Ημερολόγια Ταξιδιών σε φύλλα μπανανιάς, Ηλίας Ταμπουράκης,
Εκδ. Ροές, Αθήνα, 2007
Εκδ. Ροές, Αθήνα, 2007
Γουατεμάλα: Αερικά κι ανεμοπαρμένοι
Παλαιά Πόλις των Ιπποτών του Αγίου Ιακώβου, ἐν σωτηρίῳ ἒτει 1543 -
- Αντίγουα Γουατεμάλα (Antigua Guatemala), καλοκαίρι του 1997:
-«Πάνε τώρα 454 χρόνια, που οι σκιασμένες ψυχές των πονεμένων σέρνονται κάθε βράδυ ανάμεσα στους χορταριασμένους κήπους των μοναστηριών στο χρώμα της ώχρας, που γκρέμισε το πνεύμα του ηφαιστείου, και γρατζουνούν με τα σπιρούνια του κόκορα που ‘χουν για νύχια, τις σκουληκιασμένες μαύρες πόρτες με τους ξυλόγλυπτους ήλιους των επαύλεων οπού ‘μεναν κάποτε οι ακατονόμαστοι, οι έξ’ από ‘δώ, οι γατσουπίνες Ισπανοί.
Στα γύρω καλαμποκοχώραφα, οι μάγισσες, τρισέγγονες των Βάσκων –που ‘ρθαν, λέει απ’ τον Καύκασο, γιορτάζουν κάποιο ακελάρρε (aquelarre).
Οι αλυσίδες που ακούς να σέρνονται είναι του καδέχο (cadejo), του διαβόλου που μεταμορφώνεται σε σκύλο κι αναζητά τη λύτρωση. Είναι όμως κι ο απόηχος των αλυσίδων των σκλάβων που ψάχνουν κι αυτοί ακόμα τον ανεκπλήρωτο σωσμό.
Στη γωνιά της εκκλησίας της Υπαπαντής, δεν είναι ο γείτονας, που βλέπεις τη σκιά του. Είναι το Σισιμίτε (Sisimite) με το τεράστιο καπέλο, που βγήκε πάλι να διασκεδάσει στρίβοντας σαν κοτσίδες ινδιάνικες τη χαίτη των αλόγων. Ποτέ δεν τα συμπαθήσαμε αυτά τα παράξενα ζώα που ήρθαν μαζί με τους λευκούς. Εμείς προτιμούμε να μείνουμε με το Σισιμίτε.
Μη μιλάς! Άκου τους λυγμούς της Γιορόνα (Llorona), που πλένεται γυμνή στα ποτάμια, και ψάχνει μετανοιωμένη το παιδί της που τo ‘χε πετάξει κάτω απ’ τη γέφυρα. Λένε ότι είναι η Μαλίντσε (Malinche), που ‘χε προδώσει τους Αζτέκους στον Κορτές (Cortés), κι εκείνος της έδωσε για δώρο ένα μπάσταρδο. Ποιος ξέρει ποιανού στρατιώτη σπόρος να ‘ναι. Εγώ, να σου πω την αλήθεια, δεν τα πιστεύω όλα τούτα. Μάλλον ψάχνει να βρει ποιοι είμαστε, τι είμαστε εμείς σήμερα. Μου το ‘πε εμένα…
Να! φτάσαμε στο σπίτι του Δον Κάρλος. Παράξενος γέρος. Θα ‘ναι εκατό χρονών και βάλε… Μονόχνοτος άνθρωπος. Μοναδική του παρέα είναι το φάντασμα του Δον Χουάν, που ‘χε πέσει στο πηγάδι, κι είχε θαφτεί με το σεισμό της 4ης Απριλίου του 1651.
Ας μην προχωρήσουμε πιο πέρα απ’ τη γειτονιά Τσιπιλάπα. Είναι πολύ αργά πια. Δεν είναι καλό να πλησιάζει κανείς τέτοιες ώρες το στόμιο του χρυσωρυχείου που είναι στην πλαγιά. Εμείς το χρυσάφι το ‘χαμε για να τιμούμε το Θεό Ήλιο, κι οι Ισπανοί το δώσανε στο βασιλιά τους, που ήταν ένας θνητός. Γι’ αυτό σήμερα το χρυσωρυχείο είναι το ανοιχτό στόμα του Σιμπαλμπά (Xibalbá), του κάτω κόσμου, κι είναι γεμάτο νυχτερίδες.
Ας πάμε ευθεία απ’ την οδό Δε Λος Ερρέρος. Έτσι δε θα χαθούμε περισσότερο.
Τον βλέπεις αυτόν τον πέτρινο σταυρό; Εδώ έρχονται οι τρελοί και ρίχνουν ένα ασημένιο νόμισμα για να βρουν τα λογικά τους. Αρχίζει λένε και τρέμει ο τόπος μόλις προσευχηθούν, αλλά αυτό μόνο οι ίδιοι μπορούν να το καταλάβουν.
Κι εγώ, μη νομίζεις, χρόνια έκανα στους Ανώνυμους Αλκοολικούς… Τώρα όμως πια ούτε στο κρατητήριο της αστυνομίας δε μ’ αφήνουν να κοιμηθώ όταν με βρίσκουν πεσμένο σε καμιά γωνιά. Είναι, λένε κι αυτό «πλήρης». Έτσι το λένε αυτοί που ξέρουν γράμματα και βγάζουνε λεφτά. Κι από τότε που πέθαν’ η γυναίκα μου, και πήραν τα παιδιά μου στα μπαρ –πως τα λέτε αυτά τα μέρη που πάτε εσείς οι λευκοί όταν το κρεβάτι σας είναι άδειο- τώρα πια πού ‘μεινα μόνος, γυρνάω τα βράδια με τ’ αερικά, και δείχνω τα κατατόπια σε κανέναν τουρίστα πού ‘χασε το δρόμο. Καμία φορά μου δίνουν και κάτι τις, για να πάω να πιω. Θα μου δώσεις κι εσύ, έτσι δεν είναι, señor; Έχει πολλά αερικά η πόλη μας. Βέβαια! Όλοι ίδιοι είμαστε. Αερικά κι ανεμοπαρμένοι. Δεν το ‘ξερες;»
- Αντίγουα Γουατεμάλα (Antigua Guatemala), καλοκαίρι του 1997:
-«Πάνε τώρα 454 χρόνια, που οι σκιασμένες ψυχές των πονεμένων σέρνονται κάθε βράδυ ανάμεσα στους χορταριασμένους κήπους των μοναστηριών στο χρώμα της ώχρας, που γκρέμισε το πνεύμα του ηφαιστείου, και γρατζουνούν με τα σπιρούνια του κόκορα που ‘χουν για νύχια, τις σκουληκιασμένες μαύρες πόρτες με τους ξυλόγλυπτους ήλιους των επαύλεων οπού ‘μεναν κάποτε οι ακατονόμαστοι, οι έξ’ από ‘δώ, οι γατσουπίνες Ισπανοί.
Στα γύρω καλαμποκοχώραφα, οι μάγισσες, τρισέγγονες των Βάσκων –που ‘ρθαν, λέει απ’ τον Καύκασο, γιορτάζουν κάποιο ακελάρρε (aquelarre).
Οι αλυσίδες που ακούς να σέρνονται είναι του καδέχο (cadejo), του διαβόλου που μεταμορφώνεται σε σκύλο κι αναζητά τη λύτρωση. Είναι όμως κι ο απόηχος των αλυσίδων των σκλάβων που ψάχνουν κι αυτοί ακόμα τον ανεκπλήρωτο σωσμό.
Στη γωνιά της εκκλησίας της Υπαπαντής, δεν είναι ο γείτονας, που βλέπεις τη σκιά του. Είναι το Σισιμίτε (Sisimite) με το τεράστιο καπέλο, που βγήκε πάλι να διασκεδάσει στρίβοντας σαν κοτσίδες ινδιάνικες τη χαίτη των αλόγων. Ποτέ δεν τα συμπαθήσαμε αυτά τα παράξενα ζώα που ήρθαν μαζί με τους λευκούς. Εμείς προτιμούμε να μείνουμε με το Σισιμίτε.
Μη μιλάς! Άκου τους λυγμούς της Γιορόνα (Llorona), που πλένεται γυμνή στα ποτάμια, και ψάχνει μετανοιωμένη το παιδί της που τo ‘χε πετάξει κάτω απ’ τη γέφυρα. Λένε ότι είναι η Μαλίντσε (Malinche), που ‘χε προδώσει τους Αζτέκους στον Κορτές (Cortés), κι εκείνος της έδωσε για δώρο ένα μπάσταρδο. Ποιος ξέρει ποιανού στρατιώτη σπόρος να ‘ναι. Εγώ, να σου πω την αλήθεια, δεν τα πιστεύω όλα τούτα. Μάλλον ψάχνει να βρει ποιοι είμαστε, τι είμαστε εμείς σήμερα. Μου το ‘πε εμένα…
Να! φτάσαμε στο σπίτι του Δον Κάρλος. Παράξενος γέρος. Θα ‘ναι εκατό χρονών και βάλε… Μονόχνοτος άνθρωπος. Μοναδική του παρέα είναι το φάντασμα του Δον Χουάν, που ‘χε πέσει στο πηγάδι, κι είχε θαφτεί με το σεισμό της 4ης Απριλίου του 1651.
Ας μην προχωρήσουμε πιο πέρα απ’ τη γειτονιά Τσιπιλάπα. Είναι πολύ αργά πια. Δεν είναι καλό να πλησιάζει κανείς τέτοιες ώρες το στόμιο του χρυσωρυχείου που είναι στην πλαγιά. Εμείς το χρυσάφι το ‘χαμε για να τιμούμε το Θεό Ήλιο, κι οι Ισπανοί το δώσανε στο βασιλιά τους, που ήταν ένας θνητός. Γι’ αυτό σήμερα το χρυσωρυχείο είναι το ανοιχτό στόμα του Σιμπαλμπά (Xibalbá), του κάτω κόσμου, κι είναι γεμάτο νυχτερίδες.
Ας πάμε ευθεία απ’ την οδό Δε Λος Ερρέρος. Έτσι δε θα χαθούμε περισσότερο.
Τον βλέπεις αυτόν τον πέτρινο σταυρό; Εδώ έρχονται οι τρελοί και ρίχνουν ένα ασημένιο νόμισμα για να βρουν τα λογικά τους. Αρχίζει λένε και τρέμει ο τόπος μόλις προσευχηθούν, αλλά αυτό μόνο οι ίδιοι μπορούν να το καταλάβουν.
Κι εγώ, μη νομίζεις, χρόνια έκανα στους Ανώνυμους Αλκοολικούς… Τώρα όμως πια ούτε στο κρατητήριο της αστυνομίας δε μ’ αφήνουν να κοιμηθώ όταν με βρίσκουν πεσμένο σε καμιά γωνιά. Είναι, λένε κι αυτό «πλήρης». Έτσι το λένε αυτοί που ξέρουν γράμματα και βγάζουνε λεφτά. Κι από τότε που πέθαν’ η γυναίκα μου, και πήραν τα παιδιά μου στα μπαρ –πως τα λέτε αυτά τα μέρη που πάτε εσείς οι λευκοί όταν το κρεβάτι σας είναι άδειο- τώρα πια πού ‘μεινα μόνος, γυρνάω τα βράδια με τ’ αερικά, και δείχνω τα κατατόπια σε κανέναν τουρίστα πού ‘χασε το δρόμο. Καμία φορά μου δίνουν και κάτι τις, για να πάω να πιω. Θα μου δώσεις κι εσύ, έτσι δεν είναι, señor; Έχει πολλά αερικά η πόλη μας. Βέβαια! Όλοι ίδιοι είμαστε. Αερικά κι ανεμοπαρμένοι. Δεν το ‘ξερες;»