Μέρες της Μεσογείου
Άγγελος Γιαλελής
_
☼
Στο πάνω σύρμα, δυο πουλιά. Στο δεύτερο σύρμα, τρία πουλιά.
Ανάμεσα στα σύρματα, νότες!
Χαίρεσαι να βλέπεις και ν’ ακούς!
☼
Στο πάνω σύρμα, δυο πουλιά. Στο δεύτερο σύρμα, τρία πουλιά.
Ανάμεσα στα σύρματα, νότες!
Χαίρεσαι να βλέπεις και ν’ ακούς!
☼
_
☼
Στο τραπέζι τέσσερις καρέκλες.
Κάθονται τρεις.
Το φαγητό δεν ήρθε!
☼
Όλη τη νύχτα η ξυλόσομπα έκαιγε.
Κάψαμε όλες τις ελπίδες μας
κι ακόμα κάνει κρύο.
☼
Περπατούσε σαράντα μερόνυχτα για να φτάσει εδώ.
Από το Πακιστάν!
Πότε θα καταλάβει οτι δεν ξεκίνησε ακόμα;
☼
Σαν ένας φάκελος είναι η ζωή.
Κάποτε σφραγισμένος.
Κι ο χαρτοκόπτης...
☼
Θάλασσα ακίνητη. Ασήμι σε καλούπι.
Ψαράκι ασημί, που σπαρταρά στον ήλιο.
Ανάμεσά τους, της πετονιάς τ’ αγκίστρι.
☼
Το φίδι ψέματα δε λέει.
Άφησε το πουκάμισό του στα ξερόκλαδα, όμως...
Τίποτα δεν άλλαξε. Αν σε δαγκώσει...
☼
Έβρεχε όλη τη νύχτα.
Μα το πρωί, σα βγήκε ο Ήλιος κι άπλωσε το ζεστό σεντόνι του,
όλη η ρεματιά αχνίζει!
☼
Οι καλαμιές είναι άνεργες πια.
Κανένας δεν ζητάει
καλάθια και κοφίνια.
☼
Επειδή κοιμάσαι στο ίδιο μαξιλάρι, τι πάει να πει;
Άλλα όνειρα βλέπεις το χειμώνα,
κι άλλα την άνοιξη.
☼
Πόσο λίγα γράμματα ξέρει ο γυμνοσάλιαγκας!
Όλο τα ίδια γράφει πίσω του
φεύγοντας.
☼
Αλήθεια! Το καλοκαίρι έφυγε.
Μόνο το πουκάμισο απ’ το τραγούδι του τζίτζικα
έμεινε στα δέντρα.
☼
Το καναρίνι πιάστηκε στην ξόβεργα.
Τραγούδι φάλτσο,
σαν ξεκούρδιστο γραμμόφωνο.
☼
Αν αυτά που βλέπω στον ουρανό
είναι σύννεφα,
τότε καλά πάω για τη βροχή.
☼
Στην καλύβα κάποιος είναι.
Έχει απλώσει παντού
μυρωδιά φρεσκοψημένου κάστανου.
☼
Τρεις προσκυνητές για τον Άγιο.
Ξαπλωμένοι κάτω απ΄ το πεύκο, ο καθένας περιμένει το δικό του θαύμα.
Όλοι κοιτάνε το ίδιο φεγγάρι.
☼
Στ’ αλήθεια, όμως, θαύματα δε γίνονται.
Το φεγγάρι τούς σκεπάζει με τη χάρη του,
αλλά το κρύο τούς τρυπά τα κόκαλα.
☼
Στο τραπέζι, τα γυαλιά μου πάνω στο βιβλίο. Ο καφές με το καϊμάκι.
Στο τασάκι, το τσιγάρο καίγεται κι ο καπνός του καμαρώνει και χορεύει.
Άχ, ζωή! Τα μικρά, μικρά σου πώς μ’ αρέσουν!
☼
Ένας-ένας βγάζουν τον ύπνο από πάνω τους.
Πρώτα ο κόκορας.
Μετά, ο γάιδαρος κι ο σκύλος. Κι ο βαρκάρης!
☼
Η παλίρροια έδιωξε τη θάλασσα. Πάμε!
Τα κυδώνια και τα χτένια
μάς περιμένουν κάτω απ’ τα φύκια!
☼
Τα γυμνά μου πόδια άφησαν βαθιά ίχνη στην άμμο!
Και λοιπόν; Μόνο το φεγγάρι βαρέθηκε κι έφυγε...
Εσύ, στιγμή δεν έφυγες απ’ τη σκέψη μου.
☼
Η βάρκα με τον ψαρά. Πετονιές και δολώματα.
Και υπομονή πολλή!
Τα ψάρια δεν είναι εδώ.
☼
Απρόσεχτος ο βαρκάρης.
Η θάλασσα τεράστιος καθρέφτης,
κι αυτός έπεσε πάνω στο φεγγάρι που κολυμπούσε.
☼
Πήρα την ομπρέλα μου
κι έβαλα την κάπα μου.
Ο Χειμώνας έσκασε στα γέλια!
☼
Ποιος πέταξε την πέτρα
στο σκύλο;
Ούτε τ’ όνομά της δεν ξέραμε!
☼
Στις αλυκές!
Κάτω αρμύρα. Πάνω ο Ήλιος.
Ψήνει το γλυκό ψωμί που τρώνε μαζεύοντας τ’ αλάτι.
☼
Η καμήλα με την καμπούρα της
στο καραβάνι.
Δυο καμπούρες, κι οι νομάδες αλλού.
☼
Αν σηκώσεις πέτρα στην έρημο, θα πεταχτεί ο σκορπιός.
Μαύρος! Με το κεντρί του ψηλά!
Αν είναι κόκκινος, θα φύγει κολυμπώντας, κουνώντας την ουρά του.
☼
Για δες εκεί!
Η κότα ξέφυγε απ’ το σκύλο, που την κυνηγούσε.
Βέβαια, κάποια απ’ τα φτερά της έμειναν στο στόμα του.
☼
Άγριος ο φετινός χειμώνας!
Εκτός από τα δάχτυλά μου, πάγωσε το νου και τη σκέψη.
Ούτε η ελπίδα δεν μπορεί να μας ζεστάνει.
☼
Η νυχτερινή βροχή σταμάτησε.
Σταγόνες νερού στα φύλλα. Μια απ’ αυτές έπεσε στο γυμνό μου πόδι.
Από πού ξεκίνησε, κι έφτασε ως εδώ;
☼
Στο τραπέζι τέσσερις καρέκλες.
Κάθονται τρεις.
Το φαγητό δεν ήρθε!
☼
Όλη τη νύχτα η ξυλόσομπα έκαιγε.
Κάψαμε όλες τις ελπίδες μας
κι ακόμα κάνει κρύο.
☼
Περπατούσε σαράντα μερόνυχτα για να φτάσει εδώ.
Από το Πακιστάν!
Πότε θα καταλάβει οτι δεν ξεκίνησε ακόμα;
☼
Σαν ένας φάκελος είναι η ζωή.
Κάποτε σφραγισμένος.
Κι ο χαρτοκόπτης...
☼
Θάλασσα ακίνητη. Ασήμι σε καλούπι.
Ψαράκι ασημί, που σπαρταρά στον ήλιο.
Ανάμεσά τους, της πετονιάς τ’ αγκίστρι.
☼
Το φίδι ψέματα δε λέει.
Άφησε το πουκάμισό του στα ξερόκλαδα, όμως...
Τίποτα δεν άλλαξε. Αν σε δαγκώσει...
☼
Έβρεχε όλη τη νύχτα.
Μα το πρωί, σα βγήκε ο Ήλιος κι άπλωσε το ζεστό σεντόνι του,
όλη η ρεματιά αχνίζει!
☼
Οι καλαμιές είναι άνεργες πια.
Κανένας δεν ζητάει
καλάθια και κοφίνια.
☼
Επειδή κοιμάσαι στο ίδιο μαξιλάρι, τι πάει να πει;
Άλλα όνειρα βλέπεις το χειμώνα,
κι άλλα την άνοιξη.
☼
Πόσο λίγα γράμματα ξέρει ο γυμνοσάλιαγκας!
Όλο τα ίδια γράφει πίσω του
φεύγοντας.
☼
Αλήθεια! Το καλοκαίρι έφυγε.
Μόνο το πουκάμισο απ’ το τραγούδι του τζίτζικα
έμεινε στα δέντρα.
☼
Το καναρίνι πιάστηκε στην ξόβεργα.
Τραγούδι φάλτσο,
σαν ξεκούρδιστο γραμμόφωνο.
☼
Αν αυτά που βλέπω στον ουρανό
είναι σύννεφα,
τότε καλά πάω για τη βροχή.
☼
Στην καλύβα κάποιος είναι.
Έχει απλώσει παντού
μυρωδιά φρεσκοψημένου κάστανου.
☼
Τρεις προσκυνητές για τον Άγιο.
Ξαπλωμένοι κάτω απ΄ το πεύκο, ο καθένας περιμένει το δικό του θαύμα.
Όλοι κοιτάνε το ίδιο φεγγάρι.
☼
Στ’ αλήθεια, όμως, θαύματα δε γίνονται.
Το φεγγάρι τούς σκεπάζει με τη χάρη του,
αλλά το κρύο τούς τρυπά τα κόκαλα.
☼
Στο τραπέζι, τα γυαλιά μου πάνω στο βιβλίο. Ο καφές με το καϊμάκι.
Στο τασάκι, το τσιγάρο καίγεται κι ο καπνός του καμαρώνει και χορεύει.
Άχ, ζωή! Τα μικρά, μικρά σου πώς μ’ αρέσουν!
☼
Ένας-ένας βγάζουν τον ύπνο από πάνω τους.
Πρώτα ο κόκορας.
Μετά, ο γάιδαρος κι ο σκύλος. Κι ο βαρκάρης!
☼
Η παλίρροια έδιωξε τη θάλασσα. Πάμε!
Τα κυδώνια και τα χτένια
μάς περιμένουν κάτω απ’ τα φύκια!
☼
Τα γυμνά μου πόδια άφησαν βαθιά ίχνη στην άμμο!
Και λοιπόν; Μόνο το φεγγάρι βαρέθηκε κι έφυγε...
Εσύ, στιγμή δεν έφυγες απ’ τη σκέψη μου.
☼
Η βάρκα με τον ψαρά. Πετονιές και δολώματα.
Και υπομονή πολλή!
Τα ψάρια δεν είναι εδώ.
☼
Απρόσεχτος ο βαρκάρης.
Η θάλασσα τεράστιος καθρέφτης,
κι αυτός έπεσε πάνω στο φεγγάρι που κολυμπούσε.
☼
Πήρα την ομπρέλα μου
κι έβαλα την κάπα μου.
Ο Χειμώνας έσκασε στα γέλια!
☼
Ποιος πέταξε την πέτρα
στο σκύλο;
Ούτε τ’ όνομά της δεν ξέραμε!
☼
Στις αλυκές!
Κάτω αρμύρα. Πάνω ο Ήλιος.
Ψήνει το γλυκό ψωμί που τρώνε μαζεύοντας τ’ αλάτι.
☼
Η καμήλα με την καμπούρα της
στο καραβάνι.
Δυο καμπούρες, κι οι νομάδες αλλού.
☼
Αν σηκώσεις πέτρα στην έρημο, θα πεταχτεί ο σκορπιός.
Μαύρος! Με το κεντρί του ψηλά!
Αν είναι κόκκινος, θα φύγει κολυμπώντας, κουνώντας την ουρά του.
☼
Για δες εκεί!
Η κότα ξέφυγε απ’ το σκύλο, που την κυνηγούσε.
Βέβαια, κάποια απ’ τα φτερά της έμειναν στο στόμα του.
☼
Άγριος ο φετινός χειμώνας!
Εκτός από τα δάχτυλά μου, πάγωσε το νου και τη σκέψη.
Ούτε η ελπίδα δεν μπορεί να μας ζεστάνει.
☼
Η νυχτερινή βροχή σταμάτησε.
Σταγόνες νερού στα φύλλα. Μια απ’ αυτές έπεσε στο γυμνό μου πόδι.
Από πού ξεκίνησε, κι έφτασε ως εδώ;
☼
☼
Κοίτα χαρά τα σαλιγκάρια!
Μόλις σταμάτησε η βροχή,
άρχισαν τα δικά τους!
☼
Ο αητός άρπαξε τη χελώνα με τα πόδια του κι ανέβηκε ψηλά.
Πάνω απ’ τους βράχους, την άφησε να πέσει.
Αυτή δεν αντέχει τις μεγάλες ταχύτητες, έτσι κι αλλιώς.
-«Πώ, πω! Τρέχουμε πολύ! Θα σκοτωθούμε!», είπε πέφτοντας.
☼
Κοίτα πράγματα!
Όσο κονταίνει ο Ήλιος προς τη Δύση,
τόσο μακραίνουν οι σκιές προς την Ανατολή!
☼
Ε, βάτραχε!
Η λιβελούλα ήθελε να σε φιλήσει για να γίνεις πρίγκιπας.
Όχι για να τη φας!
☼
Η πίσω ρόδα του ποδήλατου
τρέχει το ίδιο γρήγορα με την πρώτη.
Αυτή, όμως, ποτέ δεν θα τερματήσει πρώτη!
☼
Ένας χρυσομπάμπουρας βγήκε βόλτα καβάλα σ’ ένα σβώλο κοπριάς.
Πέφτει και ξαναπέφτει.
Δεν είχε καλό δάσκαλο. Ούτε τέλος καλό θα ‘χει.
☼
Κι αυτές οι γραμμές του τραίνου! Τί να πει κανείς;
Ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια μαζί, δίπλα-δίπλα, και η κάθε μια τραβά το δρόμο της.
Ποτέ δε σμίγουν! Μόνο το βάρος του τραίνου μοιράζονται.
☼
Μια μικρή κούκλα πεταμένη στα σκουπίδια.
Μεγάλωσε το παιδί!
Ή δεν έλεγε να μεγαλώσει η κούκλα.
☼
Η πεταλούδα πέταξε από τα κρίνα του κήπου, στα τριαντάφυλλα του βάζου πάνω στο τραπέζι.
Από ‘κεί στην αναμμένη λάμπα, που κρέμεται απ’ το ταβάνι.
Τέλος ταξιδιού!
☼
Μια πασχαλίτσα κάθησε πάνω σε μία κατακόκκινη παπαρούνα.
Τι θράσος!
Ποια νομίζει πώς είναι;
☼
Δεν πρόλαβε να σταματήσει το χιόνι,
κι αμέσως ξεμύτησε ο κρίνος.
Λευκός κι αυτός! Με λίγο κίτρινο.
☼
Ευτυχώς που δεν θυμώνουν οι γραμμές μ’ αυτά που γράφω πάνω τους.
Πού θα έγραφα
αν θύμωναν κι έφευγαν;
☼
Μπορεί και να μη βλέπουνε. Ή να μην ακούνε.
Μ’ όλα αυτά που γράφω.
Μπα! Μάλλον δεν ξέρουν τη γλώσσα.
☼
Οι γερανοί σε μακριές σειρές, σαν σε παρέλαση στον ουρανό
πετούν νότια.
Τους έδιωξε η παγερή αγένεια του Βορρά.
☼
Ο αχινός προχωρά αργά στο βυθό,
ανάμεσα στις πέτρες.
Φοβάται μη πατήσει αγκάθια!
☼
Αμόλυσα το σκυλί
κι έφυγε.
Μόνο οι σκέψεις μου δε λεν' να φύγουν.
☼
Η γάτα, κυνηγημένη απ’ το σκύλο,
μόλις που πρόλαβε να τρυπώσει κάτω απ’ τον αγκαθωτό φράχτη.
Στο σύρμα έμεινε λίγη απ’ την προβιά της. Κέρδη και ζημιές!
☼
Το φανάρι στο ποδήλατο
δεν ανάβει.
Κι όμως, είναι νύχτα!
☼
Μια πέτρα κύλησε στην κατηφόρα.
Ένας όχλος από άλλες πέτρες την ακολούθησαν.
Ε! Πού πάτε; Δεν είναι εκδρομή!
☼
Στα καλά καθούμενα, έπεσε ένα σύκο!
Ταξίδεψε μόνο του.
Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο!
☼
Στο δομάκι, ο σκατζόχοιρος
πάει κουτσαίνοντας.
Πάτησε τ’ αγκάθια του!
☼
Τα καλύτερα γενέθλιά μου! Τότε που μου έκαναν δώρο το ποδήλατό μου!
Τα έκρυψα στη σάκκα μου για να μην τα χάσω και την κρέμασα στο τιμόνι.
Το ποδήλατο δεν το βρήκα.
☼
Έβγαλα το παλτό μου και γέμισα τις τσέπες του
μ’ όσα απ’ τα χρόνια μου χωρούσαν.
Το έκρυψα βαθιά στην ντουλάπα. Πάλι γέρος νοιώθω!
☼
Καινούρια παπούτσια σε παλιά πόδια.
Μα τι νομίζεις;
Οτι θα τη γλιτώσεις τόσο φτηνά με τα ακριβά παπούτσια;
☼
Αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά.
Έρχεται απ’ το παρελθόν.
Τα βήματά του έχουν παλιώσει.
☼
Ασφαλτόστρωσαν το μικρό χωματόδρομο.
Μα αν τον περπατήσεις με κλειστά μάτια, θα νοιώσεις το χάδι του στα πέλματά σου
και τη μυρωδιά απ’ το χώμα στη μύτη σου.
☼
Έξω απ’το σπίτι όμορφη αυλή για να τη βλέπουν όλοι.
Μέσα στο σπίτι, η μοναξιά κρυμμένη ζητά βοήθεια!
Ακούει κανείς;
☼
Ο αργαλειός υφαίνει
το νυφικό της ζωής.
Η ζωή περνά δίπλα, γυμνή.
☼
Στην άκρη της θάλασσας ίχνη που οδηγούν στο νερό.
Κι ένα μικρό χαρτάκι, που κάτι γράφει.
Η ζωή δεν ήξερε να κολυμπά.
☼
Κάθε πρωί, περιμένω μπροστά στην πόρτα μου
να περάσει η μέρα.
Μόνο η νύχτα έρχεται.
☼
Κοίτα χαρά τα σαλιγκάρια!
Μόλις σταμάτησε η βροχή,
άρχισαν τα δικά τους!
☼
Ο αητός άρπαξε τη χελώνα με τα πόδια του κι ανέβηκε ψηλά.
Πάνω απ’ τους βράχους, την άφησε να πέσει.
Αυτή δεν αντέχει τις μεγάλες ταχύτητες, έτσι κι αλλιώς.
-«Πώ, πω! Τρέχουμε πολύ! Θα σκοτωθούμε!», είπε πέφτοντας.
☼
Κοίτα πράγματα!
Όσο κονταίνει ο Ήλιος προς τη Δύση,
τόσο μακραίνουν οι σκιές προς την Ανατολή!
☼
Ε, βάτραχε!
Η λιβελούλα ήθελε να σε φιλήσει για να γίνεις πρίγκιπας.
Όχι για να τη φας!
☼
Η πίσω ρόδα του ποδήλατου
τρέχει το ίδιο γρήγορα με την πρώτη.
Αυτή, όμως, ποτέ δεν θα τερματήσει πρώτη!
☼
Ένας χρυσομπάμπουρας βγήκε βόλτα καβάλα σ’ ένα σβώλο κοπριάς.
Πέφτει και ξαναπέφτει.
Δεν είχε καλό δάσκαλο. Ούτε τέλος καλό θα ‘χει.
☼
Κι αυτές οι γραμμές του τραίνου! Τί να πει κανείς;
Ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια μαζί, δίπλα-δίπλα, και η κάθε μια τραβά το δρόμο της.
Ποτέ δε σμίγουν! Μόνο το βάρος του τραίνου μοιράζονται.
☼
Μια μικρή κούκλα πεταμένη στα σκουπίδια.
Μεγάλωσε το παιδί!
Ή δεν έλεγε να μεγαλώσει η κούκλα.
☼
Η πεταλούδα πέταξε από τα κρίνα του κήπου, στα τριαντάφυλλα του βάζου πάνω στο τραπέζι.
Από ‘κεί στην αναμμένη λάμπα, που κρέμεται απ’ το ταβάνι.
Τέλος ταξιδιού!
☼
Μια πασχαλίτσα κάθησε πάνω σε μία κατακόκκινη παπαρούνα.
Τι θράσος!
Ποια νομίζει πώς είναι;
☼
Δεν πρόλαβε να σταματήσει το χιόνι,
κι αμέσως ξεμύτησε ο κρίνος.
Λευκός κι αυτός! Με λίγο κίτρινο.
☼
Ευτυχώς που δεν θυμώνουν οι γραμμές μ’ αυτά που γράφω πάνω τους.
Πού θα έγραφα
αν θύμωναν κι έφευγαν;
☼
Μπορεί και να μη βλέπουνε. Ή να μην ακούνε.
Μ’ όλα αυτά που γράφω.
Μπα! Μάλλον δεν ξέρουν τη γλώσσα.
☼
Οι γερανοί σε μακριές σειρές, σαν σε παρέλαση στον ουρανό
πετούν νότια.
Τους έδιωξε η παγερή αγένεια του Βορρά.
☼
Ο αχινός προχωρά αργά στο βυθό,
ανάμεσα στις πέτρες.
Φοβάται μη πατήσει αγκάθια!
☼
Αμόλυσα το σκυλί
κι έφυγε.
Μόνο οι σκέψεις μου δε λεν' να φύγουν.
☼
Η γάτα, κυνηγημένη απ’ το σκύλο,
μόλις που πρόλαβε να τρυπώσει κάτω απ’ τον αγκαθωτό φράχτη.
Στο σύρμα έμεινε λίγη απ’ την προβιά της. Κέρδη και ζημιές!
☼
Το φανάρι στο ποδήλατο
δεν ανάβει.
Κι όμως, είναι νύχτα!
☼
Μια πέτρα κύλησε στην κατηφόρα.
Ένας όχλος από άλλες πέτρες την ακολούθησαν.
Ε! Πού πάτε; Δεν είναι εκδρομή!
☼
Στα καλά καθούμενα, έπεσε ένα σύκο!
Ταξίδεψε μόνο του.
Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο!
☼
Στο δομάκι, ο σκατζόχοιρος
πάει κουτσαίνοντας.
Πάτησε τ’ αγκάθια του!
☼
Τα καλύτερα γενέθλιά μου! Τότε που μου έκαναν δώρο το ποδήλατό μου!
Τα έκρυψα στη σάκκα μου για να μην τα χάσω και την κρέμασα στο τιμόνι.
Το ποδήλατο δεν το βρήκα.
☼
Έβγαλα το παλτό μου και γέμισα τις τσέπες του
μ’ όσα απ’ τα χρόνια μου χωρούσαν.
Το έκρυψα βαθιά στην ντουλάπα. Πάλι γέρος νοιώθω!
☼
Καινούρια παπούτσια σε παλιά πόδια.
Μα τι νομίζεις;
Οτι θα τη γλιτώσεις τόσο φτηνά με τα ακριβά παπούτσια;
☼
Αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά.
Έρχεται απ’ το παρελθόν.
Τα βήματά του έχουν παλιώσει.
☼
Ασφαλτόστρωσαν το μικρό χωματόδρομο.
Μα αν τον περπατήσεις με κλειστά μάτια, θα νοιώσεις το χάδι του στα πέλματά σου
και τη μυρωδιά απ’ το χώμα στη μύτη σου.
☼
Έξω απ’το σπίτι όμορφη αυλή για να τη βλέπουν όλοι.
Μέσα στο σπίτι, η μοναξιά κρυμμένη ζητά βοήθεια!
Ακούει κανείς;
☼
Ο αργαλειός υφαίνει
το νυφικό της ζωής.
Η ζωή περνά δίπλα, γυμνή.
☼
Στην άκρη της θάλασσας ίχνη που οδηγούν στο νερό.
Κι ένα μικρό χαρτάκι, που κάτι γράφει.
Η ζωή δεν ήξερε να κολυμπά.
☼
Κάθε πρωί, περιμένω μπροστά στην πόρτα μου
να περάσει η μέρα.
Μόνο η νύχτα έρχεται.
☼
_
☼
Οι πυγολαμπίδες δε θέλουν πολλά-πολλά.
Μόλις άρχισαν το τραγούδι τους οι γρύλοι,
αυτές έκλεισαν το φως.
☼
Ανατολικό Αιγαίο, 2008
http://anggelosyalelis2013.weebly.com/
Οι πυγολαμπίδες δε θέλουν πολλά-πολλά.
Μόλις άρχισαν το τραγούδι τους οι γρύλοι,
αυτές έκλεισαν το φως.
☼
Ανατολικό Αιγαίο, 2008
http://anggelosyalelis2013.weebly.com/