Fernando Güell: Προσωπική αναζήτηση
μετάφραση: Ηλίας Ταμπουράκης
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
ÍNTIMA BÚSQUEDA
Κατείχε το νόημα και την αίσθηση του ζην.
Πεποίθηση του είναι.
Δεν ήταν αρκετά γέρος για να αισθανθεί ηλικιωμένος και να μοιραστεί τον ειρηνικό κόσμο των γηραιών που ανακαλεί μνήμες: μία ύπαρξη άχρονη ήταν η ζωή του.
Είχε κάτι το παιδικό και την ωριμότητα ενός άνδρα: καρδιά παιδιού και μία σπλαχνική διάθεση προς τ’ αδύναμα πλάσματα, ίδιον των γέρων. Λουλούδι ή έντομο ακρωτηριασμένο, το τιτίβισμα ενός πουλιού, τον συγκινούσαν.
Φοβισμένος να δείξει την ευαίσθητη ψυχή του, εμπιστευόταν μονάχα εκείνους που μπορούσαν να τον καταλάβουν.
Είχε χαρακτήρα θλιμμένο. Μερικές φορές πλησίαζε στα μάτια του μία σκιά… σύγχυση που αναδύεται από τα βαθιά νερά.
Κυκλοθυμικά τα συναισθήματά του και οι ιδέες του, όμως πάντα ίδιος ως προς τον εαυτόν του: όχι ο καθρέφτης που επιστρέφει ή αντιγράφει εικόνες, αλλά η ίδια του η εικόνα.
Τον κατέπλησσε το αντιφατικό ον, ο παράδοξος άνθρωπος. Θέλησε να γνωρίζει το απόκρυφο πίσω από το πρόδηλο πρόσωπο, και τη στιγμή της κατανόησής του, η στιγμή και η αλήθεια είχαν παρέλθει!
Τον παρότρυνε η επιθυμία να εκφράζεται –να αποκαλύπτεται στο λόγο-. Αγωνία να εξηγήσει το συναίσθημα που υπερβαίνει ή το φευγαλέο αίσθημα· βεβαιότητα στην αμφισβήτηση, αμφιβολία στην αλήθεια· ο φόβος του να υφίσταται ζώντας προς το θάνατο. (Το άφατο διέφευγε από τα χέρια του, δε χωρούσε στη φωνή του.)
Μονόλογοι ακατάστατοι, ετερογενείς θορυβούσαν στο νου του. Όπως τα στοιχεία στη Γένεση[i]…
Μετέδιδε μήνυμα αγάπης και κατανόησης.
Έλεγε ότι η αγάπη επικονιάζει τις ψυχές.
Σκεπτόταν ιδέες. Έδινε ορισμούς. Η διαλεκτική του εξαπλώθηκε πέρα από τα επουσιώδη. Αγάπησε το υπερβατικό. Τις υπέρτατες αξίες.
Στη μοναξιά, συντροφιά με ρυθμούς υφασμένους με το νήμα των ονείρων του, έρεε η ομιλία του. Στο ρεύμα βλάσταιναν ασυνήθεις έννοιες που αυτός, γεμάτος θαυμασμό, δεν μπορούσε να κατανοήσει· σαν να του ήταν άγνωστο αυτό το γλωσσικό ιδίωμα ή σαν να μην του ανήκε. (Έμοιαζε με πτηνό, που ακούγοντας το ίδιο του το κελάηδισμα, τρέμει και αναπηδά έκπληκτο.)
Διαλέχθηκε με τον εαυτό του –στη σιγή μιλούσε η καρδιά του-. Πίστευε στο διάλογο των ψυχών.
Χάραξε ερωτήματα και απαντήσεις:
-«Γιατί, υπό το βλέμμα του Θεού, αυξάνεται και πληθύνεται ο πικρός σπόρος; -Γιατί, σε κάθε όνειρο πραγματοποιημένο, μία ψευδαίσθηση διαλύεται; -Η σταγόνα της πρωινής δροσοσταλίδας[ii] ήταν το πρώτο δάκρυ του κόσμου… -Ο άνθρωπος είναι ένας αρχάγγελος που αγγέλλει τη μεταφυσική ζωή και την ίδια τη ζωή. Για να συντροφεύσει τη μοναξιά του και να μιλήσει στην καρδιά του στην απέραντη απόγνωση της Γης, εφηύρε το λόγο. Σιωπή και μοναξιά δημιουργούν το καταληπτό ιδίωμα! Πόσοι αιώνες μωρολογίας μέχρι να εκφράσει το Θεό ή την πατρίδα!
Στη νεότητα περπάτησε με τα μάτια κλειστά· χωρίς να βλέπει το κρύφιο.
Λαχταρούσε να δει και να γνωρίσει, και ανάβλυσε η αμφιβολία… σαν εκείνα τα περιστέρια που ξεπηδούν απ’ το καπέλο των ταχυδακτυλουργών.
Βυθισμένος σε θάλασσες αμφιβολίας κι ερωτήσεων, πάλευε σαν ναυαγός.
Στην άμμο της ακτής χάραξε ένα σημείο ερωτηματικό. Ένα κύμα τό ‘σβησε…
Είπε τότε:
-Η ζωή είναι μόνο ένα σημάδι που σβήνει ξαφνικά. Σκιά φτερού πάνω στο νερό, σκιά και φτερούγα που αγνοούν το πεπρωμένο τους. Ζούμε από την επαιτεία, από αυτά που η φύση θέλησε να μας δώσει, κι αυτή η επαιτεία, έξαφνα, μας δίνεται ασυγκράτητα.
Νύχτωνε στη θάλασσα και συνέχισε να λέει:
-Θα γυρίσει το φως, όμως αυτό το φως που ξεφεύγει, δεν πρόκειται να γυρίσει ούτε να επαναληφθεί· αμετάκλητα εξαφανίζεται, σαν τη ζωή στην μη αναστρέψιμη στιγμή του θανάτου.
Σκεπτόταν το θάνατο:
Είναι η μοναδική θετική χειρονομία ορισμένων ζωών. Ο θάνατος υπήρχε ανέκαθεν και είχε πάντα το ίδιο πρόσωπο. Η ζωή είναι αρχαιότερη κι έχει πρόσωπο ρευστό… Κάποια μέρα, ήλθε ο κήρυκας να μου μιλήσει για το θάνατο και για τη ζωή μου. Τι ξέρει αυτός για τη ζωή μου, που είναι μόνο δική μου, για το θάνατο, που κι οι δυο μας αγνοούμε…! Τα μυρμήγκια κι εγώ, πλάσματα της γης, δεν μπορέσαμε να τον κατανοήσουμε. Αχ, αυτοί οι θεωρητικοί των ανθρώπων! Μιλούν για ένα ον φανταστικό, αφηρημένο, χωρίς να βλέπουν την πραγματικότητα: γύμνια και μάσκες· περιορισμός και μεγαλοσύνη· όνειρο και αφύπνιση… Το κάθε τι με τον παράδεισό του ή τα φαντάσματά του! Κόσμος παραισθησιακός!
Διαλογίστηκε γύρω από τη λογική της ύπαρξης:
-Διαθέτουμε λογική ικανότητα, όμως υπάρχει στην πραγματικότητα μία ζωή λογική, που να μην είναι μόνο μία δύναμη ζωοδότρα της ύλης, μια ζωή φυτική; Ειδάλλως, η ζωή θα ήταν κάτι το κενό, το ασήμαντο.
Υπερασπίστηκε την ατομικότητα, ενάντια σε κάθε κοινωνικοποίηση.
-Χάρη σ’ εκείνη –είπε- έχουν ρίζα και κλώνο δυνατό τα μεγάλα δέντρα του βουνού.
Αρνήθηκε την ύπαρξη του συλλογικού πνεύματος:
-Το κοινοτικό καταστρέφει το άτομο. (Αισθανόταν να πάλλεται η συνείδησή του και αυτή η συνείδηση, ατομική και μοναχική, δεν μπορούσε να μετατραπεί σε κοπάδι.)
Λαχταρούσε να διαιωνιστεί. Να επιβιώσει ατομικά. Η ζωή στο διηνεκές δεν είναι κατάκτηση της αιωνιότητας;
Αμφισβήτησε την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους:
Δεν είμαστε κούκλες κατασκευασμένες στην αράδα. Απ’ την ίδια μήτρα προέρχεται κάθε δημιουργία –στο σώμα μας υπάρχουν ίχνη που καταδεικνύουν την κοινή προέλευση των ειδών-. Όμως η φύση δημιουργεί ξεχωριστά τις εικόνες της: από ένα βλαστάρι χόρτου σε άλλο βλαστάρι· ανάμεσα σε ρίζες ή σπόρους· από άνθρωπο σε άνθρωπο, υπάρχει διαφορά. Η ατομικότητα τυποποιεί ξεχωριστά. Η ομοιότητα βρίσκεται στην ανομοιότητα. Πόσο διαφορετικές είναι η συμπεριφορά και η σκέψη των ανθρώπων! Όταν φτάσει σε επίπεδο νοημοσύνης ομοιόμορφο και σε φυσική ισχύ ομοιογενή –μόνο τότε- η ισότητα θα είναι δυνατή.
Διαλογίστηκε για το πεπρωμένο:
-Είμαστε μέρος του και συνέπειά του. Πριν γεννηθούμε, στο αίμα των γονιών ήταν ήδη διατεταγμένα η τέρψη, ο πόνος, ο θρίαμβος και οι ήττες… Πότε και με ποιον τρόπο συμμετείχε η θέλησή μου στο χάραγμα ή στην επιλογή του πεπρωμένου μου;
Μία νύχτα, παγίδευσε ένα έντομο φωτοβόλο. Στον ουρανό φλέγονταν οι αστερισμοί… Εδώ κάτω, πάνω στη Γη, μόνος, ήταν ο Άνθρωπος με τη χλωμή πυγολαμπίδα στα χέρια.
Ρώτησε ένα άστρο:
-Ποια τυφλή τύχη καθόρισε τη μικρότητά μου- πυγολαμπίδα…; Περιπλανώμενη στις σκιές, φωτίζοντας το δρόμο της. Διαλείπον φως, μόνη ελπίδα στην ακολουθία του πόνου.
Η αμφιβολία χτυπούσε, μαρτυρικά.
Δόγματα, διαβεβαιώσεις μέχρι χθες αλάθητα, έχασαν την ισχύ τους ή απορρίφθηκαν.
Αισθάνθηκε μία καταστροφική ώθηση των θεών, και γκρέμισε το θεό του και τους βωμούς του.
Ανήγγειλε την έλευση ενός νέου θεού και μίας πίστης πρόσφατα ευρεθείσας.
Όμως η αμφιβολία ρίζωνε πεισματικά.
Πού να βρισκόταν άραγε η αλήθεια: στην παλαιά του πίστη, ή στον τωρινό του ισχυρισμό; Ο καινός θεός και ο νέος του βωμός, ο λαμπερός θα ήταν άραγε στέρεα;
Αμφέβαλλε για την αδελφοσύνη, την οποίαν διαλαλούν μύστες και άγιοι: εμμένει η αδελφοκτόνα μάχη. Το καταστρέφειν και καταστρέφεσθαι. Πάνω στη Γη αλληλοδιαδέχονται οι γενεές του ανθρώπου, και υπάρχουν σ’ αυτόν –ακόμη!- χειρονομίες απόρριψης, όπως ορθώνονται οι τρίχες στη ράχη του αίλουρου… Τι ωθεί την ερειστική του δράση και γίνεται το πνεύμα του στασιαστικό;… Από ποια παράξενη ουσία απεργάστηκε;[iii] Σε κατώτερες ζωολογικές κλίμακες, η επιθετικότητα –από νύχι ή κυνόδοντα- σημαίνει επιβίωση. Στο ανθρώπινο ον ασθένεια ή χέρι συνειδητό που αφανίζει. Σκέφτηκε, ότι εμβαθύνοντας στη γνώση του ανθρώπου, από τη λεπτομερή, προσωπική αναζήτηση θ’ ανάβλυζε ένα ον διαφορετικό –το υποστατό είναι πεπερασμένο, ατελές-. Η εικοτολογική, αυθαίρετα συμπερασματική ή υποθετική μετάλλαξη, είναι εφικτή. Προέκυψε ένα ον του οποίου ο λόγος θα έκανε ευτυχισμένο τον κόσμο, ξεπληρώνοντας έτσι το κακό που μ’ αυτήν έχει προξενήσει. (Δεν είναι ακόμη το βασίλειο του Λόγου, όμως η ευτυχία θα έρθει, στο μέτρο των μεγάλων αποζημιώσεων.)
Ο διαλογισμός στρέβλωνε ή διαλεύκαινε τα μυστήριά του. Δρόμοι ενστικτώδεις τον οδήγησαν στη γνώση. Και βλάστησε το φως στην καταχνιά του: πάνω από την ανένδοτη αμφισβήτηση και την οικεία και μικρή αλήθεια, κείτονταν η Αλήθεια, πρόδηλη σε σύμβολα αιώνια.
Και σταδιακά τα αναγνώρισε:
Παραδοξολογήματα και αντινομίες, αξιώματα αδιάσειστα συνυπάρχουν και εξισορροπούν το σύμπαν… Υπάρχει μια λαχτάρα για φτερούγισμα στο σκουλήκι και στο φίδι· στον κόκκο της σκόνης, όνειρο μελλοντικών γεννήσεων, και στη γήινη σάρκα, φιλοδοξία για ουρανό. Η χλιαρή παρουσία του πουλιού στη φωλιά του –κούπα τρυφερότητας-· το τραγούδι από κρύσταλλο κι αέρα της αύρας και του νερού· τα φύλλα και τα κλαδιά που αναγεννώνται· οι χυμοί των δέντρων που ανεβαίνουν σαν ποταμοί κάθετοι· το σπουργίτι που ραμφίζει· το βότσαλο και το χoρτάρι· όλα είναι σύμβολα, εικόνα της ζωής που κυοφορεί ουσίες και σχήματα!
Η καρδιά τού χτυπούσε χαρμόσυνα, γεμάτη -σαν φρούτο- με αίμα: κατανοούσε πλέον το νόημα της Δημιουργίας! Φάνηκε κατάπληκτος μόλις είδε ότι η φύση, ουσιώδης κι ελεύθερη, φυλακίζεται μες τον άνθρωπο, και ταπεινά ευχαρίστησε…
Ο χρόνος έσβησε σιγά σιγά τη φωτιά της επανάστασής του. Του γέμισε με γαλήνη η ψυχή, με απέραντη ειρήνη και αγάπη για τους όμοιούς του. Ήμερη κι αδελφική έγινε η ματιά του. Μία δύναμη μειλίχια και μυστηριώδης τον έκανε να αισθανθεί ότι ήταν όλοι αδέλφια.
Βρήκε στις καρδιές αγκάθια πυρακτωμένα, φιλοδοξία, λαχτάρα για πέταγμα (κι αυτός επίσης λάτρευε το πέταγμα, όμως όχι εκείνο του πουλιού της αγάπης: από τη χαμηλή πτήση, προτιμούσε το πέρασμα του εντόμου, που πάει στα βάθη της γης.)
Ανακάλυψε πικρία πίσω απ’ το χαμόγελο. Πίστεψε ότι η καλοσύνη είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση: το νερό της πηγής, στο δρόμο του, παρασύρει λάσπη… η λάσπη είναι του δρόμου.
Αγάπησε τα δάση… γιορτή κορυδαλλών και υγρών σιωπών της σκιάς! Φοβόταν να εμβαθύνει στο μυστικό της άγριας ζωής, καθ’ ομοίωσιν του ανθρώπου: φύλλα με θέληση για μάχη, αντιπαρέθεταν στον άνεμο τις πράσινες ασπίδες τους. Πτηνά, έντομα και φυτά που αγαπούν και σκέπτονται… Ανακάλυπτε ξαφνικά τους διαλόγους τους:
-Διαύγεια, διαύγεια, διαύγεια –ανακοίνωσε την αυγή η τρομπέτα των κρίνων.
-Θα γεννηθούν… αυτό το φως… -έκλωξε το Ορτύκι στη φωλιά του.
-Φως… φως… φως… -ειδοποίησε ο κορυδαλλός, ενώ ανασηκωνόταν.
-Βαρετό! –διαμαρτυρήθηκαν κακόκεφες οι Τσουκνίδες-. Πάντα το ίδιο: φως φως…
-Και σας φαίνεται λίγο; -αποκρίθηκε ειρωνικός ο Κορυδαλλός.
-Εσάς, σας φαίνεται μικρό πράγμα, το να διακόπτετε τον ύπνο του γείτονα; Εμείς, οι Τσουκνίδες, δεν είμαστε ευερέθιστες… όμως, καταλαβαίνετε, το ν’ ακούει κανείς το ίδιο πράγμα κάθε μέρα, είναι ενοχλητικό!
-Υ…πο…μο…νή –συλλάβισε η Χελώνα προβάλλοντας από το βάλτο.
Προχωρούσε τρεκλίζοντας: ένα χέρι πρώτα, ένα πόδι έπειτα…
Σταμάτησε. Τα κουρασμένα κι απόμακρα μάτια της, κοίταξαν καλοσυνάτα.
-Νέ…οι…
-Εσείς δεν μπορείτε να μας καταλάβετε, γιαγιά…! –διέκοψαν οι Τσουκνίδες-, Τι δικαίωμα έχει αυτή η κυρία…;
-Δημιουργεί… ύμνους –απάντησε η Χελώνα. Στο δάσος… όλα… είναι… έτσι… Όπως είναι.
Χαμογέλασαν τ’ αρχαία χείλη της, κι επέστρεψε αργά στην όχθη του νερού. Έμεινε εκεί, ακίνητη και σιωπηρή, σαν πέτρα που είχε αποκοιμηθεί.
Αναζητούσε το Θεό στα ταπεινά πράγματα: τα πάντα δημιουργήθηκαν από την ίδια σκέψη.
Μπροστά σ’ ένα δέντρο γινόταν νοσταλγικός. Το δέντρο ήταν σύμβολο ελευθερίας κι ανάτασης όλων των δασών του κόσμου.
Πνεύμα ελεύθερο, αγάπησε το να είναι ελεύθερος. Ελευθερία του πτηνού και των ψαριών στα βάθη[iv]. Ένα απόγευμα που η θάλασσα κυμάτιζε σαν το δίχτυ των ακροβατών κι ακουγόταν η φωνή των Δελφινιών ν’ αναπηδά στην μπλε αιώρα…, μίλησε στα Δελφίνια:
-Φυλακισμένοι της θάλασσας! Με το άλμα σας σκοπεύετε να ελευθερωθείτε; Το καμάκι ή το δίχτυ μπορεί να σημαίνουν ελευθερία…
Γλάροι αργοπορημένοι επέστρεφαν απ’ το ψάρεμα, αναζητώντας τον ύπνο και τη νύχτα.
Και μίλησε στους Γλάρους:
-Ω ταξιδιώτες, που κρώζετε μέσ’ την καταιγίδα! Ανάμεσα στις ωκεάνιες φωνές υψώνετε τη δική σας φωνή, κι είναι μεγαλύτερος ο λάρυγγας της θάλασσας…
Ο άνεμος ανάδευε φοινικιές-πελαργούς με φτέρωμα ηχηρό.
Και είπε στον Άνεμο:
-Ω άγγελε που φτερωτός περιδιαβαίνεις τον κόσμο! Εσύ που θωπεύεις το μέτωπο και το στήθος του ψαρά και στο κερί δίνεις σχήμα στήθους παρθενικού. Εσύ, λικνιστή φωλεών στο δάσος, και στις κοιλάδες ελάφι περιπλανώμενο: είσαι ο πλέον ελεύθερος πάνω στις γαίες και στα ύδατα!
Αγάπησε τον άνεμο, το πτηνό και τα ψάρια στα βάθη.
Κάποια μέρα, επιθύμησε να είναι ήμερος, ήμερος στις πράξεις και στις σκέψεις του –ένα όνειρο ακόμη ανάμεσα στα όνειρά του.
Αισθάνθηκε τη δύναμη τη βασανιστική της σάρκας και δάμασε τη βουλιμία του. Έμαθε ότι η μεγαλύτερη μάχη του ανθρώπου είναι με τον ίδιο του τον εαυτό.
Να βελτιώνεσαι, να εξυψώνεσαι, προβιβαζόμενος…! Η αρετή της φτερούγας δεν έγκειται στα ύψη που κατακτά, αλλά στην απόσπασή της από τη Γη.
☼☼☼
Είχε ψυχή παιδιού κι ωριμότητα άνδρα.
Λάτρεψε την επαφή με τους καλούς και γνώρισε την Καλοσύνη.
Ορμώντας, πήρε το κυνηγετικό του σακίδιο κορεσμένο από ομορφιά.
Η ζωή του ήταν η σκιά μίας φτερούγας πάνω στη θάλασσα.
Ο θάνατός του… Ποιος θα μπορούσε να θυμηθεί τον ίδιο του το θάνατο…; Ο θάνατος είναι ένα όνειρο που ποτέ δε θυμόμαστε.
[i] Το πρώτο βιβλίο της Πεντατεύχου και όλης της Παλαιάς Διαθήκης.
[ii] Στα ισπανικά: rocío= το αγιάζι. Ονομασία της Παναγίας (της Ανδαλουσίας).
[iii] Στα ισπανικά: fueengendrado= εκτελέστηκε με επιμέλεια, γεννήθηκε.
[iv] Στο πρωτότυπο: y los peces profundos. Ίσως ο ποιητής να εννοεί: «των βαθυστόχαστων ψαριών».
ÍNTIMA BÚSQUEDA
Κατείχε το νόημα και την αίσθηση του ζην.
Πεποίθηση του είναι.
Δεν ήταν αρκετά γέρος για να αισθανθεί ηλικιωμένος και να μοιραστεί τον ειρηνικό κόσμο των γηραιών που ανακαλεί μνήμες: μία ύπαρξη άχρονη ήταν η ζωή του.
Είχε κάτι το παιδικό και την ωριμότητα ενός άνδρα: καρδιά παιδιού και μία σπλαχνική διάθεση προς τ’ αδύναμα πλάσματα, ίδιον των γέρων. Λουλούδι ή έντομο ακρωτηριασμένο, το τιτίβισμα ενός πουλιού, τον συγκινούσαν.
Φοβισμένος να δείξει την ευαίσθητη ψυχή του, εμπιστευόταν μονάχα εκείνους που μπορούσαν να τον καταλάβουν.
Είχε χαρακτήρα θλιμμένο. Μερικές φορές πλησίαζε στα μάτια του μία σκιά… σύγχυση που αναδύεται από τα βαθιά νερά.
Κυκλοθυμικά τα συναισθήματά του και οι ιδέες του, όμως πάντα ίδιος ως προς τον εαυτόν του: όχι ο καθρέφτης που επιστρέφει ή αντιγράφει εικόνες, αλλά η ίδια του η εικόνα.
Τον κατέπλησσε το αντιφατικό ον, ο παράδοξος άνθρωπος. Θέλησε να γνωρίζει το απόκρυφο πίσω από το πρόδηλο πρόσωπο, και τη στιγμή της κατανόησής του, η στιγμή και η αλήθεια είχαν παρέλθει!
Τον παρότρυνε η επιθυμία να εκφράζεται –να αποκαλύπτεται στο λόγο-. Αγωνία να εξηγήσει το συναίσθημα που υπερβαίνει ή το φευγαλέο αίσθημα· βεβαιότητα στην αμφισβήτηση, αμφιβολία στην αλήθεια· ο φόβος του να υφίσταται ζώντας προς το θάνατο. (Το άφατο διέφευγε από τα χέρια του, δε χωρούσε στη φωνή του.)
Μονόλογοι ακατάστατοι, ετερογενείς θορυβούσαν στο νου του. Όπως τα στοιχεία στη Γένεση[i]…
Μετέδιδε μήνυμα αγάπης και κατανόησης.
Έλεγε ότι η αγάπη επικονιάζει τις ψυχές.
Σκεπτόταν ιδέες. Έδινε ορισμούς. Η διαλεκτική του εξαπλώθηκε πέρα από τα επουσιώδη. Αγάπησε το υπερβατικό. Τις υπέρτατες αξίες.
Στη μοναξιά, συντροφιά με ρυθμούς υφασμένους με το νήμα των ονείρων του, έρεε η ομιλία του. Στο ρεύμα βλάσταιναν ασυνήθεις έννοιες που αυτός, γεμάτος θαυμασμό, δεν μπορούσε να κατανοήσει· σαν να του ήταν άγνωστο αυτό το γλωσσικό ιδίωμα ή σαν να μην του ανήκε. (Έμοιαζε με πτηνό, που ακούγοντας το ίδιο του το κελάηδισμα, τρέμει και αναπηδά έκπληκτο.)
Διαλέχθηκε με τον εαυτό του –στη σιγή μιλούσε η καρδιά του-. Πίστευε στο διάλογο των ψυχών.
Χάραξε ερωτήματα και απαντήσεις:
-«Γιατί, υπό το βλέμμα του Θεού, αυξάνεται και πληθύνεται ο πικρός σπόρος; -Γιατί, σε κάθε όνειρο πραγματοποιημένο, μία ψευδαίσθηση διαλύεται; -Η σταγόνα της πρωινής δροσοσταλίδας[ii] ήταν το πρώτο δάκρυ του κόσμου… -Ο άνθρωπος είναι ένας αρχάγγελος που αγγέλλει τη μεταφυσική ζωή και την ίδια τη ζωή. Για να συντροφεύσει τη μοναξιά του και να μιλήσει στην καρδιά του στην απέραντη απόγνωση της Γης, εφηύρε το λόγο. Σιωπή και μοναξιά δημιουργούν το καταληπτό ιδίωμα! Πόσοι αιώνες μωρολογίας μέχρι να εκφράσει το Θεό ή την πατρίδα!
Στη νεότητα περπάτησε με τα μάτια κλειστά· χωρίς να βλέπει το κρύφιο.
Λαχταρούσε να δει και να γνωρίσει, και ανάβλυσε η αμφιβολία… σαν εκείνα τα περιστέρια που ξεπηδούν απ’ το καπέλο των ταχυδακτυλουργών.
Βυθισμένος σε θάλασσες αμφιβολίας κι ερωτήσεων, πάλευε σαν ναυαγός.
Στην άμμο της ακτής χάραξε ένα σημείο ερωτηματικό. Ένα κύμα τό ‘σβησε…
Είπε τότε:
-Η ζωή είναι μόνο ένα σημάδι που σβήνει ξαφνικά. Σκιά φτερού πάνω στο νερό, σκιά και φτερούγα που αγνοούν το πεπρωμένο τους. Ζούμε από την επαιτεία, από αυτά που η φύση θέλησε να μας δώσει, κι αυτή η επαιτεία, έξαφνα, μας δίνεται ασυγκράτητα.
Νύχτωνε στη θάλασσα και συνέχισε να λέει:
-Θα γυρίσει το φως, όμως αυτό το φως που ξεφεύγει, δεν πρόκειται να γυρίσει ούτε να επαναληφθεί· αμετάκλητα εξαφανίζεται, σαν τη ζωή στην μη αναστρέψιμη στιγμή του θανάτου.
Σκεπτόταν το θάνατο:
Είναι η μοναδική θετική χειρονομία ορισμένων ζωών. Ο θάνατος υπήρχε ανέκαθεν και είχε πάντα το ίδιο πρόσωπο. Η ζωή είναι αρχαιότερη κι έχει πρόσωπο ρευστό… Κάποια μέρα, ήλθε ο κήρυκας να μου μιλήσει για το θάνατο και για τη ζωή μου. Τι ξέρει αυτός για τη ζωή μου, που είναι μόνο δική μου, για το θάνατο, που κι οι δυο μας αγνοούμε…! Τα μυρμήγκια κι εγώ, πλάσματα της γης, δεν μπορέσαμε να τον κατανοήσουμε. Αχ, αυτοί οι θεωρητικοί των ανθρώπων! Μιλούν για ένα ον φανταστικό, αφηρημένο, χωρίς να βλέπουν την πραγματικότητα: γύμνια και μάσκες· περιορισμός και μεγαλοσύνη· όνειρο και αφύπνιση… Το κάθε τι με τον παράδεισό του ή τα φαντάσματά του! Κόσμος παραισθησιακός!
Διαλογίστηκε γύρω από τη λογική της ύπαρξης:
-Διαθέτουμε λογική ικανότητα, όμως υπάρχει στην πραγματικότητα μία ζωή λογική, που να μην είναι μόνο μία δύναμη ζωοδότρα της ύλης, μια ζωή φυτική; Ειδάλλως, η ζωή θα ήταν κάτι το κενό, το ασήμαντο.
Υπερασπίστηκε την ατομικότητα, ενάντια σε κάθε κοινωνικοποίηση.
-Χάρη σ’ εκείνη –είπε- έχουν ρίζα και κλώνο δυνατό τα μεγάλα δέντρα του βουνού.
Αρνήθηκε την ύπαρξη του συλλογικού πνεύματος:
-Το κοινοτικό καταστρέφει το άτομο. (Αισθανόταν να πάλλεται η συνείδησή του και αυτή η συνείδηση, ατομική και μοναχική, δεν μπορούσε να μετατραπεί σε κοπάδι.)
Λαχταρούσε να διαιωνιστεί. Να επιβιώσει ατομικά. Η ζωή στο διηνεκές δεν είναι κατάκτηση της αιωνιότητας;
Αμφισβήτησε την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους:
Δεν είμαστε κούκλες κατασκευασμένες στην αράδα. Απ’ την ίδια μήτρα προέρχεται κάθε δημιουργία –στο σώμα μας υπάρχουν ίχνη που καταδεικνύουν την κοινή προέλευση των ειδών-. Όμως η φύση δημιουργεί ξεχωριστά τις εικόνες της: από ένα βλαστάρι χόρτου σε άλλο βλαστάρι· ανάμεσα σε ρίζες ή σπόρους· από άνθρωπο σε άνθρωπο, υπάρχει διαφορά. Η ατομικότητα τυποποιεί ξεχωριστά. Η ομοιότητα βρίσκεται στην ανομοιότητα. Πόσο διαφορετικές είναι η συμπεριφορά και η σκέψη των ανθρώπων! Όταν φτάσει σε επίπεδο νοημοσύνης ομοιόμορφο και σε φυσική ισχύ ομοιογενή –μόνο τότε- η ισότητα θα είναι δυνατή.
Διαλογίστηκε για το πεπρωμένο:
-Είμαστε μέρος του και συνέπειά του. Πριν γεννηθούμε, στο αίμα των γονιών ήταν ήδη διατεταγμένα η τέρψη, ο πόνος, ο θρίαμβος και οι ήττες… Πότε και με ποιον τρόπο συμμετείχε η θέλησή μου στο χάραγμα ή στην επιλογή του πεπρωμένου μου;
Μία νύχτα, παγίδευσε ένα έντομο φωτοβόλο. Στον ουρανό φλέγονταν οι αστερισμοί… Εδώ κάτω, πάνω στη Γη, μόνος, ήταν ο Άνθρωπος με τη χλωμή πυγολαμπίδα στα χέρια.
Ρώτησε ένα άστρο:
-Ποια τυφλή τύχη καθόρισε τη μικρότητά μου- πυγολαμπίδα…; Περιπλανώμενη στις σκιές, φωτίζοντας το δρόμο της. Διαλείπον φως, μόνη ελπίδα στην ακολουθία του πόνου.
Η αμφιβολία χτυπούσε, μαρτυρικά.
Δόγματα, διαβεβαιώσεις μέχρι χθες αλάθητα, έχασαν την ισχύ τους ή απορρίφθηκαν.
Αισθάνθηκε μία καταστροφική ώθηση των θεών, και γκρέμισε το θεό του και τους βωμούς του.
Ανήγγειλε την έλευση ενός νέου θεού και μίας πίστης πρόσφατα ευρεθείσας.
Όμως η αμφιβολία ρίζωνε πεισματικά.
Πού να βρισκόταν άραγε η αλήθεια: στην παλαιά του πίστη, ή στον τωρινό του ισχυρισμό; Ο καινός θεός και ο νέος του βωμός, ο λαμπερός θα ήταν άραγε στέρεα;
Αμφέβαλλε για την αδελφοσύνη, την οποίαν διαλαλούν μύστες και άγιοι: εμμένει η αδελφοκτόνα μάχη. Το καταστρέφειν και καταστρέφεσθαι. Πάνω στη Γη αλληλοδιαδέχονται οι γενεές του ανθρώπου, και υπάρχουν σ’ αυτόν –ακόμη!- χειρονομίες απόρριψης, όπως ορθώνονται οι τρίχες στη ράχη του αίλουρου… Τι ωθεί την ερειστική του δράση και γίνεται το πνεύμα του στασιαστικό;… Από ποια παράξενη ουσία απεργάστηκε;[iii] Σε κατώτερες ζωολογικές κλίμακες, η επιθετικότητα –από νύχι ή κυνόδοντα- σημαίνει επιβίωση. Στο ανθρώπινο ον ασθένεια ή χέρι συνειδητό που αφανίζει. Σκέφτηκε, ότι εμβαθύνοντας στη γνώση του ανθρώπου, από τη λεπτομερή, προσωπική αναζήτηση θ’ ανάβλυζε ένα ον διαφορετικό –το υποστατό είναι πεπερασμένο, ατελές-. Η εικοτολογική, αυθαίρετα συμπερασματική ή υποθετική μετάλλαξη, είναι εφικτή. Προέκυψε ένα ον του οποίου ο λόγος θα έκανε ευτυχισμένο τον κόσμο, ξεπληρώνοντας έτσι το κακό που μ’ αυτήν έχει προξενήσει. (Δεν είναι ακόμη το βασίλειο του Λόγου, όμως η ευτυχία θα έρθει, στο μέτρο των μεγάλων αποζημιώσεων.)
Ο διαλογισμός στρέβλωνε ή διαλεύκαινε τα μυστήριά του. Δρόμοι ενστικτώδεις τον οδήγησαν στη γνώση. Και βλάστησε το φως στην καταχνιά του: πάνω από την ανένδοτη αμφισβήτηση και την οικεία και μικρή αλήθεια, κείτονταν η Αλήθεια, πρόδηλη σε σύμβολα αιώνια.
Και σταδιακά τα αναγνώρισε:
Παραδοξολογήματα και αντινομίες, αξιώματα αδιάσειστα συνυπάρχουν και εξισορροπούν το σύμπαν… Υπάρχει μια λαχτάρα για φτερούγισμα στο σκουλήκι και στο φίδι· στον κόκκο της σκόνης, όνειρο μελλοντικών γεννήσεων, και στη γήινη σάρκα, φιλοδοξία για ουρανό. Η χλιαρή παρουσία του πουλιού στη φωλιά του –κούπα τρυφερότητας-· το τραγούδι από κρύσταλλο κι αέρα της αύρας και του νερού· τα φύλλα και τα κλαδιά που αναγεννώνται· οι χυμοί των δέντρων που ανεβαίνουν σαν ποταμοί κάθετοι· το σπουργίτι που ραμφίζει· το βότσαλο και το χoρτάρι· όλα είναι σύμβολα, εικόνα της ζωής που κυοφορεί ουσίες και σχήματα!
Η καρδιά τού χτυπούσε χαρμόσυνα, γεμάτη -σαν φρούτο- με αίμα: κατανοούσε πλέον το νόημα της Δημιουργίας! Φάνηκε κατάπληκτος μόλις είδε ότι η φύση, ουσιώδης κι ελεύθερη, φυλακίζεται μες τον άνθρωπο, και ταπεινά ευχαρίστησε…
Ο χρόνος έσβησε σιγά σιγά τη φωτιά της επανάστασής του. Του γέμισε με γαλήνη η ψυχή, με απέραντη ειρήνη και αγάπη για τους όμοιούς του. Ήμερη κι αδελφική έγινε η ματιά του. Μία δύναμη μειλίχια και μυστηριώδης τον έκανε να αισθανθεί ότι ήταν όλοι αδέλφια.
Βρήκε στις καρδιές αγκάθια πυρακτωμένα, φιλοδοξία, λαχτάρα για πέταγμα (κι αυτός επίσης λάτρευε το πέταγμα, όμως όχι εκείνο του πουλιού της αγάπης: από τη χαμηλή πτήση, προτιμούσε το πέρασμα του εντόμου, που πάει στα βάθη της γης.)
Ανακάλυψε πικρία πίσω απ’ το χαμόγελο. Πίστεψε ότι η καλοσύνη είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση: το νερό της πηγής, στο δρόμο του, παρασύρει λάσπη… η λάσπη είναι του δρόμου.
Αγάπησε τα δάση… γιορτή κορυδαλλών και υγρών σιωπών της σκιάς! Φοβόταν να εμβαθύνει στο μυστικό της άγριας ζωής, καθ’ ομοίωσιν του ανθρώπου: φύλλα με θέληση για μάχη, αντιπαρέθεταν στον άνεμο τις πράσινες ασπίδες τους. Πτηνά, έντομα και φυτά που αγαπούν και σκέπτονται… Ανακάλυπτε ξαφνικά τους διαλόγους τους:
-Διαύγεια, διαύγεια, διαύγεια –ανακοίνωσε την αυγή η τρομπέτα των κρίνων.
-Θα γεννηθούν… αυτό το φως… -έκλωξε το Ορτύκι στη φωλιά του.
-Φως… φως… φως… -ειδοποίησε ο κορυδαλλός, ενώ ανασηκωνόταν.
-Βαρετό! –διαμαρτυρήθηκαν κακόκεφες οι Τσουκνίδες-. Πάντα το ίδιο: φως φως…
-Και σας φαίνεται λίγο; -αποκρίθηκε ειρωνικός ο Κορυδαλλός.
-Εσάς, σας φαίνεται μικρό πράγμα, το να διακόπτετε τον ύπνο του γείτονα; Εμείς, οι Τσουκνίδες, δεν είμαστε ευερέθιστες… όμως, καταλαβαίνετε, το ν’ ακούει κανείς το ίδιο πράγμα κάθε μέρα, είναι ενοχλητικό!
-Υ…πο…μο…νή –συλλάβισε η Χελώνα προβάλλοντας από το βάλτο.
Προχωρούσε τρεκλίζοντας: ένα χέρι πρώτα, ένα πόδι έπειτα…
Σταμάτησε. Τα κουρασμένα κι απόμακρα μάτια της, κοίταξαν καλοσυνάτα.
-Νέ…οι…
-Εσείς δεν μπορείτε να μας καταλάβετε, γιαγιά…! –διέκοψαν οι Τσουκνίδες-, Τι δικαίωμα έχει αυτή η κυρία…;
-Δημιουργεί… ύμνους –απάντησε η Χελώνα. Στο δάσος… όλα… είναι… έτσι… Όπως είναι.
Χαμογέλασαν τ’ αρχαία χείλη της, κι επέστρεψε αργά στην όχθη του νερού. Έμεινε εκεί, ακίνητη και σιωπηρή, σαν πέτρα που είχε αποκοιμηθεί.
Αναζητούσε το Θεό στα ταπεινά πράγματα: τα πάντα δημιουργήθηκαν από την ίδια σκέψη.
Μπροστά σ’ ένα δέντρο γινόταν νοσταλγικός. Το δέντρο ήταν σύμβολο ελευθερίας κι ανάτασης όλων των δασών του κόσμου.
Πνεύμα ελεύθερο, αγάπησε το να είναι ελεύθερος. Ελευθερία του πτηνού και των ψαριών στα βάθη[iv]. Ένα απόγευμα που η θάλασσα κυμάτιζε σαν το δίχτυ των ακροβατών κι ακουγόταν η φωνή των Δελφινιών ν’ αναπηδά στην μπλε αιώρα…, μίλησε στα Δελφίνια:
-Φυλακισμένοι της θάλασσας! Με το άλμα σας σκοπεύετε να ελευθερωθείτε; Το καμάκι ή το δίχτυ μπορεί να σημαίνουν ελευθερία…
Γλάροι αργοπορημένοι επέστρεφαν απ’ το ψάρεμα, αναζητώντας τον ύπνο και τη νύχτα.
Και μίλησε στους Γλάρους:
-Ω ταξιδιώτες, που κρώζετε μέσ’ την καταιγίδα! Ανάμεσα στις ωκεάνιες φωνές υψώνετε τη δική σας φωνή, κι είναι μεγαλύτερος ο λάρυγγας της θάλασσας…
Ο άνεμος ανάδευε φοινικιές-πελαργούς με φτέρωμα ηχηρό.
Και είπε στον Άνεμο:
-Ω άγγελε που φτερωτός περιδιαβαίνεις τον κόσμο! Εσύ που θωπεύεις το μέτωπο και το στήθος του ψαρά και στο κερί δίνεις σχήμα στήθους παρθενικού. Εσύ, λικνιστή φωλεών στο δάσος, και στις κοιλάδες ελάφι περιπλανώμενο: είσαι ο πλέον ελεύθερος πάνω στις γαίες και στα ύδατα!
Αγάπησε τον άνεμο, το πτηνό και τα ψάρια στα βάθη.
Κάποια μέρα, επιθύμησε να είναι ήμερος, ήμερος στις πράξεις και στις σκέψεις του –ένα όνειρο ακόμη ανάμεσα στα όνειρά του.
Αισθάνθηκε τη δύναμη τη βασανιστική της σάρκας και δάμασε τη βουλιμία του. Έμαθε ότι η μεγαλύτερη μάχη του ανθρώπου είναι με τον ίδιο του τον εαυτό.
Να βελτιώνεσαι, να εξυψώνεσαι, προβιβαζόμενος…! Η αρετή της φτερούγας δεν έγκειται στα ύψη που κατακτά, αλλά στην απόσπασή της από τη Γη.
☼☼☼
Είχε ψυχή παιδιού κι ωριμότητα άνδρα.
Λάτρεψε την επαφή με τους καλούς και γνώρισε την Καλοσύνη.
Ορμώντας, πήρε το κυνηγετικό του σακίδιο κορεσμένο από ομορφιά.
Η ζωή του ήταν η σκιά μίας φτερούγας πάνω στη θάλασσα.
Ο θάνατός του… Ποιος θα μπορούσε να θυμηθεί τον ίδιο του το θάνατο…; Ο θάνατος είναι ένα όνειρο που ποτέ δε θυμόμαστε.
[i] Το πρώτο βιβλίο της Πεντατεύχου και όλης της Παλαιάς Διαθήκης.
[ii] Στα ισπανικά: rocío= το αγιάζι. Ονομασία της Παναγίας (της Ανδαλουσίας).
[iii] Στα ισπανικά: fueengendrado= εκτελέστηκε με επιμέλεια, γεννήθηκε.
[iv] Στο πρωτότυπο: y los peces profundos. Ίσως ο ποιητής να εννοεί: «των βαθυστόχαστων ψαριών».