La Tule Vieja
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΣΕ ΦΥΛΛΑ ΜΠΑΝΑΝΙΑΣ
ΗΛΙΑΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ
Καθηγητής Ισπανικής & Πορτογαλικής Γλώσσας & Πολιτισμού
Εκδ. Ροές, 2007
Αυτό το κείμενο δεν γράφτηκε για να γίνει βιβλίο.
Το έγραψα για να το χαρίσω στη Δανάη-Eréndira, όταν μεγαλώσει,
για να καταλάβει καλύτερα κάποια πράγματα.
Αφιερωμένο στη Maricela, που έχει τ’ όνομα της Μητέρας μου.
Μαζί της το έζησα αυτό το ημερολόγιο.
Με την ειλικρίνειά της –που δεν την έχουν οι άλλες Λατίνες, μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι στην ιστορία αυτή δεν υπάρχει ψευδαίσθηση που να συγκρούεται με την αλήθεια.
Και στην πεθερά μου, αφιερωμένο, που με την ακατασίγαστη πολυλογία της σε ταχύτητες… ADSL, μου έμαθε τα Ισπανικά που δεν μαθαίνουμε με τις συμβατικές σπουδές!
Ευχαριστώ τον Άγγελο Γιαλελλή για την επιμονή του.
Ο Óscar, ο γιος-εγγονός του Don Beto, του παπά, και της νόθας κόρης του, της εννιάχρονης Soleida, που την είχε κάνει με τη μάγισσα την Balsa, την ινδιάνα, κάποτε μεγάλωσε, και γνώρισε την Chila. Είναι στα 1977, δύο χρόνια πριν τη επανάσταση των Sandinistas στη γειτονική Νικαράγουα. Η Κόστα Ρίκα απολαμβάνει κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατικό καθεστώς. Ίσως να μην έχει φτάσει σε σημείο πολιτικού μινιμαλισμού, όπου το κράτος δικαιούται μόνο να διατηρεί την ειρήνη και να ενισχύει τις συμβάσεις μεταξύ των πολιτών, όμως οι κοινωνικοί δείκτες της χώρας είναι οι υψηλότεροι από κάθε άλλη της Λατινικής Αμερικής.
Η Chila, λοιπόν, είναι μία σκούρα μελαχρινή φακλάνα, δύο μέτρα ύψος κι άλλα δύο πλάτος, φορτωμένη με kitsch χρυσαφιά faux bijoux με πολύχρωμες κοτρόνες -“fantasías” τα λένε στην Κόστα Ρίκα-, μουστακαλού, με μύες νταλικέρη από την Παναμερικανική Εθνική Οδό, και ρούχα που θυμίζουν τσιγγάνα. (Πού πάει και τα βρίσκει αυτά, ο Θεός κι η ψυχή της, αφού στη Λατινική Αμερική δεν υπάρχουν τσιγγάνοι.) [Την κοινωνική τους θέση καλύπτουν οι ινδιάνοι.] Όσο για τη γλώσσα της, ο Θεός να σε φυλάει από το στόμα της! Τη λένε Chila, δηλαδή πιπεριά, για δύο λόγους: πρώτον, γιατί παίρνει φωτιά κι ανάβει και φλέγεται και σε παίρνει και σε σηκώνει στους καβγάδες της «δι' ασήμαντον αφορμήν», και δεύτερον, γιατί παίρνει φωτιά κι ανάβει και φλέγεται και σε παίρνει στους έρωτές της «εις άγραν πελατών». Τι της βρήκε ο Óscar, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. Νέο παλικάρι, μια χαρά ωραίος άντρας, με τα αγγλικά του, με τις σπουδές του στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του San Carlos. Κατάφερε να ξεφύγει απ’ τη μιζέρια που στοιχειώνει την οικογένειά του από τον δέκατο ένατο αιώνα, και τη χώρα του ολόκληρη μετά την ισπανική κατάκτηση. Γεωπόνος με λεφτά. Να οι γυναίκες γύρω του. Μόλις κουνήσει το δαχτυλάκι του, έχει τις καλύτερες Λατινοαμερικάνες. Κι αυτός, ο ηλίθιος, πήγε κι έπεσε με τα μούτρα στη μούφα, τη μπίχλα, τη τσα πρρρ τη Chila. Δεν είμαστε καλά. Και καλά να την αγαπούσε. Αλλά αυτός δεν προλαβαίνει να πηδάει στα μπουρδελομπάρ που γυρνάει. Τέλος πάντων. Τι να πεις. Βέβαια, αυτό το τελευταίο, ίσως και να οφείλεται σ’ αυτήν. Τώρα τελευταία, βέβαια, τό ‘χει παρακάνει πια. Όλο γυρνά τις μεγάλες ώρες με κάτι αλητοφιλαράκια από την Αμερική –«drunken bastards» τους φωνάζει και μπεκροπίνει τις μπύρες με τα καφάσια, και τη Chila, τη «fat, ugly housewife» την κλείνει σπίτι με τα δέκα «screaming μούλικα» πού ‘χει από ‘δώ κι από ‘κεί, να της τραβάνε τις φούστες της τις κλαρωτές και να φαίνεται η κυτταρίτιδα. Ενώ αυτός, κάνει «pretty-body» και άλλες ταρζανιές σε όποια παλιοβρόμα, σ’ όποια «shameless bitch» του κουνηθεί. Γυρνάει τα ξημερώματα στραβοπατώντας σαν παπαγάλος σε μωσαϊκό, που λένε κι οι Κοσταρρικανοί. Και τότε γίνεται «της χοντρής». Κι ο Óscar, όπου φύγει-φύγει πάλι. «Kαλύτερα να λένε “εδώ τό ‘σκασε”, παρά “εδώ ψόφησε”», λέει και το βάζει στα πόδια. «No, thanks», απαντάει σταθερά ο Óscar στην παλιοπαρέα, όταν τον ρωτούν γιατί δε βρίσκει άλλη. «Αν ξαναπαντρευόμουν –και χτυπά ξύλο γελώντας- θά ‘παιρνα μια straight All-American, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, -όπως η γυναίκα του συνεργάτη του του Mister Smith, στο Miami, όπoυ εξάγει την κόκκινη, πολύτιμη, τροπική ξυλεία της Κόστα Ρίκα- γιατί αυτές μάλιστα! Είναι και γκόμενες και νοικοκυρές, και γραμματείς και μανάδες, κι όλα! Μεγαλωμένες με το Vogue και το Cosmopolitan. Τι να την κάνω αυτήν τη νταρντάνα, τη στρίγγλα, που τσιρίζει από το ξημέρωμα ως τα μεσάνυχτα, που φοράει τα παπαγαλιά τα χρώματα μαζί με τα hair rollers και που το πράμα της μυρίζει ιδρώτα λιμενεργάτη…. Η μαϊμού, ακόμα κι αν ντυθεί στα μετάξια, μαϊμού θα παραμείνει.» «Καλά ρε αγόρι μου», του απαντούν συνήθως τ’ αμερικανάκια, «και πώς έγινε και την παντρεύτηκες; Στραβός ήσουνα ρε;» «Άσε, φιλάρα, εσύ δεν ξέρεις από τέτοια. Εδώ είναι Λατινική Αμερική. Δεν είναι η Fifth Avenue. Δεν είναι παίξε-γέλασε τα πράγματα. Εδώ, η γκόμενα, μουνάρα ή κακάσχημη, έχει δύο τρόπους να σε τυλίξει: ή θα βάλει κάποιον να σου χαράξει τη μούρη με κάνα σπασμένο μπουκάλι, να ’ούμ’, ή θα σου κάνει μάγια, αν τη φτύσεις, και θα μπλέξει και την πεθερά της μέσα σ’ όλα με κάνα μούλικο ‘ξώγαμο που σκάρωσε ποιος ξέρει με ποιόν asshole, και μια νύχτα, που θά ‘σαι μεθυσμένος, θα σου τη κάτσει για τα καλά. Είναι να μη σου τύχει, φίλε. Θα σου φύγει η μαγκιά.» «Come on, man! Εσύ, νέος άνθρωπος, μορφωμένος, με τα λεφτά σου, πού ‘ρχεσαι και στο América, κάθεσαι και πιστεύεις αυτά τα bull-shit?» «Ε! άμα σού ‘δινε κι εσένα να φας κέικ με αίμα από την περίοδό της, θα σού ‘λεγα εγώ αν θά ‘κανες τον εξυπνάκια, smart guy. Με τα μάγια δεν τα βγάζεις πέρα, φίλε. Είναι σκατόπραμα. Αυτό όλοι το πιστεύουν. Νέοι-γέροι. Γυναίκες-άντρες. Πλούσιοι και φτωχοί. Αμόρφωτοι, καθηγητάδες, αλήτες, πρεσβευτάδες, άσπροι και μαύροι. Όλοι, σου λέω. Όλοι. Γι’ αυτό και πιάνουν. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Φτάνει νά ‘σαι ντόπιος. Στους gringos δεν πιάνει τίποτα. Είναι, βλέπεις που δεν τα πιστεύουν. Εμάς, όμως, έτσι μας μεγάλωσαν…. Αλλά εσείς είστε gringos, ρε! Αμερικανάκια. Τι ξέρει το γουρούνι από αεροπορία;»
Μα, τότε, τι λέμε ότι ο Óscar ξέφυγε απ’ τη μιζέρια; Ε, ότι μπορεί ο καθένας, κάνει. Ο καημένος. Είναι να τον λυπάσαι, όμως. Δεν μπορεί. Πνίγεται. Δεν αντέχει μ’ αυτά που βλέπει γύρω του. Θέλει να ξεφύγει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Και μόνο ν’ ακούσει κανείς την ιστορία της Chila, θα καταλάβει για τι περιβάλλον καθημερινότητας μιλάμε. Είναι κι αυτή για λύπηση. Για λύπηση αλλά και για ξύλο.
Γεννημένη τη δεκαετία του 1960, παιδί της νεόφερτης τηλεόρασης και του Σχεδίου Marshall για την «Πρόοδο» στη Λατινική Αμερική, κλέφτηκε στα δεκατρία της με τον πατριό της «τον Ούγγρο, το νάνο τον τσιγγάνο, το μαυροτσούκαλο» (ακόμα την καταριέται η γριά η μάνα της), κι έκανε μαζί του ένα ‘ξώγαμο. Απ’ την εγκατάλειψη που βίωσε αμέσως απ’ όλους, κι απ’ τον ίδιο τον πατριό και εραστή της, εγκατέλειψε κι εκείνη το μωράκι.
Είναι στον έκτο μήνα περίπου (μ’ αυτές τις συνθήκες ζωής, συνήθως δεν μπορούν και δεν ενδιαφέρονται να μάθουν την σωστή πορεία της εγκυμοσύνης τους), όταν άρχισε να φοράει κορσέδες για να κρύψει την κοιλιά της. Κι αντί να πάει σε κανέναν γυναικολόγο να της κάνει “Χορειακή Β”, αυτή τρέχει στους sobadores –έτσι λέμε στην Κόστα Ρίκα τους πρακτικούς που θεραπεύουν με μαλάξεις (για πολλούς αλμπάνηδες και γι άλλους σοφοί σαμάνοι των ινδιάνων, ή μάγοι των αφρικανών) και βράζει στην ακατάστατη κουζίνα της διάφορα βοτάνια που της δίνουν για να τα μπλαστρωθεί στην κοιλάρα της.
Το σπίτι αυτού του θεραπευτή, μία ξύλινη ετοιμόρροπη τρώγλη στο τέρμα της συνοικίας, εκεί όπου χύνονται οι υπόνομοι μέσα στο καφετί ρέμα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα πνιγηρής, υγρής, βρωμερής ζέστης. Σύννεφο το κουνούπι κάτω απ’ την τσίγκινη στέγη. Οι τοίχοι, κάποτε βαμμένοι θαλασσί, με βυσσινί παράθυρα, και πόρτα. Σήμερα πια, μια κουρτίνα-παλιό σεντόνι, μουσταρδί από τη βρωμιά, έχει αντικαταστήσει την ξύλινη πόρτα. Το μοναδικό δωμάτιο αυτής της μονόχωρης παράγκας, -«εξεταστήριο» το λέει αυτός με κομπασμό- πλημμυρισμένο από μία ανάμεικτη μυρωδιά βρασμένης μέντας και μούχλας, γεμάτο μαυριδερούς ιστούς αράχνης στον ξύλινο σκελετό του ταβανιού που στηρίζει τον τσίγκο. Στους ξεφλουδισμένους τοίχους, αφίσες με στοιχεία ανατομίας –όπως αυτές που βλέπουμε στα ιατρεία και στα νοσοκομεία-, φωτογραφίες από λαϊκά περιοδικά με ινδούς guru με γενειάδα και τρίτο μάτι, εικόνες του Χριστού “Της Ιερής Καρδιάς”, κι ένα σωρό ετερόκλητα πράγματα. Δίπλα στο ντιβάνι με το υπόλευκο σεντόνι, μία ανθοστήλη χωρίς λουλούδια, την οποία χρησιμοποιεί σαν τραπεζάκι για τα «ιατρικά» του εργαλεία: λάδια από την Κίνα για το μασάζ, ποτηράκια ξεχειλισμένα με νερό και μ’ ένα άσπρο κερί όρθιο και κολλημένο στον πάτο, που τα χρησιμοποιεί σαν καντηλάκια στις παρακλήσεις για την Αγία Marinita (μια βραζιλιάνικη νότα μαγικής επιρροής τής macumba), και σακουλάκια με μαντζούνια για κατάπλασμα.
«Να μη γεννήσεις στο σπίτι σου. Το παιδί έρχεται ανάποδα και δεν γίνεται να το ισιώσω με μαλάξεις. Κι είναι αργά πια για βότανα. Όπου νά ‘ναι γεννάς.»
Στο μαιευτικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου San Juan de Dios, στο San José, η Chila έζησε τις δύο μοναδικές ημέρες πολυτέλειας της ζωής της: κρεβάτι μοσχομυριστό, air-conditioner, τηλεόραση και νοσηλεύτριες που πηγαινοέρχονται με αχνιστά πιάτα και καθαρές πετσέτες, σα νά ‘ταν υπηρέτριές της. Άσε πια τους γιατρούς! Της μιλούν σα να απευθύνονται στη Δούκισσα της Ανδαλουσίας…. Τότε, η Κόστα Ρίκα είχε ακόμη καλό σύστημα υγείας με υπηρεσίες Αμερικανικού τύπου. Σήμερα πια, μετά από τριάντα χρόνια, θυμίζει τις συνθήκες ελληνικού δημόσιου νοσοκομείου. Μόνο φακελάκι που δε ζητούν οι Κοσταρρικανοί γιατροί. Σ’ αυτό παραμένουν ακόμα τίμιοι. Ή δεν το έχουν σκεφτεί. Η σύντομη ευτυχία της όμως, εξανεμίστηκε και μια βαριά αίσθηση άγχους καταπλάκωσε το στήθος της κι έκανε την αναπνοή της βραχεία και γρήγορη, μόλις της ανακοινώθηκε ότι για λόγους ασφαλείας των νεογνών θα έπρεπε να δηλώσει πριν από τον τοκετό τα στοιχεία του πατέρα και το όνομα που είχε επιλέξει για το αγοράκι που θα έφερνε σε λίγο στον κόσμο. Στη Λατινική Αμερική λαμβάνονται τέτοια μέτρα για την προστασία των ανηλίκων από τις απαγωγές, την εγκατάλειψη και την παράνομη υιοθεσία.
«Μα αφού μου λέτε ότι τελικά είμαι επτά μηνών, πώς γίνεται να το γεννήσω από τώρα; Δεν χρειάζεται άλλος ένας μήνας;» Είχε πλήρη άγνοια η Chila. Πάλι καλά που τό ‘χε πάρει είδηση ότι ήταν έγκυος, έστω και μετά από τους πρώτους έξι μήνες. Πολλαπλή αγωνία: Πώς θα ζήσει μόνη της μ’ ένα παιδί, αφού η μάνα της την έχει καταραστεί κι ο πατριός-εραστής της την έχει εγκαταλείψει αφού δεν την θέλει για σύζυγο, αλλά για ερωμένη μαζί με τη μάνα της; Πότε θα γεννήσει τελικά, στους έξι, στους επτά ή στους οκτώ μήνες; Τι όνομα θα δηλώσει για το μωρό; Γιατί της έτυχε τέτοια δυστυχία; Ποιος θα τη βοηθήσει να το ξεφορτωθεί; Ερωτήσεις που ανακυκλώνονται στο μυαλό της, ακολουθώντας τις αλλαγές προγράμματος στην μόνιμα αναμμένη τηλεόραση του δωματίου. Στριφογυρίζουν στο κεφάλι της σαν τα ρούχα στο πλυντήριο που διαφημίζει ένα απορρυπαντικό. «PERSIL!», ανακοίνωσε ανακουφισμένη στη νοσηλεύτρια που είχε ξαναπεράσει να τη ρωτήσει –επίμονη σαν τα κουνούπια της συνοικίας με το σπίτι του θεραπευτή- για το όνομα του μωρού που σε λίγες ώρες θα έφερνε στο φως. Καθόλου παράξενο αυτό το όνομα για τα γλωσσικά δεδομένα της Λατινικής Αμερικής, όπου, παρ’ όλη την καθαρότητα και την ευκολία της λατινογενούς ισπανικής ντοπιολαλιάς, παρ’ όλη τη διγλωσσία των αφρικανικής ή και ινδιάνικης προέλευσης των κατοίκων, ο κόσμος πανικοβάλλεται στο άκουσμα μίας ξένης λέξης κι ενώ μπορεί εύκολα να την προφέρει, πασχίζει να την παραποιήσει, να μεταλλάξει τον ήχο της, να τσαλακώσει το νόημά της και να την φτύσει σαν ένα φλέμα φυματίωσης, σαν ένα κακόηχο σήμα απεγνωσμένης προσπάθειας επικοινωνίας ενός δυσλεκτικού παιδιού.
Το πρόσκαιρο ξαλάφρωμα της ονοματοδοσίας ήρθε να ξανασυννεφιάσει, έμμονα πλέον, η πεισματική της άρνηση να δεχτεί το παιδί. Όμως η τηλεόραση δεν τη βοηθά σ’ αυτό τόσο ετοιμόλογα, όπως έκανε με τ’ όνομα του μωρού.
Μέσ’ τη νυσταλέα ζέστη, στο αποβλακωτικό stress, σε λήθαργο με όνειρα ζωηρά, καταπιεστικά, εφιαλτικά, με τερατογεννέσεις, με μωρά ανάπηρα, με αγγέλους και διαβόλους, κάτω απ’ το βάρος της κοιλιάς της, ερωτήσεις της επιτίθενται, κι εκείνη στριφογυρνά βαριά στα δεξιά, «πώς θα το μεγαλώσει χωρίς λεφτά;», πάνω στα ογκώδη, έτοιμα να σκάσουν απ’ το γάλα, στήθη της, βαριά, στ’ αριστερά, «πότε θα βρεθεί και για ‘κείνη ένας άντρας να τη βοηθήσει;», με σουβλιές πόνου στη μέση απ’ το βάρος της, στα δεξιά πάλι, «τι θα γίνει με την κατακραυγή της γειτονιάς;», με οδύνες τοκετού, αριστερά, «γιατί, Θεέ μου, τέτοια ατυχία;», με μούδιασμα στα πόδια απ’ τα παραπανίσια κιλά, ανάσκελα, «ποιος θα τη βοηθήσει να το ξεφορτωθεί;», πάνω στην κοιλιά την άβολη, ξανά, «γιατί σε μένα όλα, Θέ’ μου;», μπρούμυτα, στα στήθη τα σκληρά και πονεμένα, «πού να το εγκαταλείψει;», ανάσκελα, πάλι, με μούδιασμα στα χέρια τα καταπλακωμένα, «κι αν την πιάσει η αστυνομία;», ανάσκελα, βαριανασαίνει, ιδρώνει, ίλιγγος, φωνές γνώριμες αλλά ακατανόητες, ξεκαθαρίζουν, θυμάται, τη γιαγιά τη Maruja, της έλεγε για να τη φοβίσει και να κοιμηθεί όταν ήταν ακόμη μωρό, την ιστορία με το φάντασμα της Tule Vieja, και τα μυρμήγκια που την κυνηγούν:
«Το ουρλιαχτό των σκύλων, ο άνεμος της νύχτας στη χαραμάδα της παράγκας. Κόμποι από μελανά σύννεφα σταλάζουν απ’ το μαύρο ουρανό: θολό αντίφεγγο του φεγγαριού μετά την πυκνή βροχή. Αόρατα βήματα επικίνδυνων υπάρξεων, αγωνιούν να εισχωρήσουν κι η αγρότισσα ξυπνά τον άντρα της με σιωπηλό άγγιγμα στον αέρα. Μυρμήγκιασμα στα πόδια. Η σκιά της γκαζόλαμπας, κορδόνι μαύρο από μυρμήγκια πάνω στη γη, σκιά των ποδιών τους. Τίναγμα ψευδές στον ύπνο. Το βραδινό βούτυρο –γιατρικό για τις πληγές στα πόδια τα αγροτικά- συσσωρεύει τα μυρμήγκια πυρετωδώς. Θρήνος γυναικείας φωνής το ουρλιαχτό των σκύλων. Επίκληση των πανάγαθων Αγίων. Ανάμεσα απ’ τους στιβαρούς κορμούς της ceiba, λευκό τούλι αχνόφωτο σαν καπνός του δάσους. Ανάμεσα απ’ τα ξερακιανά κλαδιά, ψυχή νεαρής νεκρής που σέρνεται στον κόσμο του ύπνου της νύχτας και φωτίζει ψυχρά τα σκοτεινά ξέφωτα του δάσους. Κάτω απ’ τα νεκρικά σύννεφα, ψυχή νεαρής φιλέρημης με τούλι κουρελιασμένο τρέχει στο σκούρο δάσος του λήθαργου να κρύψει το απρόσμενο βρέφος της. Πάνω στο χώμα το πολύοσμο, ψυχή νεαρής νεκρής που στέρησε απ’ το ανεπιθύμητο μωρό της το γάλα του στήθους της για να το σκοτώσει. Μέσ’ απ’ τις σαθρές σανίδες του τοίχου, τούλι διαμελισμένο κι απόκοσμα φωτεινό στο άδηλο πρόσωπο. Αλαφιασμένη απ’ το μαστίγιο του αφέντη-πατέρα κουβαλά στα χέρια το φέρετρο του παιδιού τής ανωριμότητάς της. Στον ορίζοντα του ευθύ δρόμου, ψυχή νεαρής νεκρής με τούλι αέρινο που πέρασε την πύλη του θανάτου για να βρει το πολυπόθητο πια βρέφος της και να του δώσει το γάλα του θάλπους και της ζωής. Κορδόνι άσπρο απ’ το γάλα της πάνω στη γη, σκιά του σώματός της. Κορδόνι μαύρο τα μυρμήγκια πάνω στα πόδια, νεκροπομποί της νεαρής ψυχής της και του χαμένου της σπλάχνου. Τούλι με φως σκοτεινό δηλώνει την ύπαρξή της.»
Επάνοδος από τον λήθαργο. Αργή. Αγωνιώδης. Βαριά. Με πόνο. Ψυχικό. Και στο σώμα.
Τώρα πια η Chila γνωρίζει όλες τις απαντήσεις. Οι καταραμένες ιστορίες της γιαγιάς της για την Tule Vieja πού ‘χε εγκαταλείψει το ανεπιθύμητο μωρό της και τώρα το ψάχνει μετά θάνατον τα βράδια, της έδειξαν το δρόμο. Τοκετός. Δύσκολος. Απόδραση απ’ το μαιευτήριο με το μωρό σ’ ένα πανί. Δρόμοι άγνωστοι της Πρωτεύουσας. Πανικός. Λεωφορεία άγνωστα, υπεραστικά. Τύψεις. Διαδρομή πολύωρη, εξοντωτική. Προσωρινός οπτιμισμός. Όλα θα πάνε καλά. Και άντρα καλό θα βρει, και λεφτά θα της δώσει, κι η γειτονιά θα τη δεχτεί. Έχει ο Θεός. Να δώσει λίγο γάλα απ’ το στήθος της στο μωράκι; Κρίμα είναι. Ντροπή. Πείσμα. Και που ήταν ο Θεός τόσον καιρό και δεν τον είδε ποτέ; Δρόμοι κακοτράχαλοι. Εξανεμίζεται η θετική σκέψη. Αγνοεί το μωρό, όμως μέσα στην ψυχή της κλαίει. Άφιξη στο σταθμό. Πολυκοσμία. Ντροπή. Η Chila, σταθερή στην απόφασή της, δεν περνά καθόλου απ’ το σπίτι. Ούτε της μάνας, ούτε του πατριού-εραστή. Ούτε της γιαγιάς. Συνεχίζει με τα πόδια τρεμάμενα μέσα απ’ το μονοπάτι της ζούγκλας, με το μωρό σ’ ένα πανί. Βρέχει. Ψιλά, πυκνά κι επίμονα. Το μωρό δεν κλαίει. Έχει εξαντληθεί απ’ την πείνα στη διαδρομή. Το άσπρο, μουσκεμένο πανί διαγράφει το πρόσωπο του μωρού. Τρέμει το πλασματάκι απ’ την υγρασία. Τρέμει κι εκείνη. Όχι εδώ. Είναι νωρίς ακόμη. Ως αυτό το σημείο του δάσους έρχονται συνήθως άνθρωποι. Μπορεί να τη δει κανείς. Πιο μέσα. Θετική σκέψη; Δεν είναι ώρα για τέτοια. Ανάμεσα απ’ τους στιβαρούς κορμούς της ceiba, λευκό τούλι αχνόφωτο σαν καπνός του δάσους. Το φάντασμα της Tule Vieja οδηγεί το κουρασμένο της μυαλό. Να εδώ. Καλά είν’ εδώ. Ερημιά. Δεν αντέχει άλλο. Κορδόνι άσπρο απ’ το γάλα της πάνω στη γη, σκιά του σώματός της. Το πρόσωπο του μωρού, άσπρο, σαν το πανί που το τυλίγει. Άσπρο, σαν το γάλα που δεν τού ‘δωσε. Άκαμπτο. Στόμα μισάνοιχτο. Απ’ την πείνα. Μάτια ανοιχτά, ακίνητα. Έκφραση απαξίωσης για τον κόσμο της Chila που ευτυχώς δεν γνώρισε. Tο ακουμπά απαλά στη γη. Χεράκια σφιγμένα. Παγωμένο. Ξαπλώνει δίπλα του. Χέρια σφιγμένα. Το πρόσωπό της, παίρνει από την υγρή, ζεστή, τροπική γη λίγη μητρική θέρμη, αλλά παραμένει επίμονα σκληρό. Σα να θέλει να μαλώσει το μωρό επειδή ήρθε στον κόσμο απρόσκλητο. Και της διέκοψε την ηδονική ζωή με τον πατριό-εραστή της. Της έκοψε το μέλλον της. Και την ντρόπιασε. Γη γεμάτη μπλεγμένες ρίζες. Σκληρές. Δε σκάβεται. Να εδώ. Καλά είν’ εδώ. Δε χρειάζεται να το θάψει. Κανείς δε θα το δει. Θα το πάρει η Tule Vieja για δικό της. Να λυτρώσει την ψυχή της. Νύχια τσακισμένα απ’ το σκάψιμο. Μαλλιά μπλεγμένα, σαν τις ρίζες της υγρής, ζεστής, τροπικής γης, γεμάτα χώμα και φύλλα ξερά. Δάκρυα στεγνωμένα γκριζάρουν το πρόσωπό της. Ματιά αποσβολωμένη. Εκδικητική. Κορδόνι μαύρο τα μυρμήγκια πάνω στα πόδια, νεκροπομποί της νεαρής ψυχής της και του χαμένου της σπλάχνου. Τούλι με φως σκοτεινό δηλώνει την ύπαρξή της.
Γυρισμός. Όχι στο σπίτι. Στο άγνωστο. Στη ζωή. Την έκλυτη. Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια που έχει φορέσει -παρ’ όλη την εγκυμοσύνη της, για να μην την περάσουν στην πόλη για χωριάτισσα-, της κόβουν τα πόδια στο χωματόδρομο. Τα βγάζει και τα κρατά στο χέρι. Μέσ’ την τρέλα της, δεν εννοεί να τα πετάξει. Θα τα χρειαστεί στα μπαρ. Και δεν έχει λεφτά γι άλλα.
Τελικά, η λογική συνδέεται με τον συλλογικό πολιτισμό, ή σχετίζεται με τις προσωπικές ηθικές αξίες;
Το βράδυ, δίπλα στο εφήμερο κρεβάτι, ο συριγμός του ξεχαρβαλωμένου σύρτη της πόρτας αναγγέλλει την εμφάνιση της γιαγιάς της. Την παρακολουθούσε όλη μέρα. Ο άγνωστος άντρας που κοιμάται με την Chila ξυπνά, μα δεν ανησυχεί ιδιαίτερα με την απρόσμενη, άγνωστη γι’ αυτόν επισκέπτρια. Γυναίκα είναι. Και γριά. Τι μπορεί να του κάνει; Φαίνεται ακίνδυνη. Το γέρικο βλέμμα της Maruja όμως, παραλύει την Chila. Ανατριχιάζει με την ιδέα του μίσους που βράζει στην καρδιά της γιαγιάς της. Εκείνη, σιωπηλή, ξεδιπλώνει με νευρικές κινήσεις τον λευκό, υφασμάτινο μπόγο που κρατά στην αγκαλιά της κι αδειάζει το ζοφερό περιεχόμενό του πάνω στο κρεβάτι του ζευγαριού. Δύο μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών. Μυρμήγκια απ’ το μισάνοιχτο στόμα γέμισαν τα σεντόνια. Σάρκα μελανή. Οσμή αποσύνθεσης κατακλύζει τον μίζερο χώρο με τα σπασμένα μπουκάλια μπύρας και καλύπτει τη μπόχα του ποτού και του σπέρματος που υπερίσχυαν ως τώρα. «Να, πάρε την ψυχή σου!» της ψιθυρίζει η γριά με μια ηρεμία που σε κάνει να ριγείς. «Η κατάρα της Tule Vieja να σε κυνηγά σ’ όλη σου τη ζωή.» Η Chila πνίγεται, αισθάνεται την ανάγκη να ξεράσει το εσώψυχό της, όμως η λεξιπενία της στέκει μπροστά της σαν αλεξίσφαιρο τζάμι. «Κι εσύ γιατί δε με προστάτεψες απ’ τον πατριό μου κι απ’ όλα, τότε που ήταν καιρός ακόμα; Αφού ήξερες, γιατί δε μιλούσες;….»
Αυτό είναι το πεπρωμένο της Λατινικής Αμερικής. Να ξέρει και να μη μιλά. Να μεμψιμοιρεί. Υπομονή. Απάθεια….
ΗΛΙΑΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ
Καθηγητής Ισπανικής & Πορτογαλικής Γλώσσας & Πολιτισμού
Εκδ. Ροές, 2007
Αυτό το κείμενο δεν γράφτηκε για να γίνει βιβλίο.
Το έγραψα για να το χαρίσω στη Δανάη-Eréndira, όταν μεγαλώσει,
για να καταλάβει καλύτερα κάποια πράγματα.
Αφιερωμένο στη Maricela, που έχει τ’ όνομα της Μητέρας μου.
Μαζί της το έζησα αυτό το ημερολόγιο.
Με την ειλικρίνειά της –που δεν την έχουν οι άλλες Λατίνες, μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι στην ιστορία αυτή δεν υπάρχει ψευδαίσθηση που να συγκρούεται με την αλήθεια.
Και στην πεθερά μου, αφιερωμένο, που με την ακατασίγαστη πολυλογία της σε ταχύτητες… ADSL, μου έμαθε τα Ισπανικά που δεν μαθαίνουμε με τις συμβατικές σπουδές!
Ευχαριστώ τον Άγγελο Γιαλελλή για την επιμονή του.
Ο Óscar, ο γιος-εγγονός του Don Beto, του παπά, και της νόθας κόρης του, της εννιάχρονης Soleida, που την είχε κάνει με τη μάγισσα την Balsa, την ινδιάνα, κάποτε μεγάλωσε, και γνώρισε την Chila. Είναι στα 1977, δύο χρόνια πριν τη επανάσταση των Sandinistas στη γειτονική Νικαράγουα. Η Κόστα Ρίκα απολαμβάνει κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατικό καθεστώς. Ίσως να μην έχει φτάσει σε σημείο πολιτικού μινιμαλισμού, όπου το κράτος δικαιούται μόνο να διατηρεί την ειρήνη και να ενισχύει τις συμβάσεις μεταξύ των πολιτών, όμως οι κοινωνικοί δείκτες της χώρας είναι οι υψηλότεροι από κάθε άλλη της Λατινικής Αμερικής.
Η Chila, λοιπόν, είναι μία σκούρα μελαχρινή φακλάνα, δύο μέτρα ύψος κι άλλα δύο πλάτος, φορτωμένη με kitsch χρυσαφιά faux bijoux με πολύχρωμες κοτρόνες -“fantasías” τα λένε στην Κόστα Ρίκα-, μουστακαλού, με μύες νταλικέρη από την Παναμερικανική Εθνική Οδό, και ρούχα που θυμίζουν τσιγγάνα. (Πού πάει και τα βρίσκει αυτά, ο Θεός κι η ψυχή της, αφού στη Λατινική Αμερική δεν υπάρχουν τσιγγάνοι.) [Την κοινωνική τους θέση καλύπτουν οι ινδιάνοι.] Όσο για τη γλώσσα της, ο Θεός να σε φυλάει από το στόμα της! Τη λένε Chila, δηλαδή πιπεριά, για δύο λόγους: πρώτον, γιατί παίρνει φωτιά κι ανάβει και φλέγεται και σε παίρνει και σε σηκώνει στους καβγάδες της «δι' ασήμαντον αφορμήν», και δεύτερον, γιατί παίρνει φωτιά κι ανάβει και φλέγεται και σε παίρνει στους έρωτές της «εις άγραν πελατών». Τι της βρήκε ο Óscar, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. Νέο παλικάρι, μια χαρά ωραίος άντρας, με τα αγγλικά του, με τις σπουδές του στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του San Carlos. Κατάφερε να ξεφύγει απ’ τη μιζέρια που στοιχειώνει την οικογένειά του από τον δέκατο ένατο αιώνα, και τη χώρα του ολόκληρη μετά την ισπανική κατάκτηση. Γεωπόνος με λεφτά. Να οι γυναίκες γύρω του. Μόλις κουνήσει το δαχτυλάκι του, έχει τις καλύτερες Λατινοαμερικάνες. Κι αυτός, ο ηλίθιος, πήγε κι έπεσε με τα μούτρα στη μούφα, τη μπίχλα, τη τσα πρρρ τη Chila. Δεν είμαστε καλά. Και καλά να την αγαπούσε. Αλλά αυτός δεν προλαβαίνει να πηδάει στα μπουρδελομπάρ που γυρνάει. Τέλος πάντων. Τι να πεις. Βέβαια, αυτό το τελευταίο, ίσως και να οφείλεται σ’ αυτήν. Τώρα τελευταία, βέβαια, τό ‘χει παρακάνει πια. Όλο γυρνά τις μεγάλες ώρες με κάτι αλητοφιλαράκια από την Αμερική –«drunken bastards» τους φωνάζει και μπεκροπίνει τις μπύρες με τα καφάσια, και τη Chila, τη «fat, ugly housewife» την κλείνει σπίτι με τα δέκα «screaming μούλικα» πού ‘χει από ‘δώ κι από ‘κεί, να της τραβάνε τις φούστες της τις κλαρωτές και να φαίνεται η κυτταρίτιδα. Ενώ αυτός, κάνει «pretty-body» και άλλες ταρζανιές σε όποια παλιοβρόμα, σ’ όποια «shameless bitch» του κουνηθεί. Γυρνάει τα ξημερώματα στραβοπατώντας σαν παπαγάλος σε μωσαϊκό, που λένε κι οι Κοσταρρικανοί. Και τότε γίνεται «της χοντρής». Κι ο Óscar, όπου φύγει-φύγει πάλι. «Kαλύτερα να λένε “εδώ τό ‘σκασε”, παρά “εδώ ψόφησε”», λέει και το βάζει στα πόδια. «No, thanks», απαντάει σταθερά ο Óscar στην παλιοπαρέα, όταν τον ρωτούν γιατί δε βρίσκει άλλη. «Αν ξαναπαντρευόμουν –και χτυπά ξύλο γελώντας- θά ‘παιρνα μια straight All-American, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, -όπως η γυναίκα του συνεργάτη του του Mister Smith, στο Miami, όπoυ εξάγει την κόκκινη, πολύτιμη, τροπική ξυλεία της Κόστα Ρίκα- γιατί αυτές μάλιστα! Είναι και γκόμενες και νοικοκυρές, και γραμματείς και μανάδες, κι όλα! Μεγαλωμένες με το Vogue και το Cosmopolitan. Τι να την κάνω αυτήν τη νταρντάνα, τη στρίγγλα, που τσιρίζει από το ξημέρωμα ως τα μεσάνυχτα, που φοράει τα παπαγαλιά τα χρώματα μαζί με τα hair rollers και που το πράμα της μυρίζει ιδρώτα λιμενεργάτη…. Η μαϊμού, ακόμα κι αν ντυθεί στα μετάξια, μαϊμού θα παραμείνει.» «Καλά ρε αγόρι μου», του απαντούν συνήθως τ’ αμερικανάκια, «και πώς έγινε και την παντρεύτηκες; Στραβός ήσουνα ρε;» «Άσε, φιλάρα, εσύ δεν ξέρεις από τέτοια. Εδώ είναι Λατινική Αμερική. Δεν είναι η Fifth Avenue. Δεν είναι παίξε-γέλασε τα πράγματα. Εδώ, η γκόμενα, μουνάρα ή κακάσχημη, έχει δύο τρόπους να σε τυλίξει: ή θα βάλει κάποιον να σου χαράξει τη μούρη με κάνα σπασμένο μπουκάλι, να ’ούμ’, ή θα σου κάνει μάγια, αν τη φτύσεις, και θα μπλέξει και την πεθερά της μέσα σ’ όλα με κάνα μούλικο ‘ξώγαμο που σκάρωσε ποιος ξέρει με ποιόν asshole, και μια νύχτα, που θά ‘σαι μεθυσμένος, θα σου τη κάτσει για τα καλά. Είναι να μη σου τύχει, φίλε. Θα σου φύγει η μαγκιά.» «Come on, man! Εσύ, νέος άνθρωπος, μορφωμένος, με τα λεφτά σου, πού ‘ρχεσαι και στο América, κάθεσαι και πιστεύεις αυτά τα bull-shit?» «Ε! άμα σού ‘δινε κι εσένα να φας κέικ με αίμα από την περίοδό της, θα σού ‘λεγα εγώ αν θά ‘κανες τον εξυπνάκια, smart guy. Με τα μάγια δεν τα βγάζεις πέρα, φίλε. Είναι σκατόπραμα. Αυτό όλοι το πιστεύουν. Νέοι-γέροι. Γυναίκες-άντρες. Πλούσιοι και φτωχοί. Αμόρφωτοι, καθηγητάδες, αλήτες, πρεσβευτάδες, άσπροι και μαύροι. Όλοι, σου λέω. Όλοι. Γι’ αυτό και πιάνουν. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Φτάνει νά ‘σαι ντόπιος. Στους gringos δεν πιάνει τίποτα. Είναι, βλέπεις που δεν τα πιστεύουν. Εμάς, όμως, έτσι μας μεγάλωσαν…. Αλλά εσείς είστε gringos, ρε! Αμερικανάκια. Τι ξέρει το γουρούνι από αεροπορία;»
Μα, τότε, τι λέμε ότι ο Óscar ξέφυγε απ’ τη μιζέρια; Ε, ότι μπορεί ο καθένας, κάνει. Ο καημένος. Είναι να τον λυπάσαι, όμως. Δεν μπορεί. Πνίγεται. Δεν αντέχει μ’ αυτά που βλέπει γύρω του. Θέλει να ξεφύγει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Και μόνο ν’ ακούσει κανείς την ιστορία της Chila, θα καταλάβει για τι περιβάλλον καθημερινότητας μιλάμε. Είναι κι αυτή για λύπηση. Για λύπηση αλλά και για ξύλο.
Γεννημένη τη δεκαετία του 1960, παιδί της νεόφερτης τηλεόρασης και του Σχεδίου Marshall για την «Πρόοδο» στη Λατινική Αμερική, κλέφτηκε στα δεκατρία της με τον πατριό της «τον Ούγγρο, το νάνο τον τσιγγάνο, το μαυροτσούκαλο» (ακόμα την καταριέται η γριά η μάνα της), κι έκανε μαζί του ένα ‘ξώγαμο. Απ’ την εγκατάλειψη που βίωσε αμέσως απ’ όλους, κι απ’ τον ίδιο τον πατριό και εραστή της, εγκατέλειψε κι εκείνη το μωράκι.
Είναι στον έκτο μήνα περίπου (μ’ αυτές τις συνθήκες ζωής, συνήθως δεν μπορούν και δεν ενδιαφέρονται να μάθουν την σωστή πορεία της εγκυμοσύνης τους), όταν άρχισε να φοράει κορσέδες για να κρύψει την κοιλιά της. Κι αντί να πάει σε κανέναν γυναικολόγο να της κάνει “Χορειακή Β”, αυτή τρέχει στους sobadores –έτσι λέμε στην Κόστα Ρίκα τους πρακτικούς που θεραπεύουν με μαλάξεις (για πολλούς αλμπάνηδες και γι άλλους σοφοί σαμάνοι των ινδιάνων, ή μάγοι των αφρικανών) και βράζει στην ακατάστατη κουζίνα της διάφορα βοτάνια που της δίνουν για να τα μπλαστρωθεί στην κοιλάρα της.
Το σπίτι αυτού του θεραπευτή, μία ξύλινη ετοιμόρροπη τρώγλη στο τέρμα της συνοικίας, εκεί όπου χύνονται οι υπόνομοι μέσα στο καφετί ρέμα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα πνιγηρής, υγρής, βρωμερής ζέστης. Σύννεφο το κουνούπι κάτω απ’ την τσίγκινη στέγη. Οι τοίχοι, κάποτε βαμμένοι θαλασσί, με βυσσινί παράθυρα, και πόρτα. Σήμερα πια, μια κουρτίνα-παλιό σεντόνι, μουσταρδί από τη βρωμιά, έχει αντικαταστήσει την ξύλινη πόρτα. Το μοναδικό δωμάτιο αυτής της μονόχωρης παράγκας, -«εξεταστήριο» το λέει αυτός με κομπασμό- πλημμυρισμένο από μία ανάμεικτη μυρωδιά βρασμένης μέντας και μούχλας, γεμάτο μαυριδερούς ιστούς αράχνης στον ξύλινο σκελετό του ταβανιού που στηρίζει τον τσίγκο. Στους ξεφλουδισμένους τοίχους, αφίσες με στοιχεία ανατομίας –όπως αυτές που βλέπουμε στα ιατρεία και στα νοσοκομεία-, φωτογραφίες από λαϊκά περιοδικά με ινδούς guru με γενειάδα και τρίτο μάτι, εικόνες του Χριστού “Της Ιερής Καρδιάς”, κι ένα σωρό ετερόκλητα πράγματα. Δίπλα στο ντιβάνι με το υπόλευκο σεντόνι, μία ανθοστήλη χωρίς λουλούδια, την οποία χρησιμοποιεί σαν τραπεζάκι για τα «ιατρικά» του εργαλεία: λάδια από την Κίνα για το μασάζ, ποτηράκια ξεχειλισμένα με νερό και μ’ ένα άσπρο κερί όρθιο και κολλημένο στον πάτο, που τα χρησιμοποιεί σαν καντηλάκια στις παρακλήσεις για την Αγία Marinita (μια βραζιλιάνικη νότα μαγικής επιρροής τής macumba), και σακουλάκια με μαντζούνια για κατάπλασμα.
«Να μη γεννήσεις στο σπίτι σου. Το παιδί έρχεται ανάποδα και δεν γίνεται να το ισιώσω με μαλάξεις. Κι είναι αργά πια για βότανα. Όπου νά ‘ναι γεννάς.»
Στο μαιευτικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου San Juan de Dios, στο San José, η Chila έζησε τις δύο μοναδικές ημέρες πολυτέλειας της ζωής της: κρεβάτι μοσχομυριστό, air-conditioner, τηλεόραση και νοσηλεύτριες που πηγαινοέρχονται με αχνιστά πιάτα και καθαρές πετσέτες, σα νά ‘ταν υπηρέτριές της. Άσε πια τους γιατρούς! Της μιλούν σα να απευθύνονται στη Δούκισσα της Ανδαλουσίας…. Τότε, η Κόστα Ρίκα είχε ακόμη καλό σύστημα υγείας με υπηρεσίες Αμερικανικού τύπου. Σήμερα πια, μετά από τριάντα χρόνια, θυμίζει τις συνθήκες ελληνικού δημόσιου νοσοκομείου. Μόνο φακελάκι που δε ζητούν οι Κοσταρρικανοί γιατροί. Σ’ αυτό παραμένουν ακόμα τίμιοι. Ή δεν το έχουν σκεφτεί. Η σύντομη ευτυχία της όμως, εξανεμίστηκε και μια βαριά αίσθηση άγχους καταπλάκωσε το στήθος της κι έκανε την αναπνοή της βραχεία και γρήγορη, μόλις της ανακοινώθηκε ότι για λόγους ασφαλείας των νεογνών θα έπρεπε να δηλώσει πριν από τον τοκετό τα στοιχεία του πατέρα και το όνομα που είχε επιλέξει για το αγοράκι που θα έφερνε σε λίγο στον κόσμο. Στη Λατινική Αμερική λαμβάνονται τέτοια μέτρα για την προστασία των ανηλίκων από τις απαγωγές, την εγκατάλειψη και την παράνομη υιοθεσία.
«Μα αφού μου λέτε ότι τελικά είμαι επτά μηνών, πώς γίνεται να το γεννήσω από τώρα; Δεν χρειάζεται άλλος ένας μήνας;» Είχε πλήρη άγνοια η Chila. Πάλι καλά που τό ‘χε πάρει είδηση ότι ήταν έγκυος, έστω και μετά από τους πρώτους έξι μήνες. Πολλαπλή αγωνία: Πώς θα ζήσει μόνη της μ’ ένα παιδί, αφού η μάνα της την έχει καταραστεί κι ο πατριός-εραστής της την έχει εγκαταλείψει αφού δεν την θέλει για σύζυγο, αλλά για ερωμένη μαζί με τη μάνα της; Πότε θα γεννήσει τελικά, στους έξι, στους επτά ή στους οκτώ μήνες; Τι όνομα θα δηλώσει για το μωρό; Γιατί της έτυχε τέτοια δυστυχία; Ποιος θα τη βοηθήσει να το ξεφορτωθεί; Ερωτήσεις που ανακυκλώνονται στο μυαλό της, ακολουθώντας τις αλλαγές προγράμματος στην μόνιμα αναμμένη τηλεόραση του δωματίου. Στριφογυρίζουν στο κεφάλι της σαν τα ρούχα στο πλυντήριο που διαφημίζει ένα απορρυπαντικό. «PERSIL!», ανακοίνωσε ανακουφισμένη στη νοσηλεύτρια που είχε ξαναπεράσει να τη ρωτήσει –επίμονη σαν τα κουνούπια της συνοικίας με το σπίτι του θεραπευτή- για το όνομα του μωρού που σε λίγες ώρες θα έφερνε στο φως. Καθόλου παράξενο αυτό το όνομα για τα γλωσσικά δεδομένα της Λατινικής Αμερικής, όπου, παρ’ όλη την καθαρότητα και την ευκολία της λατινογενούς ισπανικής ντοπιολαλιάς, παρ’ όλη τη διγλωσσία των αφρικανικής ή και ινδιάνικης προέλευσης των κατοίκων, ο κόσμος πανικοβάλλεται στο άκουσμα μίας ξένης λέξης κι ενώ μπορεί εύκολα να την προφέρει, πασχίζει να την παραποιήσει, να μεταλλάξει τον ήχο της, να τσαλακώσει το νόημά της και να την φτύσει σαν ένα φλέμα φυματίωσης, σαν ένα κακόηχο σήμα απεγνωσμένης προσπάθειας επικοινωνίας ενός δυσλεκτικού παιδιού.
Το πρόσκαιρο ξαλάφρωμα της ονοματοδοσίας ήρθε να ξανασυννεφιάσει, έμμονα πλέον, η πεισματική της άρνηση να δεχτεί το παιδί. Όμως η τηλεόραση δεν τη βοηθά σ’ αυτό τόσο ετοιμόλογα, όπως έκανε με τ’ όνομα του μωρού.
Μέσ’ τη νυσταλέα ζέστη, στο αποβλακωτικό stress, σε λήθαργο με όνειρα ζωηρά, καταπιεστικά, εφιαλτικά, με τερατογεννέσεις, με μωρά ανάπηρα, με αγγέλους και διαβόλους, κάτω απ’ το βάρος της κοιλιάς της, ερωτήσεις της επιτίθενται, κι εκείνη στριφογυρνά βαριά στα δεξιά, «πώς θα το μεγαλώσει χωρίς λεφτά;», πάνω στα ογκώδη, έτοιμα να σκάσουν απ’ το γάλα, στήθη της, βαριά, στ’ αριστερά, «πότε θα βρεθεί και για ‘κείνη ένας άντρας να τη βοηθήσει;», με σουβλιές πόνου στη μέση απ’ το βάρος της, στα δεξιά πάλι, «τι θα γίνει με την κατακραυγή της γειτονιάς;», με οδύνες τοκετού, αριστερά, «γιατί, Θεέ μου, τέτοια ατυχία;», με μούδιασμα στα πόδια απ’ τα παραπανίσια κιλά, ανάσκελα, «ποιος θα τη βοηθήσει να το ξεφορτωθεί;», πάνω στην κοιλιά την άβολη, ξανά, «γιατί σε μένα όλα, Θέ’ μου;», μπρούμυτα, στα στήθη τα σκληρά και πονεμένα, «πού να το εγκαταλείψει;», ανάσκελα, πάλι, με μούδιασμα στα χέρια τα καταπλακωμένα, «κι αν την πιάσει η αστυνομία;», ανάσκελα, βαριανασαίνει, ιδρώνει, ίλιγγος, φωνές γνώριμες αλλά ακατανόητες, ξεκαθαρίζουν, θυμάται, τη γιαγιά τη Maruja, της έλεγε για να τη φοβίσει και να κοιμηθεί όταν ήταν ακόμη μωρό, την ιστορία με το φάντασμα της Tule Vieja, και τα μυρμήγκια που την κυνηγούν:
«Το ουρλιαχτό των σκύλων, ο άνεμος της νύχτας στη χαραμάδα της παράγκας. Κόμποι από μελανά σύννεφα σταλάζουν απ’ το μαύρο ουρανό: θολό αντίφεγγο του φεγγαριού μετά την πυκνή βροχή. Αόρατα βήματα επικίνδυνων υπάρξεων, αγωνιούν να εισχωρήσουν κι η αγρότισσα ξυπνά τον άντρα της με σιωπηλό άγγιγμα στον αέρα. Μυρμήγκιασμα στα πόδια. Η σκιά της γκαζόλαμπας, κορδόνι μαύρο από μυρμήγκια πάνω στη γη, σκιά των ποδιών τους. Τίναγμα ψευδές στον ύπνο. Το βραδινό βούτυρο –γιατρικό για τις πληγές στα πόδια τα αγροτικά- συσσωρεύει τα μυρμήγκια πυρετωδώς. Θρήνος γυναικείας φωνής το ουρλιαχτό των σκύλων. Επίκληση των πανάγαθων Αγίων. Ανάμεσα απ’ τους στιβαρούς κορμούς της ceiba, λευκό τούλι αχνόφωτο σαν καπνός του δάσους. Ανάμεσα απ’ τα ξερακιανά κλαδιά, ψυχή νεαρής νεκρής που σέρνεται στον κόσμο του ύπνου της νύχτας και φωτίζει ψυχρά τα σκοτεινά ξέφωτα του δάσους. Κάτω απ’ τα νεκρικά σύννεφα, ψυχή νεαρής φιλέρημης με τούλι κουρελιασμένο τρέχει στο σκούρο δάσος του λήθαργου να κρύψει το απρόσμενο βρέφος της. Πάνω στο χώμα το πολύοσμο, ψυχή νεαρής νεκρής που στέρησε απ’ το ανεπιθύμητο μωρό της το γάλα του στήθους της για να το σκοτώσει. Μέσ’ απ’ τις σαθρές σανίδες του τοίχου, τούλι διαμελισμένο κι απόκοσμα φωτεινό στο άδηλο πρόσωπο. Αλαφιασμένη απ’ το μαστίγιο του αφέντη-πατέρα κουβαλά στα χέρια το φέρετρο του παιδιού τής ανωριμότητάς της. Στον ορίζοντα του ευθύ δρόμου, ψυχή νεαρής νεκρής με τούλι αέρινο που πέρασε την πύλη του θανάτου για να βρει το πολυπόθητο πια βρέφος της και να του δώσει το γάλα του θάλπους και της ζωής. Κορδόνι άσπρο απ’ το γάλα της πάνω στη γη, σκιά του σώματός της. Κορδόνι μαύρο τα μυρμήγκια πάνω στα πόδια, νεκροπομποί της νεαρής ψυχής της και του χαμένου της σπλάχνου. Τούλι με φως σκοτεινό δηλώνει την ύπαρξή της.»
Επάνοδος από τον λήθαργο. Αργή. Αγωνιώδης. Βαριά. Με πόνο. Ψυχικό. Και στο σώμα.
Τώρα πια η Chila γνωρίζει όλες τις απαντήσεις. Οι καταραμένες ιστορίες της γιαγιάς της για την Tule Vieja πού ‘χε εγκαταλείψει το ανεπιθύμητο μωρό της και τώρα το ψάχνει μετά θάνατον τα βράδια, της έδειξαν το δρόμο. Τοκετός. Δύσκολος. Απόδραση απ’ το μαιευτήριο με το μωρό σ’ ένα πανί. Δρόμοι άγνωστοι της Πρωτεύουσας. Πανικός. Λεωφορεία άγνωστα, υπεραστικά. Τύψεις. Διαδρομή πολύωρη, εξοντωτική. Προσωρινός οπτιμισμός. Όλα θα πάνε καλά. Και άντρα καλό θα βρει, και λεφτά θα της δώσει, κι η γειτονιά θα τη δεχτεί. Έχει ο Θεός. Να δώσει λίγο γάλα απ’ το στήθος της στο μωράκι; Κρίμα είναι. Ντροπή. Πείσμα. Και που ήταν ο Θεός τόσον καιρό και δεν τον είδε ποτέ; Δρόμοι κακοτράχαλοι. Εξανεμίζεται η θετική σκέψη. Αγνοεί το μωρό, όμως μέσα στην ψυχή της κλαίει. Άφιξη στο σταθμό. Πολυκοσμία. Ντροπή. Η Chila, σταθερή στην απόφασή της, δεν περνά καθόλου απ’ το σπίτι. Ούτε της μάνας, ούτε του πατριού-εραστή. Ούτε της γιαγιάς. Συνεχίζει με τα πόδια τρεμάμενα μέσα απ’ το μονοπάτι της ζούγκλας, με το μωρό σ’ ένα πανί. Βρέχει. Ψιλά, πυκνά κι επίμονα. Το μωρό δεν κλαίει. Έχει εξαντληθεί απ’ την πείνα στη διαδρομή. Το άσπρο, μουσκεμένο πανί διαγράφει το πρόσωπο του μωρού. Τρέμει το πλασματάκι απ’ την υγρασία. Τρέμει κι εκείνη. Όχι εδώ. Είναι νωρίς ακόμη. Ως αυτό το σημείο του δάσους έρχονται συνήθως άνθρωποι. Μπορεί να τη δει κανείς. Πιο μέσα. Θετική σκέψη; Δεν είναι ώρα για τέτοια. Ανάμεσα απ’ τους στιβαρούς κορμούς της ceiba, λευκό τούλι αχνόφωτο σαν καπνός του δάσους. Το φάντασμα της Tule Vieja οδηγεί το κουρασμένο της μυαλό. Να εδώ. Καλά είν’ εδώ. Ερημιά. Δεν αντέχει άλλο. Κορδόνι άσπρο απ’ το γάλα της πάνω στη γη, σκιά του σώματός της. Το πρόσωπο του μωρού, άσπρο, σαν το πανί που το τυλίγει. Άσπρο, σαν το γάλα που δεν τού ‘δωσε. Άκαμπτο. Στόμα μισάνοιχτο. Απ’ την πείνα. Μάτια ανοιχτά, ακίνητα. Έκφραση απαξίωσης για τον κόσμο της Chila που ευτυχώς δεν γνώρισε. Tο ακουμπά απαλά στη γη. Χεράκια σφιγμένα. Παγωμένο. Ξαπλώνει δίπλα του. Χέρια σφιγμένα. Το πρόσωπό της, παίρνει από την υγρή, ζεστή, τροπική γη λίγη μητρική θέρμη, αλλά παραμένει επίμονα σκληρό. Σα να θέλει να μαλώσει το μωρό επειδή ήρθε στον κόσμο απρόσκλητο. Και της διέκοψε την ηδονική ζωή με τον πατριό-εραστή της. Της έκοψε το μέλλον της. Και την ντρόπιασε. Γη γεμάτη μπλεγμένες ρίζες. Σκληρές. Δε σκάβεται. Να εδώ. Καλά είν’ εδώ. Δε χρειάζεται να το θάψει. Κανείς δε θα το δει. Θα το πάρει η Tule Vieja για δικό της. Να λυτρώσει την ψυχή της. Νύχια τσακισμένα απ’ το σκάψιμο. Μαλλιά μπλεγμένα, σαν τις ρίζες της υγρής, ζεστής, τροπικής γης, γεμάτα χώμα και φύλλα ξερά. Δάκρυα στεγνωμένα γκριζάρουν το πρόσωπό της. Ματιά αποσβολωμένη. Εκδικητική. Κορδόνι μαύρο τα μυρμήγκια πάνω στα πόδια, νεκροπομποί της νεαρής ψυχής της και του χαμένου της σπλάχνου. Τούλι με φως σκοτεινό δηλώνει την ύπαρξή της.
Γυρισμός. Όχι στο σπίτι. Στο άγνωστο. Στη ζωή. Την έκλυτη. Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια που έχει φορέσει -παρ’ όλη την εγκυμοσύνη της, για να μην την περάσουν στην πόλη για χωριάτισσα-, της κόβουν τα πόδια στο χωματόδρομο. Τα βγάζει και τα κρατά στο χέρι. Μέσ’ την τρέλα της, δεν εννοεί να τα πετάξει. Θα τα χρειαστεί στα μπαρ. Και δεν έχει λεφτά γι άλλα.
Τελικά, η λογική συνδέεται με τον συλλογικό πολιτισμό, ή σχετίζεται με τις προσωπικές ηθικές αξίες;
Το βράδυ, δίπλα στο εφήμερο κρεβάτι, ο συριγμός του ξεχαρβαλωμένου σύρτη της πόρτας αναγγέλλει την εμφάνιση της γιαγιάς της. Την παρακολουθούσε όλη μέρα. Ο άγνωστος άντρας που κοιμάται με την Chila ξυπνά, μα δεν ανησυχεί ιδιαίτερα με την απρόσμενη, άγνωστη γι’ αυτόν επισκέπτρια. Γυναίκα είναι. Και γριά. Τι μπορεί να του κάνει; Φαίνεται ακίνδυνη. Το γέρικο βλέμμα της Maruja όμως, παραλύει την Chila. Ανατριχιάζει με την ιδέα του μίσους που βράζει στην καρδιά της γιαγιάς της. Εκείνη, σιωπηλή, ξεδιπλώνει με νευρικές κινήσεις τον λευκό, υφασμάτινο μπόγο που κρατά στην αγκαλιά της κι αδειάζει το ζοφερό περιεχόμενό του πάνω στο κρεβάτι του ζευγαριού. Δύο μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών. Μυρμήγκια απ’ το μισάνοιχτο στόμα γέμισαν τα σεντόνια. Σάρκα μελανή. Οσμή αποσύνθεσης κατακλύζει τον μίζερο χώρο με τα σπασμένα μπουκάλια μπύρας και καλύπτει τη μπόχα του ποτού και του σπέρματος που υπερίσχυαν ως τώρα. «Να, πάρε την ψυχή σου!» της ψιθυρίζει η γριά με μια ηρεμία που σε κάνει να ριγείς. «Η κατάρα της Tule Vieja να σε κυνηγά σ’ όλη σου τη ζωή.» Η Chila πνίγεται, αισθάνεται την ανάγκη να ξεράσει το εσώψυχό της, όμως η λεξιπενία της στέκει μπροστά της σαν αλεξίσφαιρο τζάμι. «Κι εσύ γιατί δε με προστάτεψες απ’ τον πατριό μου κι απ’ όλα, τότε που ήταν καιρός ακόμα; Αφού ήξερες, γιατί δε μιλούσες;….»
Αυτό είναι το πεπρωμένο της Λατινικής Αμερικής. Να ξέρει και να μη μιλά. Να μεμψιμοιρεί. Υπομονή. Απάθεια….