Το σπίτι της εκδίκησης
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΣΕ ΦΥΛΛΑ ΜΠΑΝΑΝΙΑΣ
ΗΛΙΑΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ
Καθηγητής Ισπανικής & Πορτογαλικής Γλώσσας & Πολιτισμού
Εκδ. Ροές, 2007
Ανάμεσα στον εσωτερικό, τριγωνικό, ξύλινο σκελετό της οροφής από κεραμίδια του σπιτιού –«casona, σπιταρόνα» το λένε το σπίτι του Don Beto, του «Παππού-Παπά», όπως κι εκείνο του ήρωα της Κόστα Ρίκα, του Juan Santamaría στη Santa Rosa του Guanacaste- τα δύο παιδιά, η Soraya-Του-Ποταμού και η μικρή Νικαραγουανή Eudora, σαν αέρινες γκρι οπτασίες που κάνουν απεγνωσμένα νεύματα με τα χέρια τους στους ζωντανούς, παραμερίζουν τους σκονισμένους ιστούς αράχνης (ίσως οι υφάντρες τους να είχαν δει κάποτε τον Χριστόφορο Κολόμβο να περνά από ‘κεί), και σα να κολυμπούν στο διάστημα, ψηλαφίζουν στο παχύρρευστο σκοτάδι τις εκτυφλωτικές, λεπτές κλωστές του ήλιου που σαν ακτίνες leiser διαπερνούν το σουρωτήρι της στέγης. Τώρα πια, στα 1987, που ο Πρόεδρος Óscar Arias Sánchez πήρε το Nobel Ειρήνης για την ουδετερότητα της Κόστα Ρίκα κι ο κόσμος χορεύει cumbias στους δρόμους, αυτό το πάλαι ποτέ επιβλητικό οικοδόμημα είναι πια ετοιμόρροπο. Τυπικό δείγμα της αποικιακής αρχιτεκτονικής της Κεντρικής Αμερικής. Λίγα τέτοια έχουν απομείνει πλέον στην Κόστα Ρίκα. Χτισμένο με adobe -πλίνθους πηλό, και βαμμένο από τα παράθυρα και κάτω, ως το ανοιχτοπράσινο έδαφος με μία φαρδιά λωρίδα στο μπλε της Μεσογείου, πάνω στο πάλλευκο τοίχο, με κόκκινα –μαυριδερά από τους αιώνες και την υγρασία- κεραμίδια και ξύλινο, περίτεχνο, σκεπαστό μπαλκόνι που περιβάλλει το σπίτι, φέρνει στο νου ιστορίες ευγενών της Ανδαλουσίας με μαυριτανικό αίμα, που έστελναν τα νόθα παιδιά τους θαλασσοπόρους σε Κόσμους Νέους και σε Ωκεανούς Ειρηνικούς. Λαβυρινθώδες οίκημα. Σαν το στόμιο του Xibalbá, του υγρού και σκοτεινού κάτω κόσμου, που λένε οι ινδιάνοι Mayas της Μέσης Αμερικής. Όμως, από τα υψώματα στους γύρω λόφους, μέσα στον αχανή ορίζοντα της σκούρας ζούγκλας, φαίνεται σαν μια κουκίδα, σαν ένα μυρμήγκι zompopa, από ‘κείνα που κυνηγούν το πνεύμα της Tule Vieja για το γάλα της. Σκιάζεται ο κόσμος να περνά από κοντά. Άλλοι απ’ τον φόβο των πνευμάτων που μέσα στο μυαλό τους το κατοικούν, κι άλλοι από σωφροσύνη, μην τυχόν και αποκολληθεί κανένα τμήμα του και τους έρθει στο κεφάλι. Οι κάτασπροι τοίχοι, ξεφλουδισμένοι, αφήνουν να φανεί η ώχρα των πήλινων τούβλων από κάτω. Τα παράξενα σχήματα του αποφολιδωμένου σοβά, λένε οι γύρω χωριανοί, είναι σκιές, μηνύματα απ’ το Υπερπέραν. Τα σπασμένα κάγκελα του μπαλκονιού που ξεπετάγονται δεξιά κι αριστερά, είναι, λένε, τα κέρατα του Σατανά. Ο Don Beto όμως, δεν διαθέτει πλέον ούτε το χρήμα, ούτε το κουράγιο να το ανακαινίσει. Για ποιόν λόγο άλλωστε; Δεν προσμονεί πια τίποτα από τη ζωή του. Είναι τώρα 103 χρονών, αλλά δεν μπορεί ακόμα να πεθάνει. Κουβαλάει την κατάρα της Soraya-Του-Ποταμού: «θα φτάσει η στιγμή του θανάτου σου και δεν θα βγαίνει η ψυχή σου!»
Τα δύο κορίτσια παίζουν «τους εξερευνητές», όμως η Soraya-Του-Ποταμού έχει έναν ιδιαίτερο λόγο που βρίσκεται σ’ εκείνο το εξώκοσμο περιβάλλον. Έναν ενδόμυχο λόγο, για τον οποίον είναι ικανή να καταπνίξει το φόβο της για τον «Παππού-Τον-Beto-Και-Το-Μεγάλο-Δά(χ)τυλό-Του». Άραγε πού να είναι αυτός τώρα; Σίγουρα θα κοιμάται στην πολυθρόνα του, κάτω, στο zaguán –στον σκεπαστό διάδρομο που περιβάλλει το σπίτι, ενώ η θεία η Carmen, η στρυφνή δασκάλα των θρησκευτικών με τη μύτη-γάντζο και τα ανύπαρκτα, σφραγισμένα χείλη που τον φροντίζει, θά ‘χει πάει σε καμιά συνεστίαση καθολικών κυριών για τσάι και συμπόνια. Η Soraya ψάχνει για κάτι που δεν το έχει εξομολογηθεί ούτε στη μαμά της τη Rosa. Η Rosa, όμως, το ξέρει. Πολύ καλά. Εκείνη τη γέννησε. Είναι εκείνα τα όνειρα. Τα προφητικά. Η Doña Rosa δεν ρωτά ποτέ τη Soraya πώς γίνεται και ξέρει τα γεγονότα τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν μακριά. Μέσ’ τον ύπνο της. Ή μέσ’ το μονόλογο του μοναχικού παιχνιδιού της στην κρυψώνα του νησιού, στον ποταμό. «Βλέπει». Είναι το πεπρωμένο της να ξέρει το μέλλον που δε θα γνωρίσει. Και το παρελθόν που δεν έζησε. Χάρισμα. Κατάρα. Και είχε «δει» πάλι: κάτω από τη στέγη της «Σπιταρόνας-Του-Κακού-Παππού-Του-Beto», είναι κρυμμένος «ένας ΜΜΜεγÁÁÁλος θησαυρός!» Και βέβαια δεν τον θέλει για τον εαυτό της. Η μικρή γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν προλαβαίνει να τον ξοδέψει. Για τη μάνα της τον θέλει. «Για να μπο(ρ)εί ν’ αγο(ρ)άζει πολλήήή-πολλή-πολλή-πολλή ζάχα(ρ)η και πολλάάά-πολλά-πολλά-πολλά σακουλάκια για τα παγωτά της από β(ρ)οχή.»
Τα γόνατα των δύο παιδιών πονούν ενώ προσπαθούν να προχωρήσουν μπουσουλώντας μέσα σ’ αυτήν την τριγωνική σοφίτα που σχηματίζει η οροφή, όμως μέσα στο ριγέ σκοτάδι δεν μπορούν να διακρίνουν τι είναι αυτά τα μακρόστενα, λεπτά, σκληρά, ανομοιόμορφα πράγματα που τους πληγώνουν τα πόδια. Σκέφτηκαν να πάρουν κάνα-δυο μαζί τους για τα δουν καλύτερα έξω, στο φως του ήλιου. Κι ο ήλιος φανέρωσε ένα ακόμη παγωμένο μυστικό του Don Beto του Παπά: Τα δύο κορίτσια κρατούν σφιχτά στα χέρια τους μερικά σπασμένα, σάπια, λεκιασμένα κόκαλα. «Τα ξέ(ρ)ω!» είπε η Soraya-Του-Ποταμού στην Eudora. «Έτσι θα γίνει και το μω(ρ)άκι της Emilia-Της-Υιοθετημένης που βάλαμε μέσα Στη-Στη-Στη Γη κάτω απ’ τη μαύ(ρ)η ομπρέλα, και Ο-Chingo-Μου που το σκότωσε Ο-Θείος-Ο-Alex-Ο-Γουρουνοβοσκός-Της-Θείας-Γιαγιάς-Της-Soleida ΜεπÉτ(ρ)αστοκεφάααλιιι….»
Πάνε νύχτες, τώρα, που η μικρή Soraya-Του-Ποταμού έχει ανήσυχο ύπνο. Η Doña Rosa ξυπνά έξαφνα, («η Guadalupita, η Παναγίτσα κοντά μας!»), κατάκοπη από τη φασίνα όλης της μέρας («από ήλιο σε ήλιο», λέει), και τρέχει στο δωμάτιο της κόρης της να δει τι συμβαίνει, («ο Άγιος Μαρτίνος να μας βοηθήσει, που αγαπούσε τα ζωάκια!»), ενώ στην έρημη κουζίνα, ένας εκκωφαντικός θόρυβος από κατσαρολικά που τρέμουν και πιατικά που σπάνε, («η Αγία Teresa του Ιησού και ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού, βοήθειά μας!»), την εκνευρίζει και συγχρόνως παγώνει τον ιδρώτα στα ξυπόλυτα πόδια της, σα να πατά πάνω στις βρόχινες γρανίτες της. Καταλαβαίνει ότι κάτι κακό συμβαίνει βραδιάτικα στο σπίτι. («Οι Άγιοι Πάντες μαζί μας!»). Η Soraya, κοιμισμένη ανασηκώνεται στο κρεβάτι της και κάνοντας με τα χέρια και τον κορμό του σώματός της παλίνδρομες κινήσεις –σαν τα αυτιστικά παιδιά- παραμιλάει. Η Rosa τρέχει να φέρει την εικόνα του Αγίου Moreno Porras, του νεαρού γιατρού πριν είκοσι χρόνια είχε εγχειρήσει κάποιον ασθενή ο οποίος τελικά πέθανε, και τότε ένας συγγενής του δολοφόνησε τον γιατρό, κι έτσι άγιασε κι έγινε θαυματουργός, κι ανάβει μπροστά του τρία κεριά: ένα για τον San Patricio, ένα για τον San Rogelio κι ένα για τον San Paz, (γιατροί κι αυτοί, που το Βατικανό δεν τους έχει ακόμη αγιοποιήσει επισήμως, όμως η Doña Rosa τους προσκυνά), κι αφήνει δίπλα ένα ποτήρι νερό, όπως της έχει μάθει η μάνα της η Balsa η μάγισσα η ινδιάνα, για να ‘χει γίνει ως το πρωί φάρμακο, ως εκ θαύματος. Κι αρχίζει τις προσευχές με το rosario –το κομποσχοίνι. Η Soraya-Του-Ποταμού, δεν ακούει τη φωνή της μάνας της, αλλά μέσα στο παραλήρημά της, φανερώνει το μυστικό του στοιχειωμένου παπαδόσπιτου: «Δύο κλέφτες…, μαμά μου, δύο κλέφτες…, φοβάμαι, από τη Νικαράγουα…, βοήθεια, έχουν πάρει τα λεφτά…, πολλά λεφτά…, από την τράπεζα…, κι ήρθαν στο σπίτι του Παππού-Beto…, να κρυφτούν…, να τα κρύψουν! Μανούλαααα!!!… Κάνε κάτι!… Μαλώνουν!… Για τη μοιρασιά… Πάρε με από ‘δώ!… Έβγαλε μαχαίρι!… Βοήθεια!… Κι ο άλλος τώρα! ΜαμÁÁÁ!!!… Σκοτώθηκαν κι δύο!… Και τα λεφτά έμειναν εκεί!…» Η φωνή του κοριτσιού κόπηκε σα να το σκότωσαν ακαριαία.
Μέρες, εβδομάδες, μήνες την παρακαλούσαν τη Soraya-Του-Ποταμού να φανερώσει το μυστικό της. «Πες στον Παππού-Τον-Beto, που σ’ αγαπάει, πού είναι κρυμμένος ο θησαυρός;», την καλόπιανε η μαμά η Rosa (μα τόσο εύκολα συγχωρεί τον πατέρα της και βιαστή του παιδιού της;) Αμίλητη η Soraya. «Κάν’ το για χάρη μου, Sorayita μου!», την παρακαλούσε η θεία η Sole (μα δεν είχε μέσα της στάλα εκδίκησης για τον βιαστή-πατέρα της;) Ανέκφραστη η Soraya. «Πες μας, μωρέ να γλιτώσουμε όλοι απ’ τη φτώχεια!», έλεγε ο Nino (μα τόσο αδιάφορος ήταν αυτός ο άνθρωπος για τα προβλήματα του παιδιού του;). Μόνο όταν ήρθε ο «Θείος-Ο-Humberto-Ο-Ταρζάν-Ο-Αδερφός-Της-Θείας-Γιαγιάς-Της-Sole-Ο-Άντρας-Της-Amparo», και την παρακάλεσε, μόνο τότε, η Soraya ξεφώνησε: «ΌΧΙ! ΠΟΤÉ! ΣΕ ΚΑΝÉΝΑΝ!» και ψιθύρισε: «θα φτάσει η στιγμή του θανάτου του και δεν θα βγαίνει η ψυχή του!» Κι από τότε, μέχρι και που έφυγε για πάντα, στα πέντε της χρόνια, η Soraya-Του-Ποταμού δεν ξαναμίλησε ΠΟΤÉ! ΣΕ ΚΑΝÉΝΑΝ! Έτσι έφυγε η Soraya. Χωρίς ν’ ακουστεί ούτε η αναπνοή της. Άραγε κι όσοι μιλούν στη Λατινική Αμερική, τι έχουν να πουν;
Χρόνια έψαχναν όλοι την casona, τη σπιταρόνα του παππού κι έτρεχαν στις μάντισσες που άκουγαν φωνές μέσα από τα έγκατα της γης, για να βρουν το θησαυρό. Μάταια. Κι ο Beto περίμενε. Άσκοπα. Μέχρι που το αγρόκτημα πουλήθηκε, και το σπίτι γκρεμίστηκε. Τίποτα δε βρέθηκε. Ήταν γερά δεμένη η κατάρα της μικρής Soraya-Του-Ποταμού.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗΣ Β’
Οι Γάλλοι λένε ότι η αλήθεια έχει πάντα διπλή όψη. Όποια κι αν είναι, όμως, η διαφορετικότητα ανάμεσα στις αφηγήσεις, το σχέδιο για το πεπρωμένο είναι κοινό. Σ’ αυτό συμφωνεί κι ο Edward Russell. Τα πεδία μας είναι θετικά φορτισμένα με την πανσέληνο, ισχυρίζεται, ώστε εκείνη την περίοδο να προσελκύουμε αρνητικά ιόντα που μας αναζωογονούν. Έτσι εξηγείται κατά κάποιον τρόπο η μανιακή συμπεριφορά των ψυχωτικών ατόμων και η ευκολότερη αιμορραγία. Εκείνη τη νύχτα της πανσελήνου, η Soraya-Του-Ποταμού είχε πάλι ανήσυχο ύπνο. Ίδρωνε, αιμορραγούσε στα γεννητικά της όργανα και παραμιλούσε στο κρεβάτι της. Τα σεντόνια είχαν κολλήσει στο σωματάκι του παιδιού που έτρεμε απ’ τον πυρετό τής τροπικής νύχτας. Μέσ’ το λήθαργό της μιλούσε με τη φωνή κάποιου άλλου:
«Έτος Κυρίου 1524. Η ιερή Tenochtitlán των Αζτέκων στο Μεξικό έχει πέσει –τρία χρόνια, τώρα πια- στα χέρια των Ισπανών Κατακτητών. Ο ανώνυμος στρατιώτης-ποιητής του Tlatelolco, καθισμένος στα ερειπωμένα σκαλοπάτια της πυραμίδας του Φτερωτού Φιδιού Quetzalcóatl, γράφει:
“Στους δρόμους κείτονται ασπίδες σπασμένες,
μαλλιά ανθρώπινα σκορπισμένα παντού.
Άστεγα ξέμειναν τα σπίτια,
ματωμένους έχουν τους τοίχους.
Σκουλήκια σέρνονται στους δρόμους και στις πλατείες,
και στους τοίχους είναι κολλημένα μυαλά ανθρώπων.
Κόκκινα είναι τα νερά, ‘ματοβαμμένα,
κι όταν ήπιαμε, ήταν σα να πίναμε νίτρο.
Χτυπούσαμε, τότε, τους πλίνθινους τοίχους,
κι απέμενε για κληρονομιά μας ένα δίχτυ από τρύπες.
Με τις ασπίδες υπερασπίστηκε τον εαυτό της
η πρωτεύουσα των Αζτέκων,
όμως ούτε μ’ αυτές, πλέον, δεν μπορεί πια να στηρίξει τη μοναξιά της. ”
Ορδές πεινασμένων για χρυσάφι, φωτιά και έρωτα ισπανών κονκισταδόρων ξεχύνονται στο Νότο.
Μαύρο κύμα, το ταραγμένο καράβι του Ειρηνικού στην παραζάλη της κατάκτησης. Ηλεκτρικά σύννεφα. Μπροστά, στην πλώρη, ουρλιαχτό μπαρουτοκαπνισμένου καπετάνιου καρφώνει το ασημένιο σπαθί του στη λευκή παραλία της Nicoya, κι ο ινδιάνος του προσφέρει σ’ αντάλλαγμα κοσμήματα χρυσά και φρούτα τροπικά. Εφήμερη η αποικία. Ο Francisco Fernández de Córdoba ξιφομαχεί με το επαναστατημένο πλήρωμά του. Έριδες. Μέσ’ τη νύχτα, χρυσάφι λαμπερό στα χέρια του, καθρεφτίζει το διάστικτο ουρανό. Το θάβει βιαστικά στη γη, μ’ έναν σταυρό από ‘πάνω, κι εξαφανίζεται τρέχοντας στη σκοτεινιά. Στον βάθος, κλαγγή όπλων ισπανικών. Στον ορίζοντα, κραυγή ινδιάνου.»
Το πρωί, ταραχή στο σπίτι της Soraya-Του-Ποταμού. «Το παιδί ονειρεύτηκε. Πάλι. Την ιστορία του πειρατή πού ‘χει θάψει το θησαυρό του κάτω απ’ το σπίτι του Παππού Beto.»
Το βράδυ, ο jawá Alberto Aguilar, ο σαμάνος, ο μάγος-θεραπευτής απ’ το Ñari, το ινδιάνικο χωριό, πάνω, απ’ τα υψίπεδα του Chirripó, αυτός που γνωρίζει τα ονόματα των πνευμάτων, ο οδηγός των ψυχών, έχει πέσει σ’ έκσταση, στα βάθη του κόσμου των αρχαίων πνευμάτων και των παραισθησιογόνων φυτών. Μετουσιώνεται σε ιαγουάρο και ξεκινά τη μαγική του πτήση στο κοσμικό Σύμπαν, όμως αυτό μόνο η Doña Rosa μπορεί να το δει…. Οι ιερές πέτρες των προγόνων του τρέμουν στο χέρι. Άναρθρες κραυγές. Όμως το χρυσάφι δεν μπορεί να βρεθεί. Ο θησαυρός του Καπετάν-Francisco Fernández de Córdoba παραμένει πεισματικά κρυμμένος στα έγκατα της γης, κάτω απ’ την σπιταρόνα του Παπά-Beto.
Οι μέρες περνούν κι οι νύχτες επίσης, κι η Soraya-Του-Ποταμού δε λέει να ξυπνήσει απ’ το λήθαργό της. Ο εγκέφαλός της διαλογίζεται με κύματα άλφα, σε ρυθμούς από οκτώ έως δώδεκα κύκλους το δευτερόλεπτο. Ονειρεύεται και παραμιλά με ανοιχτά μάτια. Παρ’ όλ’ αυτά, βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης:
«Ο προ-προ-προ-προ-πάππους ο Ισπανός, ο Don Juan Bautista, είχε έρθει στα 1848 από τα Κανάρια Νησιά κι είχε κουβαλήσει την προίκα της προ-προ-προ-προ-γιαγιάς, τής Doña Dignora. Ένα μπαούλο από χρυσά maravedíes, τα φλουριά που είχαν αφήσει πίσω οι Μαυριτανοί άρχοντες της Ανδαλουσίας, όταν τους κατέτρεχαν οι Καθολικοί Βασιλείς. Κι είναι το μπαούλο κάτω απ’ το σπίτι του Παππού-Του-Παπά-Του-Beto.»
Βράδυ πάλι. Ο Alex με τον Óscar έχουν βγάλει τα σανίδια του πατώματος στο κεντρικό σαλόνι της σπιταρόνας του Beto, κι έχουν σκάψει σ’ όλον το χώρο μία τετράγωνη τρύπα, σύρριζα με τους τοίχους γύρω-γύρω, πιο βαθιά κι απ’ τα θεμέλια του σπιτιού. Αχνιστή υγρασία με μυρωδιά μούχλας γεμίζει τους πνεύμονες, σαν το θειάφι του Arenal, του κοντινού ηφαιστείου. Μέσα, στα έγκατα, η Ña Zárate, η μάντισσα απ’ το Escazú, έχει ανάψει κεριά, έχει τοποθετήσει πολύχρωμους σπόρους καλαμποκιού στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (κίτρινους, άσπρους, κόκκινους –στ’ αριστερά ή δυτικά- και μαύρους) και ψιθυρίζει τα ξόρκια της. Προσήλωση. Η Soraya-Του-Ποταμού, στο σπίτι της, μέσα στο λήθαργό της, συνεχίζει το παραμιλητό, τον ιδρώτα και την αιμορραγία. Όλο και πιο έντονο. Πιο αγχώδες. Πεισματικά ασυνάρτητο. Η Ña Zárate, στον υποχθόνιο βωμό της, μέσα στην έκστασή της, μιλά με τη φωνή της Soraya. Λόγια ασυνάρτητα. «ΌΧΙ! ΠΟΤÉ! ΣΕ ΚΑΝÉΝΑΝ!» και ψιθυρίζει: «θα φτάσει η στιγμή του θανάτου του και δεν θα βγαίνει η ψυχή του!»
Τα χαράματα, η Ña Zárate, εξαντλημένη από την πνευματι(στι)κή μάχη της με το πεισματάρικο κορίτσι, εξήγησε στην οικογένεια του Don Beto, του παπά –που έφερε μέχρι και μάγισσα στο ίδιο του το σπίτι- ότι μόνο η ίδια η μικρή Soraya θα μπορέσει να βρει το θησαυρό. Λυπάται, αιδεσιμότατε. Κανένας άλλος. «Το παιδί έχει δυνάμεις πιο ισχυρές κι απ’ όλα τα πνεύματα και τα ξόρκια μαζί.» Να τη συγχωρείτε, Παναγιότατε. Κι εκείνος, αμίλητος. Ξέρει.
Κι από τότε, μέχρι και που έφυγε για πάντα, στα πέντε της χρόνια, η Soraya-Του-Ποταμού δεν ξαναμίλησε ΠΟΤÉ! ΣΕ ΚΑΝÉΝΑΝ! Έτσι έφυγε η Soraya. Χωρίς ν’ ακουστεί ούτε η αναπνοή της. Άραγε κι όσοι μιλούν στη Λατινική Αμερική, τι έχουν να πουν;
Χρόνια έψαχναν όλοι την casona, τη σπιταρόνα του παππού κι έτρεχαν στις μάντισσες που άκουγαν φωνές μέσα από τα έγκατα της γης, για να βρουν το θησαυρό. Μάταια. Κι ο Beto περίμενε. Άσκοπα. Μέχρι που το αγρόκτημα πουλήθηκε, και το σπίτι γκρεμίστηκε. Τίποτα δε βρέθηκε. Ήταν γερά δεμένη η κατάρα της μικρής Soraya-Του-Ποταμού.
Λένε ότι ο νέος ιδιοκτήτης του οικοπέδου, ο Don José –ένας καλοσυνάτος ανθρωπάκος της μέσης τάξης- που είχε αγοράσει το ερείπιο του Παππού-Παπά-Του-Beto μισοτιμής, όταν πια εκείνος κόντευε να ψοφήσει απ’ την πείνα, παρουσίασε ξαφνικά μεγάλα πλούτη. Λένε ότι μόλις το σπίτι άλλαξε χέρια, η κατάρα της Soraya-Του-Ποταμού διαλύθηκε. Οι Γάλλοι λένε ότι η αλήθεια έχει πάντα διπλή όψη. Όποια κι αν είναι, όμως, η διαφορετικότητα ανάμεσα στις αφηγήσεις, το σχέδιο για το πεπρωμένο είναι κοινό.
ΗΛΙΑΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ
Καθηγητής Ισπανικής & Πορτογαλικής Γλώσσας & Πολιτισμού
Εκδ. Ροές, 2007
Ανάμεσα στον εσωτερικό, τριγωνικό, ξύλινο σκελετό της οροφής από κεραμίδια του σπιτιού –«casona, σπιταρόνα» το λένε το σπίτι του Don Beto, του «Παππού-Παπά», όπως κι εκείνο του ήρωα της Κόστα Ρίκα, του Juan Santamaría στη Santa Rosa του Guanacaste- τα δύο παιδιά, η Soraya-Του-Ποταμού και η μικρή Νικαραγουανή Eudora, σαν αέρινες γκρι οπτασίες που κάνουν απεγνωσμένα νεύματα με τα χέρια τους στους ζωντανούς, παραμερίζουν τους σκονισμένους ιστούς αράχνης (ίσως οι υφάντρες τους να είχαν δει κάποτε τον Χριστόφορο Κολόμβο να περνά από ‘κεί), και σα να κολυμπούν στο διάστημα, ψηλαφίζουν στο παχύρρευστο σκοτάδι τις εκτυφλωτικές, λεπτές κλωστές του ήλιου που σαν ακτίνες leiser διαπερνούν το σουρωτήρι της στέγης. Τώρα πια, στα 1987, που ο Πρόεδρος Óscar Arias Sánchez πήρε το Nobel Ειρήνης για την ουδετερότητα της Κόστα Ρίκα κι ο κόσμος χορεύει cumbias στους δρόμους, αυτό το πάλαι ποτέ επιβλητικό οικοδόμημα είναι πια ετοιμόρροπο. Τυπικό δείγμα της αποικιακής αρχιτεκτονικής της Κεντρικής Αμερικής. Λίγα τέτοια έχουν απομείνει πλέον στην Κόστα Ρίκα. Χτισμένο με adobe -πλίνθους πηλό, και βαμμένο από τα παράθυρα και κάτω, ως το ανοιχτοπράσινο έδαφος με μία φαρδιά λωρίδα στο μπλε της Μεσογείου, πάνω στο πάλλευκο τοίχο, με κόκκινα –μαυριδερά από τους αιώνες και την υγρασία- κεραμίδια και ξύλινο, περίτεχνο, σκεπαστό μπαλκόνι που περιβάλλει το σπίτι, φέρνει στο νου ιστορίες ευγενών της Ανδαλουσίας με μαυριτανικό αίμα, που έστελναν τα νόθα παιδιά τους θαλασσοπόρους σε Κόσμους Νέους και σε Ωκεανούς Ειρηνικούς. Λαβυρινθώδες οίκημα. Σαν το στόμιο του Xibalbá, του υγρού και σκοτεινού κάτω κόσμου, που λένε οι ινδιάνοι Mayas της Μέσης Αμερικής. Όμως, από τα υψώματα στους γύρω λόφους, μέσα στον αχανή ορίζοντα της σκούρας ζούγκλας, φαίνεται σαν μια κουκίδα, σαν ένα μυρμήγκι zompopa, από ‘κείνα που κυνηγούν το πνεύμα της Tule Vieja για το γάλα της. Σκιάζεται ο κόσμος να περνά από κοντά. Άλλοι απ’ τον φόβο των πνευμάτων που μέσα στο μυαλό τους το κατοικούν, κι άλλοι από σωφροσύνη, μην τυχόν και αποκολληθεί κανένα τμήμα του και τους έρθει στο κεφάλι. Οι κάτασπροι τοίχοι, ξεφλουδισμένοι, αφήνουν να φανεί η ώχρα των πήλινων τούβλων από κάτω. Τα παράξενα σχήματα του αποφολιδωμένου σοβά, λένε οι γύρω χωριανοί, είναι σκιές, μηνύματα απ’ το Υπερπέραν. Τα σπασμένα κάγκελα του μπαλκονιού που ξεπετάγονται δεξιά κι αριστερά, είναι, λένε, τα κέρατα του Σατανά. Ο Don Beto όμως, δεν διαθέτει πλέον ούτε το χρήμα, ούτε το κουράγιο να το ανακαινίσει. Για ποιόν λόγο άλλωστε; Δεν προσμονεί πια τίποτα από τη ζωή του. Είναι τώρα 103 χρονών, αλλά δεν μπορεί ακόμα να πεθάνει. Κουβαλάει την κατάρα της Soraya-Του-Ποταμού: «θα φτάσει η στιγμή του θανάτου σου και δεν θα βγαίνει η ψυχή σου!»
Τα δύο κορίτσια παίζουν «τους εξερευνητές», όμως η Soraya-Του-Ποταμού έχει έναν ιδιαίτερο λόγο που βρίσκεται σ’ εκείνο το εξώκοσμο περιβάλλον. Έναν ενδόμυχο λόγο, για τον οποίον είναι ικανή να καταπνίξει το φόβο της για τον «Παππού-Τον-Beto-Και-Το-Μεγάλο-Δά(χ)τυλό-Του». Άραγε πού να είναι αυτός τώρα; Σίγουρα θα κοιμάται στην πολυθρόνα του, κάτω, στο zaguán –στον σκεπαστό διάδρομο που περιβάλλει το σπίτι, ενώ η θεία η Carmen, η στρυφνή δασκάλα των θρησκευτικών με τη μύτη-γάντζο και τα ανύπαρκτα, σφραγισμένα χείλη που τον φροντίζει, θά ‘χει πάει σε καμιά συνεστίαση καθολικών κυριών για τσάι και συμπόνια. Η Soraya ψάχνει για κάτι που δεν το έχει εξομολογηθεί ούτε στη μαμά της τη Rosa. Η Rosa, όμως, το ξέρει. Πολύ καλά. Εκείνη τη γέννησε. Είναι εκείνα τα όνειρα. Τα προφητικά. Η Doña Rosa δεν ρωτά ποτέ τη Soraya πώς γίνεται και ξέρει τα γεγονότα τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν μακριά. Μέσ’ τον ύπνο της. Ή μέσ’ το μονόλογο του μοναχικού παιχνιδιού της στην κρυψώνα του νησιού, στον ποταμό. «Βλέπει». Είναι το πεπρωμένο της να ξέρει το μέλλον που δε θα γνωρίσει. Και το παρελθόν που δεν έζησε. Χάρισμα. Κατάρα. Και είχε «δει» πάλι: κάτω από τη στέγη της «Σπιταρόνας-Του-Κακού-Παππού-Του-Beto», είναι κρυμμένος «ένας ΜΜΜεγÁÁÁλος θησαυρός!» Και βέβαια δεν τον θέλει για τον εαυτό της. Η μικρή γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν προλαβαίνει να τον ξοδέψει. Για τη μάνα της τον θέλει. «Για να μπο(ρ)εί ν’ αγο(ρ)άζει πολλήήή-πολλή-πολλή-πολλή ζάχα(ρ)η και πολλάάά-πολλά-πολλά-πολλά σακουλάκια για τα παγωτά της από β(ρ)οχή.»
Τα γόνατα των δύο παιδιών πονούν ενώ προσπαθούν να προχωρήσουν μπουσουλώντας μέσα σ’ αυτήν την τριγωνική σοφίτα που σχηματίζει η οροφή, όμως μέσα στο ριγέ σκοτάδι δεν μπορούν να διακρίνουν τι είναι αυτά τα μακρόστενα, λεπτά, σκληρά, ανομοιόμορφα πράγματα που τους πληγώνουν τα πόδια. Σκέφτηκαν να πάρουν κάνα-δυο μαζί τους για τα δουν καλύτερα έξω, στο φως του ήλιου. Κι ο ήλιος φανέρωσε ένα ακόμη παγωμένο μυστικό του Don Beto του Παπά: Τα δύο κορίτσια κρατούν σφιχτά στα χέρια τους μερικά σπασμένα, σάπια, λεκιασμένα κόκαλα. «Τα ξέ(ρ)ω!» είπε η Soraya-Του-Ποταμού στην Eudora. «Έτσι θα γίνει και το μω(ρ)άκι της Emilia-Της-Υιοθετημένης που βάλαμε μέσα Στη-Στη-Στη Γη κάτω απ’ τη μαύ(ρ)η ομπρέλα, και Ο-Chingo-Μου που το σκότωσε Ο-Θείος-Ο-Alex-Ο-Γουρουνοβοσκός-Της-Θείας-Γιαγιάς-Της-Soleida ΜεπÉτ(ρ)αστοκεφάααλιιι….»
Πάνε νύχτες, τώρα, που η μικρή Soraya-Του-Ποταμού έχει ανήσυχο ύπνο. Η Doña Rosa ξυπνά έξαφνα, («η Guadalupita, η Παναγίτσα κοντά μας!»), κατάκοπη από τη φασίνα όλης της μέρας («από ήλιο σε ήλιο», λέει), και τρέχει στο δωμάτιο της κόρης της να δει τι συμβαίνει, («ο Άγιος Μαρτίνος να μας βοηθήσει, που αγαπούσε τα ζωάκια!»), ενώ στην έρημη κουζίνα, ένας εκκωφαντικός θόρυβος από κατσαρολικά που τρέμουν και πιατικά που σπάνε, («η Αγία Teresa του Ιησού και ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού, βοήθειά μας!»), την εκνευρίζει και συγχρόνως παγώνει τον ιδρώτα στα ξυπόλυτα πόδια της, σα να πατά πάνω στις βρόχινες γρανίτες της. Καταλαβαίνει ότι κάτι κακό συμβαίνει βραδιάτικα στο σπίτι. («Οι Άγιοι Πάντες μαζί μας!»). Η Soraya, κοιμισμένη ανασηκώνεται στο κρεβάτι της και κάνοντας με τα χέρια και τον κορμό του σώματός της παλίνδρομες κινήσεις –σαν τα αυτιστικά παιδιά- παραμιλάει. Η Rosa τρέχει να φέρει την εικόνα του Αγίου Moreno Porras, του νεαρού γιατρού πριν είκοσι χρόνια είχε εγχειρήσει κάποιον ασθενή ο οποίος τελικά πέθανε, και τότε ένας συγγενής του δολοφόνησε τον γιατρό, κι έτσι άγιασε κι έγινε θαυματουργός, κι ανάβει μπροστά του τρία κεριά: ένα για τον San Patricio, ένα για τον San Rogelio κι ένα για τον San Paz, (γιατροί κι αυτοί, που το Βατικανό δεν τους έχει ακόμη αγιοποιήσει επισήμως, όμως η Doña Rosa τους προσκυνά), κι αφήνει δίπλα ένα ποτήρι νερό, όπως της έχει μάθει η μάνα της η Balsa η μάγισσα η ινδιάνα, για να ‘χει γίνει ως το πρωί φάρμακο, ως εκ θαύματος. Κι αρχίζει τις προσευχές με το rosario –το κομποσχοίνι. Η Soraya-Του-Ποταμού, δεν ακούει τη φωνή της μάνας της, αλλά μέσα στο παραλήρημά της, φανερώνει το μυστικό του στοιχειωμένου παπαδόσπιτου: «Δύο κλέφτες…, μαμά μου, δύο κλέφτες…, φοβάμαι, από τη Νικαράγουα…, βοήθεια, έχουν πάρει τα λεφτά…, πολλά λεφτά…, από την τράπεζα…, κι ήρθαν στο σπίτι του Παππού-Beto…, να κρυφτούν…, να τα κρύψουν! Μανούλαααα!!!… Κάνε κάτι!… Μαλώνουν!… Για τη μοιρασιά… Πάρε με από ‘δώ!… Έβγαλε μαχαίρι!… Βοήθεια!… Κι ο άλλος τώρα! ΜαμÁÁÁ!!!… Σκοτώθηκαν κι δύο!… Και τα λεφτά έμειναν εκεί!…» Η φωνή του κοριτσιού κόπηκε σα να το σκότωσαν ακαριαία.
Μέρες, εβδομάδες, μήνες την παρακαλούσαν τη Soraya-Του-Ποταμού να φανερώσει το μυστικό της. «Πες στον Παππού-Τον-Beto, που σ’ αγαπάει, πού είναι κρυμμένος ο θησαυρός;», την καλόπιανε η μαμά η Rosa (μα τόσο εύκολα συγχωρεί τον πατέρα της και βιαστή του παιδιού της;) Αμίλητη η Soraya. «Κάν’ το για χάρη μου, Sorayita μου!», την παρακαλούσε η θεία η Sole (μα δεν είχε μέσα της στάλα εκδίκησης για τον βιαστή-πατέρα της;) Ανέκφραστη η Soraya. «Πες μας, μωρέ να γλιτώσουμε όλοι απ’ τη φτώχεια!», έλεγε ο Nino (μα τόσο αδιάφορος ήταν αυτός ο άνθρωπος για τα προβλήματα του παιδιού του;). Μόνο όταν ήρθε ο «Θείος-Ο-Humberto-Ο-Ταρζάν-Ο-Αδερφός-Της-Θείας-Γιαγιάς-Της-Sole-Ο-Άντρας-Της-Amparo», και την παρακάλεσε, μόνο τότε, η Soraya ξεφώνησε: «ΌΧΙ! ΠΟΤÉ! ΣΕ ΚΑΝÉΝΑΝ!» και ψιθύρισε: «θα φτάσει η στιγμή του θανάτου του και δεν θα βγαίνει η ψυχή του!» Κι από τότε, μέχρι και που έφυγε για πάντα, στα πέντε της χρόνια, η Soraya-Του-Ποταμού δεν ξαναμίλησε ΠΟΤÉ! ΣΕ ΚΑΝÉΝΑΝ! Έτσι έφυγε η Soraya. Χωρίς ν’ ακουστεί ούτε η αναπνοή της. Άραγε κι όσοι μιλούν στη Λατινική Αμερική, τι έχουν να πουν;
Χρόνια έψαχναν όλοι την casona, τη σπιταρόνα του παππού κι έτρεχαν στις μάντισσες που άκουγαν φωνές μέσα από τα έγκατα της γης, για να βρουν το θησαυρό. Μάταια. Κι ο Beto περίμενε. Άσκοπα. Μέχρι που το αγρόκτημα πουλήθηκε, και το σπίτι γκρεμίστηκε. Τίποτα δε βρέθηκε. Ήταν γερά δεμένη η κατάρα της μικρής Soraya-Του-Ποταμού.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗΣ Β’
Οι Γάλλοι λένε ότι η αλήθεια έχει πάντα διπλή όψη. Όποια κι αν είναι, όμως, η διαφορετικότητα ανάμεσα στις αφηγήσεις, το σχέδιο για το πεπρωμένο είναι κοινό. Σ’ αυτό συμφωνεί κι ο Edward Russell. Τα πεδία μας είναι θετικά φορτισμένα με την πανσέληνο, ισχυρίζεται, ώστε εκείνη την περίοδο να προσελκύουμε αρνητικά ιόντα που μας αναζωογονούν. Έτσι εξηγείται κατά κάποιον τρόπο η μανιακή συμπεριφορά των ψυχωτικών ατόμων και η ευκολότερη αιμορραγία. Εκείνη τη νύχτα της πανσελήνου, η Soraya-Του-Ποταμού είχε πάλι ανήσυχο ύπνο. Ίδρωνε, αιμορραγούσε στα γεννητικά της όργανα και παραμιλούσε στο κρεβάτι της. Τα σεντόνια είχαν κολλήσει στο σωματάκι του παιδιού που έτρεμε απ’ τον πυρετό τής τροπικής νύχτας. Μέσ’ το λήθαργό της μιλούσε με τη φωνή κάποιου άλλου:
«Έτος Κυρίου 1524. Η ιερή Tenochtitlán των Αζτέκων στο Μεξικό έχει πέσει –τρία χρόνια, τώρα πια- στα χέρια των Ισπανών Κατακτητών. Ο ανώνυμος στρατιώτης-ποιητής του Tlatelolco, καθισμένος στα ερειπωμένα σκαλοπάτια της πυραμίδας του Φτερωτού Φιδιού Quetzalcóatl, γράφει:
“Στους δρόμους κείτονται ασπίδες σπασμένες,
μαλλιά ανθρώπινα σκορπισμένα παντού.
Άστεγα ξέμειναν τα σπίτια,
ματωμένους έχουν τους τοίχους.
Σκουλήκια σέρνονται στους δρόμους και στις πλατείες,
και στους τοίχους είναι κολλημένα μυαλά ανθρώπων.
Κόκκινα είναι τα νερά, ‘ματοβαμμένα,
κι όταν ήπιαμε, ήταν σα να πίναμε νίτρο.
Χτυπούσαμε, τότε, τους πλίνθινους τοίχους,
κι απέμενε για κληρονομιά μας ένα δίχτυ από τρύπες.
Με τις ασπίδες υπερασπίστηκε τον εαυτό της
η πρωτεύουσα των Αζτέκων,
όμως ούτε μ’ αυτές, πλέον, δεν μπορεί πια να στηρίξει τη μοναξιά της. ”
Ορδές πεινασμένων για χρυσάφι, φωτιά και έρωτα ισπανών κονκισταδόρων ξεχύνονται στο Νότο.
Μαύρο κύμα, το ταραγμένο καράβι του Ειρηνικού στην παραζάλη της κατάκτησης. Ηλεκτρικά σύννεφα. Μπροστά, στην πλώρη, ουρλιαχτό μπαρουτοκαπνισμένου καπετάνιου καρφώνει το ασημένιο σπαθί του στη λευκή παραλία της Nicoya, κι ο ινδιάνος του προσφέρει σ’ αντάλλαγμα κοσμήματα χρυσά και φρούτα τροπικά. Εφήμερη η αποικία. Ο Francisco Fernández de Córdoba ξιφομαχεί με το επαναστατημένο πλήρωμά του. Έριδες. Μέσ’ τη νύχτα, χρυσάφι λαμπερό στα χέρια του, καθρεφτίζει το διάστικτο ουρανό. Το θάβει βιαστικά στη γη, μ’ έναν σταυρό από ‘πάνω, κι εξαφανίζεται τρέχοντας στη σκοτεινιά. Στον βάθος, κλαγγή όπλων ισπανικών. Στον ορίζοντα, κραυγή ινδιάνου.»
Το πρωί, ταραχή στο σπίτι της Soraya-Του-Ποταμού. «Το παιδί ονειρεύτηκε. Πάλι. Την ιστορία του πειρατή πού ‘χει θάψει το θησαυρό του κάτω απ’ το σπίτι του Παππού Beto.»
Το βράδυ, ο jawá Alberto Aguilar, ο σαμάνος, ο μάγος-θεραπευτής απ’ το Ñari, το ινδιάνικο χωριό, πάνω, απ’ τα υψίπεδα του Chirripó, αυτός που γνωρίζει τα ονόματα των πνευμάτων, ο οδηγός των ψυχών, έχει πέσει σ’ έκσταση, στα βάθη του κόσμου των αρχαίων πνευμάτων και των παραισθησιογόνων φυτών. Μετουσιώνεται σε ιαγουάρο και ξεκινά τη μαγική του πτήση στο κοσμικό Σύμπαν, όμως αυτό μόνο η Doña Rosa μπορεί να το δει…. Οι ιερές πέτρες των προγόνων του τρέμουν στο χέρι. Άναρθρες κραυγές. Όμως το χρυσάφι δεν μπορεί να βρεθεί. Ο θησαυρός του Καπετάν-Francisco Fernández de Córdoba παραμένει πεισματικά κρυμμένος στα έγκατα της γης, κάτω απ’ την σπιταρόνα του Παπά-Beto.
Οι μέρες περνούν κι οι νύχτες επίσης, κι η Soraya-Του-Ποταμού δε λέει να ξυπνήσει απ’ το λήθαργό της. Ο εγκέφαλός της διαλογίζεται με κύματα άλφα, σε ρυθμούς από οκτώ έως δώδεκα κύκλους το δευτερόλεπτο. Ονειρεύεται και παραμιλά με ανοιχτά μάτια. Παρ’ όλ’ αυτά, βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης:
«Ο προ-προ-προ-προ-πάππους ο Ισπανός, ο Don Juan Bautista, είχε έρθει στα 1848 από τα Κανάρια Νησιά κι είχε κουβαλήσει την προίκα της προ-προ-προ-προ-γιαγιάς, τής Doña Dignora. Ένα μπαούλο από χρυσά maravedíes, τα φλουριά που είχαν αφήσει πίσω οι Μαυριτανοί άρχοντες της Ανδαλουσίας, όταν τους κατέτρεχαν οι Καθολικοί Βασιλείς. Κι είναι το μπαούλο κάτω απ’ το σπίτι του Παππού-Του-Παπά-Του-Beto.»
Βράδυ πάλι. Ο Alex με τον Óscar έχουν βγάλει τα σανίδια του πατώματος στο κεντρικό σαλόνι της σπιταρόνας του Beto, κι έχουν σκάψει σ’ όλον το χώρο μία τετράγωνη τρύπα, σύρριζα με τους τοίχους γύρω-γύρω, πιο βαθιά κι απ’ τα θεμέλια του σπιτιού. Αχνιστή υγρασία με μυρωδιά μούχλας γεμίζει τους πνεύμονες, σαν το θειάφι του Arenal, του κοντινού ηφαιστείου. Μέσα, στα έγκατα, η Ña Zárate, η μάντισσα απ’ το Escazú, έχει ανάψει κεριά, έχει τοποθετήσει πολύχρωμους σπόρους καλαμποκιού στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (κίτρινους, άσπρους, κόκκινους –στ’ αριστερά ή δυτικά- και μαύρους) και ψιθυρίζει τα ξόρκια της. Προσήλωση. Η Soraya-Του-Ποταμού, στο σπίτι της, μέσα στο λήθαργό της, συνεχίζει το παραμιλητό, τον ιδρώτα και την αιμορραγία. Όλο και πιο έντονο. Πιο αγχώδες. Πεισματικά ασυνάρτητο. Η Ña Zárate, στον υποχθόνιο βωμό της, μέσα στην έκστασή της, μιλά με τη φωνή της Soraya. Λόγια ασυνάρτητα. «ΌΧΙ! ΠΟΤÉ! ΣΕ ΚΑΝÉΝΑΝ!» και ψιθυρίζει: «θα φτάσει η στιγμή του θανάτου του και δεν θα βγαίνει η ψυχή του!»
Τα χαράματα, η Ña Zárate, εξαντλημένη από την πνευματι(στι)κή μάχη της με το πεισματάρικο κορίτσι, εξήγησε στην οικογένεια του Don Beto, του παπά –που έφερε μέχρι και μάγισσα στο ίδιο του το σπίτι- ότι μόνο η ίδια η μικρή Soraya θα μπορέσει να βρει το θησαυρό. Λυπάται, αιδεσιμότατε. Κανένας άλλος. «Το παιδί έχει δυνάμεις πιο ισχυρές κι απ’ όλα τα πνεύματα και τα ξόρκια μαζί.» Να τη συγχωρείτε, Παναγιότατε. Κι εκείνος, αμίλητος. Ξέρει.
Κι από τότε, μέχρι και που έφυγε για πάντα, στα πέντε της χρόνια, η Soraya-Του-Ποταμού δεν ξαναμίλησε ΠΟΤÉ! ΣΕ ΚΑΝÉΝΑΝ! Έτσι έφυγε η Soraya. Χωρίς ν’ ακουστεί ούτε η αναπνοή της. Άραγε κι όσοι μιλούν στη Λατινική Αμερική, τι έχουν να πουν;
Χρόνια έψαχναν όλοι την casona, τη σπιταρόνα του παππού κι έτρεχαν στις μάντισσες που άκουγαν φωνές μέσα από τα έγκατα της γης, για να βρουν το θησαυρό. Μάταια. Κι ο Beto περίμενε. Άσκοπα. Μέχρι που το αγρόκτημα πουλήθηκε, και το σπίτι γκρεμίστηκε. Τίποτα δε βρέθηκε. Ήταν γερά δεμένη η κατάρα της μικρής Soraya-Του-Ποταμού.
Λένε ότι ο νέος ιδιοκτήτης του οικοπέδου, ο Don José –ένας καλοσυνάτος ανθρωπάκος της μέσης τάξης- που είχε αγοράσει το ερείπιο του Παππού-Παπά-Του-Beto μισοτιμής, όταν πια εκείνος κόντευε να ψοφήσει απ’ την πείνα, παρουσίασε ξαφνικά μεγάλα πλούτη. Λένε ότι μόλις το σπίτι άλλαξε χέρια, η κατάρα της Soraya-Του-Ποταμού διαλύθηκε. Οι Γάλλοι λένε ότι η αλήθεια έχει πάντα διπλή όψη. Όποια κι αν είναι, όμως, η διαφορετικότητα ανάμεσα στις αφηγήσεις, το σχέδιο για το πεπρωμένο είναι κοινό.