Π. Ψαριανός: Ποίηση
Γνώρισα τον Παναγιώτη Ψαριανό πριν λίγα χρόνια, σε ένα τουριστικό γκρουπ, κάπου στην Καραϊβική. Στην αρχή δεν έδωσα την απαραίτητη προσοχή σε εκείνη τη γνωριμία –όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτά τα θορυβώδη πλήθη με τα λουλουδιαστά πουκάμισα σε χρώματα που τσιρίζουν, και με τις μυρωδιές αντηλιακού· που φωτογραφίζουν σα μοτεράκια «αρχαία πράγματα» γύρω τους με την ολοκαίνουρια SLR μηχανή τους, αγορασμένη με πλαστικό χρήμα στο κοντινό duty free, ενώ συγχρόνως φοράνε γυαλιά ηλίου και γυαλιστερά πλαστικά κολιέ, και αναζητούν απεγνωσμένα fast food και μπαράκια με ηχορύπανση σε ομπρελοσκεπασμένες παραλίες.
Το απόγευμα, όμως, όταν είχαμε πλέον τακτοποιηθεί στο ξενοδοχείο, και περιφερόμουν άσκοπα γύρω από την μοναξιά της πολύβουης πισίνας κάτω από τους φοίνικες κι ανάμεσα στις νότες του latin «τσα-τσα-τσα», με πλησίασε εκείνος ο άγνωστος κύριος Ψ., και τότε διαπίστωσα οτι εμφανισιακά, αλλά και πνευματικά, διέφερε από εκείνο το τσούρμο· επρόκειτο για ένα περίεργο «τρωκτικό των βιβλίων», του οποίου η ενόραση τον οδηγεί εκτός της πεπατημένης οδού, προκειμένου να παραμένει συντονισμένος με την τοπική Φύση και την ιδιαίτερη κουλτούρα των ανθρώπων τού κάθε απόμακρου τόπου όπου ταξιδεύει με ένα οδοιπορικό στο χέρι, ακόμη και νοερά, ακόμη και στριμωγμένος σε ένα βρομερό, σερνάμενο, φωνακλάδικο μποτιλιάρισμα που μπορεί να λέγεται 5thAvenue ή Πατησίων στις 3:00 μ.μ.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για κάποιον τουρίστα, αλλά για έναν ταξιδευτή. Έναν περιηγητή του κόσμου και των κόσμων της ποίησης.
Μου έκανε ερωτήσεις και διατυπώσεις, κι εγώ διαπίστωνα ολοένα και βαθύτερα οτι επρόκειτο για άνθρωπο με παράξενες εμπειρίες που βασίζονται στον πειραματισμό με την ουσία, σε γνώσεις από παραδείσους πολιτισμικού υβριδισμού.
Μετά την επιστροφή μας στην Αθήνα, επεδίωξα να διατηρήσω επαφή με αυτόν τον άνθρωπο –πράγμα που λίγες φορές επιλέγω στη ζωή μου. Τα απογεύματα που καθόμαστε στους όμορφους χώρους του πεντελιώτικου σπιτιού του, με ένα ποτήρι κόκκινο Cabernet Sauvignon Medalla Real του 1984, από την κάναβα Santa Rita της Χιλής, καταφέραμε να δημιουργήσουμε μία φιλία, βασισμένη στα κοινά μας ενδιαφέροντα: στα βιβλία του με τα χρώματα, τους ήχους και τα αρώματα από την νεανική του Λέσβο και από το Μόλυβο της μητέρας μου, στα βιβλία μου με τους εξωτικούς γραμματικούς τύπους της ποίησης των Ίνκας, σε παλιές μουσικές και σε νέα ταξίδια. Σπάνιες φορές η επίφαση ενός ψυχρού επαγγέλματος –όπως αυτό του οικονομολόγου- και το τέλμα στο οποίο μας βυθίζουν οι υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής και της κοινωνικής μας εικόνας, κρύβουν μία ευρύτητα πνεύματος, την οποία λίγοι άνθρωποι –όπως ο Παναγιώτης Ψαριανός- κατορθώνουν να διατηρήσουν, λέγοντας (σε ένα ποίημά του): «Μας συνθέτουν ακατανόητες αντιφάσεις, / δημιουργήματα της ύλης μας / και αδιάλειπτων εικόνων και σκέψεων, / που φτάνουν ως τα βάθη της ψυχής μας.»
Σε ένα άλλο κοινό ταξίδι μας, εκεί ανάμεσα στις αρχαίες ελληνικές κολώνες που επικαλύπτουν οι αμμόλοφοι της Λιβυκής ερήμου, ο Παναγιώτης μού εκμυστηρεύτηκε την έκδοση της ποιητικής του συλλογής, κι εγώ τότε αισθάνθηκα σαν να επρόκειτο να εκδοθεί το επόμενο δικό μου βιβλίο. Τόσο κοντινά μου φαντάζουν τα ποιήματά του. Με άγγιξαν σε στιγμές που χρειαζόμουν κάποιον άνθρωπο κοντά μου. Συγκαταλέγεται, επομένως, η ποίηση του Ψαριανού στην επωνομαζόμενη «χρηστική τέχνη, ars poetica utilitaria»,και –δίκαια- έχει συμπεριληφθεί το όνομά του στη Μεγάλη Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια του Χάρη Πάτση.Στην τεχνολογική μας εποχή, -δυστυχώς- λίγοι άνθρωποι διαβάζουν, κι ακόμη λιγότεροι γράφουν. Και τις περισσότερες φορές, αυτά που γράφουν δεν διαβάζονται. Παλαιότερα, νόμιζα οτι όταν έχουμε, πλέον στη σαρανταπεντάχρονη ζωή μας, διαβάσει τους κλασικούς ποιητές του κόσμου, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με κάτι νεότερο. «Ό, τι άξιζε να δημιουργηθεί στην Τέχνη, έχει ήδη επιτελεστεί», έλεγε ένας πανεπιστημιακός καθηγητής μου· «τα υπόλοιπα είναι απλά αντίγραφα...» Και όμως· διαβάζοντας τη συλλογή του Π. Ψαριανού, χρειάστηκε να αναθεωρήσω αυτήν τη σκέψη. Ο γλωσσικός του μινιμαλισμός (τα λίγα λόγια στηρίζουν την αλήθεια), μας μεταφέρουν σε μορφές ποίησης άλλων εποχών και άλλων πολιτισμικών περιοχών, γραμμένες με ιδεογράμματα πάνω σε ριζόχαρτο:
«Τα νέα όνειρα γεννιούνται
μέσα στη δίνη των ανέμων
και λούζονται στο φως των χρυσανθέμων.»
Και είναι η ποίηση του Ψαριανού ένας πίνακας κυβιστικός πάνω απ’ την Μεσόγειο την ασπροπλυμένη. Η εμπειρία ζωής των στίχων του με στυλώνει στις δύσκολες στιγμές μου. Εμπειρία ζυμωμένη από την άρμη της θάλασσας και των δακρύων, τον πρωτογενή Φαέθωνα που φωτίζει ένα Αιγαίο σε όλο του το μεγαλείο, τα μελτέμια και τα πάλλευκα μάρμαρα, τα νοσταλγικά μυρωδικά του βασιλικού και της αρμπαρόρριζας –που όταν είμασταν «κοπελδέλια» μαζεύαμε τρέχοντας στα μποστάνια- και τους ανθρώπους που κουβαλούν μες την ψυχή τους Αφροδίτες και Παναγιές, Μάρκους Σανούδους και Καπετάν-Μιχάληδες, και κατοικεί η ψυχή τους σε καστρομονάστηρα και περιστεριώνες, σε δίχτυα ψαράδικα και σε πανιά ανεμόμυλων.
«Αγάλματα γεμάτα κουτσουλιές.
Σοφά,
της φύσης τη σοφία έχοντας,
τα περιστέρια διαγράφουνε
τα έργα των ανθρώπων.»
Και τώρα, που πλέον ζω κι εργάζομαι μόνιμα στη Λατινική Αμερική του μαγικού ρεαλισμού, αισθάνομαι μεγάλη χαρά όταν λαμβάνω στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μου τα μηνύματα του Παναγιώτη Ψαριανού. Τον ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνει ζητώντας μου να προλογίσω την ποιητική του συλλογή. Θεωρώ σημαντικότερο το γεγονός οτι κάποιος με καλεί να γράψω μία σελίδα στο δικό του πόνημα, παρά το οτι έχω γράψει κάποια δικά μου βιβλία. Είμαι σίγουρος οτι γνωρίζει ανθρώπους πολύ σημαντικότερους από εμένα, που θα μπορούσαν να πουν πολλά για εκείνον. Όμως, όμως προείπαμε, τα λίγα λόγια είναι αυτά που στηρίζουν την αλήθεια. Και αυτά είναι του Π. Ψαριανού. Κι εμένα, Παναγιώτη, «Μου λείπει το γαλάζιο / του καθαρού ουρανού / κι η άπλα του πελάγου, / να χάνονται τα κύματα / στο άπειρο του νου.»
Και, ίσως, αυτά να είναι τα τελευταία λόγια που γράφω...
Ηλίας Ταμπουράκης
Χειμώνας εδώ, καλοκαίρι εκεί, του 2010
Το απόγευμα, όμως, όταν είχαμε πλέον τακτοποιηθεί στο ξενοδοχείο, και περιφερόμουν άσκοπα γύρω από την μοναξιά της πολύβουης πισίνας κάτω από τους φοίνικες κι ανάμεσα στις νότες του latin «τσα-τσα-τσα», με πλησίασε εκείνος ο άγνωστος κύριος Ψ., και τότε διαπίστωσα οτι εμφανισιακά, αλλά και πνευματικά, διέφερε από εκείνο το τσούρμο· επρόκειτο για ένα περίεργο «τρωκτικό των βιβλίων», του οποίου η ενόραση τον οδηγεί εκτός της πεπατημένης οδού, προκειμένου να παραμένει συντονισμένος με την τοπική Φύση και την ιδιαίτερη κουλτούρα των ανθρώπων τού κάθε απόμακρου τόπου όπου ταξιδεύει με ένα οδοιπορικό στο χέρι, ακόμη και νοερά, ακόμη και στριμωγμένος σε ένα βρομερό, σερνάμενο, φωνακλάδικο μποτιλιάρισμα που μπορεί να λέγεται 5thAvenue ή Πατησίων στις 3:00 μ.μ.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για κάποιον τουρίστα, αλλά για έναν ταξιδευτή. Έναν περιηγητή του κόσμου και των κόσμων της ποίησης.
Μου έκανε ερωτήσεις και διατυπώσεις, κι εγώ διαπίστωνα ολοένα και βαθύτερα οτι επρόκειτο για άνθρωπο με παράξενες εμπειρίες που βασίζονται στον πειραματισμό με την ουσία, σε γνώσεις από παραδείσους πολιτισμικού υβριδισμού.
Μετά την επιστροφή μας στην Αθήνα, επεδίωξα να διατηρήσω επαφή με αυτόν τον άνθρωπο –πράγμα που λίγες φορές επιλέγω στη ζωή μου. Τα απογεύματα που καθόμαστε στους όμορφους χώρους του πεντελιώτικου σπιτιού του, με ένα ποτήρι κόκκινο Cabernet Sauvignon Medalla Real του 1984, από την κάναβα Santa Rita της Χιλής, καταφέραμε να δημιουργήσουμε μία φιλία, βασισμένη στα κοινά μας ενδιαφέροντα: στα βιβλία του με τα χρώματα, τους ήχους και τα αρώματα από την νεανική του Λέσβο και από το Μόλυβο της μητέρας μου, στα βιβλία μου με τους εξωτικούς γραμματικούς τύπους της ποίησης των Ίνκας, σε παλιές μουσικές και σε νέα ταξίδια. Σπάνιες φορές η επίφαση ενός ψυχρού επαγγέλματος –όπως αυτό του οικονομολόγου- και το τέλμα στο οποίο μας βυθίζουν οι υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής και της κοινωνικής μας εικόνας, κρύβουν μία ευρύτητα πνεύματος, την οποία λίγοι άνθρωποι –όπως ο Παναγιώτης Ψαριανός- κατορθώνουν να διατηρήσουν, λέγοντας (σε ένα ποίημά του): «Μας συνθέτουν ακατανόητες αντιφάσεις, / δημιουργήματα της ύλης μας / και αδιάλειπτων εικόνων και σκέψεων, / που φτάνουν ως τα βάθη της ψυχής μας.»
Σε ένα άλλο κοινό ταξίδι μας, εκεί ανάμεσα στις αρχαίες ελληνικές κολώνες που επικαλύπτουν οι αμμόλοφοι της Λιβυκής ερήμου, ο Παναγιώτης μού εκμυστηρεύτηκε την έκδοση της ποιητικής του συλλογής, κι εγώ τότε αισθάνθηκα σαν να επρόκειτο να εκδοθεί το επόμενο δικό μου βιβλίο. Τόσο κοντινά μου φαντάζουν τα ποιήματά του. Με άγγιξαν σε στιγμές που χρειαζόμουν κάποιον άνθρωπο κοντά μου. Συγκαταλέγεται, επομένως, η ποίηση του Ψαριανού στην επωνομαζόμενη «χρηστική τέχνη, ars poetica utilitaria»,και –δίκαια- έχει συμπεριληφθεί το όνομά του στη Μεγάλη Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια του Χάρη Πάτση.Στην τεχνολογική μας εποχή, -δυστυχώς- λίγοι άνθρωποι διαβάζουν, κι ακόμη λιγότεροι γράφουν. Και τις περισσότερες φορές, αυτά που γράφουν δεν διαβάζονται. Παλαιότερα, νόμιζα οτι όταν έχουμε, πλέον στη σαρανταπεντάχρονη ζωή μας, διαβάσει τους κλασικούς ποιητές του κόσμου, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με κάτι νεότερο. «Ό, τι άξιζε να δημιουργηθεί στην Τέχνη, έχει ήδη επιτελεστεί», έλεγε ένας πανεπιστημιακός καθηγητής μου· «τα υπόλοιπα είναι απλά αντίγραφα...» Και όμως· διαβάζοντας τη συλλογή του Π. Ψαριανού, χρειάστηκε να αναθεωρήσω αυτήν τη σκέψη. Ο γλωσσικός του μινιμαλισμός (τα λίγα λόγια στηρίζουν την αλήθεια), μας μεταφέρουν σε μορφές ποίησης άλλων εποχών και άλλων πολιτισμικών περιοχών, γραμμένες με ιδεογράμματα πάνω σε ριζόχαρτο:
«Τα νέα όνειρα γεννιούνται
μέσα στη δίνη των ανέμων
και λούζονται στο φως των χρυσανθέμων.»
Και είναι η ποίηση του Ψαριανού ένας πίνακας κυβιστικός πάνω απ’ την Μεσόγειο την ασπροπλυμένη. Η εμπειρία ζωής των στίχων του με στυλώνει στις δύσκολες στιγμές μου. Εμπειρία ζυμωμένη από την άρμη της θάλασσας και των δακρύων, τον πρωτογενή Φαέθωνα που φωτίζει ένα Αιγαίο σε όλο του το μεγαλείο, τα μελτέμια και τα πάλλευκα μάρμαρα, τα νοσταλγικά μυρωδικά του βασιλικού και της αρμπαρόρριζας –που όταν είμασταν «κοπελδέλια» μαζεύαμε τρέχοντας στα μποστάνια- και τους ανθρώπους που κουβαλούν μες την ψυχή τους Αφροδίτες και Παναγιές, Μάρκους Σανούδους και Καπετάν-Μιχάληδες, και κατοικεί η ψυχή τους σε καστρομονάστηρα και περιστεριώνες, σε δίχτυα ψαράδικα και σε πανιά ανεμόμυλων.
«Αγάλματα γεμάτα κουτσουλιές.
Σοφά,
της φύσης τη σοφία έχοντας,
τα περιστέρια διαγράφουνε
τα έργα των ανθρώπων.»
Και τώρα, που πλέον ζω κι εργάζομαι μόνιμα στη Λατινική Αμερική του μαγικού ρεαλισμού, αισθάνομαι μεγάλη χαρά όταν λαμβάνω στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μου τα μηνύματα του Παναγιώτη Ψαριανού. Τον ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνει ζητώντας μου να προλογίσω την ποιητική του συλλογή. Θεωρώ σημαντικότερο το γεγονός οτι κάποιος με καλεί να γράψω μία σελίδα στο δικό του πόνημα, παρά το οτι έχω γράψει κάποια δικά μου βιβλία. Είμαι σίγουρος οτι γνωρίζει ανθρώπους πολύ σημαντικότερους από εμένα, που θα μπορούσαν να πουν πολλά για εκείνον. Όμως, όμως προείπαμε, τα λίγα λόγια είναι αυτά που στηρίζουν την αλήθεια. Και αυτά είναι του Π. Ψαριανού. Κι εμένα, Παναγιώτη, «Μου λείπει το γαλάζιο / του καθαρού ουρανού / κι η άπλα του πελάγου, / να χάνονται τα κύματα / στο άπειρο του νου.»
Και, ίσως, αυτά να είναι τα τελευταία λόγια που γράφω...
Ηλίας Ταμπουράκης
Χειμώνας εδώ, καλοκαίρι εκεί, του 2010