Fernando Güell: Τα ονόματα του φωτός
μετάφραση από τα ισπανικά: Ηλίας Ταμπουράκης
ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
LOS NOMBRES DE LA LUZ
Όλα όσα υφίστανται και όλα όσα έχουν υπάρξει έχουν όνομα: νύχτα, φως, θάλασσα, τ’ αναδυόμενα νησιά. Ψάρι, ελεύθερο ή φυλακισμένο σε δίχτυ. Κύμα, αφρός, ακτή. Τα πάντα έχουν ένα όνομα: Ο Πέτρος ονομάζεται Πέτρος ο αλιεύς...[i]
Ακούστε αυτό το συμβάν του Πέτρου του αλιέως:
Ανέδυε τη μυρωδιά της η θάλασσα. Ξυπνούσαν το τραγούδι του και οι ψίθυροί του. Συνεσταλμένες παρουσίες αναδύονταν, κατέτειναν ελαφριά σώματα σαν φύλλα κρεμάμενα στον άνεμο του φθινοπώρου. Άστρα της τελευτής αγρύπνησαν τ’ αντίφεγγό τους κι έσβησε το εξ Αποκαλύψεως μακρινό μυστήριο των άστρων. Βάραιναν κάτω απ’ τον ουρανό τα βουνά και τα νησιά· γεννιόταν ο χρόνος πάνω από τη θάλασσα…
Έξαφνη λευκότητα ακύρωσε τις σκιές: ατρόμητο, το φως, μ’ ένα άλμα κέρδισε τον κόσμο. Η νύχτα έγινε μία σκοτεινή ξεχασμένη σκέψη. Δοκίμαζαν τα κύματα το πήγαιν’-έλα τους, μάθαιναν μόνα τους το τραγούδι τους. Πτηνά που πρόσφατα είχαν ξυπνήσει πραγματεύονταν το χρώμα του αέρα[ii] και την εμπειρία των φτερών τους.
Η αυγή ανακαταλάμβανε τον κόσμο και τον έντυνε εκ νέου.
Ο Πέτρος ο αλιεύς, στο θαλάσσιο ουρανό της ακτής, έμοιαζε με θεό φανερώνοντας τη φύση, αποκαλύπτοντας την ίδια του τη θεϊκή υπόσταση.
Δίπλα στη θάλασσα, ξυπνούσαν και θορυβούσαν τα χωριά, σαν πυκνοκατοικημένες αποικίες γλάρων… Ο Πέτρος κοίταξε το συγκεχυμένο πήγαιν’-έλα των ανθρώπων, και τους είπε:
-«Ψαράδες, η θάλασσα δε σβήνει τις κραυγές σας που είναι σαν του γλάρου! Είστε γλάροι αγελαίοι και αδηφάγοι· το ψάρεμά τους είναι και δικό σας ψάρεμα: ασήμι νεκρό των ψαριών. Τα δίχτυα σας είναι τα φτερά τους· η καλύβα σας, η τραχιά φωλιά. Η ηώς σας ατενίζει να περπατάτε πάνω στο νερό σαν πέταγμα αναρίθμητο των γλάρων. Ο παραλογισμός της ζωής σας είναι ένα καθημερινό φύτρωμα χωρία αύριο ούτε ελπίδα. Παρόμοια είναι και η ζέση σας! Η ζωή, η θάλασσα, χαραμίζουν επιτυχείς ψαριές, και υπάρχουν τότε κουρασμένα πετάγματα με σπασμένα φτερά,[iii] μοναξιά και γύμνια… Είστε γυμνοί! Όμως εγώ γνωρίζω την προπέτεια και ξέρω ότι είστε ενάρετοι εσείς. Μην πιστεύετε όσους σας μιλούν για ελπίδες και εντιμότητα! Πετάξτε στη θάλασσα όλες τις μάσκες!»
οι Γηραιοί αλιείς αποκρίθηκαν:
-«Τι αναγγέλλουν, προφήτη της ακτής… η πικρία σου και η φωνή σου;»
Και είπαν οι Τυφλοί της Θάλασσας:
-«Όχι στο γνέψιμο το αποκαλυπτικό των χειρονομιών, αλλά στη φωνή διαβάζουμε. Τι δεινά, Πέτρο, δοκίμασε η καρδιά σου; Ή μήπως είσαι πέτρα απαθής και μοναχική; Πες μας: έχεις γελάσει κι έχεις κλάψει με το γέλιο και με το κλάμα των ανθρώπων; Κατανόησες τη χαρά ή τον καημό που κρύβονται στην ψυχή των πραγμάτων;»
Ο Πέτρος διαλογίστηκε:
-«Γελούν ή κλαίνε οι γλάροι…; Για ποια ψυχή των πραγμάτων να μιλούν άραγε;»
Και απάντησε στους Αλιείς και στους Τυφλούς:
-«Σας λέγω: ελεεινή είναι η αντιπαράθεση στη γη και πάνω στη θάλασσα! Πεθαίνετε ζώντας, πετώντας προς το θάνατο!»
Οι Τυφλοί απάντησαν:
-«ΘΑΝΑΤΟΣ, λες; Εμείς βλέπουμε τις λέξεις. Ζουν, οι λέξεις: είναι χρώματα, και αρώματα, και μορφές. Η ΑΥΡΑ, είναι φτερό· ένα φτερό φευγαλέο που τρέμει. ΘΑΛΑΣΣΑ, παρουσία φυκιών, αποστάσεων και ήχων. ΘΑΝΑΤΟΣ, σίγουρο ξύπνημα απ’ τ’ όνειρό μας…· ομίχλη που παύει να είναι ομίχλη και μεταμορφώνεται σε φως.»
Και είπε ο Πέτρος ο αλιεύς:
-«Ονειρεύεστε ξύπνιοι! Από τ’ όνειρό σας θ’ απομείνουν στάχτες, μία ανάμνηση ίσως από όσους θα είναι επίσης στάχτη.»
Αποκρίθηκαν οι Τυφλοί:
-«Η αυγή είναι ελπίδα της νύχτας!»
Ο Πέτρος, ρώτησε:
-«Η νύχτα σας, έχει αυγή;»
Και οι Τυφλοί, τείνοντας τα ευαίσθητά τους χέρια:
-«Κάθε μέρα, το φως κατεβαίνει και φωλιάζει στα χέρια μας, σαν ένα πτηνό χλιαρό και παλλόμενο. Αναζητούμε το φως σαν τα ευαίσθητα ηλιοτρόπια και τους ψηλούς ηλίανθους.»
Απάντησε ο Πέτρος:
-«Σας κοιτάζω και σκέφτομαι: με τον άνθρωπο γεννιέται και πεθαίνει η δυστυχία! Άραγε γνωρίζετε το φως;»
Οι Τυφλοί, αργά:
-«Γνωρίζουμε τα ονόματα του φωτός… Στο βιβλίο των σκιών, υπάρχουν γραμμένες λέξεις φωτοβόλες…»
Ο Πέτρος ο αλιεύς, σκέφτηκε:
-«Άδεια είναι η ελπίδα του, σαν ακτή όταν απομακρύνεται η θάλασσα.»
Οι μητέρες άκουγαν, με λυγμούς δίπλα στο στήθος των παιδιών τους.
Και είπαν οι Χήρες:
-«Ορφανά τα παιδιά, και οι βάρκες και τα δίχτυα τους! Όταν φύγουν οι γονείς, το παιδί είναι φυτό χωρίς ρίζες.
Εάν η σπορά έγινε με αγάπη, μέσω των παιδιών θα ξαναγεννηθούν οι γονείς.
Έτσι έλεγαν, και γέμιζαν τα μάτια τους με απουσία και με θάλασσα…
Τα παιδιά τραγούδησαν στην παραλία:
-Σα γυρίσουν, σα γυρίσουν
-τ’ απόγευμα θα γυρίσουν-,
θα παίξουμε σχοινάκι
με τα κύματα, θα φυσήξουμε
τα κοχύλια όπως η θάλασσα.
Τα νερά τριγύριζαν, αγκάλιαζαν νησιά και βράχια. Κοπελιές που ψάρευαν, αναστέναξαν:
-«Άσκοπη η αγκαλιά, όταν προσπαθούν μα δεν μπορούν οι ψυχές να συναντηθούν!…»
-«Ο χρόνος τακτοποιεί τη θλίψη και την τέρψη μας.»
Στις ίριδες των ματιών τους, ήρεμα η θάλασσα έρεε…
Ο Πέτρος άκουσε την ομιλία των φωνών, και μίλησε στους ψαράδες:
-«Δεν είναι δικό σας παράπονο, κρωγμός χαροκαμένος των γλάρων. Λαό γλάρων σας νόμιζα· μυρμήγκια μοιάζετε κι όχι γλάροι: όταν το πόδι του Θεού σας στεριώνει στη Γη, σαστισμένοι κραυγάζετε: «Σήκωσε το πόδι σου Κύριε! Δε βλέπεις ότι συντρίβεις και εκτρέπεις το δρόμο;…»
Και σκέφτηκαν οι Τυφλοί της Θάλασσας:
-«Αμετάλλακτο είναι το μονοπάτι μας… Είμαστε ποτάμια που ψάχνουν μες τη νύχτα το δρόμο τους.»
☼☼☼
Αυξανόταν το φως. Φούσκωνε σαν ένα τραγούδι εντεινόμενο των τζιτζικιών.
Ο Πέτρος ο αλιεύς αφύπνισε τις αισθήσεις του…
Έξαφνα συνέλαβε το λόγο, τον έμφυτο και πρωτόγονο, των πραγμάτων που δεν κατέληξαν να εκφραστούν όπως ο άνθρωπος: μετρούσε, συλλάμβανε αιθέριες διαστάσεις και χρόνους· αντιλαμβανόταν ανήκουστους ψιθύρους... Μπροστά στη θάλασσα, στο δάσος της φρεσκάδας τους, ψηλές στον αέρα, διαλέγονταν οι Φοινικιές:
-«Ολοένα αναπτύσσονται και ωριμάζουν οι βότρυς του φωτός· η ημέρα θα είναι ο οίνος των πυρακτωμένων τους κλαδιών.»
-«Κοιτάξτε! Το καράβι φέρει αποστάσεις αλαργινές δεμένες στα κατάρτια του! Κοιτάξτε το! Στη βάρκα του, ο άνθρωπος είναι ένας Θεός!»
-«Λόγω της πολυμερούς γλώσσας του και των πολλαπλών του πατρίδων, ο άνθρωπος είναι ένας ξένος ανάμεσά μας. Ο ψίθυρος δεν είναι η γλώσσα του, ούτε το δάσος η πατρίδα του..»
-«Πρέπει να μοιραστούμε τη Γη με τον άνθρωπο, κι αυτός έχει ξεχάσει την αδελφοσύνη του με τα πράγματα…»
Αυτά είπαν, ψιθυρίζοντας, οι Φοινικιές.
Και τα βαθιά Νερά, απάντησαν:
-«Το αίμα σας είναι κύμα που ρέει γοργά προς το θάνατο· τρέχει αναζητώντας την αιωνιότητα… Το να πεθαίνεις σημαίνει να γίνεσαι αιώνιος!»
Στην άμμο της ακτής, γεννιόταν η σκιά μιάς φοινικιάς· και η Σκιά, είπε στη Φοινικιά:
-«Μόνο η εικόνα των πραγμάτων αληθινά πεθαίνει. Είμαι φτιαγμένη από την ουσία σου και την ύλη σου, γιατί, λοιπόν, όταν εγώ πεθαίνω, εσύ επιζείς;…»
Ο Πέτρος ο αλιεύς, σκέφτηκε:
-«Η Σκιά, σαν τον άνθρωπο, στοχάζεται τον εαυτό της…»
Ο Πέτρος είδε ν’ αναδύεται η ίδια του η σκιά, και συλλογίστηκε:
-«Το σώμα μου θα είναι άραγε αιώνιο…; Θα είναι άραγε εφήμερη η εικόνα του…;»
Ένα πτηνό προέβαλλε τις φτερούγες του στο νερό: και είπε η Σκιά του Πτηνού:
-«Θάνατος είναι η απουσία του φωτός και των φτερών…»
Βιαστικό απάντησε:
-«Δεν μπορώ να παύσω να μελετώ κίνητρα. Ο άνθρωπος είναι μία εικόνα που δεν πεθαίνει: στο παρελθόν, εξακολουθεί να υπάρχει· μόνο αλλάζει το χρόνο της ύπαρξής του. (Βιαστικά, βιαστικά, σαν ποιητής φιλοσοφούσε ο Άνεμος).
Σκεπτικές, μουρμούρισαν οι Φοινικιές:
-«Ο άνθρωπος είναι ένας σκλάβος σε ελευθερία. Δέσμιος, σαν τα κοράλλια, το δέντρο, και οι πλάνητες φτερούγες σου, ω άνεμε ενάλιε[iv] ξεστρατημένε στο δάσος…! Ούτε κι η καρδιά του ανθρώπου είναι ελεύθερη: δεσμά αρχέγονα τη δένουν. Η σκέψη της υποφέρει από ξένα δεσμά: τη θέλησή τους και το πεπρωμένο τους. Ίσως να ήταν ελεύθερη, αν σπάσει τους προγόνους της κι αρνηθεί το πεπρωμένο της.»
-«Δεν ξέρω, δεν ξέρω… -αμφέβαλε ο άνεμος ο λαλίστατος-. Θα μπορούσαν ποτέ οι Θεοί να προδώσουν την ουσία τους, ν’ αρνηθούν τον εαυτό τους;»
Το Πτηνό κελάηδησε, υπονοητικά:
-«Φυλακισμένε, φυλακισμένε
στις φυλακές των κοχυλιών,
στις σταγόνες της βροχής
που συγκρατούν τα φύλλα.»
Και είπαν τα εύγλωττα Νερά:
-«Το πουλί και η θάλασσα έχουν το κελάηδισμα και το κελάρυσμά τους· δημιουργούν το τραγούδι τους. Τραγουδούν… τραγουδάμε για ν’ ακούσουμε τη φωνή μας και για να είμαστε ελεύθεροι. Όταν η νύχτα έλθει εκταφιάζοντας πτώματα όλων όσων ζουν στο φως, το τραγούδι του πτηνού, όπως και το δικό μας, στην καταχνιά θα εξακολουθεί να ζει.»
Ο Πέτρος ο αλιεύς σκεπτόταν:
-«Να ‘ναι άραγε ο κρωγμός γλάρου, το τραγούδι των ανθρώπων;»
Ο Άνεμος ο ταξιδευτής, διέκοψε:
-«Έχω δει –λουλούδι ματωμένο- το πληγωμένο στήθος του πτηνού και του πολεμιστή. Το τραγούδι του και η πανοπλία του ήταν σπασμένα· άκαμπτοι και βουβοί το πτηνό και ο στρατιώτης…»
Η σκιά της Φοινικιάς, είπε:
-«Το τραγούδι και το θάρρος ήταν εικόνες… Οι εικόνες και οι σκιές, αναμφισβήτητα πεθαίνουν.»
Τα πολυφωνικά Νερά, είπαν:
-«Στα γενναιόδωρα στήθη μας, η Γη γαλουχείται· από τον άνεμό μας θα βλάσταιναν τα τερετίσματα, ο ύμνος του κόσμου θα γεννηθεί.»
Η θάλασσα αύξανε τον ψίθυρό της και τον κάματό της. ήταν μία πράσινη γούρνα ηχηρή. Ο Πέτρος άκουγε, χαμένος μες στις σκέψεις του· όπως το πτηνό πριν το κελάηδισμα, αποπειράται με το που γεννιέται η μελωδία του… Κοίταξε τα νερά, τρυφερά ατένισε τα νερά: Αισθανόταν να αναπτύσσονται οι σκέψεις του! Υψώνοντας τη φωνή πάνω από τις αρμονικές φωνές της θάλασσας, μίλησε έτσι:
-«Ω ζωηρές υπάρξεις των υδάτων που τραγουδούν και της γης που βρυχάται! Εκπόρευση αδελφική, αδελφές ρίζες… Με πονούν ο φωτισμένος λόγος των πραγμάτων· η θλίψη, η απόσταση από τις ψυχές! Με πονούν ο αμετάκλητος θάνατος των σκιών! Με πονούν τα βουβά πτηνά, το νεκρό ασήμι ανάμεσα στα δίχτυα, ο καθάριος αέρας που πνίγει τα ψάρια!…»
Οι Γηραιοί αλιείς, αναφώνησαν:
-«Ω Πέτρο! Αναγγέλλεις την αγάπη και την ελπίδα. Έχει πεθάνει η πικρία σου, και είναι γλυκιά η φωνή σου· καταλαβαίνεις πλέον αυτά που λένε οι ψυχές πίσω από τα πρόσωπα…»
Με λυγμούς, είπαν οι Φοινικιές:
-«Ο Πέτρος ο αλιεύς έχει κατανοήσει την αδελφοσύνη του με τα πλάσματα και τα πράγματα.»
Προωθούσε η ημέρα τη λαμπερή της πλώρη. Στο στέρφο τέναγος[v] και στους γκρεμούς, υπήρξε ένα πέταγμα χαρμόσυνο των γλάρων. Η θάλασσα άπλωνε υπάκουα τους αφρούς της.
Από τον αέρα, έκρωζαν οι Γλάροι:
-«Πέτρο, αδελφέ μας· παρόμοιες, στ’ αλήθεια, είναι οι ζωές μας και η ζωή των πραγμάτων! Ίδιο είναι και το φορτίο της οδύνης μας: το σαλιγκάρι σέρνει έναν κόσμο, και αντέχουν οι ώμοι του ψαριού όλο το βάρος της θάλασσας…»
Ο Πέτρος ύψωσε τη φωνή του ως το θορυβώδες πέταγμα των χλωμών γλάρων, κι αναφώνησε:
-«Την αυγή, την αυγή αυτής της ημέρας, καλότυχος είναι ο άνθρωπος γιατί είχε τα μάτια του και τα μάτια του γνώρισαν το φως!»
-«Γνωρίζουμε τα ονόματα του φωτός…! Γνωρίζουμε τα ονόματά του! –επανέλαβαν οι Τυφλοί της Θάλασσας. Στο βιβλίο των σκιών είναι γραμμένο: Αγάπη και Ελπίδα είναι τα ονόματα του φωτός…»
[i] Ο Πέτρος γεννήθηκε στη Βηθσαϊδά, κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου με τον αδελφό του Ανδρέα ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά, μαζί με δύο άλλους δύο Αποστόλους, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, γιους του Ζεβεδαίου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης ή Ιωνάς. Ο Πέτρος κατέλαβε πρωτεύουσα θέση στον αποστολικό κύκλο και υπήρξε ο πρώτος Πάπας, δηλαδή Επίσκοπος της Ρώμης. Συχνά εικονίζεται σε Καθολικές και Ορθόδοξες εικόνες κρατώντας κλειδιά. Αυτό είναι αναφορά στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, σύμφωνα με το οποίο, ο Χριστός του είπε: «Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω σ’ αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου.»
[ii] Ο στίχος αυτός του Γουέλλ, θυμίζει τα ko’an του ιαπωνικού zen. Το Zen, (το Δόγμα της καρδιάς του Βούδα), [σανσκριτικά: Dhyāna, από το ρ. dhy = στοχάζομαι, κινέζικα: Chu’an], είναι ένα από τα πιο θαυμαστά λουλούδια του κινέζικου πνεύματος, μπολιασμένο από τον τεράστιο κόσμο των βουδιστικών ιδεών, ένα μοναδικό προϊόν της Ανατολικής διανόησης. Η μοναδικότητά του, από πρακτικής πλευράς, βρίσκεται στο ότι γυμνάζει μεθοδικά το νου για να τον ωριμάσει έτσι ώστε να δεχτεί το satori – την κατανόηση της ουσίας των πραγμάτων –που έρχεται απρόσμενα-, την ενορατική διείσδυση που αντιτίθεται στη διανοητική και τη λογική, το ξεδίπλωμα ενός νέου κόσμου που ο δυαδικός νους δεν έχει ως τώρα συλλάβει μέσα στη σύγχυσή του. Εν ολίγοις, αυτό πρεσβεύει -κατά τον Ελβετό ψυχίατρο και ιδρυτή της σχολής της αναλυτικής ψυχολογίας Karl Jung (1875-1961)- και η Deutsche Theologie [Γερμανική Θεολογία]. Το Ζen, αυτό το ιδιαίτερα διανοητικό και βαθύτατα μεταφυσικό σύστημα φιλοσοφίας –το οποίο δεν έχει κανένα Θεό για να τον λατρέψει και καμία θεολογία ή δόγμα κι ούτε έχει υποστεί σχίσμα, αλλά αρκείται στην αρμονία του με τη ζωή και το ορατό σύμπαν-, χρησιμοποιεί τα ko’an ως μέσο διαλογισμού. Ko’an, σημαίνει, στην κυριολεξία, «δημόσιο επίσημο καταστατικό», αλλά έχει επικρατήσει με την έννοια των ανέκδοτων ιστοριών των αρχαίων διδασκάλων του Βουδισμού, με τις οποίες έδειχναν στους μαθητές τους το δρόμο προς το διαλογισμό. Ένα σύγχρονο ko’an θέτει το ερώτημα: «Ποιο είναι το χρώμα του ήχου της σιγής;» (D. T. Suzuki)
[iii] Στο πρωτότυπο: rotos vuelos.
[iv] θαλασσινέ
[v] τέλμα, έλος, βάλτος με υφάλμυρα ύδατα.
LOS NOMBRES DE LA LUZ
Όλα όσα υφίστανται και όλα όσα έχουν υπάρξει έχουν όνομα: νύχτα, φως, θάλασσα, τ’ αναδυόμενα νησιά. Ψάρι, ελεύθερο ή φυλακισμένο σε δίχτυ. Κύμα, αφρός, ακτή. Τα πάντα έχουν ένα όνομα: Ο Πέτρος ονομάζεται Πέτρος ο αλιεύς...[i]
Ακούστε αυτό το συμβάν του Πέτρου του αλιέως:
Ανέδυε τη μυρωδιά της η θάλασσα. Ξυπνούσαν το τραγούδι του και οι ψίθυροί του. Συνεσταλμένες παρουσίες αναδύονταν, κατέτειναν ελαφριά σώματα σαν φύλλα κρεμάμενα στον άνεμο του φθινοπώρου. Άστρα της τελευτής αγρύπνησαν τ’ αντίφεγγό τους κι έσβησε το εξ Αποκαλύψεως μακρινό μυστήριο των άστρων. Βάραιναν κάτω απ’ τον ουρανό τα βουνά και τα νησιά· γεννιόταν ο χρόνος πάνω από τη θάλασσα…
Έξαφνη λευκότητα ακύρωσε τις σκιές: ατρόμητο, το φως, μ’ ένα άλμα κέρδισε τον κόσμο. Η νύχτα έγινε μία σκοτεινή ξεχασμένη σκέψη. Δοκίμαζαν τα κύματα το πήγαιν’-έλα τους, μάθαιναν μόνα τους το τραγούδι τους. Πτηνά που πρόσφατα είχαν ξυπνήσει πραγματεύονταν το χρώμα του αέρα[ii] και την εμπειρία των φτερών τους.
Η αυγή ανακαταλάμβανε τον κόσμο και τον έντυνε εκ νέου.
Ο Πέτρος ο αλιεύς, στο θαλάσσιο ουρανό της ακτής, έμοιαζε με θεό φανερώνοντας τη φύση, αποκαλύπτοντας την ίδια του τη θεϊκή υπόσταση.
Δίπλα στη θάλασσα, ξυπνούσαν και θορυβούσαν τα χωριά, σαν πυκνοκατοικημένες αποικίες γλάρων… Ο Πέτρος κοίταξε το συγκεχυμένο πήγαιν’-έλα των ανθρώπων, και τους είπε:
-«Ψαράδες, η θάλασσα δε σβήνει τις κραυγές σας που είναι σαν του γλάρου! Είστε γλάροι αγελαίοι και αδηφάγοι· το ψάρεμά τους είναι και δικό σας ψάρεμα: ασήμι νεκρό των ψαριών. Τα δίχτυα σας είναι τα φτερά τους· η καλύβα σας, η τραχιά φωλιά. Η ηώς σας ατενίζει να περπατάτε πάνω στο νερό σαν πέταγμα αναρίθμητο των γλάρων. Ο παραλογισμός της ζωής σας είναι ένα καθημερινό φύτρωμα χωρία αύριο ούτε ελπίδα. Παρόμοια είναι και η ζέση σας! Η ζωή, η θάλασσα, χαραμίζουν επιτυχείς ψαριές, και υπάρχουν τότε κουρασμένα πετάγματα με σπασμένα φτερά,[iii] μοναξιά και γύμνια… Είστε γυμνοί! Όμως εγώ γνωρίζω την προπέτεια και ξέρω ότι είστε ενάρετοι εσείς. Μην πιστεύετε όσους σας μιλούν για ελπίδες και εντιμότητα! Πετάξτε στη θάλασσα όλες τις μάσκες!»
οι Γηραιοί αλιείς αποκρίθηκαν:
-«Τι αναγγέλλουν, προφήτη της ακτής… η πικρία σου και η φωνή σου;»
Και είπαν οι Τυφλοί της Θάλασσας:
-«Όχι στο γνέψιμο το αποκαλυπτικό των χειρονομιών, αλλά στη φωνή διαβάζουμε. Τι δεινά, Πέτρο, δοκίμασε η καρδιά σου; Ή μήπως είσαι πέτρα απαθής και μοναχική; Πες μας: έχεις γελάσει κι έχεις κλάψει με το γέλιο και με το κλάμα των ανθρώπων; Κατανόησες τη χαρά ή τον καημό που κρύβονται στην ψυχή των πραγμάτων;»
Ο Πέτρος διαλογίστηκε:
-«Γελούν ή κλαίνε οι γλάροι…; Για ποια ψυχή των πραγμάτων να μιλούν άραγε;»
Και απάντησε στους Αλιείς και στους Τυφλούς:
-«Σας λέγω: ελεεινή είναι η αντιπαράθεση στη γη και πάνω στη θάλασσα! Πεθαίνετε ζώντας, πετώντας προς το θάνατο!»
Οι Τυφλοί απάντησαν:
-«ΘΑΝΑΤΟΣ, λες; Εμείς βλέπουμε τις λέξεις. Ζουν, οι λέξεις: είναι χρώματα, και αρώματα, και μορφές. Η ΑΥΡΑ, είναι φτερό· ένα φτερό φευγαλέο που τρέμει. ΘΑΛΑΣΣΑ, παρουσία φυκιών, αποστάσεων και ήχων. ΘΑΝΑΤΟΣ, σίγουρο ξύπνημα απ’ τ’ όνειρό μας…· ομίχλη που παύει να είναι ομίχλη και μεταμορφώνεται σε φως.»
Και είπε ο Πέτρος ο αλιεύς:
-«Ονειρεύεστε ξύπνιοι! Από τ’ όνειρό σας θ’ απομείνουν στάχτες, μία ανάμνηση ίσως από όσους θα είναι επίσης στάχτη.»
Αποκρίθηκαν οι Τυφλοί:
-«Η αυγή είναι ελπίδα της νύχτας!»
Ο Πέτρος, ρώτησε:
-«Η νύχτα σας, έχει αυγή;»
Και οι Τυφλοί, τείνοντας τα ευαίσθητά τους χέρια:
-«Κάθε μέρα, το φως κατεβαίνει και φωλιάζει στα χέρια μας, σαν ένα πτηνό χλιαρό και παλλόμενο. Αναζητούμε το φως σαν τα ευαίσθητα ηλιοτρόπια και τους ψηλούς ηλίανθους.»
Απάντησε ο Πέτρος:
-«Σας κοιτάζω και σκέφτομαι: με τον άνθρωπο γεννιέται και πεθαίνει η δυστυχία! Άραγε γνωρίζετε το φως;»
Οι Τυφλοί, αργά:
-«Γνωρίζουμε τα ονόματα του φωτός… Στο βιβλίο των σκιών, υπάρχουν γραμμένες λέξεις φωτοβόλες…»
Ο Πέτρος ο αλιεύς, σκέφτηκε:
-«Άδεια είναι η ελπίδα του, σαν ακτή όταν απομακρύνεται η θάλασσα.»
Οι μητέρες άκουγαν, με λυγμούς δίπλα στο στήθος των παιδιών τους.
Και είπαν οι Χήρες:
-«Ορφανά τα παιδιά, και οι βάρκες και τα δίχτυα τους! Όταν φύγουν οι γονείς, το παιδί είναι φυτό χωρίς ρίζες.
Εάν η σπορά έγινε με αγάπη, μέσω των παιδιών θα ξαναγεννηθούν οι γονείς.
Έτσι έλεγαν, και γέμιζαν τα μάτια τους με απουσία και με θάλασσα…
Τα παιδιά τραγούδησαν στην παραλία:
-Σα γυρίσουν, σα γυρίσουν
-τ’ απόγευμα θα γυρίσουν-,
θα παίξουμε σχοινάκι
με τα κύματα, θα φυσήξουμε
τα κοχύλια όπως η θάλασσα.
Τα νερά τριγύριζαν, αγκάλιαζαν νησιά και βράχια. Κοπελιές που ψάρευαν, αναστέναξαν:
-«Άσκοπη η αγκαλιά, όταν προσπαθούν μα δεν μπορούν οι ψυχές να συναντηθούν!…»
-«Ο χρόνος τακτοποιεί τη θλίψη και την τέρψη μας.»
Στις ίριδες των ματιών τους, ήρεμα η θάλασσα έρεε…
Ο Πέτρος άκουσε την ομιλία των φωνών, και μίλησε στους ψαράδες:
-«Δεν είναι δικό σας παράπονο, κρωγμός χαροκαμένος των γλάρων. Λαό γλάρων σας νόμιζα· μυρμήγκια μοιάζετε κι όχι γλάροι: όταν το πόδι του Θεού σας στεριώνει στη Γη, σαστισμένοι κραυγάζετε: «Σήκωσε το πόδι σου Κύριε! Δε βλέπεις ότι συντρίβεις και εκτρέπεις το δρόμο;…»
Και σκέφτηκαν οι Τυφλοί της Θάλασσας:
-«Αμετάλλακτο είναι το μονοπάτι μας… Είμαστε ποτάμια που ψάχνουν μες τη νύχτα το δρόμο τους.»
☼☼☼
Αυξανόταν το φως. Φούσκωνε σαν ένα τραγούδι εντεινόμενο των τζιτζικιών.
Ο Πέτρος ο αλιεύς αφύπνισε τις αισθήσεις του…
Έξαφνα συνέλαβε το λόγο, τον έμφυτο και πρωτόγονο, των πραγμάτων που δεν κατέληξαν να εκφραστούν όπως ο άνθρωπος: μετρούσε, συλλάμβανε αιθέριες διαστάσεις και χρόνους· αντιλαμβανόταν ανήκουστους ψιθύρους... Μπροστά στη θάλασσα, στο δάσος της φρεσκάδας τους, ψηλές στον αέρα, διαλέγονταν οι Φοινικιές:
-«Ολοένα αναπτύσσονται και ωριμάζουν οι βότρυς του φωτός· η ημέρα θα είναι ο οίνος των πυρακτωμένων τους κλαδιών.»
-«Κοιτάξτε! Το καράβι φέρει αποστάσεις αλαργινές δεμένες στα κατάρτια του! Κοιτάξτε το! Στη βάρκα του, ο άνθρωπος είναι ένας Θεός!»
-«Λόγω της πολυμερούς γλώσσας του και των πολλαπλών του πατρίδων, ο άνθρωπος είναι ένας ξένος ανάμεσά μας. Ο ψίθυρος δεν είναι η γλώσσα του, ούτε το δάσος η πατρίδα του..»
-«Πρέπει να μοιραστούμε τη Γη με τον άνθρωπο, κι αυτός έχει ξεχάσει την αδελφοσύνη του με τα πράγματα…»
Αυτά είπαν, ψιθυρίζοντας, οι Φοινικιές.
Και τα βαθιά Νερά, απάντησαν:
-«Το αίμα σας είναι κύμα που ρέει γοργά προς το θάνατο· τρέχει αναζητώντας την αιωνιότητα… Το να πεθαίνεις σημαίνει να γίνεσαι αιώνιος!»
Στην άμμο της ακτής, γεννιόταν η σκιά μιάς φοινικιάς· και η Σκιά, είπε στη Φοινικιά:
-«Μόνο η εικόνα των πραγμάτων αληθινά πεθαίνει. Είμαι φτιαγμένη από την ουσία σου και την ύλη σου, γιατί, λοιπόν, όταν εγώ πεθαίνω, εσύ επιζείς;…»
Ο Πέτρος ο αλιεύς, σκέφτηκε:
-«Η Σκιά, σαν τον άνθρωπο, στοχάζεται τον εαυτό της…»
Ο Πέτρος είδε ν’ αναδύεται η ίδια του η σκιά, και συλλογίστηκε:
-«Το σώμα μου θα είναι άραγε αιώνιο…; Θα είναι άραγε εφήμερη η εικόνα του…;»
Ένα πτηνό προέβαλλε τις φτερούγες του στο νερό: και είπε η Σκιά του Πτηνού:
-«Θάνατος είναι η απουσία του φωτός και των φτερών…»
Βιαστικό απάντησε:
-«Δεν μπορώ να παύσω να μελετώ κίνητρα. Ο άνθρωπος είναι μία εικόνα που δεν πεθαίνει: στο παρελθόν, εξακολουθεί να υπάρχει· μόνο αλλάζει το χρόνο της ύπαρξής του. (Βιαστικά, βιαστικά, σαν ποιητής φιλοσοφούσε ο Άνεμος).
Σκεπτικές, μουρμούρισαν οι Φοινικιές:
-«Ο άνθρωπος είναι ένας σκλάβος σε ελευθερία. Δέσμιος, σαν τα κοράλλια, το δέντρο, και οι πλάνητες φτερούγες σου, ω άνεμε ενάλιε[iv] ξεστρατημένε στο δάσος…! Ούτε κι η καρδιά του ανθρώπου είναι ελεύθερη: δεσμά αρχέγονα τη δένουν. Η σκέψη της υποφέρει από ξένα δεσμά: τη θέλησή τους και το πεπρωμένο τους. Ίσως να ήταν ελεύθερη, αν σπάσει τους προγόνους της κι αρνηθεί το πεπρωμένο της.»
-«Δεν ξέρω, δεν ξέρω… -αμφέβαλε ο άνεμος ο λαλίστατος-. Θα μπορούσαν ποτέ οι Θεοί να προδώσουν την ουσία τους, ν’ αρνηθούν τον εαυτό τους;»
Το Πτηνό κελάηδησε, υπονοητικά:
-«Φυλακισμένε, φυλακισμένε
στις φυλακές των κοχυλιών,
στις σταγόνες της βροχής
που συγκρατούν τα φύλλα.»
Και είπαν τα εύγλωττα Νερά:
-«Το πουλί και η θάλασσα έχουν το κελάηδισμα και το κελάρυσμά τους· δημιουργούν το τραγούδι τους. Τραγουδούν… τραγουδάμε για ν’ ακούσουμε τη φωνή μας και για να είμαστε ελεύθεροι. Όταν η νύχτα έλθει εκταφιάζοντας πτώματα όλων όσων ζουν στο φως, το τραγούδι του πτηνού, όπως και το δικό μας, στην καταχνιά θα εξακολουθεί να ζει.»
Ο Πέτρος ο αλιεύς σκεπτόταν:
-«Να ‘ναι άραγε ο κρωγμός γλάρου, το τραγούδι των ανθρώπων;»
Ο Άνεμος ο ταξιδευτής, διέκοψε:
-«Έχω δει –λουλούδι ματωμένο- το πληγωμένο στήθος του πτηνού και του πολεμιστή. Το τραγούδι του και η πανοπλία του ήταν σπασμένα· άκαμπτοι και βουβοί το πτηνό και ο στρατιώτης…»
Η σκιά της Φοινικιάς, είπε:
-«Το τραγούδι και το θάρρος ήταν εικόνες… Οι εικόνες και οι σκιές, αναμφισβήτητα πεθαίνουν.»
Τα πολυφωνικά Νερά, είπαν:
-«Στα γενναιόδωρα στήθη μας, η Γη γαλουχείται· από τον άνεμό μας θα βλάσταιναν τα τερετίσματα, ο ύμνος του κόσμου θα γεννηθεί.»
Η θάλασσα αύξανε τον ψίθυρό της και τον κάματό της. ήταν μία πράσινη γούρνα ηχηρή. Ο Πέτρος άκουγε, χαμένος μες στις σκέψεις του· όπως το πτηνό πριν το κελάηδισμα, αποπειράται με το που γεννιέται η μελωδία του… Κοίταξε τα νερά, τρυφερά ατένισε τα νερά: Αισθανόταν να αναπτύσσονται οι σκέψεις του! Υψώνοντας τη φωνή πάνω από τις αρμονικές φωνές της θάλασσας, μίλησε έτσι:
-«Ω ζωηρές υπάρξεις των υδάτων που τραγουδούν και της γης που βρυχάται! Εκπόρευση αδελφική, αδελφές ρίζες… Με πονούν ο φωτισμένος λόγος των πραγμάτων· η θλίψη, η απόσταση από τις ψυχές! Με πονούν ο αμετάκλητος θάνατος των σκιών! Με πονούν τα βουβά πτηνά, το νεκρό ασήμι ανάμεσα στα δίχτυα, ο καθάριος αέρας που πνίγει τα ψάρια!…»
Οι Γηραιοί αλιείς, αναφώνησαν:
-«Ω Πέτρο! Αναγγέλλεις την αγάπη και την ελπίδα. Έχει πεθάνει η πικρία σου, και είναι γλυκιά η φωνή σου· καταλαβαίνεις πλέον αυτά που λένε οι ψυχές πίσω από τα πρόσωπα…»
Με λυγμούς, είπαν οι Φοινικιές:
-«Ο Πέτρος ο αλιεύς έχει κατανοήσει την αδελφοσύνη του με τα πλάσματα και τα πράγματα.»
Προωθούσε η ημέρα τη λαμπερή της πλώρη. Στο στέρφο τέναγος[v] και στους γκρεμούς, υπήρξε ένα πέταγμα χαρμόσυνο των γλάρων. Η θάλασσα άπλωνε υπάκουα τους αφρούς της.
Από τον αέρα, έκρωζαν οι Γλάροι:
-«Πέτρο, αδελφέ μας· παρόμοιες, στ’ αλήθεια, είναι οι ζωές μας και η ζωή των πραγμάτων! Ίδιο είναι και το φορτίο της οδύνης μας: το σαλιγκάρι σέρνει έναν κόσμο, και αντέχουν οι ώμοι του ψαριού όλο το βάρος της θάλασσας…»
Ο Πέτρος ύψωσε τη φωνή του ως το θορυβώδες πέταγμα των χλωμών γλάρων, κι αναφώνησε:
-«Την αυγή, την αυγή αυτής της ημέρας, καλότυχος είναι ο άνθρωπος γιατί είχε τα μάτια του και τα μάτια του γνώρισαν το φως!»
-«Γνωρίζουμε τα ονόματα του φωτός…! Γνωρίζουμε τα ονόματά του! –επανέλαβαν οι Τυφλοί της Θάλασσας. Στο βιβλίο των σκιών είναι γραμμένο: Αγάπη και Ελπίδα είναι τα ονόματα του φωτός…»
[i] Ο Πέτρος γεννήθηκε στη Βηθσαϊδά, κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου με τον αδελφό του Ανδρέα ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά, μαζί με δύο άλλους δύο Αποστόλους, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, γιους του Ζεβεδαίου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης ή Ιωνάς. Ο Πέτρος κατέλαβε πρωτεύουσα θέση στον αποστολικό κύκλο και υπήρξε ο πρώτος Πάπας, δηλαδή Επίσκοπος της Ρώμης. Συχνά εικονίζεται σε Καθολικές και Ορθόδοξες εικόνες κρατώντας κλειδιά. Αυτό είναι αναφορά στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, σύμφωνα με το οποίο, ο Χριστός του είπε: «Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω σ’ αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου.»
[ii] Ο στίχος αυτός του Γουέλλ, θυμίζει τα ko’an του ιαπωνικού zen. Το Zen, (το Δόγμα της καρδιάς του Βούδα), [σανσκριτικά: Dhyāna, από το ρ. dhy = στοχάζομαι, κινέζικα: Chu’an], είναι ένα από τα πιο θαυμαστά λουλούδια του κινέζικου πνεύματος, μπολιασμένο από τον τεράστιο κόσμο των βουδιστικών ιδεών, ένα μοναδικό προϊόν της Ανατολικής διανόησης. Η μοναδικότητά του, από πρακτικής πλευράς, βρίσκεται στο ότι γυμνάζει μεθοδικά το νου για να τον ωριμάσει έτσι ώστε να δεχτεί το satori – την κατανόηση της ουσίας των πραγμάτων –που έρχεται απρόσμενα-, την ενορατική διείσδυση που αντιτίθεται στη διανοητική και τη λογική, το ξεδίπλωμα ενός νέου κόσμου που ο δυαδικός νους δεν έχει ως τώρα συλλάβει μέσα στη σύγχυσή του. Εν ολίγοις, αυτό πρεσβεύει -κατά τον Ελβετό ψυχίατρο και ιδρυτή της σχολής της αναλυτικής ψυχολογίας Karl Jung (1875-1961)- και η Deutsche Theologie [Γερμανική Θεολογία]. Το Ζen, αυτό το ιδιαίτερα διανοητικό και βαθύτατα μεταφυσικό σύστημα φιλοσοφίας –το οποίο δεν έχει κανένα Θεό για να τον λατρέψει και καμία θεολογία ή δόγμα κι ούτε έχει υποστεί σχίσμα, αλλά αρκείται στην αρμονία του με τη ζωή και το ορατό σύμπαν-, χρησιμοποιεί τα ko’an ως μέσο διαλογισμού. Ko’an, σημαίνει, στην κυριολεξία, «δημόσιο επίσημο καταστατικό», αλλά έχει επικρατήσει με την έννοια των ανέκδοτων ιστοριών των αρχαίων διδασκάλων του Βουδισμού, με τις οποίες έδειχναν στους μαθητές τους το δρόμο προς το διαλογισμό. Ένα σύγχρονο ko’an θέτει το ερώτημα: «Ποιο είναι το χρώμα του ήχου της σιγής;» (D. T. Suzuki)
[iii] Στο πρωτότυπο: rotos vuelos.
[iv] θαλασσινέ
[v] τέλμα, έλος, βάλτος με υφάλμυρα ύδατα.