Τιγουανάκου, ο προϊνκαϊκός πολιτισμός
της λίμνης Τιτικάκα
Στις βολιβιανές όχθεις της λίμνης Τιτικάκα, της ψηλότερης λίμνης στον κόσμο, οι σύγχρονοι ιθαγενείς Αϋμάρα επιβιώνουν στα χνάρια του προγονικού πολιτισμού των ερημικών υψιπέδων των Άνδεων.
Λίγο πιο πέρα, η πανάρχαια πόλη-ιερό Τιγουανάκου, προσανατολισμένη στ' άστρα, εκφράζει με την πρωτοποριακή της τέχνη τους θρησκευτικούς μύθους και την πολιτική ιστορία του τόπου. Είναι ο μυστηριώδης θεματοφύλακας της ιδιοσυγκρασίας του νοτιοαμερικάνικου πολιτισμού που γεννήθηκε εδώ πριν από 3.500 χρόνια.
Στα μεγάλα υψόμετρα του νότιου ημισφαιρίου, μερικές φορές οι ταξιδιώτες διαπιστώνουμε ότι ορισμένες από τις αισθήσεις μας αλλοιώνονται, ενώ συγχρόνως αποκτούμε άλλες, πρωτόγνωρες και έντονες, και γινόμαστε κατά κάποιον τρόπο οδοιπόροι στην ιστορική πορεία της πολιτισμικής νοοτροπίας των λαών. Τα πάντα εδώ, στη Λατινική Αμερική, κινούνται με αισθητά μειωμένους ρυθμούς.
Κοιτάζω και πάλι το ρολόι μου: δείχνει 5:00 -μισή ώρα πριν ανατείλει ο ήλιος. Η πυκνή μάζα των Άνδεων συγχέεται με τον σκοτεινό ορίζοντα, κι έτσι δεν μπορώ να διακρίνω ποια από τα άπειρα λαμπερά στίγματα γύρω μου είναι άστρα, και ποια είναι φώτα από τα χιλιάδες φτωχόσπιτα που βρίσκονται στις παρυφές των βουνών που περιβάλλουν το λεκανοπέδιο της "Τσουκουάγιο Μάρκα" (Λα Παζ). Για άλλη μια φορά βρίσκομαι στη Νότια Αμερική, και τη βλέπω να ξυπνά.
Μέσα στο ξύλινο λεωφορείο -απομεινάρι της δεκαετίας του ΄60, που θα μας μετέφερε από την πρωτεύουσα του "Κ'όλλιασούγιου" (Βολιβία), ως τα σύνορα με το Περού, προσπαθώ να αγνοήσω το εντυπωσιακό κρύο και σκέφτομαι αυτήν τη "διπλή ήπειρο", την αρχαία μα και νεανική, την Αμερική των ιθαγενών και των Ευρωπαίων, μα πάνω απ΄ όλα των μιγάδων. Είναι σημαντική εμπειρία να βρίσκεται κανείς σ΄ αυτό το υπαίθριο θεατρικό σκηνικό, όπου εκατομμύρια άνθρωποι προσπαθούν ακόμη να επιβιώσουν από τότε που πρωτοδιέσχισαν τον Βερίγγειο πορθμό για να δημιουργήσουν εδώ διαχρονικούς πολιτισμούς, όπως αυτόν του "Τιγουανάκου".
Η ώρα είναι ήδη 5:30, και ο ήλιος έχει υφάνει τη ροζ κορδέλα της κορυφογραμμής του "Ίν'τι Ιλλιμάνι" -του ιερού βουνού των βολιβιανών Άνδεων. Είναι αυτή η ίδια κορδέλα που κεντούν στις φαρδιές φούστες τους οι ινδιάνες, και που την τραγουδούν με την σύριγγα του Πάνα -το γνωστό μουσικό όργανο που εδώ ονομάζεται "σαμ'πόνια".
Βρισκόμαστε μόνο 11 χιλιόμετρα από τη Λα Παζ, αλλά τόσο μακριά μέσα στις γεωλογικές περιόδους. Έχουμε ήδη φτάσει στην "Κοιλάδα της Σελήνης", όπου η αιολική διάβρωση έχει σχηματίσει μικρά φαράγγια και μυτερές κορυφές, σαν απολήξεις γοτθικού ναού.
Το ξύλινο λεωφορείο μας διασχίζει πια τα απέραντα ερημικά υψίπεδα των Άνδεων. Είναι προτιμότερο να επισκεφτούμε πρώτα τη λίμνη "Τιτικάκα". Η γεωλογική της εξέλιξη έχει εν μέρει επιρρεάσει τον πολιτισμό Τιγουανάκου.
Στα τέλη της Ιουρασικής περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα, εδώ και 135 εκατομμύρια χρόνια, η νοτιοαμερικανική υποήπειρος αποκολλήθηκε από την εννιαία Γκοντβάνα, και ξεκίνησε ένα αργό ταξίδι προς τα δυτικά του Ωκεανού. Σύμφωνα με τον γεωλόγο Φεδερίκο Ε. Άλφελντ, στις αρχές της Τριτογενούς περιόδου -πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια- στις αρχές της Παλαιοηωκαίνου περιόδου και του Καινοζωικού αιώνα, οι ισχυρές πιέσεις των γεωλογικών πλακών εκτίναξαν την οροσειρά των Άνδεων σε υψόμετρο 12.000 μέτρων. Αργότερα, η αιολική διάβρωση, όπως κι εκείνη των υδάτων, χαμήλωσαν την Κορδιλλιέρα στα 7.000 μέτρα, δημιουργώντας τοπία μοναδικά, όπως η ασβεστολιθική Κοιλάδα της Σελήνης με τα εντυπωσιακά σχήματα και χρώματα. Ένα λεκανοπέδιο που αντιστοιχούσε με τη σημερινή έκταση της βορειοδυτικής Βολιβίας, συγκέντρωσε μεγάλη μάζα υδάτων, σχηματίζοντας έτσι μία λίμνη. Σ΄ αυτήν τη λίμνη συσσωρεύτηκαν σταδιακά ιζηματογενή πετρώματα που προέρχονταν από τη διαλυτική διάβρωση των γύρω βουνών. Έτσι σχηματίστηκε το "Αλτιπλάνο", δηλαδή το βολιβιανό υψίπεδο των 3.750 μέτρων στην κεντρική "Κορδιλλιέρα" των Άνδεων.
Κατά την τεταρτογενή περίοδο -πριν από 26.000 χρόνια- όταν άρχιζαν να λιώνουν οι παγετώνες, σχηματίστηκε και πάλι πάνω σ' αυτό το οροπέδιο ένα απέραντο σύστημα λιμνών, γύρω από τις οποίες υπήρχαν αλυκές. Αυτή ήταν η πρωταρχική μορφή της λίμνης Τιτικάκα, που ήδη από εκείνες τις μακρινές περιόδους συγκέντρωνε μεγάλη ποικιλία χλωρίδας και πανίδας, όπως η τοτόρα (ένα είδος ψάθας) και το λιάμα (η προβατοκάμηλος των Άνδεων) κι έτσι προσέλκυε το ενδιαφέρον των αρχέγονων ανθρώπων.
Το λεωφορείο μας έχει ανέβει σ΄ ένα ύψωμα -σπάνιο θέαμα σ΄ αυτήν την απόλυτα επίπεδη έκταση με όλες τις αποχρώσεις της ώχρας. Στο βάθος του ορίζοντα, μια μπλε κηλίδα έχει αρχίσει να διακρίνεται. Είναι η λίμνη Τιτικάκα!
Ο Μάρκο-Αντώνιο - ο Βολιβιανός συνοδός μου σ΄ αυτήν την αποστολή- μιγάς δεύτερης γενιάς από γιαγιά Αϋμάρα και παππού Ισπανό, μου διηγείται στα ισπανικά, με έντονη ινδιάνικη προφορά, έναν μύθο της φυλής του, μία προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα και να διατηρήσει την άγραφη ιστορία του:
"Εκείνα τα χρόνια, τα νερά της λίμνης πλημμύρισαν. Οι καλλιέργειες εξαφανίστηκαν και τα πλίνθινα σπίτια διαλύθηκαν. Το χάος σκέπασε τους ανθρώπους. Η οργή των πνευμάτων της λίμνης και του "Κ' ονίλλια Τ'ίχσι Γουίρακ'ότσα" -του Κυρίαρχου των Κεραυνών και Υδάτων και της Ρίζας των Πραγμάτων- έπεφτε για αρκετό καιρό πάνω στα χωριά με μορφή καταιγίδας. Λίγο αργότερα, ένας γιος του Γουίρακ'ότσα, ο "Τουνούπα" - ο Ηρωικός Κυρίαρχος της Φωτιάς και των Ηφαιστείων- δεμένος χειροπόδαρα μέσα σε μια ψάθινη βάρκα "μπάλσα", επαναστάτησε εναντίον του πατέρα του και των αδελφών του, που τον είχαν φυλακίσει εκεί. Αφού απελευθερώθηκε από τα δεσμά του, οδήγησε τη βάρκα του στη νότια όχθη της λίμνης, όπου η πλώρη της χτυπώντας με φόρα στα βράχια, άνοιξε ένα φαράγγι, κι έτσι η υδάτινη μάζα βρήκε διέξοδο. Οι άνθρωποι επέστρεψαν και ξαναδημιούργησαν εδώ πολιτισμό."
Πρόκειται βέβαια για μία μυθολογική εξήγηση της γεωλογικής ιστορίας της λίμνης, κατά την οποία ένας κατακλυσμός κατέστρεψε τον αρχέγονο πολιτισμό της. Άλλωστε και το όνομα αυτής της νότιας περιοχής της λίμνης -"Γουινιάυμάρκα"- που σημαίνει "Αιώνια Πολίχνη", δηλώνει την εγκατάσταση του ανθρώπου εδώ, πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια.
Είμαι έτοιμος να μπω σε μία βάρκα, όμοια μ΄ εκείνη του ημίθεου Τουνούπα, και διασχίζοντας ένα μικρό τμήμα των 8.300 τετραγωνικών χιλιομέτρων της Τιτικάκα, να φτάσω στο "Σουρίκι" -ένα από τα 30 νησιά της.
Στα 1974 ο Ζακ-Υβ Κουστώ είχε πραγματοποιήσει εδώ ωκεανογραφικές αλλά και αρχαιολογικές έρευνες. Στο βιβλίο του "Γκαλάπαγος-Τιτικάκα, The Blue Holes" αναφέρει: "Θα ήταν γοητευτικό να φέραμε εις πέρας μία αρχαιολογική ανασκαφή σ΄ αυτήν την τοποθεσία, αλλά γι΄ αυτό θα ήταν αναγκαίο να χρησιμοποιήσουμε έναν εξοπλισμό πολύ πιο ισχυρό και περίπλοκο από αυτόν που ήδη έχουμε. Θα έπρεπε να ανεβάζαμε με ειδικούς σωλήνες ως την επιφάνεια όλη την ιλύ της κοίτης, και να την εξετάζαμε διεξοδικά σε κάθε της ίντσα για να διερευνήσουμε τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Αυτό όμως είναι σχεδόν ανέφικτο, λόγω του μεγέθους της Τιτικάκα."
Είναι γνωστή η θεωρία που έχει προκύψει από τις σύγχρονες ανθρωπολογικές έρευνες, σύμφωνα με την οποία οι πρώτοι κάτοικοι της Αμερικανικής ηπείρου ήταν Ασιάτες, οι οποίοι έφτασαν στη νέα αυτή ήπειρο με τρεις τρόπους: είτε περνώντας το Βερίγγειο Πορθμό, είτε διασχίζοντας τον Ειρηνικό Ωκεανό, από την Ασία ή και την Αυστραλία. Η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα 14 έδειξε οτι αυτό συνέβει σταδιακά από το 50.000 έως το 8.000 π.Χ. -περίοδο που αντιστοιχεί με τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική, η οποία στην Ελλάδα εκπροσωπείται κυρίως από τον Άνθρωπο του Σπηλαίου των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, στη Μακεδονία. Έχουν, όμως, βρεθεί και μεμονωμένα δείγματα, πολύ αρχαιότερα. Αυτή η "θεωρία των αλλόχθονων" πρωταρχικών κατοίκων της Νότιας Αμερικής, ώθησε τον αρχαιολόγο Ντόιγκ Κάουφμαν να αποφανθεί οτι οι μεσοαμερικανικοί υψηλοί πολιτισμοί -που είχαν τα κέντρα τους στο Μεξικό και τη Γουατεμάλα- ήταν κοινής προέλευσης μ' εκείνους του Περού και της Βολιβίας. Εκείνοι οι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα από κάθε ευρωπαϊκή και γενικά ξένη επιρροή. Αλλά, όπως λέει και ο διευθυντής του Εθνολογικού Μουσείου του Μονάχου, ο Δρ. Αντρέας Λόμμελ: "Είναι αδύνατο να χαράξουμε μία αυστηρή και σταθερή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους εξαφανισμένους πρωτόγονους πολιτισμούς του παρελθόντος και σ' αυτούς που ακόμη και σήμερα επιζούν σε όλες τις ηπείρους του κόσμου, εκτός από την Ευρώπη, γιατί οι σημερινοί ππολιτισμοί είναι οι κληρονόμοι των προηγούμενων.
Η πλώρη της μπάλσα από καλάμι "τοτόρα" δείχνει επίμονα μία από τις πολλές ομοιόμορφες κορυφές που προεξέχουν από τη λίμνη. Πλησιάζουμε στο νησί Σουρίκι.
Στην προχειροφτιαγμένη προβλήτα έχουν συγκεντρωθεί τουλάχιστον οι μισοί κάτοικοι του νησιού και αμέτρητα παιδιά με έντονα τα χαρακτηριστικά της μακρινής ασιατικής καταγωγής τους στο πρόσωπό τους. Τα ισπανικά τους μου θυμίζουν εκείνα των σπουδαστών μου στο πρώτο έτος της γλώσσας, ενώ τα δικά μου ινδιάνικα φαντάζουν στ' αυτιά τους αρχαιοπρεπή. Μερικοί απ' αυτούς μένουν σαστισμένοι. Άλλοι χαμογελούν ντροπαλά. Οι πιο ικανοί επαναλαμβάνουν όσα τους λέω στη σύγχρονη γλώσσα αϋμάρα, θέλοντας έτσι να μου δείξουν την εξέλιξή της από την προϊνκαϊκή εποχή έως σήμερα.
Η γλώσσα τους, η "αϋμάρα", είναι σήμερα η δεύτερη σε σπουδαιότητα στην περιοχή των Άνδεων. Η πρώτη σε γεωγραφική εξάπλωση είναι η συγγενική "κ'έτσουα", η επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας των Ίνκας. Σήμερα 1.500.000 ιθαγενείς των Άνδεων μιλούν αϋμάρα, και συγκεκριμένα το 40% του πληθυσμού της Βολιβίας είναι δίγλωσσοι. Η ιθαγενής γλώσσα έχει καταλάβει ένα μικρό χώρο στην εκπαίδευση, την πολιτική και τα ΜΜΕ. Είναι όμως μία γλώσσα κοινωνικά υποβαθμισμένη. Η οικονομικά ισχυρή τάξη των λιγοστών λευκών χρησιμοποιεί αποκλειστικά τα ισπανικά. Έτσι οι εγγράμματοι ιθαγενείς, που αποτελούν μόλις το 30 % της κοινότητάς τους, ξέρουν να γράφουν μόνο ισπανικά, επειδή η αϋμάρα γράφεται ακόμα με τα διεθνή σύμβολα που χρησιμοποιούν οι γλωσσολόγοι. Θεωρώ, όμως, όλα αυτά ένα μεγάλο βήμα προς την διατήρηση ή και την αναγέννηση αυτού του λαού. Θυμάμαι, την προπερασμένη δεκαετία, που είχα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή μ' αυτούς τους ανθρώπους, δυσκολευόμουν να τους πείσω να παραδεχτούν οτι ήταν Ινδιάνοι. Επέμεναν οτι ήταν Βολιβιανοί, ακόμη κι όταν τους έλεγα οτι εκτιμώ περισσότερο τους αρχαίους πολιτισμούς των Άνδεων.
Αντίθετα σήμερα, στην καθημερινή κουλτούρα αυτού του λαού κυριαρχεί μία λέξη: Awatkipasipxañanakasataq, που περιφραστικά σημαίνει: "να είσαι άγρυπνος φρουρός για να διατηρείς την ακεραιότητά μας, δηλαδή να διαφυλάτττεις τις αξίες των προγόνων μας στην ιδιοσυγκρασία σου, και να τις μεταδίδεις στις νέες γενιές του πολιτισμού Αϋμάρα." Ίσως και οι δύο περιπτώσεις να περιγράφουν τον εθνικισμό που κυριαρχεί στη Λατινική Αμερική, αλλά ασφαλώς το "μη χείρον" είναι "βέλτιστον".
Ανάμεσα στο πλήθος διακρίνω τον γέρο Ιλλιμάτσι -τον μάστορα που φτιάχνει τις βάρκες μπάλσα από ψάθα τοτόρα, που φυτρώνει στις όχθες της λίμνης. Παραξενεύομαι που δεν βλέπω και τον αδελφό του.
-"Πέθανε", μου λέει στη γλώσσα του τη γεμάτη λαρυγγικά σύμφωνα, που την κάνουν ν' ακούγεται πιο σκληρή κι από την ίδια την πραγματικότητα. "Kι εγώ είμαι ενενήντα χρονών. Τα παιδιά και τα εγγόνια μου προτιμούν να πουλάνε βαρκούλες-σουβενίρ για τους τουρίστες. Η τέχνη της τοτόρα θα πεθάνει μαζί μ' εμένα."
Στο δρόμο της επιστροφής προς τον αρχαιολογικό χώρο Τιγουανάκου, σκέφτομαιτα λόγια του ηλικιωμένου Ινδιάνου. Παρ' όλες τις δυτικές επρροές που έχει επιβάλλει ο λιγοστός τουρισμός, οι Αϋμάρα της λίμνης Τιτικάκα εξακολουθούν να ζουν τηρώντας τις βασικές έννοιες του αρχαίου τους πολιτισμού. Κυκλοφορούν ντυμένοι με τη ρουάνα -το γνωστό σε μας πόντσο- άλλοτε στα χρώματα του ουράνιου τόξου, κι άλλοτε σε γήινες αποχρώσεις. Οι άνδρες φορούν το τσούλλιου -τον πλεκτό, μυτερό σκούφο που καλύπτει και τ' αυτιά- ενώ οι γυναίκες χρησιμοποιούν ένα χαρακτηριστικό "ανδρικό", θα έλεγα, καπέλο και κουβαλούν τα μωρά τους μέσα στο π'ούλλιου -ένα σακκίδιο από πολύχρωμη κουβέρτα, που ρίχνουν από τους ώμους στην πλάτη. Ασχολούνται ακόμη με την αλιεία και την κτηνοτροφία, όπως δείχνουν και τα ανάγλυφα μοτίβα στο Τιγουανάκου, και διατηρούν το φεουδαρχικό σύστημα αυτοδιοίκησης Άυλλιου από την προϊνκαϊκή εποχή.
Μέσα στους οικισμούς Άϋλλιου συνυπάρχουν σύμβολα δύο θρησκειών. Στον τοίχο κρέμεται ένα εικόνισμα του Χριστού, γνωστό στην Καθολική Εκκλησία ως "Αγία Καρδιά", ενώ σε μία κόγχη στέκεται ακόμη και σήμερα το μαύρο άγαλμα της Πατσαμάμα -της Μητέρας Γης. Δίπλα, ένα αποξηραμένο έμβρυο, απόκτημα από οιωνοσκόπηση λιάμα (δηλ. προβατοκαμήλου των Άνδεων), περιμένει καρτερικά την κατάλληλη στιγμή για να προσφέρει τις μαγικές ιδιότητές του. Η γυναίκα που θα το χρησιμοποιήσει, πρέπει πρώτα να απαγγείλει μία ινδιάνικη προσευχή με σκόρπιες ισπανικές λέξεις στην Πατσαμάμα, κι αφού τελειώσει την παράκλησή της, θα "δέσει" τα μάγια με μία κόκκινη τούφα μαλλιού από λιάμα γύρω από το άγαλμα της Μάνας Γης. Ολοκληρώνοντας, θα κάνει το σημείο του σταυρού στο μέτωπό της, θα φτύσει τρεις φορές το άγαλμα και θα θάψει το έμβρυο μπροστά στην πόρτα του σπιτιού που θέλει να μαγέψει. Έτσι, τοκετοί, έρωτες, θάνατοι, συγκομιδή και χρήματα, τα πάντα θα πάρουν το ποθητό δρόμο, καλό ή κακό...
Ο Μάρκο-Αντόνιο, ο συνοδός μου εξηγεί οτι έχει φτάσει η ώρα να αναπτυχθεί επιτέλους και η Βολιβία. Όμως τα κοινωνικά προβλήματα και οι δεισιδαιμονίες σκουν πρόσφορο έδαφος ακόμη και στις υψηλά ιστάμενες τάξεις. Σήμερα πια, οι νέοι -τουλάχιστον όσοι δεν είναι καθαρόαιμοι ιθαγενείς- έχουν βγάλει το "πόντσο", προτιμούν να μορφώνονται και ακολουθούν σύγχρονα επαγγέλματα. Ευτυχώς όμως, δεν ακούν μόνο μουσική "disco, rock ή rave", αλλά και την παραδοσιακή πεντατονική με τα μικτά ινδιάνικα και ισπανικά στοιχεία. Αυτή η μουσική ερμηνεύεται κυρίως με πνευστά όργανα, όπως η σύριγγα του Πάνα "σαμ'πόνια", που μιμείται τον άνεμο στις Άνδεις, και τη φλογέρα "κένα", από κόκκαλο κόνδορα. Άλλα μουσικά όργανα είναι έγχορδα, όπως το "τσαράνγκο" -ένα είδος κιθάρας φτιαγμένης από το κέλυφος του "αρμαδίλλιο", που πρωτοεμφανίστηκε στην περίοδο της ισπανικής αποικιοκρατίας, αλλά και ορισμένα περίεργα κρουστά όπως το "κ'τσούλλιου-κ'τσούλλιου", που αποτελείται από οπλές λιάμα ή και κοχύλια. Μέσα από τους δίγλωσσους λυρικούς στίχους αυτών των τραγουδιών, εκφράζεται η δύναμη του ανθρώπου που δαμάζει τη σκληρή φύση των βουνών, αλλά και τη θλίψη του για την καταστροφή του ντόπιου πολιτισμού:
"Kanma kashanki llake t’ika hina. Mana qhikiy sappikikipis ratayta atinkichu."
"Θλιμμένη είσαι, σαν λουλούδι μαραμένο, που ούτε στις ίδιες σου τις ρίζες πια δεν μπορείς να στηριχτείς."
Εδώ στο Αλτιπλάνο, την πέτρινη καρδιά της Βολιβίας, το τοπίο είναι ασκητικό, απάνθρωπο. Ίσως σε μερικούς να θυμίζει την Καστίλλη. Όπως θα έλεγε ο Ισπανός λογοτέχνης Χοσέ Μαρτίνεθ Ρουίθ-Αθορίν, ". . .μια βαθειά σιγή βασιλεύει σ΄ αυτούς τους κάμπους. Στο βάθος, στα δεξιά, ένα ερειπωμένο μαυριδερό ερημητήριο διακρίνεται ανάμεσα από τα σκελετωμένα μαύρα δέντρα που προεξέχουν από τις μακριές, μισογκρεμισμένες ξερολιθιές. Μια απέραντη αίσθηση μοναξιάς και εγκατάλειψης μας καταλαμβάνει. Κάτι υπάρχει σ΄ αυτήν την περιοχή, κάτι σαν μια συμπύκνωση, σαν μια σύνθεση της θλίψης αυτού του τόπου. . .".
Ο σημαντικότερος κοινωνικός πυρήνας των λαών της κεντρικής οροσειράς των Άνδεων ήταν -και εξακολουθεί να είναι το "¨Αυλλιου", δηλαδή το σύνολο των ανθρώπων που προέρχονται από μία κοινή ρίζα και οργανώνονται έχοντας έναν αρχηγό "Χιλακάτα", που δεν είναι άλλος από το γηραιότερο της οικογένειας. Ο πρωτότοκος γιος δεν κληρονομεί το Άυλλιου. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει ένα νέο.
Ορισμένοι μελετητές, όπως ο Μπαουτίστα Σααβέδρα, πιστεύουν πως ήδη πριν από την εποχή των Ίνκας (13ος αι. μ.Χ.), το Άυλλιου στηρίχθηκε σε θρησκευτικές βάσεις που ένωναν τα μέλη της κοινότητας. Οι οικογένειες αυτές είχαν τους δικούς τους θεούς-προστάτες, που ανήκαν στο κοινό Πάνθεον, κάτι ανάλογο δηλαδή, με τα ονόματα που προσδίδονται στην Παναγία. Ο Ίνκα Γκαρσιλάσο δε λα Βέγα ανέφερε οτι πολλοί ιθαγενείς λαοί του υψιπέδου των Άνδεων πίστευαν πως προέρχονταν από διάφορα ιερά ζώα, όπως τον κόνδορα, το πούμα, το φίδι, κ.ά. Από την εποχή της ισπανικής κατάκτησης (16ος αι. μ.Χ.), τα Άϋλλιου δέχθηκαν τη χριστιανική θρησκεία, διατηρώντας συγχρόνως τους μύθους, τις παραδόσεις και τους άγραφους νόμους τους. Σήμερα είναι δυσπρόσιτα μέρη για τους ξένους, αλλά συγχρόνως ασφαλή. Σ' αυτές τις μικρές κοινότητες δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου εγκληματικότητα. Ένας από τους άγραφους νόμους ορίζει οτι, εάν κάποιο μέλος της κοινότητας κλέψει, τότε πρέπει να θανατωθεί από τα υπόλοιπα μέλη της.
Σε περιοχές όπου το νερό είναι σπάνιο, τα Άυλλιου συγκεντρώνονται το ένα δίπλα στο άλλο και σχηματίζουν "Μάρκας", δηλαδή κεφαλοχώρια, αστικοί πυρήνες και κατ΄ εξοχήν πατρίδα, διατηρώντας έτσι άθικτα τα οικογενειακά τους έθιμα και το Πάνθεον της προγονολατρείας. Οι ιθαγενείς Αϋμάρα ονομάζουν αυτό το διοικητικό σύστημα "Χάτ'α", που σημαίνει: σπόρος φυτών, ζώων και ανθρώπων, σπέρμα, οικογένεια, κάστα. Αυτό ήταν στην αρχαιότητα το μόριο από το οποίο αναπτύχθηκαν οι πόλεις, όπως το Τιγουανάκου. Ακόμη και σήμερα, τα Άυλλιου έχουν στην κατοχή τους τη γύρω καλλιεργήσιμη γη, για την οποία δεν πληρώνουν φόρο στο σύγχρονο κράτος. Οι κάτοικοί τους είναι σε γενικές γραμμές αδιάβλητοι ως προς τις επιρροές του Δυτικού πολιτισμού και δεν ενδιαφέρονται για την απόκτηση εθνικότητας μίας από τις σύγχρονες Δημοκρατίες της Νότιας Αμερικής.
Το χωριό "Τιαγουανάκου" έχει αρχίσει να φαίνεται στον ατέρμονα ορίζοντα με τα σπίτια του τόσο μικροσκοπικά, σα νεκροταφείο. Οι χωρικοί χρησιμοποιούν σήμερα τις "παλιές πέτρες" -όπως οι ίδιοι ονομάζουν τα αρχαιολογικά θραύσματα, για να διακοσμούν τα σπίτια τους, ή και σε ορισμένες περιπτώσεις ως δομικά υλικά. Ο αρχαιολογικός χώρος με το παράξενο όνομα υψώνει μπροστά μας τις πύλες του. Υπάρχουν περισσότερες από επτά γνώμες για την ετυμολογία του τοπωνυμίου. Πρώτος ο πατήρ Μπαλτάσαρ Δε Σάλας, υποστήριξε ότι αυτή η λέξη φανερώνει τους δύο θησαυρούς του οροπεδίου των βολιβιανών Άνδεων: τον κασσίτερο και την προβατοκάμηλο "γουανάκο". Άλλοι μελετητές προτείνουν τις ερμηνείες: όχθη ξεροπόταμου, οικισμός υπόγειων αποξηραμένων σπηλαίων, Πόλη των Γιών του Ηλίου, ή ξηρός τόπος στο χείλος του κόσμου. Ο Ανέλλιο Ολίβα πίστευε οτι το αρχαιότερο όνομα του Τιγουανάκου ήταν Τσουκάρα, δηλαδή "Πόλη των Χρωμάτων με το Σπίτι του Ήλιου". Άλλη πιθανή ονομασία είναι Τάυπικ'άλα, που σημαίνει "μεγάλος κεντρικός βράχος". Πρόκειται, άλλωστε, για τα τα επιβλητικότερα μεγαλιθικά μνημεία της προκολομβιανής Αμερικής. Πάντως, οι σύγχρονοι ιθαγενείς Αϋμάρα, που κατοικούν στην περιοχή, διακρίνουν το όνομα του χωριού Tiahuanaco από το αρχαίο τοπωνύμιο Tiwanaku, και του δίνουν την έννοια: "Τόπος μόνιμης εγκατάστασης των νομάδων βοσκών της προβατοκαμήλου".
Μέχρι σήμερα δεν έχει τεκμηριωθεί καμία απάντηση στο ερώτημα "ποια ομάδα έθεσε τον λίθο της δημιουργίας σε αυτήν την Πόλη-Ιρερό". Ο Ούγγο Μποέρο Ρόχο -ο Βολιβιανός καθηγητής του Παν/μίου του Αγ. Ανδρέα, στη Λα Παζ- αναφέρει οτι η έρευνα στρέφεται πάντα προς τα φύλλα Κόλλια, που από την αρχαιότητα έως και σήμερα συνδέονται στενά με τη γεωλογία των βολιβιανών υψιπέδων και την επιρροή της λίμνης Τιτικάκα από την αρχέγονη μορφή της έως και τη σύγχρονη. Στον Ημιυπόγειο Ναϊσκο του Τιγουανάκου βλέπουμε μία σειρά πέτρινων κεφαλών, εφαρμοσμένων στο τείχος. Κάθε μία από αυτές έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά προσώπου, γεγονός που δηλώνει οτι διάφορες εθνότητες συγκεντρώθηκαν εδώ για να ιδρύσουν αυτό το "Κοινό". Ανάμεσα σ' εκείνες τις εθνότητες, οι Τσιρίπα ήταν εκείνοι που επιρρέασαν αποφασιστικά τον νεοσύστατο πολιτισμό. Η γνώση της κεραμικής, της μεταλλουργίας και της επεξεργασίας της πέτρας ήταν τα χαρακτηριστικά εκείνης της κοινωνίας.
Οι Αμάουτα -οι σοφοί της φυλής- επέλεξαν τον τρόπο ίδρυσης του Τιγουανάκου, σύμφωνα με τον προσανατολισμό του στα άστρα και συγκεκριμένα προς τον Σταυρό του Νότου, του οποίου το σύμβολο βρίσκεται στην Πύλη του Ηλίου, ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της πόλης. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε οτι την εποχή που θεμελιώθηκε αυτή η μητρόπολη, τα άστρα καταλάμβαναν διαφορετικές θέσεις στον ουράνιο θόλο. Έτσι, μία πιθανή μέθοδος χρονολόγησης των αστρονομικά προσανατολισμένων μνημείων είναι η μελέτη της σημερινής γωνίας απόκλισής τους από την αντίστοιχη θέση του συσχετισμένου με αυτά άστρου, κατά την εποχή της κατασκευής τους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές του Εθνικού Ιδρύματος Βολιβιανής Αρχαιολογίας (ΙΝΑΒ), υφίστανται τρεις πολιτιστικές φάσεις-επίπεδα, που καλύπτουν τις πέντε εξελικτικές εποχές του Τιγουανάκου. Η μέθοδος της ραδιοχρονολόγησης έχει αποδείξει ότι οι απαρχές του αρχαιολογικού χώρου Τιγουανάκου βρίσκονται στο έτος 1580 π.Χ. (+- 120 χρόνια), δηλαδή κατά τη Μεσοκυκλαδική ή και τη Νεοανακτορική περίοδο της Κρήτης, συγκριτικά με την Ελλάδα. Επομένως, αντιστοιχεί περίπου με το επίπεδο VI της Τροίας. Από εκείνη την πρωταρχική περίοδο έχουν εντοπιστεί μόνο λίγα ίχνη, κυρίως κεραμικά και ορισμένα λατομεία κατεργασίας μονολίθων στη γύρω περιοχή. Ήταν, πάντως, ήδη ερειπωμένο, όταν το 15ο αι. μ. Χ. οι Ίνκας κατέλαβαν την περιοχή, κατοικημένη τότε -όπως και τώρα, από τους ινδιάνους Αϋμάρα.
Καταβεβλημένος από το "σορόχτσε" του υψομέτρου, δηλαδή τη δύσπνοια από την έλλειψη οξυγόνου, που προκαλεί δυσκινησία και υπνηλία, βρίσκομαι στο μέσον της απεραντοσύνης της βολιβιανής ημιερήμου, και με βήματα που δίνουν την αίσθηση αστροναύτη, προσπαθώ να διανύσω τον ατέρμονα ιμάντα του ορίζοντα, στον οποίον εμφανίζονται, ο ένας μετά τον άλλον, Ημιυπόγειοι Ναΐσκοι και Όρθιοι Μονόλιθοι, Πύλες του Ηλίου και Βαθμιδωτές Πυραμίδες και Τείχη Μακρά, όλα τοποθετημένα σε απόλυτη προοπτική. Ένας χώρος τρισδιάστατος, γεμάτος έντονα χρώματα και γεωμετρικά σχήματα, τόσο αρχαία μα και πρωτοποριακά, που μοναχικά αλλά ακόμη όρθια, αναζητούν μέσα στην Ιστορία το δικό τους Σαλβαδόρ Νταλί.
Η "Κ'άλασασάγια" -ο Ναός της Όρθιας Πέτρας, αφιερωμένος στο θεό Ήλιο "Βίλλκα-Ίν'τι", είναι θεμελιωμένος σύμφωνα με αστρονομικούς υπολογισμούς: Σ΄ αυτό το ιερό κτίσμα και στις δύο ισημερίες, δηλαδή τη φθινοπωρινή -που εδώ αρχίζει την 21η Μαρτίου, και την εαρινή -που αρχίζει την 21η Σεπτεμβρίου, ο ήλιος ανατέλλει ακριβώς από το κέντρο της κύριας πύλης, που ορίζεται από ένα μονολιθικό ειδώλιο. Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο (21 Ιουνίου), ο ήλιος ανατέλλει από τη βορειοανατολική γωνία των τειχών, ενώ κατά το θερινό (21 Δεκεμβρίου) ανατέλλει από τη νοτιοανατολική γωνία, φωτίζοντας πάντα το μονόλιθο που προανέφερα. Οι ιερείς-αστρονόμοι του Τιγουανάκου είχαν υπολογίσει το έτος σε 365,24 ημέρες.
Στο βόρειο τοίχο του ναού, το "κοχύλι", δηλαδή μία πέτρα με λαξευμένη οπή, χρησίμευε ως ενισχυτής ήχων. Ο ιερέας που βρισκόταν μέσα στο ναό, απλά ψιθύριζε τις προσευχές, και οι προσκυνητές πλησιάζοντας το αυτί τους στην οπή του τοίχου, άκουγαν τα πάντα ξεκάθαρα. Αυτό το καταπληκτικό πανάρχαιο ακουστικό σύστημα λειτουργεί ακόμη και σήμερα.
Είναι σημαντικό το γεγονός οτι όλα τα κτίρια του Τιγοουανάκου φτιάχνονταν πρώτα σε μικρές πέτρινες μακέτες, βάσει των οποίων κατασκευάζονταν έπειτα τα αντισεισμικά κτίσματα. Η τέλεια εφαρμογή των τεράστιων βασαλτικών ογκόλιθων είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ιθαγενούς αρχιτεκτονικής των Άνδεων. Η ανέγερση των γιγάντιων γρανιτένιων πεσσών, που ζυγίζουν μέχρι 100 τόνους, επιτυγχάνονταν με συστήματα μοχλών, ενώ η κυκλώπεια τοιχοποιία γινόταν με τη βοήθεια χωμάτινης ράμπας και αντερισμάτων.
Μπροστά στο ναό Κ'αλασασάγια βρίσκεται ο Ημιυπόγειος Ναϊσκος τηςπεριόδου ΙΙΙ (200 π.Χ. - 600 μ.Χ.) χτισμένος, όπως και τα περισσότερα κτίρια αυτής της πόλης, πάνω στα ερείπια άλλων οικοδομών από παλαιότερες περιόδους. Αυτή η αρχιτεκτονική συνήθεια συναντάται συχνότερα στον μεσοαμερικανικό πολιτισμό των Μάγιας. Στους τοίχους του, σειρές πέτρινων κεφαλών αναπαριστούν τις φυλές των βολιβιανών υψιπέδων που ίδρυσαν αυτήν την Πόλη-Ιερό. Οι περισσότερες από αυτές τις πέτρινες κεφαλές των φυλών που τον ίδρυσαν και που τον κοσμούν, είναι σήμερα κατεστραμμένες. Μερικές παρουσιάζουν τεχνητή κρανιακή παραμόρφωση, που επετύγχαναν οι ιθαγενείς γιατροί Ουμαχαμ'πίρι, εφαρμόζοντας δύο ξύλινες πλάκες στο μέτωπο και στο πίσω τμήμα του κρανίου των βρεφών, τις οποίες έδεναν με σχοινί. Ο κύριος σκοπός αυτού του εθίμου -που παρατηρείται και στον μεξικανικό πολιτισμό των Ολμέκα- ήταν η διάκριση των κοινωνικών τάξεων και της κάστας των ιερέων. Ένας άλλος λόγος ήταν ίσως ο καλλωπισμός. Σε μία απ΄ αυτές, διακρίνεται μία οπή, που συμβολίζει μια λεπτή χειρουργική επέμβαση, γνωστή σήμερα με τον όρο "τρυπανισμός". Η ανθρωπολογική έρευνα έχει αποδείξει ότι παρατηρώντας το εκάστοτε αρχαίο εγχειρισμένο κρανίο, μπορούμε να αποφανθούμε για την έκβαση της επέμβασης: εάν στο χείλος του διανοιγμένου οστού υπάρχει απόθεση ασβεστίου, σημαίνει ότι ο ασθενής είχε επιζήσει, γιατί μόνο ένας ζωντανός οργανισμός μπορεί να το παράγει. Η κύρια αιτία αυτής της επέμβασης ήταν το έθιμο της κρανιακής παραμόρφωσης. Η τεχνητή δολιχοκεφαλία προκαλούσε διαταραχές στην πίεση του αίματος, που θεραπεύονταν με τη μέθοδο του τρυπανισμού. Σε πολλά μουσεία εκτίθενται προκολομβιανά κρανία που έχουν υποστεί τρυπανισμό. Στον ελλαδικό χώρο, αυτή η επέμβαση ήταν γνωστή στις αρχαίες Μυκήνες.
Πίσω απ' αυτούς τους δύο ναούς που αποτελούν την πρόσωψη του Ιερού του Τιγουανάκου, τα δεκάδες κομματάκια του παζλ μίας ολόκληρης πόλης βρίσκονται σκορπιζμένα στα 600 εκτάρια της τραπεζοειδούς επιφάνειας του αρχαιολογικού χώρου. Ο αρχαιολόγος Μπέννετ υπέθετε οτι χτίστηκε σταδιακά με τη συνδρομή χιλιάδων προσκυνητών.
Κατά την περίοδο της γέννησης του Χριστού, το θεοκρατικό Τιγουανάκου, η πόλη-κράτος των 100.000 κατοίκων, ήταν μία από τις μεγαλύτερες του κόσμου, συγκρίνοντάς την μ΄ εκείνες της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Αποτελούσε, μάλιστα κέντρο θρησκευτικού προσκυνήματος, ανάλογο με την ισλαμική Μέκκα, και συγκέντρωνε πιστούς απ' όλα τα διοικητικά διαμερίσματα του κράτους, ή και από γειτονικές χώρες. Από το 200 π.Χ., μέχρι και το 900 μ.Χ., το μητροπολιτικό κέντρο του Τιγουανάκου ιδρύει αποικίες σε όλη τη γεωγραφική έκταση των Άνδεων, και φτάνοντας μέχρι και στα όρια των τροπικών περιοχών της Αμαζονίας. Δεν έχει, όμως, αποδειχθεί ακόμη εάν αυτός ο επεκτατισμός επετεύχθη με στρατιωτικές μεθόδους, ή με ειρηνική θρησκευτική αφομοίωση των προσαρτημένων περιοχών. Αυτές οι περιοχές ενώθηκαν με το αστικό κέντρο με ένα πολιτικό-θρησκευτικό ομοσπονδιακό σύστημα, ανάλογο ενός σημερινού δυτικού τύπου συνασπισμού.
Τα σπίτια αυτής της πόλης έχουν καταστραφεί ολοσχερώς. Ορισμένα κεραμικά ευρήματα εικονίζουν οικίες με παραλληλόγραμμη βάση, πλίνθινους τοίχους και δίρριχτη στέγη, αλλά και μερικά με κυκλική βάση και κωνική, βέβαια, στέγη.
Η επιρροή του Τιγουανάκου σε όλη την περιοχή των Άνδεων ήταν κυρίως θρησκευτική. Τα σύμβολα πίστεως του Ηλίου συναντώνται κυρίως στις μονολιθικές στήλες που κοσμούσαν το ιερό, και βρίσκονται σε κάθε σημείο του: στον Ημιυπόγειο Ναϊσκο, στο ναό Κ'αλασασάγια ή διασκορπισμένες στον υπόλοιπο αρχαιολογικό χώρο. Αν και αυτά τα είδωλα φαίνονται όμοια μεταξύ τους, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους. Η στήλη Μπέννετ-Πατσαμἀμα, αφιερωμένη στη Μητέρα-Γη, είναι ωραία διακοσμημένη με ακτινωτοὐς ήλιους, πούμα, αετούς, κόνδορες, φτερωτούς ανθρώπους και γεωμετρικά βαθμιδωτά μοτίβα.
Αντίθετα, η μορφή του Γενειοφόρου Κ'ονίλλια Τ΄ίχσι Γουίρακ'ότσα -του Κυρίαρχου της Οργής της Αστραπής και της Βροντής, που αναδύθηκε από τα ιερά νερά της λίμνης Τιτικάκα και δημιούργησε τη ζωή στη Γη- έχει απλές γραμμές, σχεδόν ναϊφ και διαθέτει λιγότερα μοτίβα, κυρίως φίδια κι αιλουροειδή. Τέλος, ο μονόλιθος του "Καλόγηρου" -όπως λαθασμένα τον ονόμασαν οι Ισπανοί κατακτητές για να τον χρησιμοποιήσουν ως μέσον προσηλυτισμού, φοράει μία ζώνη διακοσμημένη με καβούρια, που μας οδηγεί στη σκέψη οτι το Τιγουανάκου διατηρούσε πολιτιστικούς δεσμούς με τους λαούς των νοτιοαμερικανικών ακτών του Ειρηνικού Ωκεανού.
Πολλές κοινότητες ιθαγενών πίστευαν οτι κατάγονταν από κάποιο μυθικό ζώο που τους είχε μεταδώσει τις ιδιότητές του, όπως την αγριότητα, την πονηριά, την αντοχή, την ευκινησία ή και την ταχύτητά του. Αυτά τα σύμβολα, είχαν ξεκινήσει από τις καναδικές περιοχές των ερυθρόδερμων ως τοτέμ -δηλ. ξύλινα ξόανα. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν πραγματικά εμβλήματα της κάθε φυλής. Τα περισσότερα από αυτά τα γεωμετρικά ανάγλυφα μοτίβα βρίσκονται στο υπέρθυρο της Πύλης του Ηλίου, στο Τιγουανάκου. Η κεντρική μορφή αυτής της πύλης είναι ο θεός Ηλιος "Ίν'τι", του οποίου το πρόσωπο παίρνει τη μορφή πούμα. Ο Ίντι κάθεται πάνω στο βαθμιδωτό σύμβολο της Ιερής Πόλης Τιγουανάκου, το οποίο υιοθετήθηκε από το σύνολο των προκολομβιανών πολιτισμών από την Κεντρική έως και τη Νότια Αμερική.
Πολλές από αυτές τις μονολιθικές στήλες, όπως και η Πύλη του Ηλίου, έχουν μετατοπιστεί μετά από ορισμένους λανθασμένους υπολογισμούς των αρχαιολόγων. Αυτή η ιερή πύλη, αφιερωμένη στον θεό Ήλιο, είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του χώρου. Το μέγεθός της, κάθε άλλλο παρά μνημειακό, δεν μας εντυπωσιάζει τόσο, όσο τα γλυπτά μοτίβα που βρίσκκονται στο μονολιθικό της υπέρθυρο. Στο επάνω τμήμα του, η ανθρωπόμορφη φιγούρα του Ηλίου με τις ακτινωτά ταξινομημένες ζωόμορφες αναπαραστάσεις αιλουροειδών γύρω από το κεφάλι του, στέκεται πάνω στο γεωμετρικό βαθμιδωτό σύμβολο της πόλης, και κρατά στα χέρια του δύο σκήπτρα με κεφαλές κόνδορα. Στο κάτω τμήμα του υπέρθυρου, τα σύμβολα επαναλαμβάνονται σε μικρότερο μέγεθος., τοποθετημένα σε μία οριζόντια σειρά. Οι δύο παραλληλόγραμμες πλευρές, αριστερά και δεξιά από την κεντρική μορφή του Ηλίου, είναι καλυμένες από το μοτίβο του "Πακαχάκε" -του Ανθρώπου με Κεφάλι Αετού- που κρατάει ένα σκήπτρο με διπλή κεφαλή του ψαριού καράτσι, που ζει στη λίμνη Τιτικάκα, και αποτελεί τον δεύτερο κυριώτερο διατροφικό πόρο των Αϋμάρα στο Υψίπεδο Αλτιπλάνο των Άνδεων.
Όλες οι ανάγλυφες επιφάνειες -όπως εκείνη της Πύλης του Ηλίου (Ίν΄τι Πούνκου), με "Ευγενείς Καθοδηγητές της Φυλής": κόνδορες "Χάτσ'α Μάλλκου", πούμα, φίδια "κατάρι", ψάρια "καράτσι", ανθρώπους "Πάκα-χάκε" και άλλα πρωτοποριακά γεωμετρικά μοτίβα, ήταν καλυμμένες με σφυρηλατημένο φύλλο ασημιού. Έτσι, η τριβή από τους κόκκους της άμμου, που μετέφεραν οι ισχυροί άνεμοι του υψιπέδου, δεν επηρέασε αρνητικά τη γλυπτική των κτιρίων. Εκτός αυτού, τα ασημοντυμένα κτίσματα έλαμπαν και σχημάτιζαν μία εξώκοσμη άλω με φόντο το βαθύ μπλε του ουρανού.
Εικάζεται οτι η αρχική θέση της Πύλης του Ηλίου ήταν στην κορυφή της βαθμιδωτής πυραμίδας "Ακαπάνα", όπου υπήρχε ένα ωραίο κτίσμα.
Αυτή η πυραμίδα είναι σήμερα καλυμμένη με χώμα, και από μακριά μοιάζει με φυσικό λοφίσκο. Μόνο ένα μικρό τμήμα της έχει ανασκαφεί σήμερα και μας επιτρέπει να δούμε τις βαθμίδες της, που είναι πιθανόν να μας θυμίσουν την πυραμίδα-"μαστάμπα" στον αρχαιολογικό χώρο "Σάκκαρα" της Αιγύπτου.
Παρατηρώντας προσεκτικότερα το χώμα που καλύπτει το μνημείο, παρατηρώ οτι είναι γεμάτο με μικρές μπλε πέτρες. Ο Μάρκο-Αντόνιο μου εξηγεί οτι η πτώση του πολιτισμού του Τιγουανάκου αποτελεί ένα αρχαιολογικό μυστήριο.
Η πιθανότητα ενός πολέμου απορρίπτεται, γιατί τα κτίρια δεν εμφανίζουν ζημιές. Άλλωστε, η πόλη δεν ήταν ποτέ περιτοιχισμένη, ένδειξη που αποδεικνύει οτι δεν κινδύνευε από επιδρομές. Σύμφωνα με τον Αρθούρο Ποζνάνσκι, οι κλιματολογικές συνθήκες άλλαξαν γύρω στο έτος 1250 μ.Χ. και επέφεραν στο λαό πείνα και αρρώστιες. Πρόκειται, όμως, για μία αμφισβητήσιμη άποψη. Το σίγουρο είναι ότι πριν οι άνθρωποι εγκαταλείψουν αυτόν το χώρο, είχαν καλύψει τα μνημεία τους με χώμα που έφεραν από τα γύρω βουνά. Ήθελαν άραγε να τα διατηρήσουν, για να επιστρέψουν κάποτε οι απόγονοί τους, ή ακόμα και οι "θεοί"; Ή μήπως το τελευταίο θαυμαστό δημιούργημά τους ήταν αυτό το απέραντο "οστεοφυλάκιο" του πολιτισμού τους;
Αποδεικνύεται αρχαιολογικά ότι οι κάτοικοι της Ιερής Πόλης Τιγουανάκου κατευθύνθηκαν βόρειοδυτικά, προς το "Αγιακούτσο" του σημερινού Περού, κι εγκαταστάθηκαν στην πόλη "Ουάρι", όπου οι λαοί της ακτής του Ειρηνικού δημιούργησαν μία μεγάλη στρατιωτική αυτοκρατορία, υιοθετώντας ορισμένα στοιχεία του πολιτισμού Νάζκα, σε μία επαρχιακή, πλέον, μορφή.
Έχει ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει. Το κρύο είναι αισθητό. Αισθάνομαι ρίγη από την εξάντληση, ενώ συγχρόνως το πρόσωπό μου καίει από τον δυνατό ήλιο των βολιβιανών υψιπέδων. Το μόνο που θέλω τώρα είναι να γυρίσω στη Λα Παζ, έστω και μ΄ εκείνο το ξύλινο λεωφορείο. Βλέπω τον Μάρκο-Αντώνιο να έρχεται κρατώντας δύο ποτήρια με αχνιστό λατινοαμερικάνικο καφέ που του έδωσε ο φύλακας του αρχαιολογικού χώρου. Αυτήν τη στιγμή το θεωρώ θείο δώρο. Μέσα στο λεωφορείο, τυλίγομαι νωχελικά με το πουλλόβερ από μαλλί "αλπάκα", και ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα. Δίπλα στη σελήνη των 24ων ημερών, διακρίνονται αμυδρά τα χρώματα ενός δορυφόρου. Αύριο, στις 8:30 το πρωί έχω πτήση για το Σαντιάγο της Χιλής….
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΟΥ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥ, Ι ΤΣΙΡΙΠΑ & ΙΙ ΓΟΥΑΝΚΑΡΑΝΙ
(ΑΠΟ ΤΕΛΗ ΜΕΣΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΕΩΣ ΕΛΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ) 1.580 (1900) π.Χ. - 200 (146) π.Χ.
ΑΣΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, ΙΙΙ ΠΡΩΙΜΗ ΑΣΤΙΚΗ
(ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ Α΄) 200 (146) π.Χ. - 600 (824) μ.X.
EΠΙΠΕΔΟ ΕΠΕΚΤΑΤΙΣΜΟΥ IV ΚΛΑΣΙΚΗ & V ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ
(ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ Α' ΕΩΣ ΦΡΑΓΚΙΚΗ) 700 (395) μ.Χ. - 1.250 (1262) μ.Χ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Boero Rojo, Hugo: La civilización andina, La Paz, 1991
Cousteau, Jaques-Yves: Galápagos-Titicaca, the blue holes, Castell, London, 1974
Insight Guides South America, U.K., 1992
Kauffmann Doig, Federico: Manual de arqueología peruana (6. edición), Iberia, S.A. Lima, 1978
Lommel, Andreas: Προϊστορικός και πρωτόγονος άνθρωπος, Χρυσός Τύπος, Φυτράκη, 1967
Métraux, Alfred: Οι Ίνκας, τέχνη και πολιτισμός, Εναλλακτικές, 1977
El País-Aguilar: Altlas histórico universal, España, 1995
Posnansky, Arthur: Guía ilustrada de Tihuanacu y las islas del Sol y de la Luna, 1912
Tihuanaku, la cultura del homre americano, tomos I, II, III, IV (1945)
J.J. Augustin, New York
Pottier, Bernard: América Latina en sus lenguas indígenas, Unesco, Monte Ávila Editores, 1983
Rivet, Paul: Los orígenes del hombre americano, edi. Cuadernos Americanos, México, 1943
Salas, Fray Baltasar de: Aymaru-Aymará sobre los orígenes de las gentes... Edi. Plaza Hnos. La Paz, 1623
Salvat: Aula Abierta, Colección Temas Clave: Culturas indígenas americanas, Barcelona, 1981
SGEL: Hispanoamérica ayer y hoy, Madrid, 1996
Vázquez, Germán / Martínez Dïaz, Nelson: Historia de América Latina, SGEL, Madrid, 1993
Vega, Inca Garcilaso de la: Comentarios reales de los Incas, tomos I, II, III.
Historia general del Perú, tomos I, II, III.
Edi. Universo, Lima-Perú, 1977
Λίγο πιο πέρα, η πανάρχαια πόλη-ιερό Τιγουανάκου, προσανατολισμένη στ' άστρα, εκφράζει με την πρωτοποριακή της τέχνη τους θρησκευτικούς μύθους και την πολιτική ιστορία του τόπου. Είναι ο μυστηριώδης θεματοφύλακας της ιδιοσυγκρασίας του νοτιοαμερικάνικου πολιτισμού που γεννήθηκε εδώ πριν από 3.500 χρόνια.
Στα μεγάλα υψόμετρα του νότιου ημισφαιρίου, μερικές φορές οι ταξιδιώτες διαπιστώνουμε ότι ορισμένες από τις αισθήσεις μας αλλοιώνονται, ενώ συγχρόνως αποκτούμε άλλες, πρωτόγνωρες και έντονες, και γινόμαστε κατά κάποιον τρόπο οδοιπόροι στην ιστορική πορεία της πολιτισμικής νοοτροπίας των λαών. Τα πάντα εδώ, στη Λατινική Αμερική, κινούνται με αισθητά μειωμένους ρυθμούς.
Κοιτάζω και πάλι το ρολόι μου: δείχνει 5:00 -μισή ώρα πριν ανατείλει ο ήλιος. Η πυκνή μάζα των Άνδεων συγχέεται με τον σκοτεινό ορίζοντα, κι έτσι δεν μπορώ να διακρίνω ποια από τα άπειρα λαμπερά στίγματα γύρω μου είναι άστρα, και ποια είναι φώτα από τα χιλιάδες φτωχόσπιτα που βρίσκονται στις παρυφές των βουνών που περιβάλλουν το λεκανοπέδιο της "Τσουκουάγιο Μάρκα" (Λα Παζ). Για άλλη μια φορά βρίσκομαι στη Νότια Αμερική, και τη βλέπω να ξυπνά.
Μέσα στο ξύλινο λεωφορείο -απομεινάρι της δεκαετίας του ΄60, που θα μας μετέφερε από την πρωτεύουσα του "Κ'όλλιασούγιου" (Βολιβία), ως τα σύνορα με το Περού, προσπαθώ να αγνοήσω το εντυπωσιακό κρύο και σκέφτομαι αυτήν τη "διπλή ήπειρο", την αρχαία μα και νεανική, την Αμερική των ιθαγενών και των Ευρωπαίων, μα πάνω απ΄ όλα των μιγάδων. Είναι σημαντική εμπειρία να βρίσκεται κανείς σ΄ αυτό το υπαίθριο θεατρικό σκηνικό, όπου εκατομμύρια άνθρωποι προσπαθούν ακόμη να επιβιώσουν από τότε που πρωτοδιέσχισαν τον Βερίγγειο πορθμό για να δημιουργήσουν εδώ διαχρονικούς πολιτισμούς, όπως αυτόν του "Τιγουανάκου".
Η ώρα είναι ήδη 5:30, και ο ήλιος έχει υφάνει τη ροζ κορδέλα της κορυφογραμμής του "Ίν'τι Ιλλιμάνι" -του ιερού βουνού των βολιβιανών Άνδεων. Είναι αυτή η ίδια κορδέλα που κεντούν στις φαρδιές φούστες τους οι ινδιάνες, και που την τραγουδούν με την σύριγγα του Πάνα -το γνωστό μουσικό όργανο που εδώ ονομάζεται "σαμ'πόνια".
Βρισκόμαστε μόνο 11 χιλιόμετρα από τη Λα Παζ, αλλά τόσο μακριά μέσα στις γεωλογικές περιόδους. Έχουμε ήδη φτάσει στην "Κοιλάδα της Σελήνης", όπου η αιολική διάβρωση έχει σχηματίσει μικρά φαράγγια και μυτερές κορυφές, σαν απολήξεις γοτθικού ναού.
Το ξύλινο λεωφορείο μας διασχίζει πια τα απέραντα ερημικά υψίπεδα των Άνδεων. Είναι προτιμότερο να επισκεφτούμε πρώτα τη λίμνη "Τιτικάκα". Η γεωλογική της εξέλιξη έχει εν μέρει επιρρεάσει τον πολιτισμό Τιγουανάκου.
Στα τέλη της Ιουρασικής περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα, εδώ και 135 εκατομμύρια χρόνια, η νοτιοαμερικανική υποήπειρος αποκολλήθηκε από την εννιαία Γκοντβάνα, και ξεκίνησε ένα αργό ταξίδι προς τα δυτικά του Ωκεανού. Σύμφωνα με τον γεωλόγο Φεδερίκο Ε. Άλφελντ, στις αρχές της Τριτογενούς περιόδου -πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια- στις αρχές της Παλαιοηωκαίνου περιόδου και του Καινοζωικού αιώνα, οι ισχυρές πιέσεις των γεωλογικών πλακών εκτίναξαν την οροσειρά των Άνδεων σε υψόμετρο 12.000 μέτρων. Αργότερα, η αιολική διάβρωση, όπως κι εκείνη των υδάτων, χαμήλωσαν την Κορδιλλιέρα στα 7.000 μέτρα, δημιουργώντας τοπία μοναδικά, όπως η ασβεστολιθική Κοιλάδα της Σελήνης με τα εντυπωσιακά σχήματα και χρώματα. Ένα λεκανοπέδιο που αντιστοιχούσε με τη σημερινή έκταση της βορειοδυτικής Βολιβίας, συγκέντρωσε μεγάλη μάζα υδάτων, σχηματίζοντας έτσι μία λίμνη. Σ΄ αυτήν τη λίμνη συσσωρεύτηκαν σταδιακά ιζηματογενή πετρώματα που προέρχονταν από τη διαλυτική διάβρωση των γύρω βουνών. Έτσι σχηματίστηκε το "Αλτιπλάνο", δηλαδή το βολιβιανό υψίπεδο των 3.750 μέτρων στην κεντρική "Κορδιλλιέρα" των Άνδεων.
Κατά την τεταρτογενή περίοδο -πριν από 26.000 χρόνια- όταν άρχιζαν να λιώνουν οι παγετώνες, σχηματίστηκε και πάλι πάνω σ' αυτό το οροπέδιο ένα απέραντο σύστημα λιμνών, γύρω από τις οποίες υπήρχαν αλυκές. Αυτή ήταν η πρωταρχική μορφή της λίμνης Τιτικάκα, που ήδη από εκείνες τις μακρινές περιόδους συγκέντρωνε μεγάλη ποικιλία χλωρίδας και πανίδας, όπως η τοτόρα (ένα είδος ψάθας) και το λιάμα (η προβατοκάμηλος των Άνδεων) κι έτσι προσέλκυε το ενδιαφέρον των αρχέγονων ανθρώπων.
Το λεωφορείο μας έχει ανέβει σ΄ ένα ύψωμα -σπάνιο θέαμα σ΄ αυτήν την απόλυτα επίπεδη έκταση με όλες τις αποχρώσεις της ώχρας. Στο βάθος του ορίζοντα, μια μπλε κηλίδα έχει αρχίσει να διακρίνεται. Είναι η λίμνη Τιτικάκα!
Ο Μάρκο-Αντώνιο - ο Βολιβιανός συνοδός μου σ΄ αυτήν την αποστολή- μιγάς δεύτερης γενιάς από γιαγιά Αϋμάρα και παππού Ισπανό, μου διηγείται στα ισπανικά, με έντονη ινδιάνικη προφορά, έναν μύθο της φυλής του, μία προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα και να διατηρήσει την άγραφη ιστορία του:
"Εκείνα τα χρόνια, τα νερά της λίμνης πλημμύρισαν. Οι καλλιέργειες εξαφανίστηκαν και τα πλίνθινα σπίτια διαλύθηκαν. Το χάος σκέπασε τους ανθρώπους. Η οργή των πνευμάτων της λίμνης και του "Κ' ονίλλια Τ'ίχσι Γουίρακ'ότσα" -του Κυρίαρχου των Κεραυνών και Υδάτων και της Ρίζας των Πραγμάτων- έπεφτε για αρκετό καιρό πάνω στα χωριά με μορφή καταιγίδας. Λίγο αργότερα, ένας γιος του Γουίρακ'ότσα, ο "Τουνούπα" - ο Ηρωικός Κυρίαρχος της Φωτιάς και των Ηφαιστείων- δεμένος χειροπόδαρα μέσα σε μια ψάθινη βάρκα "μπάλσα", επαναστάτησε εναντίον του πατέρα του και των αδελφών του, που τον είχαν φυλακίσει εκεί. Αφού απελευθερώθηκε από τα δεσμά του, οδήγησε τη βάρκα του στη νότια όχθη της λίμνης, όπου η πλώρη της χτυπώντας με φόρα στα βράχια, άνοιξε ένα φαράγγι, κι έτσι η υδάτινη μάζα βρήκε διέξοδο. Οι άνθρωποι επέστρεψαν και ξαναδημιούργησαν εδώ πολιτισμό."
Πρόκειται βέβαια για μία μυθολογική εξήγηση της γεωλογικής ιστορίας της λίμνης, κατά την οποία ένας κατακλυσμός κατέστρεψε τον αρχέγονο πολιτισμό της. Άλλωστε και το όνομα αυτής της νότιας περιοχής της λίμνης -"Γουινιάυμάρκα"- που σημαίνει "Αιώνια Πολίχνη", δηλώνει την εγκατάσταση του ανθρώπου εδώ, πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια.
Είμαι έτοιμος να μπω σε μία βάρκα, όμοια μ΄ εκείνη του ημίθεου Τουνούπα, και διασχίζοντας ένα μικρό τμήμα των 8.300 τετραγωνικών χιλιομέτρων της Τιτικάκα, να φτάσω στο "Σουρίκι" -ένα από τα 30 νησιά της.
Στα 1974 ο Ζακ-Υβ Κουστώ είχε πραγματοποιήσει εδώ ωκεανογραφικές αλλά και αρχαιολογικές έρευνες. Στο βιβλίο του "Γκαλάπαγος-Τιτικάκα, The Blue Holes" αναφέρει: "Θα ήταν γοητευτικό να φέραμε εις πέρας μία αρχαιολογική ανασκαφή σ΄ αυτήν την τοποθεσία, αλλά γι΄ αυτό θα ήταν αναγκαίο να χρησιμοποιήσουμε έναν εξοπλισμό πολύ πιο ισχυρό και περίπλοκο από αυτόν που ήδη έχουμε. Θα έπρεπε να ανεβάζαμε με ειδικούς σωλήνες ως την επιφάνεια όλη την ιλύ της κοίτης, και να την εξετάζαμε διεξοδικά σε κάθε της ίντσα για να διερευνήσουμε τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Αυτό όμως είναι σχεδόν ανέφικτο, λόγω του μεγέθους της Τιτικάκα."
Είναι γνωστή η θεωρία που έχει προκύψει από τις σύγχρονες ανθρωπολογικές έρευνες, σύμφωνα με την οποία οι πρώτοι κάτοικοι της Αμερικανικής ηπείρου ήταν Ασιάτες, οι οποίοι έφτασαν στη νέα αυτή ήπειρο με τρεις τρόπους: είτε περνώντας το Βερίγγειο Πορθμό, είτε διασχίζοντας τον Ειρηνικό Ωκεανό, από την Ασία ή και την Αυστραλία. Η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα 14 έδειξε οτι αυτό συνέβει σταδιακά από το 50.000 έως το 8.000 π.Χ. -περίοδο που αντιστοιχεί με τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική, η οποία στην Ελλάδα εκπροσωπείται κυρίως από τον Άνθρωπο του Σπηλαίου των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, στη Μακεδονία. Έχουν, όμως, βρεθεί και μεμονωμένα δείγματα, πολύ αρχαιότερα. Αυτή η "θεωρία των αλλόχθονων" πρωταρχικών κατοίκων της Νότιας Αμερικής, ώθησε τον αρχαιολόγο Ντόιγκ Κάουφμαν να αποφανθεί οτι οι μεσοαμερικανικοί υψηλοί πολιτισμοί -που είχαν τα κέντρα τους στο Μεξικό και τη Γουατεμάλα- ήταν κοινής προέλευσης μ' εκείνους του Περού και της Βολιβίας. Εκείνοι οι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα από κάθε ευρωπαϊκή και γενικά ξένη επιρροή. Αλλά, όπως λέει και ο διευθυντής του Εθνολογικού Μουσείου του Μονάχου, ο Δρ. Αντρέας Λόμμελ: "Είναι αδύνατο να χαράξουμε μία αυστηρή και σταθερή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους εξαφανισμένους πρωτόγονους πολιτισμούς του παρελθόντος και σ' αυτούς που ακόμη και σήμερα επιζούν σε όλες τις ηπείρους του κόσμου, εκτός από την Ευρώπη, γιατί οι σημερινοί ππολιτισμοί είναι οι κληρονόμοι των προηγούμενων.
Η πλώρη της μπάλσα από καλάμι "τοτόρα" δείχνει επίμονα μία από τις πολλές ομοιόμορφες κορυφές που προεξέχουν από τη λίμνη. Πλησιάζουμε στο νησί Σουρίκι.
Στην προχειροφτιαγμένη προβλήτα έχουν συγκεντρωθεί τουλάχιστον οι μισοί κάτοικοι του νησιού και αμέτρητα παιδιά με έντονα τα χαρακτηριστικά της μακρινής ασιατικής καταγωγής τους στο πρόσωπό τους. Τα ισπανικά τους μου θυμίζουν εκείνα των σπουδαστών μου στο πρώτο έτος της γλώσσας, ενώ τα δικά μου ινδιάνικα φαντάζουν στ' αυτιά τους αρχαιοπρεπή. Μερικοί απ' αυτούς μένουν σαστισμένοι. Άλλοι χαμογελούν ντροπαλά. Οι πιο ικανοί επαναλαμβάνουν όσα τους λέω στη σύγχρονη γλώσσα αϋμάρα, θέλοντας έτσι να μου δείξουν την εξέλιξή της από την προϊνκαϊκή εποχή έως σήμερα.
Η γλώσσα τους, η "αϋμάρα", είναι σήμερα η δεύτερη σε σπουδαιότητα στην περιοχή των Άνδεων. Η πρώτη σε γεωγραφική εξάπλωση είναι η συγγενική "κ'έτσουα", η επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας των Ίνκας. Σήμερα 1.500.000 ιθαγενείς των Άνδεων μιλούν αϋμάρα, και συγκεκριμένα το 40% του πληθυσμού της Βολιβίας είναι δίγλωσσοι. Η ιθαγενής γλώσσα έχει καταλάβει ένα μικρό χώρο στην εκπαίδευση, την πολιτική και τα ΜΜΕ. Είναι όμως μία γλώσσα κοινωνικά υποβαθμισμένη. Η οικονομικά ισχυρή τάξη των λιγοστών λευκών χρησιμοποιεί αποκλειστικά τα ισπανικά. Έτσι οι εγγράμματοι ιθαγενείς, που αποτελούν μόλις το 30 % της κοινότητάς τους, ξέρουν να γράφουν μόνο ισπανικά, επειδή η αϋμάρα γράφεται ακόμα με τα διεθνή σύμβολα που χρησιμοποιούν οι γλωσσολόγοι. Θεωρώ, όμως, όλα αυτά ένα μεγάλο βήμα προς την διατήρηση ή και την αναγέννηση αυτού του λαού. Θυμάμαι, την προπερασμένη δεκαετία, που είχα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή μ' αυτούς τους ανθρώπους, δυσκολευόμουν να τους πείσω να παραδεχτούν οτι ήταν Ινδιάνοι. Επέμεναν οτι ήταν Βολιβιανοί, ακόμη κι όταν τους έλεγα οτι εκτιμώ περισσότερο τους αρχαίους πολιτισμούς των Άνδεων.
Αντίθετα σήμερα, στην καθημερινή κουλτούρα αυτού του λαού κυριαρχεί μία λέξη: Awatkipasipxañanakasataq, που περιφραστικά σημαίνει: "να είσαι άγρυπνος φρουρός για να διατηρείς την ακεραιότητά μας, δηλαδή να διαφυλάτττεις τις αξίες των προγόνων μας στην ιδιοσυγκρασία σου, και να τις μεταδίδεις στις νέες γενιές του πολιτισμού Αϋμάρα." Ίσως και οι δύο περιπτώσεις να περιγράφουν τον εθνικισμό που κυριαρχεί στη Λατινική Αμερική, αλλά ασφαλώς το "μη χείρον" είναι "βέλτιστον".
Ανάμεσα στο πλήθος διακρίνω τον γέρο Ιλλιμάτσι -τον μάστορα που φτιάχνει τις βάρκες μπάλσα από ψάθα τοτόρα, που φυτρώνει στις όχθες της λίμνης. Παραξενεύομαι που δεν βλέπω και τον αδελφό του.
-"Πέθανε", μου λέει στη γλώσσα του τη γεμάτη λαρυγγικά σύμφωνα, που την κάνουν ν' ακούγεται πιο σκληρή κι από την ίδια την πραγματικότητα. "Kι εγώ είμαι ενενήντα χρονών. Τα παιδιά και τα εγγόνια μου προτιμούν να πουλάνε βαρκούλες-σουβενίρ για τους τουρίστες. Η τέχνη της τοτόρα θα πεθάνει μαζί μ' εμένα."
Στο δρόμο της επιστροφής προς τον αρχαιολογικό χώρο Τιγουανάκου, σκέφτομαιτα λόγια του ηλικιωμένου Ινδιάνου. Παρ' όλες τις δυτικές επρροές που έχει επιβάλλει ο λιγοστός τουρισμός, οι Αϋμάρα της λίμνης Τιτικάκα εξακολουθούν να ζουν τηρώντας τις βασικές έννοιες του αρχαίου τους πολιτισμού. Κυκλοφορούν ντυμένοι με τη ρουάνα -το γνωστό σε μας πόντσο- άλλοτε στα χρώματα του ουράνιου τόξου, κι άλλοτε σε γήινες αποχρώσεις. Οι άνδρες φορούν το τσούλλιου -τον πλεκτό, μυτερό σκούφο που καλύπτει και τ' αυτιά- ενώ οι γυναίκες χρησιμοποιούν ένα χαρακτηριστικό "ανδρικό", θα έλεγα, καπέλο και κουβαλούν τα μωρά τους μέσα στο π'ούλλιου -ένα σακκίδιο από πολύχρωμη κουβέρτα, που ρίχνουν από τους ώμους στην πλάτη. Ασχολούνται ακόμη με την αλιεία και την κτηνοτροφία, όπως δείχνουν και τα ανάγλυφα μοτίβα στο Τιγουανάκου, και διατηρούν το φεουδαρχικό σύστημα αυτοδιοίκησης Άυλλιου από την προϊνκαϊκή εποχή.
Μέσα στους οικισμούς Άϋλλιου συνυπάρχουν σύμβολα δύο θρησκειών. Στον τοίχο κρέμεται ένα εικόνισμα του Χριστού, γνωστό στην Καθολική Εκκλησία ως "Αγία Καρδιά", ενώ σε μία κόγχη στέκεται ακόμη και σήμερα το μαύρο άγαλμα της Πατσαμάμα -της Μητέρας Γης. Δίπλα, ένα αποξηραμένο έμβρυο, απόκτημα από οιωνοσκόπηση λιάμα (δηλ. προβατοκαμήλου των Άνδεων), περιμένει καρτερικά την κατάλληλη στιγμή για να προσφέρει τις μαγικές ιδιότητές του. Η γυναίκα που θα το χρησιμοποιήσει, πρέπει πρώτα να απαγγείλει μία ινδιάνικη προσευχή με σκόρπιες ισπανικές λέξεις στην Πατσαμάμα, κι αφού τελειώσει την παράκλησή της, θα "δέσει" τα μάγια με μία κόκκινη τούφα μαλλιού από λιάμα γύρω από το άγαλμα της Μάνας Γης. Ολοκληρώνοντας, θα κάνει το σημείο του σταυρού στο μέτωπό της, θα φτύσει τρεις φορές το άγαλμα και θα θάψει το έμβρυο μπροστά στην πόρτα του σπιτιού που θέλει να μαγέψει. Έτσι, τοκετοί, έρωτες, θάνατοι, συγκομιδή και χρήματα, τα πάντα θα πάρουν το ποθητό δρόμο, καλό ή κακό...
Ο Μάρκο-Αντόνιο, ο συνοδός μου εξηγεί οτι έχει φτάσει η ώρα να αναπτυχθεί επιτέλους και η Βολιβία. Όμως τα κοινωνικά προβλήματα και οι δεισιδαιμονίες σκουν πρόσφορο έδαφος ακόμη και στις υψηλά ιστάμενες τάξεις. Σήμερα πια, οι νέοι -τουλάχιστον όσοι δεν είναι καθαρόαιμοι ιθαγενείς- έχουν βγάλει το "πόντσο", προτιμούν να μορφώνονται και ακολουθούν σύγχρονα επαγγέλματα. Ευτυχώς όμως, δεν ακούν μόνο μουσική "disco, rock ή rave", αλλά και την παραδοσιακή πεντατονική με τα μικτά ινδιάνικα και ισπανικά στοιχεία. Αυτή η μουσική ερμηνεύεται κυρίως με πνευστά όργανα, όπως η σύριγγα του Πάνα "σαμ'πόνια", που μιμείται τον άνεμο στις Άνδεις, και τη φλογέρα "κένα", από κόκκαλο κόνδορα. Άλλα μουσικά όργανα είναι έγχορδα, όπως το "τσαράνγκο" -ένα είδος κιθάρας φτιαγμένης από το κέλυφος του "αρμαδίλλιο", που πρωτοεμφανίστηκε στην περίοδο της ισπανικής αποικιοκρατίας, αλλά και ορισμένα περίεργα κρουστά όπως το "κ'τσούλλιου-κ'τσούλλιου", που αποτελείται από οπλές λιάμα ή και κοχύλια. Μέσα από τους δίγλωσσους λυρικούς στίχους αυτών των τραγουδιών, εκφράζεται η δύναμη του ανθρώπου που δαμάζει τη σκληρή φύση των βουνών, αλλά και τη θλίψη του για την καταστροφή του ντόπιου πολιτισμού:
"Kanma kashanki llake t’ika hina. Mana qhikiy sappikikipis ratayta atinkichu."
"Θλιμμένη είσαι, σαν λουλούδι μαραμένο, που ούτε στις ίδιες σου τις ρίζες πια δεν μπορείς να στηριχτείς."
Εδώ στο Αλτιπλάνο, την πέτρινη καρδιά της Βολιβίας, το τοπίο είναι ασκητικό, απάνθρωπο. Ίσως σε μερικούς να θυμίζει την Καστίλλη. Όπως θα έλεγε ο Ισπανός λογοτέχνης Χοσέ Μαρτίνεθ Ρουίθ-Αθορίν, ". . .μια βαθειά σιγή βασιλεύει σ΄ αυτούς τους κάμπους. Στο βάθος, στα δεξιά, ένα ερειπωμένο μαυριδερό ερημητήριο διακρίνεται ανάμεσα από τα σκελετωμένα μαύρα δέντρα που προεξέχουν από τις μακριές, μισογκρεμισμένες ξερολιθιές. Μια απέραντη αίσθηση μοναξιάς και εγκατάλειψης μας καταλαμβάνει. Κάτι υπάρχει σ΄ αυτήν την περιοχή, κάτι σαν μια συμπύκνωση, σαν μια σύνθεση της θλίψης αυτού του τόπου. . .".
Ο σημαντικότερος κοινωνικός πυρήνας των λαών της κεντρικής οροσειράς των Άνδεων ήταν -και εξακολουθεί να είναι το "¨Αυλλιου", δηλαδή το σύνολο των ανθρώπων που προέρχονται από μία κοινή ρίζα και οργανώνονται έχοντας έναν αρχηγό "Χιλακάτα", που δεν είναι άλλος από το γηραιότερο της οικογένειας. Ο πρωτότοκος γιος δεν κληρονομεί το Άυλλιου. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει ένα νέο.
Ορισμένοι μελετητές, όπως ο Μπαουτίστα Σααβέδρα, πιστεύουν πως ήδη πριν από την εποχή των Ίνκας (13ος αι. μ.Χ.), το Άυλλιου στηρίχθηκε σε θρησκευτικές βάσεις που ένωναν τα μέλη της κοινότητας. Οι οικογένειες αυτές είχαν τους δικούς τους θεούς-προστάτες, που ανήκαν στο κοινό Πάνθεον, κάτι ανάλογο δηλαδή, με τα ονόματα που προσδίδονται στην Παναγία. Ο Ίνκα Γκαρσιλάσο δε λα Βέγα ανέφερε οτι πολλοί ιθαγενείς λαοί του υψιπέδου των Άνδεων πίστευαν πως προέρχονταν από διάφορα ιερά ζώα, όπως τον κόνδορα, το πούμα, το φίδι, κ.ά. Από την εποχή της ισπανικής κατάκτησης (16ος αι. μ.Χ.), τα Άϋλλιου δέχθηκαν τη χριστιανική θρησκεία, διατηρώντας συγχρόνως τους μύθους, τις παραδόσεις και τους άγραφους νόμους τους. Σήμερα είναι δυσπρόσιτα μέρη για τους ξένους, αλλά συγχρόνως ασφαλή. Σ' αυτές τις μικρές κοινότητες δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου εγκληματικότητα. Ένας από τους άγραφους νόμους ορίζει οτι, εάν κάποιο μέλος της κοινότητας κλέψει, τότε πρέπει να θανατωθεί από τα υπόλοιπα μέλη της.
Σε περιοχές όπου το νερό είναι σπάνιο, τα Άυλλιου συγκεντρώνονται το ένα δίπλα στο άλλο και σχηματίζουν "Μάρκας", δηλαδή κεφαλοχώρια, αστικοί πυρήνες και κατ΄ εξοχήν πατρίδα, διατηρώντας έτσι άθικτα τα οικογενειακά τους έθιμα και το Πάνθεον της προγονολατρείας. Οι ιθαγενείς Αϋμάρα ονομάζουν αυτό το διοικητικό σύστημα "Χάτ'α", που σημαίνει: σπόρος φυτών, ζώων και ανθρώπων, σπέρμα, οικογένεια, κάστα. Αυτό ήταν στην αρχαιότητα το μόριο από το οποίο αναπτύχθηκαν οι πόλεις, όπως το Τιγουανάκου. Ακόμη και σήμερα, τα Άυλλιου έχουν στην κατοχή τους τη γύρω καλλιεργήσιμη γη, για την οποία δεν πληρώνουν φόρο στο σύγχρονο κράτος. Οι κάτοικοί τους είναι σε γενικές γραμμές αδιάβλητοι ως προς τις επιρροές του Δυτικού πολιτισμού και δεν ενδιαφέρονται για την απόκτηση εθνικότητας μίας από τις σύγχρονες Δημοκρατίες της Νότιας Αμερικής.
Το χωριό "Τιαγουανάκου" έχει αρχίσει να φαίνεται στον ατέρμονα ορίζοντα με τα σπίτια του τόσο μικροσκοπικά, σα νεκροταφείο. Οι χωρικοί χρησιμοποιούν σήμερα τις "παλιές πέτρες" -όπως οι ίδιοι ονομάζουν τα αρχαιολογικά θραύσματα, για να διακοσμούν τα σπίτια τους, ή και σε ορισμένες περιπτώσεις ως δομικά υλικά. Ο αρχαιολογικός χώρος με το παράξενο όνομα υψώνει μπροστά μας τις πύλες του. Υπάρχουν περισσότερες από επτά γνώμες για την ετυμολογία του τοπωνυμίου. Πρώτος ο πατήρ Μπαλτάσαρ Δε Σάλας, υποστήριξε ότι αυτή η λέξη φανερώνει τους δύο θησαυρούς του οροπεδίου των βολιβιανών Άνδεων: τον κασσίτερο και την προβατοκάμηλο "γουανάκο". Άλλοι μελετητές προτείνουν τις ερμηνείες: όχθη ξεροπόταμου, οικισμός υπόγειων αποξηραμένων σπηλαίων, Πόλη των Γιών του Ηλίου, ή ξηρός τόπος στο χείλος του κόσμου. Ο Ανέλλιο Ολίβα πίστευε οτι το αρχαιότερο όνομα του Τιγουανάκου ήταν Τσουκάρα, δηλαδή "Πόλη των Χρωμάτων με το Σπίτι του Ήλιου". Άλλη πιθανή ονομασία είναι Τάυπικ'άλα, που σημαίνει "μεγάλος κεντρικός βράχος". Πρόκειται, άλλωστε, για τα τα επιβλητικότερα μεγαλιθικά μνημεία της προκολομβιανής Αμερικής. Πάντως, οι σύγχρονοι ιθαγενείς Αϋμάρα, που κατοικούν στην περιοχή, διακρίνουν το όνομα του χωριού Tiahuanaco από το αρχαίο τοπωνύμιο Tiwanaku, και του δίνουν την έννοια: "Τόπος μόνιμης εγκατάστασης των νομάδων βοσκών της προβατοκαμήλου".
Μέχρι σήμερα δεν έχει τεκμηριωθεί καμία απάντηση στο ερώτημα "ποια ομάδα έθεσε τον λίθο της δημιουργίας σε αυτήν την Πόλη-Ιρερό". Ο Ούγγο Μποέρο Ρόχο -ο Βολιβιανός καθηγητής του Παν/μίου του Αγ. Ανδρέα, στη Λα Παζ- αναφέρει οτι η έρευνα στρέφεται πάντα προς τα φύλλα Κόλλια, που από την αρχαιότητα έως και σήμερα συνδέονται στενά με τη γεωλογία των βολιβιανών υψιπέδων και την επιρροή της λίμνης Τιτικάκα από την αρχέγονη μορφή της έως και τη σύγχρονη. Στον Ημιυπόγειο Ναϊσκο του Τιγουανάκου βλέπουμε μία σειρά πέτρινων κεφαλών, εφαρμοσμένων στο τείχος. Κάθε μία από αυτές έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά προσώπου, γεγονός που δηλώνει οτι διάφορες εθνότητες συγκεντρώθηκαν εδώ για να ιδρύσουν αυτό το "Κοινό". Ανάμεσα σ' εκείνες τις εθνότητες, οι Τσιρίπα ήταν εκείνοι που επιρρέασαν αποφασιστικά τον νεοσύστατο πολιτισμό. Η γνώση της κεραμικής, της μεταλλουργίας και της επεξεργασίας της πέτρας ήταν τα χαρακτηριστικά εκείνης της κοινωνίας.
Οι Αμάουτα -οι σοφοί της φυλής- επέλεξαν τον τρόπο ίδρυσης του Τιγουανάκου, σύμφωνα με τον προσανατολισμό του στα άστρα και συγκεκριμένα προς τον Σταυρό του Νότου, του οποίου το σύμβολο βρίσκεται στην Πύλη του Ηλίου, ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της πόλης. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε οτι την εποχή που θεμελιώθηκε αυτή η μητρόπολη, τα άστρα καταλάμβαναν διαφορετικές θέσεις στον ουράνιο θόλο. Έτσι, μία πιθανή μέθοδος χρονολόγησης των αστρονομικά προσανατολισμένων μνημείων είναι η μελέτη της σημερινής γωνίας απόκλισής τους από την αντίστοιχη θέση του συσχετισμένου με αυτά άστρου, κατά την εποχή της κατασκευής τους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές του Εθνικού Ιδρύματος Βολιβιανής Αρχαιολογίας (ΙΝΑΒ), υφίστανται τρεις πολιτιστικές φάσεις-επίπεδα, που καλύπτουν τις πέντε εξελικτικές εποχές του Τιγουανάκου. Η μέθοδος της ραδιοχρονολόγησης έχει αποδείξει ότι οι απαρχές του αρχαιολογικού χώρου Τιγουανάκου βρίσκονται στο έτος 1580 π.Χ. (+- 120 χρόνια), δηλαδή κατά τη Μεσοκυκλαδική ή και τη Νεοανακτορική περίοδο της Κρήτης, συγκριτικά με την Ελλάδα. Επομένως, αντιστοιχεί περίπου με το επίπεδο VI της Τροίας. Από εκείνη την πρωταρχική περίοδο έχουν εντοπιστεί μόνο λίγα ίχνη, κυρίως κεραμικά και ορισμένα λατομεία κατεργασίας μονολίθων στη γύρω περιοχή. Ήταν, πάντως, ήδη ερειπωμένο, όταν το 15ο αι. μ. Χ. οι Ίνκας κατέλαβαν την περιοχή, κατοικημένη τότε -όπως και τώρα, από τους ινδιάνους Αϋμάρα.
Καταβεβλημένος από το "σορόχτσε" του υψομέτρου, δηλαδή τη δύσπνοια από την έλλειψη οξυγόνου, που προκαλεί δυσκινησία και υπνηλία, βρίσκομαι στο μέσον της απεραντοσύνης της βολιβιανής ημιερήμου, και με βήματα που δίνουν την αίσθηση αστροναύτη, προσπαθώ να διανύσω τον ατέρμονα ιμάντα του ορίζοντα, στον οποίον εμφανίζονται, ο ένας μετά τον άλλον, Ημιυπόγειοι Ναΐσκοι και Όρθιοι Μονόλιθοι, Πύλες του Ηλίου και Βαθμιδωτές Πυραμίδες και Τείχη Μακρά, όλα τοποθετημένα σε απόλυτη προοπτική. Ένας χώρος τρισδιάστατος, γεμάτος έντονα χρώματα και γεωμετρικά σχήματα, τόσο αρχαία μα και πρωτοποριακά, που μοναχικά αλλά ακόμη όρθια, αναζητούν μέσα στην Ιστορία το δικό τους Σαλβαδόρ Νταλί.
Η "Κ'άλασασάγια" -ο Ναός της Όρθιας Πέτρας, αφιερωμένος στο θεό Ήλιο "Βίλλκα-Ίν'τι", είναι θεμελιωμένος σύμφωνα με αστρονομικούς υπολογισμούς: Σ΄ αυτό το ιερό κτίσμα και στις δύο ισημερίες, δηλαδή τη φθινοπωρινή -που εδώ αρχίζει την 21η Μαρτίου, και την εαρινή -που αρχίζει την 21η Σεπτεμβρίου, ο ήλιος ανατέλλει ακριβώς από το κέντρο της κύριας πύλης, που ορίζεται από ένα μονολιθικό ειδώλιο. Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο (21 Ιουνίου), ο ήλιος ανατέλλει από τη βορειοανατολική γωνία των τειχών, ενώ κατά το θερινό (21 Δεκεμβρίου) ανατέλλει από τη νοτιοανατολική γωνία, φωτίζοντας πάντα το μονόλιθο που προανέφερα. Οι ιερείς-αστρονόμοι του Τιγουανάκου είχαν υπολογίσει το έτος σε 365,24 ημέρες.
Στο βόρειο τοίχο του ναού, το "κοχύλι", δηλαδή μία πέτρα με λαξευμένη οπή, χρησίμευε ως ενισχυτής ήχων. Ο ιερέας που βρισκόταν μέσα στο ναό, απλά ψιθύριζε τις προσευχές, και οι προσκυνητές πλησιάζοντας το αυτί τους στην οπή του τοίχου, άκουγαν τα πάντα ξεκάθαρα. Αυτό το καταπληκτικό πανάρχαιο ακουστικό σύστημα λειτουργεί ακόμη και σήμερα.
Είναι σημαντικό το γεγονός οτι όλα τα κτίρια του Τιγοουανάκου φτιάχνονταν πρώτα σε μικρές πέτρινες μακέτες, βάσει των οποίων κατασκευάζονταν έπειτα τα αντισεισμικά κτίσματα. Η τέλεια εφαρμογή των τεράστιων βασαλτικών ογκόλιθων είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ιθαγενούς αρχιτεκτονικής των Άνδεων. Η ανέγερση των γιγάντιων γρανιτένιων πεσσών, που ζυγίζουν μέχρι 100 τόνους, επιτυγχάνονταν με συστήματα μοχλών, ενώ η κυκλώπεια τοιχοποιία γινόταν με τη βοήθεια χωμάτινης ράμπας και αντερισμάτων.
Μπροστά στο ναό Κ'αλασασάγια βρίσκεται ο Ημιυπόγειος Ναϊσκος τηςπεριόδου ΙΙΙ (200 π.Χ. - 600 μ.Χ.) χτισμένος, όπως και τα περισσότερα κτίρια αυτής της πόλης, πάνω στα ερείπια άλλων οικοδομών από παλαιότερες περιόδους. Αυτή η αρχιτεκτονική συνήθεια συναντάται συχνότερα στον μεσοαμερικανικό πολιτισμό των Μάγιας. Στους τοίχους του, σειρές πέτρινων κεφαλών αναπαριστούν τις φυλές των βολιβιανών υψιπέδων που ίδρυσαν αυτήν την Πόλη-Ιερό. Οι περισσότερες από αυτές τις πέτρινες κεφαλές των φυλών που τον ίδρυσαν και που τον κοσμούν, είναι σήμερα κατεστραμμένες. Μερικές παρουσιάζουν τεχνητή κρανιακή παραμόρφωση, που επετύγχαναν οι ιθαγενείς γιατροί Ουμαχαμ'πίρι, εφαρμόζοντας δύο ξύλινες πλάκες στο μέτωπο και στο πίσω τμήμα του κρανίου των βρεφών, τις οποίες έδεναν με σχοινί. Ο κύριος σκοπός αυτού του εθίμου -που παρατηρείται και στον μεξικανικό πολιτισμό των Ολμέκα- ήταν η διάκριση των κοινωνικών τάξεων και της κάστας των ιερέων. Ένας άλλος λόγος ήταν ίσως ο καλλωπισμός. Σε μία απ΄ αυτές, διακρίνεται μία οπή, που συμβολίζει μια λεπτή χειρουργική επέμβαση, γνωστή σήμερα με τον όρο "τρυπανισμός". Η ανθρωπολογική έρευνα έχει αποδείξει ότι παρατηρώντας το εκάστοτε αρχαίο εγχειρισμένο κρανίο, μπορούμε να αποφανθούμε για την έκβαση της επέμβασης: εάν στο χείλος του διανοιγμένου οστού υπάρχει απόθεση ασβεστίου, σημαίνει ότι ο ασθενής είχε επιζήσει, γιατί μόνο ένας ζωντανός οργανισμός μπορεί να το παράγει. Η κύρια αιτία αυτής της επέμβασης ήταν το έθιμο της κρανιακής παραμόρφωσης. Η τεχνητή δολιχοκεφαλία προκαλούσε διαταραχές στην πίεση του αίματος, που θεραπεύονταν με τη μέθοδο του τρυπανισμού. Σε πολλά μουσεία εκτίθενται προκολομβιανά κρανία που έχουν υποστεί τρυπανισμό. Στον ελλαδικό χώρο, αυτή η επέμβαση ήταν γνωστή στις αρχαίες Μυκήνες.
Πίσω απ' αυτούς τους δύο ναούς που αποτελούν την πρόσωψη του Ιερού του Τιγουανάκου, τα δεκάδες κομματάκια του παζλ μίας ολόκληρης πόλης βρίσκονται σκορπιζμένα στα 600 εκτάρια της τραπεζοειδούς επιφάνειας του αρχαιολογικού χώρου. Ο αρχαιολόγος Μπέννετ υπέθετε οτι χτίστηκε σταδιακά με τη συνδρομή χιλιάδων προσκυνητών.
Κατά την περίοδο της γέννησης του Χριστού, το θεοκρατικό Τιγουανάκου, η πόλη-κράτος των 100.000 κατοίκων, ήταν μία από τις μεγαλύτερες του κόσμου, συγκρίνοντάς την μ΄ εκείνες της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Αποτελούσε, μάλιστα κέντρο θρησκευτικού προσκυνήματος, ανάλογο με την ισλαμική Μέκκα, και συγκέντρωνε πιστούς απ' όλα τα διοικητικά διαμερίσματα του κράτους, ή και από γειτονικές χώρες. Από το 200 π.Χ., μέχρι και το 900 μ.Χ., το μητροπολιτικό κέντρο του Τιγουανάκου ιδρύει αποικίες σε όλη τη γεωγραφική έκταση των Άνδεων, και φτάνοντας μέχρι και στα όρια των τροπικών περιοχών της Αμαζονίας. Δεν έχει, όμως, αποδειχθεί ακόμη εάν αυτός ο επεκτατισμός επετεύχθη με στρατιωτικές μεθόδους, ή με ειρηνική θρησκευτική αφομοίωση των προσαρτημένων περιοχών. Αυτές οι περιοχές ενώθηκαν με το αστικό κέντρο με ένα πολιτικό-θρησκευτικό ομοσπονδιακό σύστημα, ανάλογο ενός σημερινού δυτικού τύπου συνασπισμού.
Τα σπίτια αυτής της πόλης έχουν καταστραφεί ολοσχερώς. Ορισμένα κεραμικά ευρήματα εικονίζουν οικίες με παραλληλόγραμμη βάση, πλίνθινους τοίχους και δίρριχτη στέγη, αλλά και μερικά με κυκλική βάση και κωνική, βέβαια, στέγη.
Η επιρροή του Τιγουανάκου σε όλη την περιοχή των Άνδεων ήταν κυρίως θρησκευτική. Τα σύμβολα πίστεως του Ηλίου συναντώνται κυρίως στις μονολιθικές στήλες που κοσμούσαν το ιερό, και βρίσκονται σε κάθε σημείο του: στον Ημιυπόγειο Ναϊσκο, στο ναό Κ'αλασασάγια ή διασκορπισμένες στον υπόλοιπο αρχαιολογικό χώρο. Αν και αυτά τα είδωλα φαίνονται όμοια μεταξύ τους, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους. Η στήλη Μπέννετ-Πατσαμἀμα, αφιερωμένη στη Μητέρα-Γη, είναι ωραία διακοσμημένη με ακτινωτοὐς ήλιους, πούμα, αετούς, κόνδορες, φτερωτούς ανθρώπους και γεωμετρικά βαθμιδωτά μοτίβα.
Αντίθετα, η μορφή του Γενειοφόρου Κ'ονίλλια Τ΄ίχσι Γουίρακ'ότσα -του Κυρίαρχου της Οργής της Αστραπής και της Βροντής, που αναδύθηκε από τα ιερά νερά της λίμνης Τιτικάκα και δημιούργησε τη ζωή στη Γη- έχει απλές γραμμές, σχεδόν ναϊφ και διαθέτει λιγότερα μοτίβα, κυρίως φίδια κι αιλουροειδή. Τέλος, ο μονόλιθος του "Καλόγηρου" -όπως λαθασμένα τον ονόμασαν οι Ισπανοί κατακτητές για να τον χρησιμοποιήσουν ως μέσον προσηλυτισμού, φοράει μία ζώνη διακοσμημένη με καβούρια, που μας οδηγεί στη σκέψη οτι το Τιγουανάκου διατηρούσε πολιτιστικούς δεσμούς με τους λαούς των νοτιοαμερικανικών ακτών του Ειρηνικού Ωκεανού.
Πολλές κοινότητες ιθαγενών πίστευαν οτι κατάγονταν από κάποιο μυθικό ζώο που τους είχε μεταδώσει τις ιδιότητές του, όπως την αγριότητα, την πονηριά, την αντοχή, την ευκινησία ή και την ταχύτητά του. Αυτά τα σύμβολα, είχαν ξεκινήσει από τις καναδικές περιοχές των ερυθρόδερμων ως τοτέμ -δηλ. ξύλινα ξόανα. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν πραγματικά εμβλήματα της κάθε φυλής. Τα περισσότερα από αυτά τα γεωμετρικά ανάγλυφα μοτίβα βρίσκονται στο υπέρθυρο της Πύλης του Ηλίου, στο Τιγουανάκου. Η κεντρική μορφή αυτής της πύλης είναι ο θεός Ηλιος "Ίν'τι", του οποίου το πρόσωπο παίρνει τη μορφή πούμα. Ο Ίντι κάθεται πάνω στο βαθμιδωτό σύμβολο της Ιερής Πόλης Τιγουανάκου, το οποίο υιοθετήθηκε από το σύνολο των προκολομβιανών πολιτισμών από την Κεντρική έως και τη Νότια Αμερική.
Πολλές από αυτές τις μονολιθικές στήλες, όπως και η Πύλη του Ηλίου, έχουν μετατοπιστεί μετά από ορισμένους λανθασμένους υπολογισμούς των αρχαιολόγων. Αυτή η ιερή πύλη, αφιερωμένη στον θεό Ήλιο, είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του χώρου. Το μέγεθός της, κάθε άλλλο παρά μνημειακό, δεν μας εντυπωσιάζει τόσο, όσο τα γλυπτά μοτίβα που βρίσκκονται στο μονολιθικό της υπέρθυρο. Στο επάνω τμήμα του, η ανθρωπόμορφη φιγούρα του Ηλίου με τις ακτινωτά ταξινομημένες ζωόμορφες αναπαραστάσεις αιλουροειδών γύρω από το κεφάλι του, στέκεται πάνω στο γεωμετρικό βαθμιδωτό σύμβολο της πόλης, και κρατά στα χέρια του δύο σκήπτρα με κεφαλές κόνδορα. Στο κάτω τμήμα του υπέρθυρου, τα σύμβολα επαναλαμβάνονται σε μικρότερο μέγεθος., τοποθετημένα σε μία οριζόντια σειρά. Οι δύο παραλληλόγραμμες πλευρές, αριστερά και δεξιά από την κεντρική μορφή του Ηλίου, είναι καλυμένες από το μοτίβο του "Πακαχάκε" -του Ανθρώπου με Κεφάλι Αετού- που κρατάει ένα σκήπτρο με διπλή κεφαλή του ψαριού καράτσι, που ζει στη λίμνη Τιτικάκα, και αποτελεί τον δεύτερο κυριώτερο διατροφικό πόρο των Αϋμάρα στο Υψίπεδο Αλτιπλάνο των Άνδεων.
Όλες οι ανάγλυφες επιφάνειες -όπως εκείνη της Πύλης του Ηλίου (Ίν΄τι Πούνκου), με "Ευγενείς Καθοδηγητές της Φυλής": κόνδορες "Χάτσ'α Μάλλκου", πούμα, φίδια "κατάρι", ψάρια "καράτσι", ανθρώπους "Πάκα-χάκε" και άλλα πρωτοποριακά γεωμετρικά μοτίβα, ήταν καλυμμένες με σφυρηλατημένο φύλλο ασημιού. Έτσι, η τριβή από τους κόκκους της άμμου, που μετέφεραν οι ισχυροί άνεμοι του υψιπέδου, δεν επηρέασε αρνητικά τη γλυπτική των κτιρίων. Εκτός αυτού, τα ασημοντυμένα κτίσματα έλαμπαν και σχημάτιζαν μία εξώκοσμη άλω με φόντο το βαθύ μπλε του ουρανού.
Εικάζεται οτι η αρχική θέση της Πύλης του Ηλίου ήταν στην κορυφή της βαθμιδωτής πυραμίδας "Ακαπάνα", όπου υπήρχε ένα ωραίο κτίσμα.
Αυτή η πυραμίδα είναι σήμερα καλυμμένη με χώμα, και από μακριά μοιάζει με φυσικό λοφίσκο. Μόνο ένα μικρό τμήμα της έχει ανασκαφεί σήμερα και μας επιτρέπει να δούμε τις βαθμίδες της, που είναι πιθανόν να μας θυμίσουν την πυραμίδα-"μαστάμπα" στον αρχαιολογικό χώρο "Σάκκαρα" της Αιγύπτου.
Παρατηρώντας προσεκτικότερα το χώμα που καλύπτει το μνημείο, παρατηρώ οτι είναι γεμάτο με μικρές μπλε πέτρες. Ο Μάρκο-Αντόνιο μου εξηγεί οτι η πτώση του πολιτισμού του Τιγουανάκου αποτελεί ένα αρχαιολογικό μυστήριο.
Η πιθανότητα ενός πολέμου απορρίπτεται, γιατί τα κτίρια δεν εμφανίζουν ζημιές. Άλλωστε, η πόλη δεν ήταν ποτέ περιτοιχισμένη, ένδειξη που αποδεικνύει οτι δεν κινδύνευε από επιδρομές. Σύμφωνα με τον Αρθούρο Ποζνάνσκι, οι κλιματολογικές συνθήκες άλλαξαν γύρω στο έτος 1250 μ.Χ. και επέφεραν στο λαό πείνα και αρρώστιες. Πρόκειται, όμως, για μία αμφισβητήσιμη άποψη. Το σίγουρο είναι ότι πριν οι άνθρωποι εγκαταλείψουν αυτόν το χώρο, είχαν καλύψει τα μνημεία τους με χώμα που έφεραν από τα γύρω βουνά. Ήθελαν άραγε να τα διατηρήσουν, για να επιστρέψουν κάποτε οι απόγονοί τους, ή ακόμα και οι "θεοί"; Ή μήπως το τελευταίο θαυμαστό δημιούργημά τους ήταν αυτό το απέραντο "οστεοφυλάκιο" του πολιτισμού τους;
Αποδεικνύεται αρχαιολογικά ότι οι κάτοικοι της Ιερής Πόλης Τιγουανάκου κατευθύνθηκαν βόρειοδυτικά, προς το "Αγιακούτσο" του σημερινού Περού, κι εγκαταστάθηκαν στην πόλη "Ουάρι", όπου οι λαοί της ακτής του Ειρηνικού δημιούργησαν μία μεγάλη στρατιωτική αυτοκρατορία, υιοθετώντας ορισμένα στοιχεία του πολιτισμού Νάζκα, σε μία επαρχιακή, πλέον, μορφή.
Έχει ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει. Το κρύο είναι αισθητό. Αισθάνομαι ρίγη από την εξάντληση, ενώ συγχρόνως το πρόσωπό μου καίει από τον δυνατό ήλιο των βολιβιανών υψιπέδων. Το μόνο που θέλω τώρα είναι να γυρίσω στη Λα Παζ, έστω και μ΄ εκείνο το ξύλινο λεωφορείο. Βλέπω τον Μάρκο-Αντώνιο να έρχεται κρατώντας δύο ποτήρια με αχνιστό λατινοαμερικάνικο καφέ που του έδωσε ο φύλακας του αρχαιολογικού χώρου. Αυτήν τη στιγμή το θεωρώ θείο δώρο. Μέσα στο λεωφορείο, τυλίγομαι νωχελικά με το πουλλόβερ από μαλλί "αλπάκα", και ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα. Δίπλα στη σελήνη των 24ων ημερών, διακρίνονται αμυδρά τα χρώματα ενός δορυφόρου. Αύριο, στις 8:30 το πρωί έχω πτήση για το Σαντιάγο της Χιλής….
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΟΥ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥ, Ι ΤΣΙΡΙΠΑ & ΙΙ ΓΟΥΑΝΚΑΡΑΝΙ
(ΑΠΟ ΤΕΛΗ ΜΕΣΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΕΩΣ ΕΛΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ) 1.580 (1900) π.Χ. - 200 (146) π.Χ.
ΑΣΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, ΙΙΙ ΠΡΩΙΜΗ ΑΣΤΙΚΗ
(ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ Α΄) 200 (146) π.Χ. - 600 (824) μ.X.
EΠΙΠΕΔΟ ΕΠΕΚΤΑΤΙΣΜΟΥ IV ΚΛΑΣΙΚΗ & V ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ
(ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ Α' ΕΩΣ ΦΡΑΓΚΙΚΗ) 700 (395) μ.Χ. - 1.250 (1262) μ.Χ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Boero Rojo, Hugo: La civilización andina, La Paz, 1991
Cousteau, Jaques-Yves: Galápagos-Titicaca, the blue holes, Castell, London, 1974
Insight Guides South America, U.K., 1992
Kauffmann Doig, Federico: Manual de arqueología peruana (6. edición), Iberia, S.A. Lima, 1978
Lommel, Andreas: Προϊστορικός και πρωτόγονος άνθρωπος, Χρυσός Τύπος, Φυτράκη, 1967
Métraux, Alfred: Οι Ίνκας, τέχνη και πολιτισμός, Εναλλακτικές, 1977
El País-Aguilar: Altlas histórico universal, España, 1995
Posnansky, Arthur: Guía ilustrada de Tihuanacu y las islas del Sol y de la Luna, 1912
Tihuanaku, la cultura del homre americano, tomos I, II, III, IV (1945)
J.J. Augustin, New York
Pottier, Bernard: América Latina en sus lenguas indígenas, Unesco, Monte Ávila Editores, 1983
Rivet, Paul: Los orígenes del hombre americano, edi. Cuadernos Americanos, México, 1943
Salas, Fray Baltasar de: Aymaru-Aymará sobre los orígenes de las gentes... Edi. Plaza Hnos. La Paz, 1623
Salvat: Aula Abierta, Colección Temas Clave: Culturas indígenas americanas, Barcelona, 1981
SGEL: Hispanoamérica ayer y hoy, Madrid, 1996
Vázquez, Germán / Martínez Dïaz, Nelson: Historia de América Latina, SGEL, Madrid, 1993
Vega, Inca Garcilaso de la: Comentarios reales de los Incas, tomos I, II, III.
Historia general del Perú, tomos I, II, III.
Edi. Universo, Lima-Perú, 1977