Εκδήλωση του Ηλία Ταμπουράκη στον Όμιλο UNESCO
Ν. Πειραιώς & Νήσων, 26/10/2013
Ν. Πειραιώς & Νήσων, 26/10/2013
http://www.unescopireas.gr/el/deltia-tupou/1354-tenedos-odoiporiko-stin-agnosti-mikra-asia-apo-ton-omilo-gia-tin-unesco-peiraios-a-nison.html
Μυθολογία πελασγική (2.000 π.Χ.),
με άρωμα μικρασιάτικο, στην ντοπιολαλιά της Τενέδου.
Λάμπει το Αιγαίο. Απέναντι, απ’ τον Ελλήσποντο, η αύρα (το «μπογάζ’», όπως θα ‘λεγε κι η Γιαγιά η Δέσποινα η Μαλαματίνα από την Τένεδο) αρωματίζει τη γη.
Μες τη σταγόνα, πάνω στο σταφύλι,
ο Ήλιος δροσίζεται.
Κάποιοι άδειασαν τα ποτήρια του τραπεζιού.
Κι ανάμεσα στις κολώνες
της Αιολίας,
κίονες φωτός απολλώνειου.
Δίπλα από το Ίλιον –το ομηρικό- στους Κολωνούς της Τρωάδας («λόφοι», σημαίνει, κουπιλδέλι μ’, στην αιολική μας γλώσσα), η Πρόκλεια –η γυναίκα του βασιλιά Κύκνου- έχει πεθάνει, και ο Τέννης – ο γιος τους και πρίγκιπας-, νέος εκπάγλου καλλονής, έχει πέσει στα νύχια της δόλιας μητριάς του, η οποία ανοφέλετα φέρει τ’ όνομα «Φιλονόμη». (Η «αδικιωρισμένη», αντηχεί ακόμη μια γνώριμη φωνή...)
Εκείνη κοιτάζει λάγνα το αστραφτερό του πρόσωπο και το μυώδες σώμα του (σαν του παππού του Χρήστου, σ’ εκείνη τη μικρασιατική φωτογραφία του 1922), κι η καρδιά της «ηγάμπριζε», χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ... Ειδύλιον ανανταπόκριτον.
Μα εκείνος σέβεται τους προγόνους του: τον πατέρα του και βασιλιά της ζωής του, και τον παππού του τον Λαομέδοντα. Και τον προπάππο του, τον Ποσειδώνα, που κάμει τη ζωή του αστραφτερή σαν τα παράλια της Μικράς Ασίας, της πατρίδας τους της αγαπημένης. Σέβεται, όμως, και τους κατατρεγμένους απογόνους του, εκείνους που χιλιάδες χρόνια αργότερα, θα προσπαθούν να κρατήσουν τες οικογένειές των ενωμένες όταν επήλυδες από τα πέρατα της Ανατολίας με κόκκινα μπαϊράκια θα πυρπολούν την Αιολική γη. Ήξευρε...
Η άνομη Φιλονόμη, όμως, έχει κακία στην ψυχή (σαν εκείνη τη Μυτιληνιά απ’ το Μόλυβο που κατηγορούσε άδικα τη γιαγιά τη Δέσποινα και τη φώναζε: «Ντινιδιάρα» -πού ‘ναι κακό πράγμα, πιδέλι μ’, Παναγιά να φ’λάγει απ’ το στόμα τς.).
-«Κι αφού η φάουσα δεν της άφησε τζιγέρ’, αρχίνησε να ‘κδικιέται.»
Φέρν’ η ποταπή τον Μόλπο, τον αυλητή, ψευδομάρτυρα και κατηγορεί τον Τέννη οτι δεν σεβάστηκε το σώμα της...
-«Ημείς, κουπιλδέλ μ’, αυτά τα πράγματα για καλό δεν τα ‘χουμε, είπε τότε ο Κύκνος γελασθείς κι έξαφνα ήβαλε τον Τέννη και την αδερφή του την Ημιθέα σε μια λάρνακα –σαν τα καγ’κέλια, πο ‘χουμε σήμερα- και τον έριξε μισοπέλαγ’ αρμενάκι, χωρίς ο λόγος των καν ν’ ακουσθεί. Απατήθηκαν από τη μητριά των, όπως κι ο πατέρας των από εκείνην. Η βάρκα πέρασε αρόδο απ’ το νησί «το ουρανοκατέβατο» -την Ίμβρο, το μπλέ νησί, κι ήβγε στη Λεύκοφρυ, το νησέλι μας το κάτασπρο. Κι εκείνος, ως σπονδή ευχαριστιών στην αμμούδα την ευλογημένη, και στον Ποσειδώνα, που τού ‘σωσε τη ζωή, της έδωσε τ’ όνομά του: «Τένεδο» την είπε μουρέλι μ’... Κι από τότε, κανείς δε γυρνούσε να ξαναμιλήσει στο Μόλπο, για το κακό που την είχε συδράμ’. Καταφρόνεια τ’ είχον όλοι. Κι από τότε, Τενέδιο αυλητή λέμε όποιον συκοφαντεί τς αθώοι. Ποτέ μην το κάμεις, κουπιλδέλιμ’ αυτό. Άμα εμάς μας το ‘καμε ο Τούρκος –ο γουρσουζλαμάς-, τότε, με τη λίστα των εξήντα τεσσάρων, που ‘ταν κι προπάππος σ’ ο Φώτης ο Αρβανίτης, το 1927 μετά τς υπογραφές της Λοζάνης, και δεν μπόρεσε να το ξαναδεί το νησέλι μας...»
(Η γιαγιά η Δέσποινα, βγάζει ένα μαντήλι κάτασπρο, πεντακάθαρο, με μια μαύρη ρίγα πένθους γύρω-γύρω, και στεγνώνει τα μάτια της –γαλαζόπετρες απ’ το Αιγαίο.)
-«Λατρεία του είχαμε του Τέννη κι οι κουπιλούδες λουλούδια τ’ έβαζαν στο άγαλμά του τ’ έμορφο, μέχρι που ‘ρταν οι Ρωμαίοι κι εκάμαν γιούργια με τον Ουέρρη, κείνον τον πραίτορα που εξαγόραζε συνειδήσεις, και μας το κλέψαν κι εκείνο. Θά ‘ταν το 80 πρό Χριστού...»
(Μικρασιάτισσα-Αιγυπτιώτισσα η γιαγιά η Δέσποινα, ήξερε γράμματα καλά. Εμ, δάσκαλός της ήταν ο Κυρ-Πανάρετος, απ’ την Μεγάλη του Γένους Σχολή, και στο Μισρί, κεντούσε τα κοπανέλια της με την κυρία Χαρίκλεια, τη μητέρα του νεαρού Κωνσταντίνου, που έγραφε τότε την «Ιθάκη» και τα «Κεριά», μαντρωμένος μακριά απ’ τα κορίτσια... Όμως έκανε τη λόγια γλώσσα –την αλεξανδρινή- αχταρμά με την ντενεδιά της την ντοπιολαλιά, όπως κάναν οι Μικρασιάτες-Αιγυπτιώτες όταν αφηγούνταν τη μυθολογία τους. Και σήμερα μείναν εννέα μόνο υπερήλικες που τη μιλούν έτσι. Είναι η μικρότερη διάλεκτος του κόσμου, με ημερομηνία λήξης... Ταξίδια ζωής μέσα από το λόγο.)
-«Όμως, ήρτε η ώρα της, τς αδικιωρισμένης της Φιλονόμης, κι ο βασιλιάς ο Κύκνος έμαθε τα μαντάτα για τον αδικημένο του το γιο, κι αφού την παράχωσε ζωντανή στο χώμα, πήρε τα κατουρ’μένα τ’ κι ηπήε μουσαφίρ’ς στην Τένεδο, σχώρεσ’ να προσπέσει στον κουπιλδέλο τ’. Ο Τέννης, όμως, πληγωμένο, το πιδί μ’, απ’ τον πατέρα τ’, έκοψε μ’ ένα τσικούρ’ τα σχοινιά τς βάρκας τ’, κι αυτή ανιμίζ’ από τότε, σαβουρντισμένη στα κύματα του Αιγαίου, τα βοερά. Γύρευγ’ εσύ τι ανικατουμό είχαν κι οι δυο μες την ψυχή τς. Γι’ αυτό λέμε Τενέδιο πέλεκυ, όποιον αρνείται να ακούσει παρακλήσεις και συγγνώμη, καθώς και γι' αυτόν που επιμένει στην αυστηρή απονομή της δικαιοσύνης.»
Έτσι πήρε το όνομά του το νησί μας, η Τένεδος. Όμως καλή ζωή δε «γροικήσαμ’».
«Τέννης», ανιστορούσ’ η γιαγιά η Δέσποινα η Μαλαματίνα, κι έπαιρνε μία προφορά τόσο εκλεπτυσμένη, που μου έδειχνε τη φινέτσα του νησιού και της οικογένειας.
-«Κι ύστερα, αρχίνισαν τ’ αλισβιρίσια με τς Βενετοί στο Κάστρο...»
Ηλίας Ταμπουράκης-Μαλαματίνας, Καθηγητής Γλωσσών-Μεταφραστής,
Επικοινωνία: Κιν.: 6951614346 [email protected] www.iliastampourakis.weebly.com
Μυθολογία πελασγική (2.000 π.Χ.),
με άρωμα μικρασιάτικο, στην ντοπιολαλιά της Τενέδου.
Λάμπει το Αιγαίο. Απέναντι, απ’ τον Ελλήσποντο, η αύρα (το «μπογάζ’», όπως θα ‘λεγε κι η Γιαγιά η Δέσποινα η Μαλαματίνα από την Τένεδο) αρωματίζει τη γη.
Μες τη σταγόνα, πάνω στο σταφύλι,
ο Ήλιος δροσίζεται.
Κάποιοι άδειασαν τα ποτήρια του τραπεζιού.
Κι ανάμεσα στις κολώνες
της Αιολίας,
κίονες φωτός απολλώνειου.
Δίπλα από το Ίλιον –το ομηρικό- στους Κολωνούς της Τρωάδας («λόφοι», σημαίνει, κουπιλδέλι μ’, στην αιολική μας γλώσσα), η Πρόκλεια –η γυναίκα του βασιλιά Κύκνου- έχει πεθάνει, και ο Τέννης – ο γιος τους και πρίγκιπας-, νέος εκπάγλου καλλονής, έχει πέσει στα νύχια της δόλιας μητριάς του, η οποία ανοφέλετα φέρει τ’ όνομα «Φιλονόμη». (Η «αδικιωρισμένη», αντηχεί ακόμη μια γνώριμη φωνή...)
Εκείνη κοιτάζει λάγνα το αστραφτερό του πρόσωπο και το μυώδες σώμα του (σαν του παππού του Χρήστου, σ’ εκείνη τη μικρασιατική φωτογραφία του 1922), κι η καρδιά της «ηγάμπριζε», χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ... Ειδύλιον ανανταπόκριτον.
Μα εκείνος σέβεται τους προγόνους του: τον πατέρα του και βασιλιά της ζωής του, και τον παππού του τον Λαομέδοντα. Και τον προπάππο του, τον Ποσειδώνα, που κάμει τη ζωή του αστραφτερή σαν τα παράλια της Μικράς Ασίας, της πατρίδας τους της αγαπημένης. Σέβεται, όμως, και τους κατατρεγμένους απογόνους του, εκείνους που χιλιάδες χρόνια αργότερα, θα προσπαθούν να κρατήσουν τες οικογένειές των ενωμένες όταν επήλυδες από τα πέρατα της Ανατολίας με κόκκινα μπαϊράκια θα πυρπολούν την Αιολική γη. Ήξευρε...
Η άνομη Φιλονόμη, όμως, έχει κακία στην ψυχή (σαν εκείνη τη Μυτιληνιά απ’ το Μόλυβο που κατηγορούσε άδικα τη γιαγιά τη Δέσποινα και τη φώναζε: «Ντινιδιάρα» -πού ‘ναι κακό πράγμα, πιδέλι μ’, Παναγιά να φ’λάγει απ’ το στόμα τς.).
-«Κι αφού η φάουσα δεν της άφησε τζιγέρ’, αρχίνησε να ‘κδικιέται.»
Φέρν’ η ποταπή τον Μόλπο, τον αυλητή, ψευδομάρτυρα και κατηγορεί τον Τέννη οτι δεν σεβάστηκε το σώμα της...
-«Ημείς, κουπιλδέλ μ’, αυτά τα πράγματα για καλό δεν τα ‘χουμε, είπε τότε ο Κύκνος γελασθείς κι έξαφνα ήβαλε τον Τέννη και την αδερφή του την Ημιθέα σε μια λάρνακα –σαν τα καγ’κέλια, πο ‘χουμε σήμερα- και τον έριξε μισοπέλαγ’ αρμενάκι, χωρίς ο λόγος των καν ν’ ακουσθεί. Απατήθηκαν από τη μητριά των, όπως κι ο πατέρας των από εκείνην. Η βάρκα πέρασε αρόδο απ’ το νησί «το ουρανοκατέβατο» -την Ίμβρο, το μπλέ νησί, κι ήβγε στη Λεύκοφρυ, το νησέλι μας το κάτασπρο. Κι εκείνος, ως σπονδή ευχαριστιών στην αμμούδα την ευλογημένη, και στον Ποσειδώνα, που τού ‘σωσε τη ζωή, της έδωσε τ’ όνομά του: «Τένεδο» την είπε μουρέλι μ’... Κι από τότε, κανείς δε γυρνούσε να ξαναμιλήσει στο Μόλπο, για το κακό που την είχε συδράμ’. Καταφρόνεια τ’ είχον όλοι. Κι από τότε, Τενέδιο αυλητή λέμε όποιον συκοφαντεί τς αθώοι. Ποτέ μην το κάμεις, κουπιλδέλιμ’ αυτό. Άμα εμάς μας το ‘καμε ο Τούρκος –ο γουρσουζλαμάς-, τότε, με τη λίστα των εξήντα τεσσάρων, που ‘ταν κι προπάππος σ’ ο Φώτης ο Αρβανίτης, το 1927 μετά τς υπογραφές της Λοζάνης, και δεν μπόρεσε να το ξαναδεί το νησέλι μας...»
(Η γιαγιά η Δέσποινα, βγάζει ένα μαντήλι κάτασπρο, πεντακάθαρο, με μια μαύρη ρίγα πένθους γύρω-γύρω, και στεγνώνει τα μάτια της –γαλαζόπετρες απ’ το Αιγαίο.)
-«Λατρεία του είχαμε του Τέννη κι οι κουπιλούδες λουλούδια τ’ έβαζαν στο άγαλμά του τ’ έμορφο, μέχρι που ‘ρταν οι Ρωμαίοι κι εκάμαν γιούργια με τον Ουέρρη, κείνον τον πραίτορα που εξαγόραζε συνειδήσεις, και μας το κλέψαν κι εκείνο. Θά ‘ταν το 80 πρό Χριστού...»
(Μικρασιάτισσα-Αιγυπτιώτισσα η γιαγιά η Δέσποινα, ήξερε γράμματα καλά. Εμ, δάσκαλός της ήταν ο Κυρ-Πανάρετος, απ’ την Μεγάλη του Γένους Σχολή, και στο Μισρί, κεντούσε τα κοπανέλια της με την κυρία Χαρίκλεια, τη μητέρα του νεαρού Κωνσταντίνου, που έγραφε τότε την «Ιθάκη» και τα «Κεριά», μαντρωμένος μακριά απ’ τα κορίτσια... Όμως έκανε τη λόγια γλώσσα –την αλεξανδρινή- αχταρμά με την ντενεδιά της την ντοπιολαλιά, όπως κάναν οι Μικρασιάτες-Αιγυπτιώτες όταν αφηγούνταν τη μυθολογία τους. Και σήμερα μείναν εννέα μόνο υπερήλικες που τη μιλούν έτσι. Είναι η μικρότερη διάλεκτος του κόσμου, με ημερομηνία λήξης... Ταξίδια ζωής μέσα από το λόγο.)
-«Όμως, ήρτε η ώρα της, τς αδικιωρισμένης της Φιλονόμης, κι ο βασιλιάς ο Κύκνος έμαθε τα μαντάτα για τον αδικημένο του το γιο, κι αφού την παράχωσε ζωντανή στο χώμα, πήρε τα κατουρ’μένα τ’ κι ηπήε μουσαφίρ’ς στην Τένεδο, σχώρεσ’ να προσπέσει στον κουπιλδέλο τ’. Ο Τέννης, όμως, πληγωμένο, το πιδί μ’, απ’ τον πατέρα τ’, έκοψε μ’ ένα τσικούρ’ τα σχοινιά τς βάρκας τ’, κι αυτή ανιμίζ’ από τότε, σαβουρντισμένη στα κύματα του Αιγαίου, τα βοερά. Γύρευγ’ εσύ τι ανικατουμό είχαν κι οι δυο μες την ψυχή τς. Γι’ αυτό λέμε Τενέδιο πέλεκυ, όποιον αρνείται να ακούσει παρακλήσεις και συγγνώμη, καθώς και γι' αυτόν που επιμένει στην αυστηρή απονομή της δικαιοσύνης.»
Έτσι πήρε το όνομά του το νησί μας, η Τένεδος. Όμως καλή ζωή δε «γροικήσαμ’».
«Τέννης», ανιστορούσ’ η γιαγιά η Δέσποινα η Μαλαματίνα, κι έπαιρνε μία προφορά τόσο εκλεπτυσμένη, που μου έδειχνε τη φινέτσα του νησιού και της οικογένειας.
-«Κι ύστερα, αρχίνισαν τ’ αλισβιρίσια με τς Βενετοί στο Κάστρο...»
Ηλίας Ταμπουράκης-Μαλαματίνας, Καθηγητής Γλωσσών-Μεταφραστής,
Επικοινωνία: Κιν.: 6951614346 [email protected] www.iliastampourakis.weebly.com