Maracuyá, το φρούτο του πάθους
Τα μάτια της καθρεφτίζουν τις θάλασσες του Νότου, όπου η πιο αμυδρή αίσθηση ερωτισμού μπορεί να πετάξει ελεύθερα, αναπνέοντας τους αληγείς ανέμους που λαξεύουν τη λευκή παραλία, αλλάζοντας τα σημάδια της άμμου και δίνοντάς τους το σχήμα των κορμιών τους –έναν κόμπο από χορταρένιο σχοινί cabuya- που πάλλονται στις γαλαζοπράσινες quetzal ανταύγειες του νερού. Γύρω τους, οι κοκκοφοίνικες, τροπική προέκταση της ανάσας τους.
Αυτήν τη στιγμή του έρωτά τους, η σκέψη και των δύο, σαν απόμακρη βοή κοχυλιού, τους μουρμουρίζει το παρελθόν τους. Οι ημερομηνίες της αλληλογραφίας τους έχουν σβηστεί απ’ το νου, όμως τα λόγια τους στα γράμματά τους δεν θα μπορούσαν να ξεχαστούν ποτέ:
Εκείνος της μιλούσε για τον έρωτα που ακόμη έψαχνε, για μία σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες πλασμένους από σκληρές εμπειρίες, που να ξαναγεννιέται μέσα στο χρόνο.
Εκείνη του απαντούσε ότι στη χώρα της ποτέ δεν υπήρξε άντρας που να επιβεβαίωσε το φύλο του περισσότερο με την καρδιά του, παρά με το σώμα του.
Οι μήνες της αλληλογραφίας περνούσαν νωχελικά στους τροπικούς και παγερά στην Ευρώπη, μεγαλώνοντας τον πόθο τους να συναντηθούν.
Τ’ όνειρο Εκείνης να περιμένει το αεροπλάνο από την Ευρώπη και η ελπίδα Εκείνου να φτάσει επιτέλους στη μελαχρινή χώρα πραγματοποιήθηκαν μέσα σ’ ένα στροβίλισμα από φιλιά στο χρώμα της μοβ ορχιδέας guaria, άρωμα Quorum και δαντελένια βολάν από αέρα και φως. Η ανακοίνωση άφιξης της πτήσης από Ελλάδα μέσω Αϊτής χανόταν μέσ’ τον πομπώδη θόρυβο του 747.
Εκείνη, αμυδρή ανάμνηση ενός μαυριτανικού και ινδιάνικου έρωτα, με μάτια που εκφράζουν σιωπηλά όλα εκείνα που οι Lorca και οι Neruda ονομάζουν ποίηση.
Εκείνος, καστανός, με γαλανά μάτια, αιγαιοπελαγίτικα απ’ όπου και κατάγεται.
Η απόμακρη βοή του κοχυλιού που τους θυμίζει όλα εκείνα, παύει και η σκέψη τους γυρίζει στη λευκή άμμο της παραλίας που λαξεύουν οι αληγείς και που Εκείνοι κάνουν έρωτα ελεύθεροι μετά απ’ όσα είχαν συμβεί εδώ και κάποια χρόνια. Λαμπεροί κόκκοι άμμου κολλάνε στα πρόσωπά τους, παρασυρμένοι από την ανάστατη αναπνοή τους. Μένουν για λίγο αγκαλιασμένοι, με το κεφάλι της στο σημείο της καρδιάς του. Εκείνος ξεγελάει τη δίψα του περνώντας τα χείλη του απ’ τις τελευταίες σταγόνες maracuyá – το φρούτο του πάθους, που είχαν κυλήσει στο λαιμό της.
Μιλούν για τις δύσκολες μέρες που είχαν περάσει τον καιρό της αλληλογραφίας ο ένας μακριά απ’ τον άλλον, για τις άκαρπες ελπίδες τους να ζήσουν επιτέλους ευτυχισμένοι, για τις καλοοργανωμένες ίντριγκες μιας κοινωνίας ηθικών βιασμών. Όμως στο τέλος, η θύμησή τους φτάνει στην ημέρα του γάμου τους –ίσως του πιο ρομαντικού γάμου, χωρίς kitsch φορέματα, χωρίς κόσμο: Το συμβόλαιο του πολιτικού γάμου τους υπογράφτηκε από έναν δικηγόρο, μέσ’ την υγρή ζέστη κάτω απ’ την τσίγκινη στέγη ενός νυσταλέου συμβολαιογραφικού γραφείου στο κέντρο μιας σκονισμένης επαρχιακής πόλης Quesada, που εκείνη την ώρα ήταν βυθισμένη στη siesta της. Δεν άκουγαν το κείμενο των συζυγικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, γιατί και οι δύο ψιθύριζαν συμπτωματικά ένα παλιό λατινοαμερικάνικο τραγούδι:
«Ζούμε σ’ έναν κόσμο δύσκολο
που συννεφιάζει τη ζωή μας.
Ζούμε κάτω από έναν ουρανό
με γκρίζες σκιές
που δεν αφήνει τις ηλιαχτίδες
να μας αγγίξουν.
Όμως παρά τα ελαττώματά μας,
πάνω απ’ όλα, ο κόσμος για ‘μένα
θα είσαι εσύ.
Ακόμη κι αν όλα μας αντιστέκονται,
εσύ θα είσαι στη ζωή μου,
εσύ θα είσαι στον αφρό της θάλασσας
που παίζει στην άμμο.
Θα είσαι σαν άστρο στο αιώνιο χαμόγελό μου,
και ξεχνώντας τα όλα
θα συνεχίσουμε να είμαστε μαζί.»
Έξω απ’ το γραφείο περνούσε τυχαία το λεωφορείο των 3:30, τελευταίο μοντέλο της αμερικανο-βραζιλιάνικης τεχνολογίας, με air conditioner και video, που θα τους μετέφερε στην πρωτεύουσα. Δεν περίμεναν να τελειώσει ο δικηγόρος την ανάγνωση του κειμένου του, γιατί πίστευαν ότι ούτε οι στείροι νόμοι, ούτε η μάταιη Εκκλησία θα μπορούσαν να σφραγίσουν τη μετέπειτα ζωή τους περισσότερο από τον ίδιο τους τον έρωτα.
Το πούλμαν τους περνούσε –βράδυ πια- από τις φυτείες ζαχαροκάλαμου της κεντρικής Λατινικής Αμερικής, συναντώντας στο δρόμο μία γιορτή kimbamba των νέγρων της Καραϊβικής. Έγειραν στο τζάμι και αφέθηκαν να βλέπουν μαζί τις πυγολαμπίδες carbuncos, σαν άστρα μπλεγμένα στα δίχτυα των δέντρων.
Στο San José έφτασαν πολύ αργά. Στη στάση των υπεραστικών λεωφορείων -αρκετά επικίνδυνη εκείνες τις ώρες- πολυκοσμία από έρμαια μιας ζωής περασμένης δια πυρός και σιδήρου. Tο ηλεκτρικό του σπιτιού που είχαν νοικιάσει θα ήταν κομμένο. Αγόρασαν έτοιμο κοτόπουλο στη σχάρα απ’ τη soda, το ξύλινο ημιυπαίθριο ταβερνάκι, και προμηθεύτηκαν κεριά από μία μικροβιτρίνα με πινακίδα Coca Cola και γεμάτη τροπικά λουλούδια και λαμπερά φτερά, κούκλες και φυλαχτά από κοχύλια κι άλλα άγνωστα αντικείμενα που θυμίζουν παλιομοδίτικα είδη τριτοκοσμικού κομμωτηρίου (για μερικούς πολυπόθητα και γι’ άλλους ‘ξορκισμένα) που ραντίζονται με αίμα θυσίας που τρέφει θεούς δαιμονικούς και ήλιους, ή εξαγνίζονται με τελετές καθαρμών, όπως ορίζουν οι “Κώδικες”. Έφαγαν με τα χέρια το κοτόπουλο στο πάτωμα του άδειου σπιτιού κι έκαναν έρωτα φοβισμένοι για το μέλλον τους. Ανησυχούσαν μήπως αυτό που εκείνοι έλεγαν έρωτα, αποδεικνυόταν τελικά ένας απλός ενθουσιασμός.
(Τις παλιομοδίτικες μπαλωμένες αλλά καθαρές κουρτίνες διαπερνούσαν οι απόηχοι από κάποιους πλανόδιους μουσικούς Mariachi στην ξύλινη κακόφημη cantina του παρακάτω στενού –σίγουρα βαμμένη πράσινη- μαζί με τις βρισιές στη διάλεκτο limonense ενός μεθυσμένου μαύρου. Έπαιζαν τις mañanitas. Κάποιος γιόρταζε τα γενέθλιά του. Πάνω στον αργοκίνητο ανεμιστήρα του ταβανιού μια αράχνη έτρεμε μονότονα.)
Σ’ αυτό το σημείο, η σκέψη τους τους ξαναφέρνει στη λευκή παραλία των αληγών και της τροπικής βλάστησης. Σβήνουν τη δίψα της libido μέσα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο από ηδονικά αγγίγματα και τροπικές κραυγές θαλασσινών πουλιών albatross, έχοντας αυτήν τη φορά τη σκέψη τους στον ίδιο τους τον εαυτό, στο παρόν τους, στη σχέση τους που επιβίωσε παρ’ όλες τις διαφορές της νοοτροπίας τους.
Μένουν αγκαλιασμένοι, ακίνητοι, σαν εκείνους τους ξερούς, ξασπρισμένους απ’ το αλάτι της θάλασσας κορμούς δέντρων που βρίσκει κανείς περπατώντας στις τροπικές παραλίες του Ειρηνικού.
Τώρα πια, είναι και οι δύο σίγουροι ότι ο έρωτάς τους θα υπάρχει κάπου για όλη τους τη ζωή. Ανακαλύπτουν τους εαυτούς τους να ψιθυρίζουν συμπτωματικά το ίδιο παλιό λατινοαμερικάνικο τραγούδι:
«…Όμως παρά τα ελαττώματά μας,
πάνω απ’ όλα, ο κόσμος για ‘μένα
θα είσαι εσύ….»
Σκέφτηκαν να μαζέψουν μερικά από τα πορτοκαλί κοράλλια που βρίσκονταν γύρω τους, για να θυμούνται εκείνη τη μέρα.
Ηλίας Ταμπουράκης-Μαλαματίνας, Καθηγητής Γλωσσών-Μεταφραστής,
Επικοινωνία: Κιν.: 6951614346 [email protected] www.iliastampourakis.weebly.com
Αυτήν τη στιγμή του έρωτά τους, η σκέψη και των δύο, σαν απόμακρη βοή κοχυλιού, τους μουρμουρίζει το παρελθόν τους. Οι ημερομηνίες της αλληλογραφίας τους έχουν σβηστεί απ’ το νου, όμως τα λόγια τους στα γράμματά τους δεν θα μπορούσαν να ξεχαστούν ποτέ:
Εκείνος της μιλούσε για τον έρωτα που ακόμη έψαχνε, για μία σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες πλασμένους από σκληρές εμπειρίες, που να ξαναγεννιέται μέσα στο χρόνο.
Εκείνη του απαντούσε ότι στη χώρα της ποτέ δεν υπήρξε άντρας που να επιβεβαίωσε το φύλο του περισσότερο με την καρδιά του, παρά με το σώμα του.
Οι μήνες της αλληλογραφίας περνούσαν νωχελικά στους τροπικούς και παγερά στην Ευρώπη, μεγαλώνοντας τον πόθο τους να συναντηθούν.
Τ’ όνειρο Εκείνης να περιμένει το αεροπλάνο από την Ευρώπη και η ελπίδα Εκείνου να φτάσει επιτέλους στη μελαχρινή χώρα πραγματοποιήθηκαν μέσα σ’ ένα στροβίλισμα από φιλιά στο χρώμα της μοβ ορχιδέας guaria, άρωμα Quorum και δαντελένια βολάν από αέρα και φως. Η ανακοίνωση άφιξης της πτήσης από Ελλάδα μέσω Αϊτής χανόταν μέσ’ τον πομπώδη θόρυβο του 747.
Εκείνη, αμυδρή ανάμνηση ενός μαυριτανικού και ινδιάνικου έρωτα, με μάτια που εκφράζουν σιωπηλά όλα εκείνα που οι Lorca και οι Neruda ονομάζουν ποίηση.
Εκείνος, καστανός, με γαλανά μάτια, αιγαιοπελαγίτικα απ’ όπου και κατάγεται.
Η απόμακρη βοή του κοχυλιού που τους θυμίζει όλα εκείνα, παύει και η σκέψη τους γυρίζει στη λευκή άμμο της παραλίας που λαξεύουν οι αληγείς και που Εκείνοι κάνουν έρωτα ελεύθεροι μετά απ’ όσα είχαν συμβεί εδώ και κάποια χρόνια. Λαμπεροί κόκκοι άμμου κολλάνε στα πρόσωπά τους, παρασυρμένοι από την ανάστατη αναπνοή τους. Μένουν για λίγο αγκαλιασμένοι, με το κεφάλι της στο σημείο της καρδιάς του. Εκείνος ξεγελάει τη δίψα του περνώντας τα χείλη του απ’ τις τελευταίες σταγόνες maracuyá – το φρούτο του πάθους, που είχαν κυλήσει στο λαιμό της.
Μιλούν για τις δύσκολες μέρες που είχαν περάσει τον καιρό της αλληλογραφίας ο ένας μακριά απ’ τον άλλον, για τις άκαρπες ελπίδες τους να ζήσουν επιτέλους ευτυχισμένοι, για τις καλοοργανωμένες ίντριγκες μιας κοινωνίας ηθικών βιασμών. Όμως στο τέλος, η θύμησή τους φτάνει στην ημέρα του γάμου τους –ίσως του πιο ρομαντικού γάμου, χωρίς kitsch φορέματα, χωρίς κόσμο: Το συμβόλαιο του πολιτικού γάμου τους υπογράφτηκε από έναν δικηγόρο, μέσ’ την υγρή ζέστη κάτω απ’ την τσίγκινη στέγη ενός νυσταλέου συμβολαιογραφικού γραφείου στο κέντρο μιας σκονισμένης επαρχιακής πόλης Quesada, που εκείνη την ώρα ήταν βυθισμένη στη siesta της. Δεν άκουγαν το κείμενο των συζυγικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, γιατί και οι δύο ψιθύριζαν συμπτωματικά ένα παλιό λατινοαμερικάνικο τραγούδι:
«Ζούμε σ’ έναν κόσμο δύσκολο
που συννεφιάζει τη ζωή μας.
Ζούμε κάτω από έναν ουρανό
με γκρίζες σκιές
που δεν αφήνει τις ηλιαχτίδες
να μας αγγίξουν.
Όμως παρά τα ελαττώματά μας,
πάνω απ’ όλα, ο κόσμος για ‘μένα
θα είσαι εσύ.
Ακόμη κι αν όλα μας αντιστέκονται,
εσύ θα είσαι στη ζωή μου,
εσύ θα είσαι στον αφρό της θάλασσας
που παίζει στην άμμο.
Θα είσαι σαν άστρο στο αιώνιο χαμόγελό μου,
και ξεχνώντας τα όλα
θα συνεχίσουμε να είμαστε μαζί.»
Έξω απ’ το γραφείο περνούσε τυχαία το λεωφορείο των 3:30, τελευταίο μοντέλο της αμερικανο-βραζιλιάνικης τεχνολογίας, με air conditioner και video, που θα τους μετέφερε στην πρωτεύουσα. Δεν περίμεναν να τελειώσει ο δικηγόρος την ανάγνωση του κειμένου του, γιατί πίστευαν ότι ούτε οι στείροι νόμοι, ούτε η μάταιη Εκκλησία θα μπορούσαν να σφραγίσουν τη μετέπειτα ζωή τους περισσότερο από τον ίδιο τους τον έρωτα.
Το πούλμαν τους περνούσε –βράδυ πια- από τις φυτείες ζαχαροκάλαμου της κεντρικής Λατινικής Αμερικής, συναντώντας στο δρόμο μία γιορτή kimbamba των νέγρων της Καραϊβικής. Έγειραν στο τζάμι και αφέθηκαν να βλέπουν μαζί τις πυγολαμπίδες carbuncos, σαν άστρα μπλεγμένα στα δίχτυα των δέντρων.
Στο San José έφτασαν πολύ αργά. Στη στάση των υπεραστικών λεωφορείων -αρκετά επικίνδυνη εκείνες τις ώρες- πολυκοσμία από έρμαια μιας ζωής περασμένης δια πυρός και σιδήρου. Tο ηλεκτρικό του σπιτιού που είχαν νοικιάσει θα ήταν κομμένο. Αγόρασαν έτοιμο κοτόπουλο στη σχάρα απ’ τη soda, το ξύλινο ημιυπαίθριο ταβερνάκι, και προμηθεύτηκαν κεριά από μία μικροβιτρίνα με πινακίδα Coca Cola και γεμάτη τροπικά λουλούδια και λαμπερά φτερά, κούκλες και φυλαχτά από κοχύλια κι άλλα άγνωστα αντικείμενα που θυμίζουν παλιομοδίτικα είδη τριτοκοσμικού κομμωτηρίου (για μερικούς πολυπόθητα και γι’ άλλους ‘ξορκισμένα) που ραντίζονται με αίμα θυσίας που τρέφει θεούς δαιμονικούς και ήλιους, ή εξαγνίζονται με τελετές καθαρμών, όπως ορίζουν οι “Κώδικες”. Έφαγαν με τα χέρια το κοτόπουλο στο πάτωμα του άδειου σπιτιού κι έκαναν έρωτα φοβισμένοι για το μέλλον τους. Ανησυχούσαν μήπως αυτό που εκείνοι έλεγαν έρωτα, αποδεικνυόταν τελικά ένας απλός ενθουσιασμός.
(Τις παλιομοδίτικες μπαλωμένες αλλά καθαρές κουρτίνες διαπερνούσαν οι απόηχοι από κάποιους πλανόδιους μουσικούς Mariachi στην ξύλινη κακόφημη cantina του παρακάτω στενού –σίγουρα βαμμένη πράσινη- μαζί με τις βρισιές στη διάλεκτο limonense ενός μεθυσμένου μαύρου. Έπαιζαν τις mañanitas. Κάποιος γιόρταζε τα γενέθλιά του. Πάνω στον αργοκίνητο ανεμιστήρα του ταβανιού μια αράχνη έτρεμε μονότονα.)
Σ’ αυτό το σημείο, η σκέψη τους τους ξαναφέρνει στη λευκή παραλία των αληγών και της τροπικής βλάστησης. Σβήνουν τη δίψα της libido μέσα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο από ηδονικά αγγίγματα και τροπικές κραυγές θαλασσινών πουλιών albatross, έχοντας αυτήν τη φορά τη σκέψη τους στον ίδιο τους τον εαυτό, στο παρόν τους, στη σχέση τους που επιβίωσε παρ’ όλες τις διαφορές της νοοτροπίας τους.
Μένουν αγκαλιασμένοι, ακίνητοι, σαν εκείνους τους ξερούς, ξασπρισμένους απ’ το αλάτι της θάλασσας κορμούς δέντρων που βρίσκει κανείς περπατώντας στις τροπικές παραλίες του Ειρηνικού.
Τώρα πια, είναι και οι δύο σίγουροι ότι ο έρωτάς τους θα υπάρχει κάπου για όλη τους τη ζωή. Ανακαλύπτουν τους εαυτούς τους να ψιθυρίζουν συμπτωματικά το ίδιο παλιό λατινοαμερικάνικο τραγούδι:
«…Όμως παρά τα ελαττώματά μας,
πάνω απ’ όλα, ο κόσμος για ‘μένα
θα είσαι εσύ….»
Σκέφτηκαν να μαζέψουν μερικά από τα πορτοκαλί κοράλλια που βρίσκονταν γύρω τους, για να θυμούνται εκείνη τη μέρα.
Ηλίας Ταμπουράκης-Μαλαματίνας, Καθηγητής Γλωσσών-Μεταφραστής,
Επικοινωνία: Κιν.: 6951614346 [email protected] www.iliastampourakis.weebly.com