Πορτογαλική νοσταλγία
Κείμενο από τη συνεργασία του Ηλία Ταμπουράκη με το ραδιοφωνικό πρόγραμμα Μουσικές Ξεναγήσεις της παραγωγού Σοφίας Πορετσάνου στον 90, 2 FM
Ένα νυχτέρι σε μια θάλασσα από καημό που σβήνει το crescento του στ’ όνειρο.
Καημός με την Ομηρική έννοια του νόστου, της επανόδου, μα και του ανανταπόκριτου έρωτα –όπως θα έλεγε ο Ρίτσος, του εφήμερου φοιτητικού έρωτα στην Coimbra, μα και του έρωτα των Πορτογάλων θαλασσοπόρων για τη γη τους και τη "θάλασσα (την) αλμυρή, (που) πόσο απ΄ το αλάτι (της) είναι δάκρυα της Πορτογαλίας!" Δάκρυα του Φερνάντο Πεσσόα, αλλά και "όποιου θέλει να διαβεί πιο πέρα κι απ΄ το Bojador*, (και) πρέπει να περάσει πιο πέρα κι απ΄ τον πόνο. . ."
Το δραματικό πεπρωμένο του ανθρώπου –το "fado",όπως το τραγουδούν οι Πορτογάλοι στις ταβέρνες της οδύνης δίπλα στον Τάγο, αντηχεί τη νύχτα στην καρδιά της ξεριζωμένης νέγρας σκλάβας απ’ τις φυτείες του Πράσινου Ακρωτηρίου. Είναι η ίδια τραγική γεύση της ζωής, που εδώ αλλάζει όνομα και λέγεται "morna".
Γι’ άλλη μια φορά, οι νότες θα φτερουγίσουν πάνω στον Ωκεανό, και θα γίνουν μπλε, και θα γίνουν blues, Blues της Louisiana, της μαύρης Αμερικάνικης πατρίδας του spiritual και της jazz.
Ο πόνος ντύνει τον άνθρωπο στα μαύρα, ίσως επειδή συνήθως αφορά τον "νέγρο", τον μελαχρινό, τον τσιγγάνο με την εκρηκτική πληθωρικότητα του flamenco, και τη μελαγχολική ευτυχία του "fandango" –που σημαίνει κι’ αυτό πεπρωμένο. Το πεπρωμένο της περιπλάνησης στη μοναξιά ενός απομυθοποιημένου ονείρου "της λιτανείας των ερωτικών σκηνωμάτων, που την ημέρα Των Ευχαριστιών, κανείς δε βρίσκεται να τους βγάλει το καπέλο και να προσευχηθεί ένα θλιβερό Πάτερ Υμών.’’
Είναι ο πληθωρικός μεσογειακός λυρισμός που απλώνει τ’ ασημένια φύλλα του απ’ τα παντελόνια των "Mariachis του Garibaldi", στο Μεξικό, ως το Buenos Aires, και μεταμφιέζεται σε λυγμό του tango, που μιλά για τα βίτσια του λιμανιού.
Μα είναι και η ονειροπόληση των χαμένων πολιτισμών που ψέλνει η πνευστή "zampoña" με μόνη συντροφιά τον άνεμο στο Alto Perú.
Πιο πέρα, στην Κολομβία, οι μαύροι σέρνουν τους σιδερένιους πόνους της αλυσίδας τους στο ρυθμό της cumbia, ενώ στην Κούβα, ο "ιδρώτας του αγρότη για δυο δεκάρες π’ ούτε φαίνονται στο χέρι", λέγεται guajira.
Η πικρή αγωνία των πόθων γεννιέται από την πορτογαλική κιθάρα της Amália Rodrigues, και ταξιδεύει με τη φωνή της Cesaria Évora στο Cabo Verde της Αφρικής, μα την κρατούν στη ζωή τα σαξόφωνα της Louisiana και οι μακρόσυρτοι λυγμοί των Ανδαλουσιάνων και των blues της Ερήμου. Αναπνέει με τα φλάουτα των Ίνκας στις Άνδεις κι εξακολουθεί να ζει σαν τυφλός ζητιάνος που παίζει "bandoneón" στο ημίφως μιας αμαρτωλής γωνιάς του Buenos Aires.
(*Bojador: Ακρωτήριο της Β.Δ. Αφρικής, το σημείο "Non plus ultra" των ναυτικών κατά το Μεσαίωνα.)
Ένα νυχτέρι σε μια θάλασσα από καημό που σβήνει το crescento του στ’ όνειρο.
Καημός με την Ομηρική έννοια του νόστου, της επανόδου, μα και του ανανταπόκριτου έρωτα –όπως θα έλεγε ο Ρίτσος, του εφήμερου φοιτητικού έρωτα στην Coimbra, μα και του έρωτα των Πορτογάλων θαλασσοπόρων για τη γη τους και τη "θάλασσα (την) αλμυρή, (που) πόσο απ΄ το αλάτι (της) είναι δάκρυα της Πορτογαλίας!" Δάκρυα του Φερνάντο Πεσσόα, αλλά και "όποιου θέλει να διαβεί πιο πέρα κι απ΄ το Bojador*, (και) πρέπει να περάσει πιο πέρα κι απ΄ τον πόνο. . ."
Το δραματικό πεπρωμένο του ανθρώπου –το "fado",όπως το τραγουδούν οι Πορτογάλοι στις ταβέρνες της οδύνης δίπλα στον Τάγο, αντηχεί τη νύχτα στην καρδιά της ξεριζωμένης νέγρας σκλάβας απ’ τις φυτείες του Πράσινου Ακρωτηρίου. Είναι η ίδια τραγική γεύση της ζωής, που εδώ αλλάζει όνομα και λέγεται "morna".
Γι’ άλλη μια φορά, οι νότες θα φτερουγίσουν πάνω στον Ωκεανό, και θα γίνουν μπλε, και θα γίνουν blues, Blues της Louisiana, της μαύρης Αμερικάνικης πατρίδας του spiritual και της jazz.
Ο πόνος ντύνει τον άνθρωπο στα μαύρα, ίσως επειδή συνήθως αφορά τον "νέγρο", τον μελαχρινό, τον τσιγγάνο με την εκρηκτική πληθωρικότητα του flamenco, και τη μελαγχολική ευτυχία του "fandango" –που σημαίνει κι’ αυτό πεπρωμένο. Το πεπρωμένο της περιπλάνησης στη μοναξιά ενός απομυθοποιημένου ονείρου "της λιτανείας των ερωτικών σκηνωμάτων, που την ημέρα Των Ευχαριστιών, κανείς δε βρίσκεται να τους βγάλει το καπέλο και να προσευχηθεί ένα θλιβερό Πάτερ Υμών.’’
Είναι ο πληθωρικός μεσογειακός λυρισμός που απλώνει τ’ ασημένια φύλλα του απ’ τα παντελόνια των "Mariachis του Garibaldi", στο Μεξικό, ως το Buenos Aires, και μεταμφιέζεται σε λυγμό του tango, που μιλά για τα βίτσια του λιμανιού.
Μα είναι και η ονειροπόληση των χαμένων πολιτισμών που ψέλνει η πνευστή "zampoña" με μόνη συντροφιά τον άνεμο στο Alto Perú.
Πιο πέρα, στην Κολομβία, οι μαύροι σέρνουν τους σιδερένιους πόνους της αλυσίδας τους στο ρυθμό της cumbia, ενώ στην Κούβα, ο "ιδρώτας του αγρότη για δυο δεκάρες π’ ούτε φαίνονται στο χέρι", λέγεται guajira.
Η πικρή αγωνία των πόθων γεννιέται από την πορτογαλική κιθάρα της Amália Rodrigues, και ταξιδεύει με τη φωνή της Cesaria Évora στο Cabo Verde της Αφρικής, μα την κρατούν στη ζωή τα σαξόφωνα της Louisiana και οι μακρόσυρτοι λυγμοί των Ανδαλουσιάνων και των blues της Ερήμου. Αναπνέει με τα φλάουτα των Ίνκας στις Άνδεις κι εξακολουθεί να ζει σαν τυφλός ζητιάνος που παίζει "bandoneón" στο ημίφως μιας αμαρτωλής γωνιάς του Buenos Aires.
(*Bojador: Ακρωτήριο της Β.Δ. Αφρικής, το σημείο "Non plus ultra" των ναυτικών κατά το Μεσαίωνα.)