Άρθρο του Ηλία Ταμπουράκη στο κοινωνικό έντυπο ASANTE Αφρικής
Batamaliba, οι πραγματικοί αρχιτέκτονες της γης
-«Τ’ όνομά μας, Batamaliba, σημαίνει “οι πραγματικοί αρχιτέκτονες της Γης”», μου λέει ο Ajayi, ο Αφρικανός φίλος που συνάντησα σ’ εκείνο το δυτικοαφρικανικό ταξίδι στο Βenin και στο Togo. «Για την ακρίβεια, η συλλαβή –ma- του ονόματος της φυλής μας, είναι μία σκόπιμα κρυμμένη έννοια της λέξης “κτίστης”• βλέπεις, εδώ στη Δυτική Αφρική, μιλάμε γλώσσες συγκολλητικές, που δεν κλίνονται, όπως οι δικές σας στην Ευρώπη, αλλά θέτουν στην αρχή, στη μέση και στο τέλος της κάθε ρίζας μορφήματα, προσφύματα και λεξήματα, που αναλύουν αλλά και συνθέτουν εννοιολογικά την σύνταξη της τονικής μας γλώσσας, που ανήκει στην ομάδα των Hausa.»
Παρ’ όλο ότι κατάγεται από μία τόσο απομονωμένη φυλή, έχει σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Porto Novo, κι έτσι, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που θα μου δείξει τα κατατόπια μίας άγνωστης κουλτούρας που συμπληρώνει τον πολιτισμικό χάρτη της Αφρικής.
Στις παρυφές της σαβάνας, έχω την αίσθηση ότι μπαίνω σ’ έναν χώρο ενός άλλου χρόνου, μη πεπερασμένου: τα πάντα εδώ ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Με οδηγεί στο πατρικό του σπίτι, ενώ στο δρόμο χαιρετά γνωστούς και συγγενείς, χρησιμοποιώντας την ίδια μακρόσυρτη, τραγουδιστή πρόταση, που με λακωνική οικονομία εκφράζει το τυπικό ενδιαφέρον του για τους προγόνους, τις δουλειές, τα εγγόνια, τα ζώα και τα σπίτια των γνωστών του.
Το οικογενειακό σπίτι, ένα ουσιαστικά κυκλικό οικοδόμημα στο χρώμα της ώχρας, στεφανωμένο με μία προεξέχουσα ταράτσα, όπου μία γυναίκα προσπαθεί να διώξει το τσούρμο των παιδιών που χοροπηδούν ανάμεσα στους απλωμένους στον ήλιο καρπούς.
Η κεντρική είσοδος, πάνω σ’ έναν ελλειπτικό πυργίσκο, πλαισιώνεται από δύο κωνικές σιταποθήκες, οι οποίες έχουν στις αχυρένιες τους στέγες διακοσμητικά σύμβολα από κέρατα αγελάδας. Μπροστά στην πύλη, ο πατέρας του Ajayi. Η πρόταση χαιρετισμού αλλάζει συλλαβές• φυσικά, δεν καταλαβαίνω τι λένε, όμως είμαι σίγουρος ότι εκφράζει σεβασμό. Η ιεραρχία σ’ αυτές τις κοινωνίες είναι το θεμέλιο του κοινωνικού ιστού. Ο γερο-Αφρικάνος, χαιρετά κι αυτός το γιο του ακουμπώντας με το χέρι του τον ώμο του νεαρού. Τα μάτια του, σκούρα μαύρα σε κίτρινο φόντο, κι έντονα γυαλιστερά, δείχνουν μία (επιφανειακή) αυστηρότητα• όμως, στο βάθος, εκφράζουν στωική αποδοχή και περηφάνια για το γιο που έρχεται σπουδαγμένος και βγάζει λεφτά στη μεγάλη πόλη, αλλά κι ένα παράπονο που εγκατέλειψε την πατροπαράδοτη απομονωμένη ζωή του χωριού. Το βλέμμα του γέρου δίνει με σιωπηλό τρόπο θάρρος στο νεαρό άντρα να συνεχίσει να παλεύει στη νεόφερτη, δική του ζωή, ενώ συγχρόνως, βγάζει ένα μύχιο φόβο για την αντιμετώπιση που θα έχει ο γιος του από τα θεϊκά πνεύματα του χωριού, επειδή εγκατέλειψε την απομόνωση στην οποία οδηγεί η φιλοσοφία αυτού του λαού.
Η δική μου ματιά ταξιδεύει στα ταπεινά υλικά που προσφέρει η φύση στον άνθρωπο αυτού του τόπου: πηλός για τους τοίχους, άχυρο για τις στέγες, χοντροπελεκημένα κλαδιά-δοκάρια για τους αρμούς.
-«Πρέπει να συμβιβαζόμαστε με ότι τα πνεύματα της φύσης μας δίνουν, και όσο λίγα και φτωχικά κι αν είναι, να κατορθώνουμε μ’ αυτά πράγματα υψηλά…» μου λέει ο Ajayi, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο –που περισσότερο φαίνεται στον τρόπο που με λοξοκοιτάζει, παρά στην άκρη των χειλιών του• προσπαθεί να δει αν καταλαβαίνω το λογοπαίγνιό του: δεν εννοεί το ύψος του σπιτιού που ξεπερνά τη διπλανή τερμιτοφωλιά από λάσπη, αλλά το κατόρθωμα των ντόπιων χτιστών να φτιάχνουν περίτεχνα τις κατοικίες τους και να συναγωνίζονται σ’ αυτόν το ζωτικό τομέα τα έντομα. Όσο για τα φτωχικά υλικά, αυτά δίνουν την ευτυχία στις κοινωνίες «της αφθονίας», όπου ο άνθρωπος αρκείται στο να παίρνει από τη φύση μόνο τις ποσότητες που χρησιμοποιεί κάθε μέρα για τον εαυτό του και τα παιδιά του, αφήνοντας έτσι τη γη αμόλυντη ν’ αναπληρώνει τους θησαυρούς της.
Είναι πραγματικά κομψά τα σπίτια των Batamaliba. Η σειρά των πήλινων πυργίσκων που «κυλούν» στην περίμετρο του κεντρικού κυκλικού τοίχου, είναι ένα ποίημα minimal. Οι κωνικές αχυρένιες στέγες προσθέτουν παράστημα και γοητεία• προσωποποιούν το κτίσμα. Το κάθε σπίτι αυτού του χωριού είναι ένας μικρόκοσμος με την πόρτα του ν’ αντικρίζει τη Δύση, και προσανατολισμένος στην τροχιά που ο Ήλιος διαγράφει στον ουρανό. [Ας μην ξεχνάμε ότι οι σχετικά κοντινοί Dogon του Μali γνωρίζουν τόσο καλά την επιστήμη της αστρονομίας –που γι αυτούς είναι μαγεία και θρησκεία μαζί-, έτσι ώστε να έχουν ανακαλύψει δορυφόρους πλανητών του ηλιακού μας συστήματος, πολύ πριν από τον Κοπέρνικο.] Οι πύργοι-σιταποθήκες προβάλουν προς τον ουρανό, μιμούμενοι τα δέντρα που έχουν ζωγραφισμένα στην επιφάνειά τους, σαν να κάνουν μία επουράνια επίκληση στη Μητέρα Φύση.
-«Στη μυθολογία των Batamaliba», μου εξηγεί ο Ajayi, «ο ουρανός είναι ένα δέντρο που αντί για φρούτα παράγει άστρα. Έτσι, λοιπόν, κάθε σπίτι που κτίζουμε, αποτελεί μία αναπαράσταση της Δημιουργίας του Κόσμου από τον θεό μας, τον Kuiye. Μετά από κάθε χτίσιμο, θυσιάζουμε μία κότα και μία αγελάδα. Παρ’ όλη, όμως, την περίπλοκη αρχιτεκτονική μας σκέψη», συνεχίζει να μου εξηγεί ο Αφρικανός φίλος, «εμείς δεν ενδιαφερόμαστε να κατασκευάσουνε πόλεις ολόκληρες. Ίσως εσείς οι λευκοί να μας κατηγορείτε ότι είμαστε αντικοινωνικοί…»
-«Δεν είμαι σίγουρος», του απαντώ, «εάν, τελικά, είναι φυσιολογικό να ζει ο άνθρωπος σε πόλεις…»
Παρατηρώ ότι το χωριό είναι αραιοχτισμένο. Αυτή η «απόσταση ασφαλείας» ανάμεσα στα σπίτια παρέχει στον άνθρωπο μία προσωπική ζωή. Όμως όλα έχουν το τίμημά τους: η αλληλεγγύη είναι κάτι άγνωστο σ’ αυτόν το λαό.
-«Οι νεότερες γενιές απομακρύνονται από τις γηραιότερες και προσπαθούν να μείνουν μακριά από τις επιρροές και την απειλή του επίσημου κράτους. Ακόμη και η δική μας, τοπική αυτοδιοίκηση είναι εξαιρετικά χαλαρή. Υπάρχει, θα λέγαμε μία οικογενειακή αυτοδιάθεση» λέει ο Ajayi. «Μη βλέπεις εμένα. Εγώ ήμουν πάντα η εξαίρεση σ’ αυτόν τον τόπο. Γι αυτό και στο τέλος έφυγα στο Porto Novo.»
-«Μα, ακόμη και αυτός ο τρόπος ζωής,» του απαντώ, «είναι μία εναλλακτική δυνατότητα, ένα δικαίωμα επιλογής ισάξιο εκείνου της αστικοποίησης.
Παρ’ όλο ότι κατάγεται από μία τόσο απομονωμένη φυλή, έχει σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Porto Novo, κι έτσι, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που θα μου δείξει τα κατατόπια μίας άγνωστης κουλτούρας που συμπληρώνει τον πολιτισμικό χάρτη της Αφρικής.
Στις παρυφές της σαβάνας, έχω την αίσθηση ότι μπαίνω σ’ έναν χώρο ενός άλλου χρόνου, μη πεπερασμένου: τα πάντα εδώ ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Με οδηγεί στο πατρικό του σπίτι, ενώ στο δρόμο χαιρετά γνωστούς και συγγενείς, χρησιμοποιώντας την ίδια μακρόσυρτη, τραγουδιστή πρόταση, που με λακωνική οικονομία εκφράζει το τυπικό ενδιαφέρον του για τους προγόνους, τις δουλειές, τα εγγόνια, τα ζώα και τα σπίτια των γνωστών του.
Το οικογενειακό σπίτι, ένα ουσιαστικά κυκλικό οικοδόμημα στο χρώμα της ώχρας, στεφανωμένο με μία προεξέχουσα ταράτσα, όπου μία γυναίκα προσπαθεί να διώξει το τσούρμο των παιδιών που χοροπηδούν ανάμεσα στους απλωμένους στον ήλιο καρπούς.
Η κεντρική είσοδος, πάνω σ’ έναν ελλειπτικό πυργίσκο, πλαισιώνεται από δύο κωνικές σιταποθήκες, οι οποίες έχουν στις αχυρένιες τους στέγες διακοσμητικά σύμβολα από κέρατα αγελάδας. Μπροστά στην πύλη, ο πατέρας του Ajayi. Η πρόταση χαιρετισμού αλλάζει συλλαβές• φυσικά, δεν καταλαβαίνω τι λένε, όμως είμαι σίγουρος ότι εκφράζει σεβασμό. Η ιεραρχία σ’ αυτές τις κοινωνίες είναι το θεμέλιο του κοινωνικού ιστού. Ο γερο-Αφρικάνος, χαιρετά κι αυτός το γιο του ακουμπώντας με το χέρι του τον ώμο του νεαρού. Τα μάτια του, σκούρα μαύρα σε κίτρινο φόντο, κι έντονα γυαλιστερά, δείχνουν μία (επιφανειακή) αυστηρότητα• όμως, στο βάθος, εκφράζουν στωική αποδοχή και περηφάνια για το γιο που έρχεται σπουδαγμένος και βγάζει λεφτά στη μεγάλη πόλη, αλλά κι ένα παράπονο που εγκατέλειψε την πατροπαράδοτη απομονωμένη ζωή του χωριού. Το βλέμμα του γέρου δίνει με σιωπηλό τρόπο θάρρος στο νεαρό άντρα να συνεχίσει να παλεύει στη νεόφερτη, δική του ζωή, ενώ συγχρόνως, βγάζει ένα μύχιο φόβο για την αντιμετώπιση που θα έχει ο γιος του από τα θεϊκά πνεύματα του χωριού, επειδή εγκατέλειψε την απομόνωση στην οποία οδηγεί η φιλοσοφία αυτού του λαού.
Η δική μου ματιά ταξιδεύει στα ταπεινά υλικά που προσφέρει η φύση στον άνθρωπο αυτού του τόπου: πηλός για τους τοίχους, άχυρο για τις στέγες, χοντροπελεκημένα κλαδιά-δοκάρια για τους αρμούς.
-«Πρέπει να συμβιβαζόμαστε με ότι τα πνεύματα της φύσης μας δίνουν, και όσο λίγα και φτωχικά κι αν είναι, να κατορθώνουμε μ’ αυτά πράγματα υψηλά…» μου λέει ο Ajayi, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο –που περισσότερο φαίνεται στον τρόπο που με λοξοκοιτάζει, παρά στην άκρη των χειλιών του• προσπαθεί να δει αν καταλαβαίνω το λογοπαίγνιό του: δεν εννοεί το ύψος του σπιτιού που ξεπερνά τη διπλανή τερμιτοφωλιά από λάσπη, αλλά το κατόρθωμα των ντόπιων χτιστών να φτιάχνουν περίτεχνα τις κατοικίες τους και να συναγωνίζονται σ’ αυτόν το ζωτικό τομέα τα έντομα. Όσο για τα φτωχικά υλικά, αυτά δίνουν την ευτυχία στις κοινωνίες «της αφθονίας», όπου ο άνθρωπος αρκείται στο να παίρνει από τη φύση μόνο τις ποσότητες που χρησιμοποιεί κάθε μέρα για τον εαυτό του και τα παιδιά του, αφήνοντας έτσι τη γη αμόλυντη ν’ αναπληρώνει τους θησαυρούς της.
Είναι πραγματικά κομψά τα σπίτια των Batamaliba. Η σειρά των πήλινων πυργίσκων που «κυλούν» στην περίμετρο του κεντρικού κυκλικού τοίχου, είναι ένα ποίημα minimal. Οι κωνικές αχυρένιες στέγες προσθέτουν παράστημα και γοητεία• προσωποποιούν το κτίσμα. Το κάθε σπίτι αυτού του χωριού είναι ένας μικρόκοσμος με την πόρτα του ν’ αντικρίζει τη Δύση, και προσανατολισμένος στην τροχιά που ο Ήλιος διαγράφει στον ουρανό. [Ας μην ξεχνάμε ότι οι σχετικά κοντινοί Dogon του Μali γνωρίζουν τόσο καλά την επιστήμη της αστρονομίας –που γι αυτούς είναι μαγεία και θρησκεία μαζί-, έτσι ώστε να έχουν ανακαλύψει δορυφόρους πλανητών του ηλιακού μας συστήματος, πολύ πριν από τον Κοπέρνικο.] Οι πύργοι-σιταποθήκες προβάλουν προς τον ουρανό, μιμούμενοι τα δέντρα που έχουν ζωγραφισμένα στην επιφάνειά τους, σαν να κάνουν μία επουράνια επίκληση στη Μητέρα Φύση.
-«Στη μυθολογία των Batamaliba», μου εξηγεί ο Ajayi, «ο ουρανός είναι ένα δέντρο που αντί για φρούτα παράγει άστρα. Έτσι, λοιπόν, κάθε σπίτι που κτίζουμε, αποτελεί μία αναπαράσταση της Δημιουργίας του Κόσμου από τον θεό μας, τον Kuiye. Μετά από κάθε χτίσιμο, θυσιάζουμε μία κότα και μία αγελάδα. Παρ’ όλη, όμως, την περίπλοκη αρχιτεκτονική μας σκέψη», συνεχίζει να μου εξηγεί ο Αφρικανός φίλος, «εμείς δεν ενδιαφερόμαστε να κατασκευάσουνε πόλεις ολόκληρες. Ίσως εσείς οι λευκοί να μας κατηγορείτε ότι είμαστε αντικοινωνικοί…»
-«Δεν είμαι σίγουρος», του απαντώ, «εάν, τελικά, είναι φυσιολογικό να ζει ο άνθρωπος σε πόλεις…»
Παρατηρώ ότι το χωριό είναι αραιοχτισμένο. Αυτή η «απόσταση ασφαλείας» ανάμεσα στα σπίτια παρέχει στον άνθρωπο μία προσωπική ζωή. Όμως όλα έχουν το τίμημά τους: η αλληλεγγύη είναι κάτι άγνωστο σ’ αυτόν το λαό.
-«Οι νεότερες γενιές απομακρύνονται από τις γηραιότερες και προσπαθούν να μείνουν μακριά από τις επιρροές και την απειλή του επίσημου κράτους. Ακόμη και η δική μας, τοπική αυτοδιοίκηση είναι εξαιρετικά χαλαρή. Υπάρχει, θα λέγαμε μία οικογενειακή αυτοδιάθεση» λέει ο Ajayi. «Μη βλέπεις εμένα. Εγώ ήμουν πάντα η εξαίρεση σ’ αυτόν τον τόπο. Γι αυτό και στο τέλος έφυγα στο Porto Novo.»
-«Μα, ακόμη και αυτός ο τρόπος ζωής,» του απαντώ, «είναι μία εναλλακτική δυνατότητα, ένα δικαίωμα επιλογής ισάξιο εκείνου της αστικοποίησης.