και με τ’ ακόντιό του, ιππότης έσχατος του έρωτα, αλαφροϊσκιωτος προστάτης, για να συντρίψει ανεμόμυλους, εχθρούς του θλιβερούς.
Στη μακρινή, περήφανη, των ξωτικών τη χώρα, καθώς η άρπα ζωντανεύει τη μελωδία των νερών και των δασών το θρόισμα, όταν με ζήλια η μανιασμένη θάλασσα τα βράχια της χτυπά και τα ιρλανδέζικα άλογα στο πράσινο καλπάζουν, κι όπως ο Πήγασος πετούν στη Γέφυρα των Γιγάντων, εκεί στους σωρούς με τις πολυγωνικές τις πέτρες, ο Μπέρναρ Σω τις ιστορίες του γράφει για έναν κόσμο πραγματικό.
Στους ποιητές και στους ζωγράφους της Αρμπάτ, στη Μόσχα, παρήγγειλα ποιήματα να γράψουν με στοίχους μυστικούς και λέξεις άγνωστες, για έρωτες πονεμένους κι ανεκπλήρωτους, τραγούδια θεϊκά, του Πάνα ο αυλός να παίζει και σε καμβάδες αστροκέντητους πλεγμένους με την Πούλια, εικαστικό μεθύσι χρωματικό απ’ το ουράνιο τόξο.
Απ’ την αρχαία πόλη του Μακεδόνα βασιλιά, την Αλεξάνδρεια, με τη βιβλιοθήκη των σοφών τής Γης σ’ αιγυπτιακούς παπύρους, και το γιγάντιο φάρο της, στολίδι της Μεσογείου, προστάτης κι οδηγός μαζί, των θαλασσοπόρων του χθες.
Με τους νομάδες καμηλιέρηδες ταξιδευτές της ερήμου, στις αρχαίες Θήβες έφτασα, την πόλη των Φαραώ, δίπλα στις όχθες του θεϊκού τού Νείλου ποταμού και στη σκιά των πυραμίδων, των τάφων των βασιλικών είδα μπροστά μου να περνούν με τα ολόχρυσα αρματά τους, ο Χέοπας, ο Τουταγχαμών κι όλοι οι θεοί της αρχαίας Αιγύπτου. Λείπει μονάχα ο Αμένοφις, ο μονοθεϊστής Φαραώ, κι η όμορφη γυναίκα του, η βασίλισσα η Νεφερτίτη. Εκεί που αρχίζει η έρημος, σ’ οχυρωμένους λόφους, τη νέα πρωτεύουσα χτίζουνε, την πόλη της Αμάρνα, την πόλη την ολόχρυση, απ’ το χρυσό της Νουβίας, αφιερωμένη στον έναν και μοναδικό θεό, το ζωοδότη Ήλιο.
Κλείνω τα μάτια και πορεύομαι, ταξιδευτής στο χρόνο, απ’ το σήμερα στο χθες.
Αφήνω πίσω μου τους γιγάντιους νερόμυλους και στην καρδιά της ερήμου της Συρίας, αρχαία μνημεία με υποδέχονται και θρυλικές μορφές. Δεξιά κι αριστερά, στον πιο μακρύ γνωστό αρχαίο δρόμο, στην πόλη της περήφανης βασίλισσας Ζηνοβίας, της πόλης της Παλμύρας τα ερείπια, απομεινάρια της μανίας των Ρωμαίων κατακτητών πριν οδηγήσουν τη Ζηνοβία αιχμάλωτη για εκδίκηση στη Ρώμη.
Ταξίδεψα στον Ινδικό, καβάλα στη ράχη των μουσώνων, απ’ τη Βομβάη ως το Μαδράς, ως πέρα στην Καλκούτα. Κι απ’ το Μπαγκλαντές, στις εκβολές του Γάγγη, με το ιερό ποτάμι, έφτασα στα βάθη της Ινδίας, εκεί που ο θρύλος μπερδεύεται με το έπος Μαχαμπαράτα. Αν στην Ινδία βρεθείς, την ώρα που ξημερώνει, κι ακούσεις στεναγμό που την καρδιά πληγώνει, μη φοβηθείς: Ο Σαχ Τζαχάν στη Μουμτάζ Μαχάλ γι’ αγάπη ψιθυρίζει: Λέει στην αγαπημένη του παλάτι πως θα χτίσει που στους αιώνες θα μιλά για το μεγάλο έρωτά τους, του κόσμου τ’ ομορφότερο ανθρώπινο μνημείο κοντά στα Ιμαλάια, στην Άγρα, στο Νεπάλ, με τ’ όνομα τ’ αγαπημένο: Παλάτι της Ταζ Μαχάλ.
Ακόμα κι αν το ήθελα να σε ξεχάσω,
πώς;
Κάρφωσες την εικόνα σου, στης θύμησης τον τοίχο, με δυο καρφιά δίπλα στου νου την πόρτα. Το ένα είναι ροδόχρωμο, απ’ το χαμόγελό σου, το άλλο γκριζοπράσινο, απ’ το χρώμα των ματιών σου, πολύ μακριά και τα δυο περάσανε τον τοίχο, έφτασαν στην καρδιά μου οι μυτερές τους άκρες, που αιμορραγεί, αφήνοντας μικρά σημάδια κόκκινα, ίχνη αόρατα στου ουρανού τις στράτες, απ’ τα δικά μου ατέλειωτα φανταστικά ταξίδια.
Άγγελος Γιαλελής, Μάιος 2007
Ποια ήσουν;
Πριν από σένα, η ανάσα θόλωνε το παγωμένο τζάμι. Τα δάχτυλα του νου μου έγραφαν με ηλιαχτίδες το άγνωστο όνομά σου.
Ποιο ήταν;
Σε γλώσσα άγνωστη, πανάρχαια γραμμένο, τα μάτια έκλεινα για να σε δω.
Πριν από σένα, μες την απέραντη έρημο των ανθρώπων, σε δρόμους μυστικούς μοναχικός διαβάτης, χωρίς πυξίδα, έψαχνα για σε βρω.
Πού ήσουν;
Χανόταν η άυλη εικόνα σου μες τα κομμάτια του καθρέφτη της ψυχής. Το μακρινό αστέρι, άγρυπνος κλειδοκράτορας, κρατάει το χρυσό κλειδί του πόθου μου· κι οι μέρες της ζωής μου στην κλεψύδρα τρέχουν. Λαχανιασμένο το μολύβι κυνηγά τις λέξεις και φωνάζει:
- Αργείς πολύ κι ο χρόνος σου τελειώνει!
Τρέχει το μπλε στου άσπρου του χαρτιού τις ρίγες, στις αποβάθρες, στους σταθμούς, στα ονειροδρόμια, τα δρομολόγια στο άπειρο να προλάβει. Απ’ το μικρό το κόκκινο το αγριολούλουδο, ψηλά στο μαύρο βράχο, πάνω απ’ το ποτάμι που αυθαδιάζει ταξιδεύοντας στον κύκλο της ζωής, στο αύριο, στο σίγουρο ταξίδι του, που άρχισε απ’ το χθες. Μαύρος ο βράχος, σαν τον απελπισμένο έρωτα, κόκκινο το λουλούδι, σαν την επιθυμία. Στο μαύρο-κόκκινο, η μπίλια τρέχει συνεχώς, στης τύχης το αέναο παιχνίδι, σαν το δικό μου το ταξίδι τ’ ονειρικό.
Στις χρυσαφένιες τις ακτές της Καραϊβικής, που τα κορμιά ο ήλιος καίει κι ο έρωτας φλογίζει, λίγο πιο νότια απ’ του Καρκίνου τον Τροπικό, στις εκβολές του ποταμού του Κανιμάρ. Μες σε χιλιάδες βότσαλα, πολύχρωμα, το ένα, τ’ ομορφότερο, με το λευκό, στιλπνό του σμάλτο, που πάνω του γραμμένο έχει τ’ όνομά σου, μικρή γοργόνα απαλά το ακούμπησε, εκεί που το κορμί σου άφησε το αποτύπωμά του.
Πέρα, στο Σούνιο, στο βιγλάτορα ναό του Ποσειδώνα, που κατοπτεύει τον Ευβοϊκό και το Αιγαίο, αφήνομαι στη δίκαιη κρίση της θεάς Νέμεσης που προστατεύει τη γειτονική αρχαία Ραμνούντα, να με δικάσει δίκαια, που τ’ όνομά σου σκάλισα στα πάλλευκα τα μάρμαρα των αιώνων, δίπλα σ’ αυτό του Λόρδου Βύρωνα, γνώση και θύμηση μαζί, παντοτινή.
Στην άλλη άκρη του Αιγαίου Πελάγους, κρατώντας τ’ αφρισμένα χαλινάρια των κυμάτων, με σύμμαχο τον άνεμο να με οδηγεί, ξημέρωμα ροδόχρωμο με φέρνει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στο Κόραμα. Εκεί, στων ρόδων την κοιλάδα και της προσευχής, χάνομαι στους λαβύρινθους του ασβεστόλιθου, σε κόσμους κάποιας άλλης εποχής. Μέσα από πόρτες διάπλατα ανοιχτές, με τις αμπάρες του καιρού κομματιασμένες, απ’ το παρόν στο παρελθόν, φτωχός προσκυνητής, τα λαξευμένα κατεβαίνω τα σκαλιά, που μ’ οδηγούν, στα βάθη της ψυχής και σε υπόγεια κελιά. Σ’ αυτές τις πόλεις τις υπόγειες, στις αγιογραφίες, στο παρεκκλήσι τ’ άφθαρτο του Αγίου Βασιλείου, τα μάτια μου ιερόσυλα αντικρίζουν τη μορφή σου. Εκεί, προσεύχομαι στην εκκλησιά του Αλ Ναζάρ, ποτέ μάτι κακό να μη σε δει.
Από τις στέπες της άγριας, της παγωμένης Σιβηρίας, όταν την άνοιξη το χώμα της με κρότο δυνατό της νέας ζωής τον ερχομό προαναγγέλλει, καθώς δυο ιδρωμένα άλογα, σαν άνεμος καλπάζουν με τα περήφανα κεφάλια τους ψηλά: Το ένα είναι ολόλευκο, το άλλο μαύρο με λευκές βούλες. Και τα δυο μαζί γίνονται ένα· βέλος ασπρόμαυρο, που σημαδεύει την καρδιά μου.
Εκεί, πιο πέρα, λίγο ψηλότερα στο λόφο, στις κοκκινωπές τις πέτρες, με τα γαμψά του νύχια και το κοφτερό του βλέμμα, ο άγριος αϊτός, αφέντης και κριτής της μοίρας του, σ’ ένα μικρό, σταχτί αγριοπερίστερο μετρά το χρόνο που απομένει στη ζωή του. Κι αυτό, χωρίς ακόμα να το ξέρει, πετώντας ξένοιαστο για τελευταία φορά, μετρά με τις μικρές φτερούγες του, το απέραντο της γης και τ’ ουρανού. Κι όταν ο αϊτός, του κόσμου του αφέντης ανηλεής κρύβει τον Ήλιο όταν ανοίγει τα φτερά του, δρεπανιφόρο άρμα τ’ ουρανού, τρομακτικό, ψυχές και σύμβολα χωρίς διάκριση θερίζει μια στάλα αίμα απ’ το αγριοπερίστερο, στην άκρη ενός φτερού που πέφτει στροβιλίζοντας· κόκκινα βάφει τα νερά του ποταμού, που τ’ αγριολούλουδα της άνοιξης ποτίζει. Το άλικο του αίματος γίνεται της φωτιάς το κόκκινο, και η βουή απ’ τις φλόγες που χορεύουν στον αέρα, φέρνει εικόνες από μακριά και ήχους που είδα κι άκουσα αιώνες πριν, τα μάτια κλείνοντας και τ’ αυτιά μου. Κι όπως ο παγωμένος άνεμος φυσά πάνω απ’ της Μήθυμνας το κάστρο το μεσαιωνικό, εσύ χορεύεις στα λιθόστρωτα στενά της πόλης, όταν στην άρπα η Σαπφώ άγνωστες νότες παίζει κι απαγγέλλει ποιήματα, που ακόμα δεν έχουν γραφεί.
Περνώντας απ’ του Μίνωα τα χρυσά παλάτια, νίκησα το Μινώταυρο, με δόρυ μαγικό και με το μίτο της Αριάδνης οδηγό στα βάθη της χαμένης Ατλαντίδας σε ζητώ. Κι εσύ, φορώντας πέπλο κεντημένο με ηλιαχτίδες και στα μαλλιά στεφάνι πορφυρό από ρουμπίνια, με οδηγείς κρατώντας με από το χέρι στης Σαντορίνης το ηλιοβασίλεμμα το ερωτικό.
Στη μακρινή τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, που ανθίζουν τα κίτρινα χρυσάνθεμα, μια πεταλούδα φτάνει από το Μεξικό, μαντατοφόρος φτερωτός του έρωτα. Το μήνυμά της ψιθυρίζει το ερωτικό σ’ ένα μπουμπούκι ανθισμένης κερασιάς, που πέφτει ντροπαλά, αργά στο χώμα, καθώς του Σαμουράι το σπαθί το κοφτερό τις ενοχές κόβει και τα δεσμά του χθες.
Απ’ του Θιβέτ τα ουράνια τα υψίπεδα, στη Σαγκατάβα, τη γιορτή του Βούδα, καλπάζοντας με τα ιπτάμενα άλογα που μεταφέρουν των πιστών τις προσευχές, είδα μαζί με το υπέρτατο και το ασήμαντο. Στη Μανασαροβάρ, την ιερή τη λίμνη, είδα να καθρεφτίζεται στα θεϊκά νερά της το Καϊλάς, το βουνό το αγέρωχο, του Βούδα το όρος το ιερό, και δίπλα, το ασήμαντο είδωλο, το δικό μου.
Σαν άλλος Παυσανίας, περιηγητής του κόσμου, πρεσβευτής σ’ αιώνιο ταξίδι, το ένα βήμα μου στο χθες, στο σήμερα το άλλο, από τα δάση τα αρχέγονα στις πολύβουες πολιτείες, ταξίδι κάνω σ’ όνειρο που δεν τελειώνει.
Με τις γαλέρες του Κολόμβου, του Πιζάρο, του Κορτές, θαλασσοπόροι και κατακτητές μαζί της Νέας Γης, ο κόσμος μεγαλώνει και ταυτόχρονα πεθαίνει στ’ όνομα του θεού που το σπαθί τους ευλογεί. Για νίκες και για λάφυρα από χρυσό και αίμα, αγάλματα βασιλικά και τάματα στον ήλιο, σπονδή στο νικητή Θεό, τον Σταυροφορεμένο, από του Ήλιου το Θεό και τ’ ουρανού το νικημένο.
Στη Βολιβία, στο Περού, στο Μεξικό, στ’ απομεινάρια των πολιτισμών, φαντάσματα των Ίνκας και των Μάγιας τριγυρνούν στου Μάτσου Πίκτσου τις κορφές και στην κοιλάδα του Κοπάν.
Καθώς τα λάφυρα μετρά η βασίλισσα Ισαβέλα, και ο θεός του αίματος το δικό του μερτικό, ο Ελ Γκρέκο προσπερνά με την παλέτα του και τα πινέλα, αναζητώντας την χαμένη του Χερώνυμα Δε Λας Κουέβας κι αγιογραφώντας έναν θεό, πολύ πιο ευσπλαχνικό.
Κι ο Δον Κιχώτης εφορμά με προσταγή του Θερβάντες, με την παλιά ασπίδα του και με τ’ ακόντιό του, ιππότης έσχατος του έρωτα, αλαφροϊσκιωτος προστάτης, για να συντρίψει ανεμόμυλους, εχθρούς του θλιβερούς.
Στη μακρινή, περήφανη, των ξωτικών τη χώρα, καθώς η άρπα ζωντανεύει τη μελωδία των νερών και των δασών το θρόισμα, όταν με ζήλια η μανιασμένη θάλασσα τα βράχια της χτυπά και τα ιρλανδέζικα άλογα στο πράσινο καλπάζουν, κι όπως ο Πήγασος πετούν στη Γέφυρα των Γιγάντων, εκεί στους σωρούς με τις πολυγωνικές τις πέτρες, ο Μπέρναρ Σω τις ιστορίες του γράφει για έναν κόσμο πραγματικό.
Στους ποιητές και στους ζωγράφους της Αρμπάτ, στη Μόσχα, παρήγγειλα ποιήματα να γράψουν με στοίχους μυστικούς και λέξεις άγνωστες, για έρωτες πονεμένους κι ανεκπλήρωτους, τραγούδια θεϊκά, του Πάνα ο αυλός να παίζει και σε καμβάδες αστροκέντητους πλεγμένους με την Πούλια, εικαστικό μεθύσι χρωματικό απ’ το ουράνιο τόξο.
Απ’ την αρχαία πόλη του Μακεδόνα βασιλιά, την Αλεξάνδρεια, με τη βιβλιοθήκη των σοφών τής Γης σ’ αιγυπτιακούς παπύρους, και το γιγάντιο φάρο της, στολίδι της Μεσογείου, προστάτης κι οδηγός μαζί, των θαλασσοπόρων του χθες.
Με τους νομάδες καμηλιέρηδες ταξιδευτές της ερήμου, στις αρχαίες Θήβες έφτασα, την πόλη των Φαραώ, δίπλα στις όχθες του θεϊκού τού Νείλου ποταμού και στη σκιά των πυραμίδων, των τάφων των βασιλικών είδα μπροστά μου να περνούν με τα ολόχρυσα αρματά τους, ο Χέοπας, ο Τουταγχαμών κι όλοι οι θεοί της αρχαίας Αιγύπτου. Λείπει μονάχα ο Αμένοφις, ο μονοθεϊστής Φαραώ, κι η όμορφη γυναίκα του, η βασίλισσα η Νεφερτίτη. Εκεί που αρχίζει η έρημος, σ’ οχυρωμένους λόφους, τη νέα πρωτεύουσα χτίζουνε, την πόλη της Αμάρνα, την πόλη την ολόχρυση, απ’ το χρυσό της Νουβίας, αφιερωμένη στον έναν και μοναδικό θεό, το ζωοδότη Ήλιο.
Κλείνω τα μάτια και πορεύομαι, ταξιδευτής στο χρόνο, απ’ το σήμερα στο χθες.
Αφήνω πίσω μου τους γιγάντιους νερόμυλους και στην καρδιά της ερήμου της Συρίας, αρχαία μνημεία με υποδέχονται και θρυλικές μορφές. Δεξιά κι αριστερά, στον πιο μακρύ γνωστό αρχαίο δρόμο, στην πόλη της περήφανης βασίλισσας Ζηνοβίας, της πόλης της Παλμύρας τα ερείπια, απομεινάρια της μανίας των Ρωμαίων κατακτητών πριν οδηγήσουν τη Ζηνοβία αιχμάλωτη για εκδίκηση στη Ρώμη.
Ταξίδεψα στον Ινδικό, καβάλα στη ράχη των μουσώνων, απ’ τη Βομβάη ως το Μαδράς, ως πέρα στην Καλκούτα. Κι απ’ το Μπαγκλαντές, στις εκβολές του Γάγγη, με το ιερό ποτάμι, έφτασα στα βάθη της Ινδίας, εκεί που ο θρύλος μπερδεύεται με το έπος Μαχαμπαράτα. Αν στην Ινδία βρεθείς, την ώρα που ξημερώνει, κι ακούσεις στεναγμό που την καρδιά πληγώνει, μη φοβηθείς: Ο Σαχ Τζαχάν στη Μουμτάζ Μαχάλ γι’ αγάπη ψιθυρίζει: Λέει στην αγαπημένη του παλάτι πως θα χτίσει που στους αιώνες θα μιλά για το μεγάλο έρωτά τους, του κόσμου τ’ ομορφότερο ανθρώπινο μνημείο κοντά στα Ιμαλάια, στην Άγρα, στο Νεπάλ, με τ’ όνομα τ’ αγαπημένο: Παλάτι της Ταζ Μαχάλ.
Ακόμα κι αν το ήθελα να σε ξεχάσω,
πώς;
Κάρφωσες την εικόνα σου, στης θύμησης τον τοίχο, με δυο καρφιά δίπλα στου νου την πόρτα. Το ένα είναι ροδόχρωμο, απ’ το χαμόγελό σου, το άλλο γκριζοπράσινο, απ’ το χρώμα των ματιών σου, πολύ μακριά και τα δυο περάσανε τον τοίχο, έφτασαν στην καρδιά μου οι μυτερές τους άκρες, που αιμορραγεί, αφήνοντας μικρά σημάδια κόκκινα, ίχνη αόρατα στου ουρανού τις στράτες, απ’ τα δικά μου ατέλειωτα φανταστικά ταξίδια.
Άγγελος Γιαλελής, Μάιος 2007
Αντί προλόγου
του Άγγελου Γιαλελή
_
Όταν ήμουν 6 χρονών -παλιά δηλαδή, πολύ παλιά- έλεγα και ξανάλεγα στους
δικούς μου, οτι όταν μεγαλώσω θα σπουδάσω, θα ταξιδέψω στον κόσμο και θα γίνω
συγγραφέας, και φιλόλογος -χωρίς να καταλαβαίνω καν τι σημαίνει η λέξη.
Με την πάροδο του χρόνου, εγκατέλειπα μία-μία τις προσδοκίες μου αυτές, χωρίς να το καταλαβαίνω. Οι σπουδές μου περιορίστηκαν στην πρώτη τάξη του οκτατάξιου –τότε- Γυμνασίου, και μίας τεχνικής σχολής.
Ταξίδεψα αρκετά, όμως όχι στον κόσμο με την ευρύτερη έννοια, αλλά στο εσωτερικό της χώρας μας.
Όσο για συγγραφέας, δεν έγινα ποτέ, γιατί χρειάζεται ταλέντο, κι εγώ δεν το ‘χω. Όλα αυτά τα χρόνια, όμως, δεν έπαψα στιγμή να ονειρεύομαι, να διαβάζω –όταν μου δινόταν η ευκαιρία- και προ παντός να ταξιδεύω. Με τη φαντασία μου, φυσικά.
Αυτά που διαβάσατε –όσοι τα διαβάσατε- είναι η περιγραφή, ποιητική (;) –δεν ξέρω- εσείς θα το κρίνετε, ενός μέρους των ταξιδιών αυτών. Προσωποποίησα την επιθυμία μου αυτή σε μία φανταστική γυναίκα –ναι, κι αυτή φανταστική- κι απευθύνθηκα σ’ αυτήν για τα ταξίδια μου και τις αναζητήσεις μου. Αυτό έγινε κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ, που συνειδητοποίησα οτι άφησα το χρόνο να περάσει, λες και δεν θα τελείωνε ποτέ. Τι λάθος! Πόσο επώδυνη διαπίστωση! Έτσι, όλος ο πόνος αυτός, το παράπονο, ο θυμός, η πίκρα, η απογοήτευση κι ένα σωρό άλλα συναισθήματα, με οδήγησαν ως αργά το ξημέρωμα σ’ αυτές τις φανταστικές περιπλανήσεις μου και τις αποτύπωσα στο χαρτί.
Το λέω αυτό για να κρίνετε με επιείκεια έναν φαντασιόπληκτο υπερήλικα. Και να πάρετε υπ’ όψιν σας οτι σ’ αυτά τα φανταστικά ταξίδια μου δεν χρησιμοποίησα τραίνα, καράβια κι αεροπλάνα. Μόνο το ονειρόπλοιό μου. Καθισμένος αναπαυτικά στη θέση τού κυβερνήτη, μπορούσα με άνεση να παρακολουθώ τη μια στιγμή μία ταυρομαχία σε μία αρένα της Μαδρίτης και τη βάρβαρη δολοφονία του ταύρου, και την άλλη να ταξιδεύω με την ταχύτητα του φωτός, καταβροχθίζοντας τα αζιμούθια ανάμεσα σε υπολείματα άχρηστων τεχνητών δορυφόρων και τους μετεωρίτες, για εξερεύνηση στον Α του Κενταύρου. Επομένως, ότι έβλεπα κι ότι προλάβαινα έγραφα.
Η μόνη πραγματική περιγραφή -και γι’ αυτό τόσο λιτή- το μόνο σημείο που πάτησαν τα πόδια μου, είναι οι «χρυσαφένιες ακτές της Καραϊβικής, λίγο πιο νότια απ’ του Καρκίνου τον Τροπικό, στις εκβολές του ποταμού του Κανιμάρ», στην αγαπημένη μου την Κούβα. Όταν επέστρεψα απ’ το ταξίδι μου αυτό, αναζήτησα κάποιον να μου μάθει ισπανικά. Αυτή είναι η επίσημη γλώσσα της Κούβας, και σκόπευα να εγκατασταθώ εκεί μόνιμα. Τότε γνώρισα τον Ηλία. Απ’ τους πιο αξιόλογους ανθρώπους που έχω γνωρίσει και με τιμά με τη φιλία του. Πώς λέμε: «Βρήκε ο Φίλιππας τον Ναθαναήλ»; Ακριβώς έτσι. Εγώ διψούσα για ταξίδια κι ο Ηλίας είχε γυρίσει όλον τον κόσμο. Κι ο τρόπος που μου περιέγραφε αυτά τα ταξίδια! Έκλεινα τα μάτια και τον ακολουθούσα χωρίς ανάσα. Ήταν το εισητήριό μου. Διαρκές και προς κάθε προορισμό. Από το Βόρειο Πόλο ως το Ιράν, κι από το Βιετνάμ ως την Παταγονία. Παράλληλα με τα φανταστικά αυτά ταξίδια, άρχισε να μου μαθαίνει ισπανικά. Μόνο που ο χρόνος, που λέγαμε, άρχισε να τελειώνει.
Αρχικά, ένα τροχαίο με τη μηχανή μου, μου στέρησε την αυτονομία μου στο βάδισμα, κι η πατερίτσα αποτέλεσε προέκταση του σώματός μου. Μετά, ο καρκίνος, που ακόμα είναι σε εξέλιξη. Και τελικά, το χειρότερο όλων: Χρόνια αναπνευστικά προβλήματα, απόρροια δύσκολων παιδικών χρόνων κι επαγγελματικής ενασχόλησης ή κληρονομικότητας, ζήτησαν τα χρωστούμενά τους τη χειρότερη στιγμή. Οι γιατροί είναι σαφείς: «Το υγρό, τροπικό κλίμα της Καραϊβικής, ή θα με σκοτώσει σύντομα, ή θα με στείλει μόνιμα στο νοσοκομείο. Φυσικά, δεν θα πήγαινα στην Κούβα, ούτε για να πεθάνω, ούτε για να κλειστώ στο νοσοκομείο.
Η ζωή μου δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε δύσκολη. Ήταν, όμως, ενδιαφέρουσα. Αγάπησα κι αγαπήθηκα πολύ, πήρα μέρος σε κοινωνικούς αγώνες, είχα τις νίκες μου και τις ήττες μου, έκανα τα λάθη μου, απ' τα οποία έμαθα -τουλάχιστον έτσι πιστεύω-, δεν συμβιβάστηκα με το σύστημα, δεν χρωστάω χάρες, εκτός από ευγνωμοσύνη σε αγαπημένους μου ανθρώπους. Είχα μία γεμάτη ζωή και δεν «αράχνιασα». Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου και δεν τον φοβάμαι. Το καλύτερό μου, όμως, δεν το πραγματοποίησα. Ας είναι.
Tώρα ζω μόνος μου –συνειδητή επιλογή- σε μια γωνιά της Αθήνας, με τις αναμνήσεις μου και με τα φανταστικά μου ταξίδια. Λίγοι καλοί φίλοι, καλό κρασί, πολύωρες συζητήσεις κι αναλύοντας τη ζωή μου, μπορώ να πω με σιγουριά στους νεώτερους: Μην αφήνετε το χρόνο σας να περνά αναξιοποίητος. Να ζείτε την κάθε μέρα σας σαν να είναι η τελευταία. Πραγματοποιήστε τα όνειρά σας όταν έχετε το χρόνο. Δηλαδή, όχι αύριο, στο μέλλον, θα δούμε... σήμερα, τώρα!!! Ο χρόνος δεν είναι αρκετός ποτέ. Κι όπως έλεγε κι ο καθηγητής της ταινίας «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών», ΑΔΡΑΞΤΕ ΤΗ ΜΕΡΑ. Τώρα, αν σας άρεσε το ταξίδι που κάνατε μαζί μου, χαίρομαι ιδιαίτερα. Αν όχι, τα παράπονά σας στον Ηλία. Αυτός επέμενε να τα δημοσιεύσω. Εγώ δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση.
Άγγελος Γιαλελής
Ένα όνομα αληθινό, όχι φανταστικό, σαν τα ταξίδια μου.
http://anggelosyalelis2013.weebly.com/
Με την πάροδο του χρόνου, εγκατέλειπα μία-μία τις προσδοκίες μου αυτές, χωρίς να το καταλαβαίνω. Οι σπουδές μου περιορίστηκαν στην πρώτη τάξη του οκτατάξιου –τότε- Γυμνασίου, και μίας τεχνικής σχολής.
Ταξίδεψα αρκετά, όμως όχι στον κόσμο με την ευρύτερη έννοια, αλλά στο εσωτερικό της χώρας μας.
Όσο για συγγραφέας, δεν έγινα ποτέ, γιατί χρειάζεται ταλέντο, κι εγώ δεν το ‘χω. Όλα αυτά τα χρόνια, όμως, δεν έπαψα στιγμή να ονειρεύομαι, να διαβάζω –όταν μου δινόταν η ευκαιρία- και προ παντός να ταξιδεύω. Με τη φαντασία μου, φυσικά.
Αυτά που διαβάσατε –όσοι τα διαβάσατε- είναι η περιγραφή, ποιητική (;) –δεν ξέρω- εσείς θα το κρίνετε, ενός μέρους των ταξιδιών αυτών. Προσωποποίησα την επιθυμία μου αυτή σε μία φανταστική γυναίκα –ναι, κι αυτή φανταστική- κι απευθύνθηκα σ’ αυτήν για τα ταξίδια μου και τις αναζητήσεις μου. Αυτό έγινε κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ, που συνειδητοποίησα οτι άφησα το χρόνο να περάσει, λες και δεν θα τελείωνε ποτέ. Τι λάθος! Πόσο επώδυνη διαπίστωση! Έτσι, όλος ο πόνος αυτός, το παράπονο, ο θυμός, η πίκρα, η απογοήτευση κι ένα σωρό άλλα συναισθήματα, με οδήγησαν ως αργά το ξημέρωμα σ’ αυτές τις φανταστικές περιπλανήσεις μου και τις αποτύπωσα στο χαρτί.
Το λέω αυτό για να κρίνετε με επιείκεια έναν φαντασιόπληκτο υπερήλικα. Και να πάρετε υπ’ όψιν σας οτι σ’ αυτά τα φανταστικά ταξίδια μου δεν χρησιμοποίησα τραίνα, καράβια κι αεροπλάνα. Μόνο το ονειρόπλοιό μου. Καθισμένος αναπαυτικά στη θέση τού κυβερνήτη, μπορούσα με άνεση να παρακολουθώ τη μια στιγμή μία ταυρομαχία σε μία αρένα της Μαδρίτης και τη βάρβαρη δολοφονία του ταύρου, και την άλλη να ταξιδεύω με την ταχύτητα του φωτός, καταβροχθίζοντας τα αζιμούθια ανάμεσα σε υπολείματα άχρηστων τεχνητών δορυφόρων και τους μετεωρίτες, για εξερεύνηση στον Α του Κενταύρου. Επομένως, ότι έβλεπα κι ότι προλάβαινα έγραφα.
Η μόνη πραγματική περιγραφή -και γι’ αυτό τόσο λιτή- το μόνο σημείο που πάτησαν τα πόδια μου, είναι οι «χρυσαφένιες ακτές της Καραϊβικής, λίγο πιο νότια απ’ του Καρκίνου τον Τροπικό, στις εκβολές του ποταμού του Κανιμάρ», στην αγαπημένη μου την Κούβα. Όταν επέστρεψα απ’ το ταξίδι μου αυτό, αναζήτησα κάποιον να μου μάθει ισπανικά. Αυτή είναι η επίσημη γλώσσα της Κούβας, και σκόπευα να εγκατασταθώ εκεί μόνιμα. Τότε γνώρισα τον Ηλία. Απ’ τους πιο αξιόλογους ανθρώπους που έχω γνωρίσει και με τιμά με τη φιλία του. Πώς λέμε: «Βρήκε ο Φίλιππας τον Ναθαναήλ»; Ακριβώς έτσι. Εγώ διψούσα για ταξίδια κι ο Ηλίας είχε γυρίσει όλον τον κόσμο. Κι ο τρόπος που μου περιέγραφε αυτά τα ταξίδια! Έκλεινα τα μάτια και τον ακολουθούσα χωρίς ανάσα. Ήταν το εισητήριό μου. Διαρκές και προς κάθε προορισμό. Από το Βόρειο Πόλο ως το Ιράν, κι από το Βιετνάμ ως την Παταγονία. Παράλληλα με τα φανταστικά αυτά ταξίδια, άρχισε να μου μαθαίνει ισπανικά. Μόνο που ο χρόνος, που λέγαμε, άρχισε να τελειώνει.
Αρχικά, ένα τροχαίο με τη μηχανή μου, μου στέρησε την αυτονομία μου στο βάδισμα, κι η πατερίτσα αποτέλεσε προέκταση του σώματός μου. Μετά, ο καρκίνος, που ακόμα είναι σε εξέλιξη. Και τελικά, το χειρότερο όλων: Χρόνια αναπνευστικά προβλήματα, απόρροια δύσκολων παιδικών χρόνων κι επαγγελματικής ενασχόλησης ή κληρονομικότητας, ζήτησαν τα χρωστούμενά τους τη χειρότερη στιγμή. Οι γιατροί είναι σαφείς: «Το υγρό, τροπικό κλίμα της Καραϊβικής, ή θα με σκοτώσει σύντομα, ή θα με στείλει μόνιμα στο νοσοκομείο. Φυσικά, δεν θα πήγαινα στην Κούβα, ούτε για να πεθάνω, ούτε για να κλειστώ στο νοσοκομείο.
Η ζωή μου δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε δύσκολη. Ήταν, όμως, ενδιαφέρουσα. Αγάπησα κι αγαπήθηκα πολύ, πήρα μέρος σε κοινωνικούς αγώνες, είχα τις νίκες μου και τις ήττες μου, έκανα τα λάθη μου, απ' τα οποία έμαθα -τουλάχιστον έτσι πιστεύω-, δεν συμβιβάστηκα με το σύστημα, δεν χρωστάω χάρες, εκτός από ευγνωμοσύνη σε αγαπημένους μου ανθρώπους. Είχα μία γεμάτη ζωή και δεν «αράχνιασα». Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου και δεν τον φοβάμαι. Το καλύτερό μου, όμως, δεν το πραγματοποίησα. Ας είναι.
Tώρα ζω μόνος μου –συνειδητή επιλογή- σε μια γωνιά της Αθήνας, με τις αναμνήσεις μου και με τα φανταστικά μου ταξίδια. Λίγοι καλοί φίλοι, καλό κρασί, πολύωρες συζητήσεις κι αναλύοντας τη ζωή μου, μπορώ να πω με σιγουριά στους νεώτερους: Μην αφήνετε το χρόνο σας να περνά αναξιοποίητος. Να ζείτε την κάθε μέρα σας σαν να είναι η τελευταία. Πραγματοποιήστε τα όνειρά σας όταν έχετε το χρόνο. Δηλαδή, όχι αύριο, στο μέλλον, θα δούμε... σήμερα, τώρα!!! Ο χρόνος δεν είναι αρκετός ποτέ. Κι όπως έλεγε κι ο καθηγητής της ταινίας «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών», ΑΔΡΑΞΤΕ ΤΗ ΜΕΡΑ. Τώρα, αν σας άρεσε το ταξίδι που κάνατε μαζί μου, χαίρομαι ιδιαίτερα. Αν όχι, τα παράπονά σας στον Ηλία. Αυτός επέμενε να τα δημοσιεύσω. Εγώ δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση.
Άγγελος Γιαλελής
Ένα όνομα αληθινό, όχι φανταστικό, σαν τα ταξίδια μου.
http://anggelosyalelis2013.weebly.com/