Ημερολόγια ταξιδιών σε φύλλα μπανανιάς
ΗΛΙΑΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ
Καθηγητής Ισπανικής & Πορτογαλικής Γλώσσας & Πολιτισμού
Εκδ. Ροές, 2007
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Τέλη καλοκαιριού του 2006, κάθομαι στη μέση του «λατινοαμερικάνικου» δωματίου (έτσι το λέμε από τότε που γυρίσαμε από την Κόστα Ρίκα στην Αθήνα, επειδή είναι γεμάτο με αντικείμενα-αναμνήσεις, μόνο που έπειτα γέμισε και με άλλες αναμνήσεις σε στερεή μορφή, από τα υπόλοιπα ταξίδια μου στη γη), και σαστισμένος από τα δεκάδες ανοιγμένα πακέτα-δικές της αναμνήσεις που έφερε από το πρόσφατο ταξίδι της στη Santa Clara με τη μικρή, (άρωμα λαϊκού καφέ Triángulo de Oro, μούχλα στα ρούχα, μυρωδιά μπανανόφυλλου από τα τοπικά τετράδια, σκόνη από την Παναμερικανική Εθνική Οδό, αρωματικό ρούμι Cacique, μαρμελάδα από guanábana, μυρωδικά χιλιάδες από μία χώρα, μία ολόκληρη ήπειρο -μία ιστορία, το καθένα, από πρόσωπα που έχουν να πουν πράγματα), και προσπαθώ να ταξινομήσω στο μυαλό μου όλα εκείνα τα γεγονότα του 1988, που μ’ έσπρωξαν στην ενηλικίωση, απομυθοποιώντας τα παιδικά και εφηβικά μου όνειρα για την τροπική ήπειρο. Με κούρασαν πια τα αντικείμενα. Έχω σκίσει όλες τις φωτογραφίες του παρελθόντος. Μου αρκούν οι αναμνήσεις. Εκείνη στεναχωριέται. Δεν το καταλαβαίνει. Όμως ο άνθρωπος ταλαιπωρείται από τις αναμνήσεις του, αν παραφράσουμε τον Freud.
Στο τηλέφωνο, ο Άγγελος διακόπτει τον πανικό που μου προκαλεί ο ενθουσιασμός της αναβίωσης των περασμένων γεγονότων, και ξεπερνώντας στα γρήγορα τα καλωσορίσματα, επιμένει γι’ άλλη μια φορά να κάτσω να γράψω. «Γιατί ο κόσμος άλλα νομίζει για τη Λατινική Αμερική. Δεν είναι μόνο μπαράκι, ποτάκι, μουσικούλα, πούρα Romeo y Julieta και Λατίνες με καμπύλες, ή ακόμη και πυραμίδες με εξωγήινους. Άσχετα. Όλα. Έτσι όπως μου τα λες, αυτά τα δύο χρόνια που γνωριζόμαστε, θα είναι μία διαδρομή διαχρονική στον μαγικό ρεαλισμό. Στο baroque και στο minimal. Στον θάνατο και στ’ όνειρο. Άντε, λοιπόν, στρώσου και γράφε!»
Η Eréndira, σε υπερένταση από το jet lag, με πυροβολεί με απανωτές ριπές κατά βούλησιν από τις εμπειρίες της (τις εμπειρίες ενός ενήλικου μ’ ένα εξάχρονο κορμί –έτσι είναι η Λατινική Αμερική όταν δεν είσαι τουρίστας, αλλά την κουβαλάς στο D.N.A. σου), ενώ τα βαριά κοσταρρικάνικά της –που θυμίζουν τη María Mayela Padilla, την τραγουδίστρια απ’ το San Carlos που αφηγείται μελωδικά τη συγκομιδή του καφέ, παρασύρουν τη σκέψη μου σ’ εκείνα τα χρόνια, σ’ εκείνα τα μέρη τα ερωτικά αλλά και σκληρά, που άφησαν, όμως, άρωμα γνώσης, όπως η μυρωδιά των παλιών βιβλίων. «Το μω(ρ)άκι το θάψαμε μέσα σ’ ένα άσπ(ρ)ο πανί και η γιαγιά μού είπε την ιστο(ρ)ία της Tule Vieja και είχα εφιάλτες και η μαμά μού έλεγε να μη μένω μόνη μου με τον παπά στην εκκλησία γιατί η γιαγιά κάνει μάγια και στο ποτάμι είναι επικίνδυνα γιατί έχει μεγάάάλους κ(ρ)οκόδειλους και με(ρ)ικά λουλούδια έχουν δηλητή(ρ)ιο και στο νε(ρ)ό ζουν κάτι πολύ-πολύ-πολύ μικ(ρ)ά μικ(ρ)όβια που άμα τα καταπιείς κολυμπώντας γεννιούνται στην κοιλίτσα σκουλήκια και στο ξύλινο σπίτι με τις τ(ρ)ύπες έχει φαντάσματα, να μη λέω τίποτα στη Θεία-Την-Chila-Τον-Παπαγάλο γιατί είναι κουτσομπόλα σαν παπαγάλος και να π(ρ)οσέχεις, μπαμπά, τα λεφτά σου άμα ξαναπάς εκεί γιατί ο Ge(r)a(r)do-Ο-Κακός ακόμα κλέβει και στα γενέθλια μου μου κάνανε piñata με δώρα και έφαγα πολλά tamales και μου άρεσαν και… και… και….»
Με τη μαμά της Eréndira –της χαμογελαστής πριγκίπισσας των Tarasca-, βάλαμε στοίχημα ότι θα συναντηθούμε [στη νοοτροπία εννοώ] μετά από άλλα δεκαεννιά χρόνια γάμου. Είναι από εκείνες τις σχέσεις που λέει και το τραγούδι: «Siempre te estás yendo y no te vas – Όλο φεύγεις και πάντα είσαι εδώ». Κι εκείνη με θερίζει με τον ακατάπαυστο μονόλογο που κληρονόμησε από την πεθερά μου και πασχίζει να μου τα πει όλα με τη μία: «…τι άλλα μαθεύτηκαν για τον Beto-Τον-Παππού-Παπά (κακή του ώρα), σου έφερα έναν βολβό μοβ ορχιδέας guaria από την Κεντρική Λαχαναγορά, την πολύχρωμη με τις ανάμεικτες μυρωδιές (να δούμε αν θα πιάσει εδώ στο μεσογειακό κλίμα…). Ακόμα ξεθάβουμε τα μαντζούνια της Balsa-Της-Μάγισσας-Της-Ινδιάνας. Βρήκα κασέτα με το τραγούδι μας: Los tres regalos! Tους καυγάδες του Don Nino-Που-‘Εκανε-Τ’-Ακατονόμαστα και της Doña-Rosa-Με-Τα-Παγωτά-Από-Βροχή, τους ξέρεις, (ακόμα ψάχνουν τα οράματα της κόρης τους της Soraya-Του-Ποταμού), πήγαμε και στο Εθνικό Θέατρο, το ιστορικό. Με τα χρυσάφια και τα βελούδα. Είχαν ανεβάσει τον Burlador de Sevilla του Tirso de Molina. Θυμάσαι τις ιστορίες της Dora-Της-Τρελλής-λέει-η-Θεία-Γιαγιά-η-Soleida, και του άντρα της του Man του Τζαμαϊκανού, που κάναν τη Negrita; Σου βρήκα ένα παλιό βιβλίο του Joaquín García Monge, από το 1900. Κι ένα κρασί χιλιάνικο. A! τον Eliézer-Τη-Δεσποινιδούλα ακόμα τον κράζουν στις γειτονιές (βγάζει ποτέ τρίχες ο βάτραχος;), για τον Alex-Τον-Γουρουνοβοσκό εγώ είμαι σίγουρη. Τον τσάκωσα με το παιδάκι, τον Fernando, και του τά ‘πα απ’ την καλή…. Περάσαμε κι απ’ το Μεξικό στο γυρισμό. Α, ναι! Πήγαμε και στην Cahuita, την παραλία όπου είχαμε ερωτευτεί. Θυμάσαι; Πολιτικά πάει καλά η Κόστα Ρίκα. Να δούμε τώρα και τη Βενεζουέλα με τον Chávez. Μακάρι…. H Chila με τον Óscar, μια απ’ τα ίδια. Σαν κι εμάς κι αυτοί. Ο πατέρας μου ακόμα δεν έβαλε ηλεκτρικό στην hacienda. Κάθεται με τη γκαζόλαμπα, την canfinera, και λέει νύχτα-μέρα τις χιλιοειπωμένες ιστορίες του με τους Νικαραγουανούς-Τους-Χαρισμένους. Κι η μάνα μου, εκεί, με τα εικονίσματα των «Αγίων-Γιατρών». Κάναμε Γιορτή των Νεκρών με βωμό για το μωράκι της Emilia-Της-Υιοθετημένης και για όλα τα μωράκια που έφυγαν νωρίς και για τον Chingo, το σκυλάκι της Soraya, που το σκότωσαν. Ήταν κι ο Chico με την Dasy, την… ξανθιά ινδιάνα από τη Nικαράγουα! Το ξύλινο σπιτάκι υπάρχει ακόμα. Ετοιμόρροπο, βέβαια. Κι όμως, πήγα εκεί, στην ερημιά, ολομόναχη, κι έκανα ντους σ’ εκείνο το μπάνιο μας, το τσίγκινο, με το νερό που ανέβαζε το λάστιχο απ’ το ποτάμι -θυμάσαι, που είμαστε ερωτευμένοι; Οι μπανανιές έχουν μπει εντελώς μέσα από το παραθυράκι του. Την κρεμαστή γέφυρα δεν την ξανάφτιαξαν από τότε που την είχε παρασύρει το ποτάμι. Αφού θα την ξαναπαρασύρει έτσι κι αλλιώς…. Ο Gerardo, αμετανόητος. Τώρα κάνει τον… πτυχιούχο πλασιέ νεαρών κοριτσιών! Κι ο Humberto ξαναμωράθηκε. Νομίζει ότι η Amparo είναι το πνεύμα της Cegua, του πρώτου του έρωτα, και κάνει πάλι τον Ταρζάν. Άστα!»
Στο μυαλό μου τα πάντα περιστρέφονται σαν τα ρούχα μας που μου είχε πρωτοπλύνει Εκείνη όταν είμαστε νιόπαντροι, πριν δεκαεννιά χρόνια, κι είχαν ανακατωθεί τα χρώματα κι είχαν βαφτεί όλα “πουά” και ριγέ. Λοιπόν, αυτό ήταν! Έχει δίκιο ο Άγγελος που μου τηλεφώνησε. Τον ευχαριστώ για την επιμονή του. Θα κάτσω να γράψω. Να τα ξεκαθαρίσω στο μυαλό μου. Να τα πω και να ξεσκάσω, που έλεγε η μητέρα μου η Μεσογειακή. Στη Λατινική Αμερική δεν μιλούν πολύ. Παραμερίζω -ανοιγοκλείνοντας σαν αγκαλιά τα χέρια μου- όσα πράγματα έχουν καλύψει το γραφείο μου, και νά ‘μαι, μ’ ένα τετράδιο οικολογικό, από συμπιεσμένα φύλλα μπανανιάς, που προεξείχε από τη βαλίτσα της. Θα το κάνω ημερολόγιο μιας άλλης εποχής. Ένα ημερολόγιο διαδρομών. Ένα δρομολόγιο ταξιδιών. Στη Ζωή. Την Αληθινή. Με εμπειρίες. Ζωντανές. Σκληρές, που αφήνουν γλυκιά γεύση ωρίμανσης. Πληρότητα. Όχι reality shows. Όχι τηλεόραση, περιοδικό και Προ-πο. Δεν έχει νόημα. Όχι virtual καταστάσεις. Όχι internet. Είναι επιφανειακό. Η μη αυθεντικότητα θα σήμαινε αποποίηση των ευθυνών μου. Θα είναι ένας περίπλους πραγματικός σε χώρες που ακόμη ζουν στο τότε. Διάπλους σε σημεία του χρόνου που δεν γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις. Πορεία σε εποχές σκληρές, με έρωτες. Τροπικούς. Ανάλυση ενός Gestalt –μίας βιοκοινωνίας. Με ανθρώπους που προσπαθούν να κρατηθούν. Με μίση. Για ψυχές που σέρνονται. Με κτηνωδία. Με αταβισμό. Με Saudade: νοσταλγία, χαρμολύπη. Αναμνήσεις που αντιπαρατίθενται στο μηδενισμό της ζωής. «Στον κακό καιρό, καλό πρόσωπο», όπως λέει ο λαός στης Κόστα Ρίκα. Θα καταγράψω τον άγνωστο, προφορικό μύθο ενός λαού που αναζητεί την ταυτότητά του από την εποχή της Ισπανικής κατάκτησης μέχρι σήμερα. Την Ιστορία μίας χώρας απόμακρης, την κοινωνική κατάσταση μίας ηπείρου ολόκληρης, μέσα από την εξιστόρηση μίας οικογένειας ασήμαντης, που όμως συνέβαλε ανώνυμα στη δημιουργία ενός πολιτισμού της καθημερινότητας. Ιστορία σύντομη. Ουσιαστική. Εικόνες τόπων και συναισθημάτων. Ταξίδια στη Ζωή. Στη νοοτροπία ενός λαού. Όχι ταξιδιωτικό οδοιπορικό.
Μία αφήγηση μη γραμμική –έτσι απλά, όπως έρχονται οι αναμνήσεις στο νου- σε δύο πρόσωπα της γραμματικής: στην αρχή στο τρίτο του ενικού, ως ξένος, από μία οπτική γωνία διαφοροποιημένη από τον πραγματικό χώρο των γεγονότων, κι έπειτα στο πρώτο, μέσα από τον ίδιο τον αφηγηματικό χώρο, όπου έχω διεισδύσει. Με ταξίδια παλίνδρομα στο ιστορικό παρελθόν. Από τον Υπερσυντέλικο ως τον Συντελεσμένο Μέλλοντα. Σύντομες αφηγήσεις, ημιανεξάρτητες, στον ίδιο χωρόχρονο, με πρόσωπα αλληλένδετα. Προτείνω να μη διαβαστεί κάθετα. Δεν μεταδίδονται έτσι οι αισθήσεις, τα συναισθήματα, οι σκέψεις. Ούτως ή άλλως δύσκολα μεταβιβάζονται. Πάντως, δεν είναι απελπιστικά δύσπεπτο ανάγνωσμα. Μέτρον άριστον. Ένα συμπόσιο, θα έλεγα, με γνήσιους Λατινοαμερικάνους, στο ζωτικό τους περιβάλλον. Νομίζω πως η αντίληψη για το εύκολο ανάγνωσμα, ότι «αυτά θέλει ο κόσμος», είναι όχι μόνο εσφαλμένη, αλλά, αντίθετα, εσκεμμένα επιβεβλημένη.
Ένα ημερολόγιο, λοιπόν, σε φύλλα μπανανιάς. Δεν γράφτηκε για να γίνει βιβλίο. Δεν το παίζω Gabriel García Márquez, άλλωστε. Το έγραψα για να το χαρίσω στην Eréndira, όταν μεγαλώσει, για να καταλάβει καλύτερα κάποιες καταστάσεις. Αυτό θα μου αποκαλύψει πράγματα για τον εαυτό μου. Τα πάντα σ’ αυτό το κείμενο είναι πραγματικά. Πρόσωπα, τόποι, αντικείμενα, χρονολογίες. Όλα αληθινά. Τα έζησα. Δοσμένα το καθένα με άλλο ύφος, με διαφορετικό στυλ. Ένα είδος zuihitsu. Για τους Λατίνους οι μεγάλες προτάσεις δεν είναι ελάττωμα. Ούτε για τους Έλληνες το λακωνίζειν. Το ότι έγινε βιβλίο ήταν τυχαίο. Όπως όλα. Όσο κι αν τα προσμονούμε, τυχαία γίνονται. Ή δεν γίνονται. Έτσι, όπως τα λέει το Zen.
[Βλ. κείμενο στη συνέχεια, μετά το video της Youtube.]
Καθηγητής Ισπανικής & Πορτογαλικής Γλώσσας & Πολιτισμού
Εκδ. Ροές, 2007
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Τέλη καλοκαιριού του 2006, κάθομαι στη μέση του «λατινοαμερικάνικου» δωματίου (έτσι το λέμε από τότε που γυρίσαμε από την Κόστα Ρίκα στην Αθήνα, επειδή είναι γεμάτο με αντικείμενα-αναμνήσεις, μόνο που έπειτα γέμισε και με άλλες αναμνήσεις σε στερεή μορφή, από τα υπόλοιπα ταξίδια μου στη γη), και σαστισμένος από τα δεκάδες ανοιγμένα πακέτα-δικές της αναμνήσεις που έφερε από το πρόσφατο ταξίδι της στη Santa Clara με τη μικρή, (άρωμα λαϊκού καφέ Triángulo de Oro, μούχλα στα ρούχα, μυρωδιά μπανανόφυλλου από τα τοπικά τετράδια, σκόνη από την Παναμερικανική Εθνική Οδό, αρωματικό ρούμι Cacique, μαρμελάδα από guanábana, μυρωδικά χιλιάδες από μία χώρα, μία ολόκληρη ήπειρο -μία ιστορία, το καθένα, από πρόσωπα που έχουν να πουν πράγματα), και προσπαθώ να ταξινομήσω στο μυαλό μου όλα εκείνα τα γεγονότα του 1988, που μ’ έσπρωξαν στην ενηλικίωση, απομυθοποιώντας τα παιδικά και εφηβικά μου όνειρα για την τροπική ήπειρο. Με κούρασαν πια τα αντικείμενα. Έχω σκίσει όλες τις φωτογραφίες του παρελθόντος. Μου αρκούν οι αναμνήσεις. Εκείνη στεναχωριέται. Δεν το καταλαβαίνει. Όμως ο άνθρωπος ταλαιπωρείται από τις αναμνήσεις του, αν παραφράσουμε τον Freud.
Στο τηλέφωνο, ο Άγγελος διακόπτει τον πανικό που μου προκαλεί ο ενθουσιασμός της αναβίωσης των περασμένων γεγονότων, και ξεπερνώντας στα γρήγορα τα καλωσορίσματα, επιμένει γι’ άλλη μια φορά να κάτσω να γράψω. «Γιατί ο κόσμος άλλα νομίζει για τη Λατινική Αμερική. Δεν είναι μόνο μπαράκι, ποτάκι, μουσικούλα, πούρα Romeo y Julieta και Λατίνες με καμπύλες, ή ακόμη και πυραμίδες με εξωγήινους. Άσχετα. Όλα. Έτσι όπως μου τα λες, αυτά τα δύο χρόνια που γνωριζόμαστε, θα είναι μία διαδρομή διαχρονική στον μαγικό ρεαλισμό. Στο baroque και στο minimal. Στον θάνατο και στ’ όνειρο. Άντε, λοιπόν, στρώσου και γράφε!»
Η Eréndira, σε υπερένταση από το jet lag, με πυροβολεί με απανωτές ριπές κατά βούλησιν από τις εμπειρίες της (τις εμπειρίες ενός ενήλικου μ’ ένα εξάχρονο κορμί –έτσι είναι η Λατινική Αμερική όταν δεν είσαι τουρίστας, αλλά την κουβαλάς στο D.N.A. σου), ενώ τα βαριά κοσταρρικάνικά της –που θυμίζουν τη María Mayela Padilla, την τραγουδίστρια απ’ το San Carlos που αφηγείται μελωδικά τη συγκομιδή του καφέ, παρασύρουν τη σκέψη μου σ’ εκείνα τα χρόνια, σ’ εκείνα τα μέρη τα ερωτικά αλλά και σκληρά, που άφησαν, όμως, άρωμα γνώσης, όπως η μυρωδιά των παλιών βιβλίων. «Το μω(ρ)άκι το θάψαμε μέσα σ’ ένα άσπ(ρ)ο πανί και η γιαγιά μού είπε την ιστο(ρ)ία της Tule Vieja και είχα εφιάλτες και η μαμά μού έλεγε να μη μένω μόνη μου με τον παπά στην εκκλησία γιατί η γιαγιά κάνει μάγια και στο ποτάμι είναι επικίνδυνα γιατί έχει μεγάάάλους κ(ρ)οκόδειλους και με(ρ)ικά λουλούδια έχουν δηλητή(ρ)ιο και στο νε(ρ)ό ζουν κάτι πολύ-πολύ-πολύ μικ(ρ)ά μικ(ρ)όβια που άμα τα καταπιείς κολυμπώντας γεννιούνται στην κοιλίτσα σκουλήκια και στο ξύλινο σπίτι με τις τ(ρ)ύπες έχει φαντάσματα, να μη λέω τίποτα στη Θεία-Την-Chila-Τον-Παπαγάλο γιατί είναι κουτσομπόλα σαν παπαγάλος και να π(ρ)οσέχεις, μπαμπά, τα λεφτά σου άμα ξαναπάς εκεί γιατί ο Ge(r)a(r)do-Ο-Κακός ακόμα κλέβει και στα γενέθλια μου μου κάνανε piñata με δώρα και έφαγα πολλά tamales και μου άρεσαν και… και… και….»
Με τη μαμά της Eréndira –της χαμογελαστής πριγκίπισσας των Tarasca-, βάλαμε στοίχημα ότι θα συναντηθούμε [στη νοοτροπία εννοώ] μετά από άλλα δεκαεννιά χρόνια γάμου. Είναι από εκείνες τις σχέσεις που λέει και το τραγούδι: «Siempre te estás yendo y no te vas – Όλο φεύγεις και πάντα είσαι εδώ». Κι εκείνη με θερίζει με τον ακατάπαυστο μονόλογο που κληρονόμησε από την πεθερά μου και πασχίζει να μου τα πει όλα με τη μία: «…τι άλλα μαθεύτηκαν για τον Beto-Τον-Παππού-Παπά (κακή του ώρα), σου έφερα έναν βολβό μοβ ορχιδέας guaria από την Κεντρική Λαχαναγορά, την πολύχρωμη με τις ανάμεικτες μυρωδιές (να δούμε αν θα πιάσει εδώ στο μεσογειακό κλίμα…). Ακόμα ξεθάβουμε τα μαντζούνια της Balsa-Της-Μάγισσας-Της-Ινδιάνας. Βρήκα κασέτα με το τραγούδι μας: Los tres regalos! Tους καυγάδες του Don Nino-Που-‘Εκανε-Τ’-Ακατονόμαστα και της Doña-Rosa-Με-Τα-Παγωτά-Από-Βροχή, τους ξέρεις, (ακόμα ψάχνουν τα οράματα της κόρης τους της Soraya-Του-Ποταμού), πήγαμε και στο Εθνικό Θέατρο, το ιστορικό. Με τα χρυσάφια και τα βελούδα. Είχαν ανεβάσει τον Burlador de Sevilla του Tirso de Molina. Θυμάσαι τις ιστορίες της Dora-Της-Τρελλής-λέει-η-Θεία-Γιαγιά-η-Soleida, και του άντρα της του Man του Τζαμαϊκανού, που κάναν τη Negrita; Σου βρήκα ένα παλιό βιβλίο του Joaquín García Monge, από το 1900. Κι ένα κρασί χιλιάνικο. A! τον Eliézer-Τη-Δεσποινιδούλα ακόμα τον κράζουν στις γειτονιές (βγάζει ποτέ τρίχες ο βάτραχος;), για τον Alex-Τον-Γουρουνοβοσκό εγώ είμαι σίγουρη. Τον τσάκωσα με το παιδάκι, τον Fernando, και του τά ‘πα απ’ την καλή…. Περάσαμε κι απ’ το Μεξικό στο γυρισμό. Α, ναι! Πήγαμε και στην Cahuita, την παραλία όπου είχαμε ερωτευτεί. Θυμάσαι; Πολιτικά πάει καλά η Κόστα Ρίκα. Να δούμε τώρα και τη Βενεζουέλα με τον Chávez. Μακάρι…. H Chila με τον Óscar, μια απ’ τα ίδια. Σαν κι εμάς κι αυτοί. Ο πατέρας μου ακόμα δεν έβαλε ηλεκτρικό στην hacienda. Κάθεται με τη γκαζόλαμπα, την canfinera, και λέει νύχτα-μέρα τις χιλιοειπωμένες ιστορίες του με τους Νικαραγουανούς-Τους-Χαρισμένους. Κι η μάνα μου, εκεί, με τα εικονίσματα των «Αγίων-Γιατρών». Κάναμε Γιορτή των Νεκρών με βωμό για το μωράκι της Emilia-Της-Υιοθετημένης και για όλα τα μωράκια που έφυγαν νωρίς και για τον Chingo, το σκυλάκι της Soraya, που το σκότωσαν. Ήταν κι ο Chico με την Dasy, την… ξανθιά ινδιάνα από τη Nικαράγουα! Το ξύλινο σπιτάκι υπάρχει ακόμα. Ετοιμόρροπο, βέβαια. Κι όμως, πήγα εκεί, στην ερημιά, ολομόναχη, κι έκανα ντους σ’ εκείνο το μπάνιο μας, το τσίγκινο, με το νερό που ανέβαζε το λάστιχο απ’ το ποτάμι -θυμάσαι, που είμαστε ερωτευμένοι; Οι μπανανιές έχουν μπει εντελώς μέσα από το παραθυράκι του. Την κρεμαστή γέφυρα δεν την ξανάφτιαξαν από τότε που την είχε παρασύρει το ποτάμι. Αφού θα την ξαναπαρασύρει έτσι κι αλλιώς…. Ο Gerardo, αμετανόητος. Τώρα κάνει τον… πτυχιούχο πλασιέ νεαρών κοριτσιών! Κι ο Humberto ξαναμωράθηκε. Νομίζει ότι η Amparo είναι το πνεύμα της Cegua, του πρώτου του έρωτα, και κάνει πάλι τον Ταρζάν. Άστα!»
Στο μυαλό μου τα πάντα περιστρέφονται σαν τα ρούχα μας που μου είχε πρωτοπλύνει Εκείνη όταν είμαστε νιόπαντροι, πριν δεκαεννιά χρόνια, κι είχαν ανακατωθεί τα χρώματα κι είχαν βαφτεί όλα “πουά” και ριγέ. Λοιπόν, αυτό ήταν! Έχει δίκιο ο Άγγελος που μου τηλεφώνησε. Τον ευχαριστώ για την επιμονή του. Θα κάτσω να γράψω. Να τα ξεκαθαρίσω στο μυαλό μου. Να τα πω και να ξεσκάσω, που έλεγε η μητέρα μου η Μεσογειακή. Στη Λατινική Αμερική δεν μιλούν πολύ. Παραμερίζω -ανοιγοκλείνοντας σαν αγκαλιά τα χέρια μου- όσα πράγματα έχουν καλύψει το γραφείο μου, και νά ‘μαι, μ’ ένα τετράδιο οικολογικό, από συμπιεσμένα φύλλα μπανανιάς, που προεξείχε από τη βαλίτσα της. Θα το κάνω ημερολόγιο μιας άλλης εποχής. Ένα ημερολόγιο διαδρομών. Ένα δρομολόγιο ταξιδιών. Στη Ζωή. Την Αληθινή. Με εμπειρίες. Ζωντανές. Σκληρές, που αφήνουν γλυκιά γεύση ωρίμανσης. Πληρότητα. Όχι reality shows. Όχι τηλεόραση, περιοδικό και Προ-πο. Δεν έχει νόημα. Όχι virtual καταστάσεις. Όχι internet. Είναι επιφανειακό. Η μη αυθεντικότητα θα σήμαινε αποποίηση των ευθυνών μου. Θα είναι ένας περίπλους πραγματικός σε χώρες που ακόμη ζουν στο τότε. Διάπλους σε σημεία του χρόνου που δεν γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις. Πορεία σε εποχές σκληρές, με έρωτες. Τροπικούς. Ανάλυση ενός Gestalt –μίας βιοκοινωνίας. Με ανθρώπους που προσπαθούν να κρατηθούν. Με μίση. Για ψυχές που σέρνονται. Με κτηνωδία. Με αταβισμό. Με Saudade: νοσταλγία, χαρμολύπη. Αναμνήσεις που αντιπαρατίθενται στο μηδενισμό της ζωής. «Στον κακό καιρό, καλό πρόσωπο», όπως λέει ο λαός στης Κόστα Ρίκα. Θα καταγράψω τον άγνωστο, προφορικό μύθο ενός λαού που αναζητεί την ταυτότητά του από την εποχή της Ισπανικής κατάκτησης μέχρι σήμερα. Την Ιστορία μίας χώρας απόμακρης, την κοινωνική κατάσταση μίας ηπείρου ολόκληρης, μέσα από την εξιστόρηση μίας οικογένειας ασήμαντης, που όμως συνέβαλε ανώνυμα στη δημιουργία ενός πολιτισμού της καθημερινότητας. Ιστορία σύντομη. Ουσιαστική. Εικόνες τόπων και συναισθημάτων. Ταξίδια στη Ζωή. Στη νοοτροπία ενός λαού. Όχι ταξιδιωτικό οδοιπορικό.
Μία αφήγηση μη γραμμική –έτσι απλά, όπως έρχονται οι αναμνήσεις στο νου- σε δύο πρόσωπα της γραμματικής: στην αρχή στο τρίτο του ενικού, ως ξένος, από μία οπτική γωνία διαφοροποιημένη από τον πραγματικό χώρο των γεγονότων, κι έπειτα στο πρώτο, μέσα από τον ίδιο τον αφηγηματικό χώρο, όπου έχω διεισδύσει. Με ταξίδια παλίνδρομα στο ιστορικό παρελθόν. Από τον Υπερσυντέλικο ως τον Συντελεσμένο Μέλλοντα. Σύντομες αφηγήσεις, ημιανεξάρτητες, στον ίδιο χωρόχρονο, με πρόσωπα αλληλένδετα. Προτείνω να μη διαβαστεί κάθετα. Δεν μεταδίδονται έτσι οι αισθήσεις, τα συναισθήματα, οι σκέψεις. Ούτως ή άλλως δύσκολα μεταβιβάζονται. Πάντως, δεν είναι απελπιστικά δύσπεπτο ανάγνωσμα. Μέτρον άριστον. Ένα συμπόσιο, θα έλεγα, με γνήσιους Λατινοαμερικάνους, στο ζωτικό τους περιβάλλον. Νομίζω πως η αντίληψη για το εύκολο ανάγνωσμα, ότι «αυτά θέλει ο κόσμος», είναι όχι μόνο εσφαλμένη, αλλά, αντίθετα, εσκεμμένα επιβεβλημένη.
Ένα ημερολόγιο, λοιπόν, σε φύλλα μπανανιάς. Δεν γράφτηκε για να γίνει βιβλίο. Δεν το παίζω Gabriel García Márquez, άλλωστε. Το έγραψα για να το χαρίσω στην Eréndira, όταν μεγαλώσει, για να καταλάβει καλύτερα κάποιες καταστάσεις. Αυτό θα μου αποκαλύψει πράγματα για τον εαυτό μου. Τα πάντα σ’ αυτό το κείμενο είναι πραγματικά. Πρόσωπα, τόποι, αντικείμενα, χρονολογίες. Όλα αληθινά. Τα έζησα. Δοσμένα το καθένα με άλλο ύφος, με διαφορετικό στυλ. Ένα είδος zuihitsu. Για τους Λατίνους οι μεγάλες προτάσεις δεν είναι ελάττωμα. Ούτε για τους Έλληνες το λακωνίζειν. Το ότι έγινε βιβλίο ήταν τυχαίο. Όπως όλα. Όσο κι αν τα προσμονούμε, τυχαία γίνονται. Ή δεν γίνονται. Έτσι, όπως τα λέει το Zen.
[Βλ. κείμενο στη συνέχεια, μετά το video της Youtube.]
Το ...ταξιδιωτικό, γοητευτικό ως προς τη γραφή του λογοτεχνικό βιβλίο του Ηλία Ταμπουράκη «Ημερολόγια ταξιδιών σε φύλλα μπανανιάς». Κυκλοφόρησε το 2007 από τις εκδόσεις «Ροές». Ένα από τα πιο ανθρώπινα και συναρπαστικά στη ροή τους βιβλία που γράφτηκαν από Έλληνα για τα βιώματα του σε μια άλλη ήπειρο.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα καθαρά ταξιδιωτικό βιβλίο. Λειτουργεί βέβαια με το χαρακτήρα της αφήγησης μιας και καταγράφονται τα προσωπικά βιώματα ενός Ελληνα στην Λατινική Αμερική: Κόστα Ρίκα ...είναι η χώρα που θα επισκεφτούμε όταν το διαβάσουμε. Ινδιάνοι, Κοσταρικανοί, Δικηγόροι, στρατιώτες, το λιμάνι της Καραιβικής Πουέρτο Λιμόν, Σάντα Κλάρα, συνθέτουν το τέλειο σκηνικό για ...ανάγνωση. Με πάρα πολλές λεπτομέρειες και χρησιμοποιώντας αρκετές ξένες ορολογίες τις οποίες μας τις μεταφράζει στα ελληνικά, ο συγγραφέας μας βάζει σε μια διαδικασία ταξιδιού προς τις χώρες που επισκέπτεται. Χώρες με τελείως διαφορετικό τρόπο ζωής και εξέλιξης από τη δική μας.
Τα «ημερολόγια ταξιδιών σε φύλλα μπανανιάς» είναι γραμμένα υπό τη μορφή ημερολογιακών σημειώσεων όπως μας υπαγορεύει και ο τίτλος τους. Δεν είναι όμως μόνο αυτό, καθώς δεν πρόκειται για ένα τυπικό ταξιδιωτικό οδοιπορικό. Μέσα από την αληθινή ιστορία μιας οικογένειας της Κόστα Ρίκα, ξεδιπλώνονται ιστορικά γεγονότα της Λατινικής Αμερικής. Ένα πλέγμα προσωπικής αφήγησης και ιστορίας π.χ μια επίσκεψη στη Νικαράγουα μαζί με τις ιστορικές διαδρομές της περιοχής. Αντίφαση; Μάλλον επιτυχής προσέγγιση της αληθινής πορείας μιας χώρας με μεγάλη παράδοση σε όλα τα επίπεδα: Κοινωνικά, πολιτικά και κινηματικά.
Ο Ηλίας Ταμπουράκης γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Εργάστηκε στο Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και δίδαξε στα Πολιτιστικά Σεμινάρια του Ομίλου UNESCO νομού Πειραιώς και Νήσων. Συνεργάζεται με το διπλωματικό σώμα ως μεταφραστής και γράφει άρθρα και βιβλία με πολιτιστικά θέματα. Ταξιδεύει εδώ και τριάντα χρόνια σε εξηντα οκτώ χώρες του κόσμου, φωτογραφίζοντας και συλλέγοντας μουσικά ακούσματα και παράξενα αντικείμενα. Το βιβλίο πλαισιώνουν φωτογραφίες από τα ταξίδια του συγγραφέα και ένα CD με 21 λάτιν τραγούδια.
Βάλατε πολύ ψηλά τον πήχη κύριε Ταμπουράκη με αυτή τη σπάνια για την ελληνική λογοτεχνία κατάθεση σας. Η δυναμική αυτού του βιβλίου είναι αναγεννητική για τις ελληνικές εκδόσεις. Συμμετέχουμε σε αυτή με το δικό μας τρόπο... Όσο μπορούμε.
Παυλίνα Παμπούδη
Ποιήτρια, Ζωγράφος
Το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα καθαρά ταξιδιωτικό βιβλίο. Λειτουργεί βέβαια με το χαρακτήρα της αφήγησης μιας και καταγράφονται τα προσωπικά βιώματα ενός Ελληνα στην Λατινική Αμερική: Κόστα Ρίκα ...είναι η χώρα που θα επισκεφτούμε όταν το διαβάσουμε. Ινδιάνοι, Κοσταρικανοί, Δικηγόροι, στρατιώτες, το λιμάνι της Καραιβικής Πουέρτο Λιμόν, Σάντα Κλάρα, συνθέτουν το τέλειο σκηνικό για ...ανάγνωση. Με πάρα πολλές λεπτομέρειες και χρησιμοποιώντας αρκετές ξένες ορολογίες τις οποίες μας τις μεταφράζει στα ελληνικά, ο συγγραφέας μας βάζει σε μια διαδικασία ταξιδιού προς τις χώρες που επισκέπτεται. Χώρες με τελείως διαφορετικό τρόπο ζωής και εξέλιξης από τη δική μας.
Τα «ημερολόγια ταξιδιών σε φύλλα μπανανιάς» είναι γραμμένα υπό τη μορφή ημερολογιακών σημειώσεων όπως μας υπαγορεύει και ο τίτλος τους. Δεν είναι όμως μόνο αυτό, καθώς δεν πρόκειται για ένα τυπικό ταξιδιωτικό οδοιπορικό. Μέσα από την αληθινή ιστορία μιας οικογένειας της Κόστα Ρίκα, ξεδιπλώνονται ιστορικά γεγονότα της Λατινικής Αμερικής. Ένα πλέγμα προσωπικής αφήγησης και ιστορίας π.χ μια επίσκεψη στη Νικαράγουα μαζί με τις ιστορικές διαδρομές της περιοχής. Αντίφαση; Μάλλον επιτυχής προσέγγιση της αληθινής πορείας μιας χώρας με μεγάλη παράδοση σε όλα τα επίπεδα: Κοινωνικά, πολιτικά και κινηματικά.
Ο Ηλίας Ταμπουράκης γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Εργάστηκε στο Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και δίδαξε στα Πολιτιστικά Σεμινάρια του Ομίλου UNESCO νομού Πειραιώς και Νήσων. Συνεργάζεται με το διπλωματικό σώμα ως μεταφραστής και γράφει άρθρα και βιβλία με πολιτιστικά θέματα. Ταξιδεύει εδώ και τριάντα χρόνια σε εξηντα οκτώ χώρες του κόσμου, φωτογραφίζοντας και συλλέγοντας μουσικά ακούσματα και παράξενα αντικείμενα. Το βιβλίο πλαισιώνουν φωτογραφίες από τα ταξίδια του συγγραφέα και ένα CD με 21 λάτιν τραγούδια.
Βάλατε πολύ ψηλά τον πήχη κύριε Ταμπουράκη με αυτή τη σπάνια για την ελληνική λογοτεχνία κατάθεση σας. Η δυναμική αυτού του βιβλίου είναι αναγεννητική για τις ελληνικές εκδόσεις. Συμμετέχουμε σε αυτή με το δικό μας τρόπο... Όσο μπορούμε.
Παυλίνα Παμπούδη
Ποιήτρια, Ζωγράφος