Τελετές μαγείας στη σύγχρονη Λατινική Αμερική,
Μετάφραση-Εισαγωγή-Εκτεταμένα Σχόλια: Ηλίας Ταμπουράκης, Εκδ. Περίπλους, Αθήνα, 1999
Μετάφραση-Εισαγωγή-Εκτεταμένα Σχόλια: Ηλίας Ταμπουράκης, Εκδ. Περίπλους, Αθήνα, 1999
Ετήσιο Σεμινάριο Λατινοαμερικανικού πολιτισμού του Ηλία Ταμπουράκη στον Όμιλο UNESCO Ν. Πειραιώς & Νήσων, 2004-2005.
Κούβα: Μαύρο θέατρο Ορίτσα.
Ομπαταλά, ο Δημιουργός του Ανθρώπου
Ορίτσα[i]
Ο Ομπαταλά (Obatalá), ή Οριτσανλά (Orishanlá), ή Οτσανλά (Oshanlá), είναι ο μεγάλος Ορίτσα (Orisha), ο θεός της Δημιουργίας του Ανθρώπου, που καθοδηγεί τον πληθυσμό της Γης. Εκπροσωπεί το καλό, τη σοφία και την υπομονή που χρειάζεται ο Άνθρωπος για να καθορίζει τις πράξεις του. Ντύνεται στα λευκά με κόκκινες ή μοβ μπορντούρες, σύμφωνα με τις δύο φάσεις της πορείας του, που ονομάζεται πατακί (patakí): της νεότητας και των γηρατειών. Παρ’ όλα αυτά, οι ύμνοι λουκουμίες (lukumíes) δεν αναφέρονται στα γηρατειά, αλλά στη δύναμη και στην ευφυΐα του, με την οποία διοικεί τον Κόσμο:
-«Mobalé-mobalé. Wini-wini mobalé.» (Μομπαλέ-μομπαλέ. Γουίνι-γουίνι μομπαλέ. = Στη σοφία του, στη σοφία του, ας αφιερώσουμε τη λατρεία μας), ψέλνουν ακόμη και σήμερα στην Κούβα.
Λέει η αφροκουβανέζικη θρησκευτική μυθολογία, ότι κάποτε ο Ομπαταλά αποφάσισε να παραδώσει τον Κόσμο στον Ορούνλα (Orunla), όμως εκείνος ήταν πολύ νέος για μια τόσο σημαντική αποστολή. Μία μέρα, λοιπόν, τον διέταξε να ετοιμάσει το καλύτερο γεύμα που μπορούσε να μαγειρέψει. Ο Ορούνλα αγόρασε μία γλώσσα ταύρου. Ο Ομπαταλά, ικανοποιημένος από τη γεύση, ρώτησε τον Ορούνλα γιατί η γλώσσα ήταν το καλύτερο έδεσμα. Εκείνος του απάντησε ότι η γλώσσα παρέχει το πνεύμα ατσέ (aché), με το οποίο εξισορροπούνται τα πάντα, προωθείται η αρετή, εξυψώνονται τα έργα και οι τρόποι του Ανθρώπου, ο οποίος με τη σειρά του εξυψώνεται κι αυτός.
Κάποια άλλη μέρα, ο Ομπαταλά ζήτησε απ’ τον Ορούνλα το χειρότερο φαγητό που μπορούσε να σκεφτεί. Εκείνος τότε, του προσέφερε και πάλι γλώσσα, εξηγώντας του ότι μ’ αυτήν πουλιούνται οι λαοί, συκοφαντούνται οι άνθρωποι, και διαπράττονται τα χειρότερα εγκλήματα. Τότε ο Ομπαταλά, μαγεμένος από τη σοφία του Ορούνλα, του παρέδωσε τη διακυβέρνηση του Κόσμου.
[i] Στη διαδρομή των σκλαβοκάραβων, η Κούβα, μέσ’ τη μέση της Καραϊβικής, με το ευνοϊκό της κλίμα, την τροπική βλάστηση, τους ήχους και τις καταιγίδες˙ νησί με μοναδικά στοιχεία, φιλοξένησε τους ταλαιπωρημένους δυτικοαφρικανούς, σα να ‘ταν πατρίδα τους, και τους ένωσε με το τοπικό στοιχείο, σε μία αργή διαπολιτισμική διεργασία που διήρκησε πάνω από τρεις αιώνες. Εκεί, το αφρικανικό πνεύμα του Κυρίαρχου των Κεφαλών ταυτίστηκε με την Βίρχεν Δελ Μπλάνκο (Virgen del Blanco) –την Παναγία του Λευκού (κατακτητή)-, η Οτσούν (Oshún) του ποταμού με τη μουλάτα Καριδάδ Δελ Κόμπρε (Caridad del Cobre) –την μιγάδα Παναγία του Ελέους-, η όμορφη Γιεμαγιά (Yemayá) συνενώθηκε με την Βίρχεν Δε Ρέγλα (Virgen de Regla) –την Παναγία της Εμμηνόρροιας-, στην οποίαν προσεύχονται οι έγκυες κι όσες θέλουν ν’ αποκτήσουν παιδί μα δεν μπορούν, ή ακόμη κι όσες έχουν παιδί μέσ’ τα σπλάχνα τους, μα δεν το θέλουν. Ο Τσανγκό (Shangó) -ο θεός του πολέμου- μετουσιώθηκε στην Σάντα Μπάρμπαρα (Santa Bárbara), που κρατά την κούπα (της ισπανικής μέθης) και το σπαθί (του ισπανικού τρόμου). Όλα σε μία γη κοινή. Στις αχυρένιες καλύβες, ανάμεσα στα τύμπανα και στα καμπανάκια, με τα μουσικά τους αγγογγό (agogó) και τα ομπά κουκού (obá kukú) και τ’ άλλα λατρευτικά αντικείμενα, που η φύση απλόχερα τους προσφέρει, τα πνεύματα των Oρίτσα (Orisha) πέφτουν σε εκστατικό χορό:
«koko odasheleyó
ko ko...
arere modasheleyó
koko modasheleyó...»
Λιτανείες και πρώτες Κοινωνίες συμπαρελαύνουν στις γειτονιές της Αβάνας, με τα γκρεμισμένα, πλέον, ενάλια τείχη, με το ιγιαμπό (iyabó) –το τελετουργικό μύησης: στη γειτονιά της Ρέγλα, σ’ ένα σπίτι της δεκαετίας του 1950, μ’ εφτά δωμάτια γύρω απ’ την κεντρική αυλή, που φιλοξενεί γύρω στους εκατό ανθρώπους με τις επιδερμικές και θρησκευτικές τους αποχρώσεις, ένας υπερήλικας νέγρος, ντυμένος στα λευκά, δίπλα σ’ έναν μικρό βωμό, υμνεί τον Ελέγκμπα Ελεγουά (Elegba-Eleguá). Δεν υπάρχουν τύμπανα˙ μόνο τρία μικρά αντικείμενα: ένα ασημένιο αγγογγό –το μουσικό όργανο του Ομπαταλά (Obatalá)-, ένα χρυσό καμπανάκι της Οτσούν κι ένα ξύλινο ατσερέ (acheré) για τους υπόλοιπους θεούς. Κάποιος από την ομήγυρη κινείται αποπνέοντας πολλή ενέργεια, κάνει παράξενους μορφασμούς, αναπνέει βαθιά, και τα μάτια του γίνονται κάτασπρα. Ο Ορίτσα που επικαλείται ο ιερέας ανακοινώνει την παρουσία του. Οι ύμνοι παίρνουν και δίνουν ανάμεσα στο πλήθος: Iyalode tenite / ofe iko eri ma…
Οι ύμνοι αυτοί έχουν τις ρίζες τους στα βάθη της Αφρικής και των αιώνων. Τα φωνητικά λάθη που είναι φυσικό να προκύπτουν σε μία προφορική παράδοση που επιβιώνει υπό καταπίεση, μεταδίδονται από στόμα σε στόμα, δημιουργώντας έτσι, μία σύγχρονη υβριδική κουλτούρα. Αυτό το μελωδικό φολκλόρ των Γιορουμπά (Yorubá) επιτελεί το λειτούργημα της διατήρησης της ανάμνησης των νεκρών, της συνειδητοποίησης της ζοφερής πραγματικότητας της ζωής και της επίκλησης των άστρων και των λοιπών ουράνιων (θεϊκών/θεοποιημένων) σωμάτων. Προαναγγέλλει το πεπρωμένο του ανθρώπου στη Γη, από τη γέννησή του, μέχρι τον θάνατό του. Είναι μία αλληγορική αναφορά στο Πάνθεον των Ορίτσα, της άγραφης ιστορίας των Αφρικανών σκλάβων. Ένας μαγικός εξορκισμός ανεπιθύμητων γεγονότων του παρελθόντος και του μέλλοντος. Μία προφορική διατήρηση της γλώσσας, της θρησκείας, της φιλοσοφίας και της ιστορίας της Μαύρης ηπείρου. Οι ακπόμ (akpom) –οι ερμηνευτές- αυτής, έχουν βαθιά γνώση αυτής της μουσικής κουλτούρας.
Ο Ελέγγμπα Ελεγουά είναι ο Ορίτσα που έχει άμεση σχέση με τα άστρα. Οι πιστοί τού απευθύνουν προσευχές πριν από κάθε εμπορική διαπραγμάτευση.
Ο Ογγούν (Ogún) -ο θεός του πολέμου- αντιστοιχεί στην ανθρώπινη αποφασιστικότητα για την τέλεση οποιουδήποτε έργου. Είναι κυρίαρχος των μετάλλων, και φυσικά των όπλων, αλλά και των αγροτικών εργαλείων και, κατ’ επέκτασιν, της αγροκαλλιέργειας. Ο τελετουργικός χορός που του αφιερώνουν οι πιστοί, εκτελείται μ’ ένα γιαταγάνι του ζαχαροκάλαμου. Ντύνεται στα κόκκινα και στα μοβ, στα πράσινα και στα μαύρα, ενώ στη μέση φορά το μαριβό (mariwó) –τους θυσάνους από φοίνικα-, και στο κεφάλι ένα διάδημα από δέρμα τράγου με ραμμένα κοχύλια. Κρατά ένα παγούρι.
Ο Οτσόσι (Oshosi) -θεός του κυνηγιού- εξασφαλίζει στον άνθρωπο την τροφή του. Επίσης, τον γιατρεύει με τα βότανά του. Συσχετίζεται με τη δικαιοσύνη , και χαρακτηρίζεται ως άκρως δύσπιστος. Το ατσέ (axé) -η ισχύς του- είναι αλάθητη. Η ενδυμασία του είναι μπλε ή μοβ, και φέρει σκούφο από δέρμα ελαφιού με κοχύλια, ενώ κρατάει ένα τόξο, με το οποίο χορεύουν οι πιστοί του.
Ο Ομπαταλά, που λέγεται και Οριτσανλά ή και Οτσανλά, είναι ο ύψιστος του πανθέου Ορίτσα που έφεραν στην Καραϊβική οι μαύροι σκλάβοι της εθνικής ομάδας των Γιορουμπά από τη σημερινή Ισπανόφωνη Δυτική Αφρική. Αυτός είναι ο δημιουργός του ανθρώπου. Εκπροσωπεί το καλό, τη σοφία και την υπομονή. Είναι ντυμένος στα λευκά με κόκκινη ή μοβ μπορντούρα. Η μυθολογία πατακί (patakí) -που σημαίνει «δρόμος»- λέει ότι εμφανίζεται με δύο μορφές: τη νεανική και τη γερασμένη. Δέχεται τις πιο συχνές παρακλήσεις από τους ανθρώπους, για να τους χαρίζει υγεία ως το θάνατο. Φημίζεται για την ηρεμία του. Λατρεύεται ως διπλή φύση, ανδρική και γυναικεία, πατέρας, μητέρα και ανδρόγυνο. Χορεύει κρατώντας μία ουρά αλόγου, και στον πόλεμο χρησιμοποιεί τόξο. Παρ’ όλο που υπερισχύει κατά κάποιον τρόπο η ανδρική του υπόσταση, οι Καθολικοί ιεραπόστολοι τον έχουν εξομοιώσει με την Παναγία της Χάριτος.
Η Γιεμαγιά, η μέγιστη των Ορίτσας, είναι η θεά της θάλασσας, η μητέρα όλων των μανάδων, και σύζυγος του Ομπαταλά. Ντύνεται στα μπλε, με λευκές ρίγες στο τελείωμα. Έχει εξομοιωθεί με την Παναγία “Ρέγλα”. Χαρακτηρίζεται για την ομορφιά την εξυπνάδα και τη δύναμή της.
Ο Τσανγκό -ο γιος του Ομπαταλά και της Γιεμαγιά-, είναι ο κυρίαρχος του τυμπάνου μπατά (batá), και μαγεύει τις γυναίκες ερωτικά με τους λάγνους χορούς του. Φοράει κόκκινα ρούχα με λευκή μπορντούρα και μια ζώνη από φύλλα φοίνικα. Κρατάει πάντα τον πέλεκυ του πολέμου. Συμβολίζει την αρρενωπότητα, τον έρωτα και το νόημα της ζωής.
Η Οτσούν είναι η Κυρία του Χρυσού. Θεά του αισθησιασμού, διατηρεί σχέσεις με τον Τσανγκό, τον Ογκούν και τον Οτσόσι. Με αυτόν τον τελευταίο απέκτησε ένα παιδί με μία ιδιαιτερότητα: για έξι μήνες είναι αγόρι και ζει με τον Οτσόσι, και γι άλλους έξι είναι κορίτσι, και ζει με την Οτσούν. Η Οτσούν, λοιπόν, ντύνεται στα κίτρινα και στολίζεται με χρυσά κοσμήματα. Για τον χορό της, οι πιστοί χρησιμοποιούν βεντάλιες και κρίκους στους αστράγαλους. Είναι το πνεύμα της πειθούς, την οποία επιτυγχάνει με ερωτικά τεχνάσματα, αλλά και με σοφία. Κατέχει επίσης τα μαγικά φίλτρα του καλού και του κακού.
Η Ογιά-Ιανσά (Oyá-Iansá) -η ικανή πολεμίστρια- ζει κι αυτή με τον Τσανγκό και τον Ογκούν, και νικά τους πάντες. Κυρίαρχη του θανάτου, κατοικεί στα νεκροταφεία, λόγος για τον οποίον οι πιστοί τρέμουν την εμφάνισή της. παρ’ όλ’ αυτά, η ενδυμασία της είναι πολύχρωμη. Ο θρησκευτικός συγκρητισμός την έχει μετουσιώσει με την Αγία Τερέζα του καθολικισμού.
Το Εγκούν (Egún) είναι το πνεύμα που καθορίζει τις επαφές των ζωντανών με τους νεκρούς. Στη φιλοσοφία των Γιορουμπά-λουκουμί (lukumí) υπάρχει η ρήση: «ikú lobi osha», που σημαίνει: «ο νεκρός γέννησε τον Άγιο».
Αυτός ο μαγικο-θρησκευτικός συγκρητισμός υπάρχει σήμερα και στη Βραζιλία.
(Στοιχεία από: Madsen, W. & C.: Τελετές μαγείας στη Σύγχρονη Λατινική Αμερική, Μαγικο-θρησκευτικές αντιλήψεις ανάμεσα στους σύγχρονους Αζτέκους, Μάγια και άλλους ιθαγενείς, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Ηλίας Ταμπουράκης, Εκδ. Περίπλους, Αθήνα, 2007 & Pedroso Lázaro, Ogún Tolá: Obeddí, Cantos a los Orishás, traducción e historia, Edi. Artex, La Habana, Cuba, 1995.)
Ο Ομπαταλά (Obatalá), ή Οριτσανλά (Orishanlá), ή Οτσανλά (Oshanlá), είναι ο μεγάλος Ορίτσα (Orisha), ο θεός της Δημιουργίας του Ανθρώπου, που καθοδηγεί τον πληθυσμό της Γης. Εκπροσωπεί το καλό, τη σοφία και την υπομονή που χρειάζεται ο Άνθρωπος για να καθορίζει τις πράξεις του. Ντύνεται στα λευκά με κόκκινες ή μοβ μπορντούρες, σύμφωνα με τις δύο φάσεις της πορείας του, που ονομάζεται πατακί (patakí): της νεότητας και των γηρατειών. Παρ’ όλα αυτά, οι ύμνοι λουκουμίες (lukumíes) δεν αναφέρονται στα γηρατειά, αλλά στη δύναμη και στην ευφυΐα του, με την οποία διοικεί τον Κόσμο:
-«Mobalé-mobalé. Wini-wini mobalé.» (Μομπαλέ-μομπαλέ. Γουίνι-γουίνι μομπαλέ. = Στη σοφία του, στη σοφία του, ας αφιερώσουμε τη λατρεία μας), ψέλνουν ακόμη και σήμερα στην Κούβα.
Λέει η αφροκουβανέζικη θρησκευτική μυθολογία, ότι κάποτε ο Ομπαταλά αποφάσισε να παραδώσει τον Κόσμο στον Ορούνλα (Orunla), όμως εκείνος ήταν πολύ νέος για μια τόσο σημαντική αποστολή. Μία μέρα, λοιπόν, τον διέταξε να ετοιμάσει το καλύτερο γεύμα που μπορούσε να μαγειρέψει. Ο Ορούνλα αγόρασε μία γλώσσα ταύρου. Ο Ομπαταλά, ικανοποιημένος από τη γεύση, ρώτησε τον Ορούνλα γιατί η γλώσσα ήταν το καλύτερο έδεσμα. Εκείνος του απάντησε ότι η γλώσσα παρέχει το πνεύμα ατσέ (aché), με το οποίο εξισορροπούνται τα πάντα, προωθείται η αρετή, εξυψώνονται τα έργα και οι τρόποι του Ανθρώπου, ο οποίος με τη σειρά του εξυψώνεται κι αυτός.
Κάποια άλλη μέρα, ο Ομπαταλά ζήτησε απ’ τον Ορούνλα το χειρότερο φαγητό που μπορούσε να σκεφτεί. Εκείνος τότε, του προσέφερε και πάλι γλώσσα, εξηγώντας του ότι μ’ αυτήν πουλιούνται οι λαοί, συκοφαντούνται οι άνθρωποι, και διαπράττονται τα χειρότερα εγκλήματα. Τότε ο Ομπαταλά, μαγεμένος από τη σοφία του Ορούνλα, του παρέδωσε τη διακυβέρνηση του Κόσμου.
[i] Στη διαδρομή των σκλαβοκάραβων, η Κούβα, μέσ’ τη μέση της Καραϊβικής, με το ευνοϊκό της κλίμα, την τροπική βλάστηση, τους ήχους και τις καταιγίδες˙ νησί με μοναδικά στοιχεία, φιλοξένησε τους ταλαιπωρημένους δυτικοαφρικανούς, σα να ‘ταν πατρίδα τους, και τους ένωσε με το τοπικό στοιχείο, σε μία αργή διαπολιτισμική διεργασία που διήρκησε πάνω από τρεις αιώνες. Εκεί, το αφρικανικό πνεύμα του Κυρίαρχου των Κεφαλών ταυτίστηκε με την Βίρχεν Δελ Μπλάνκο (Virgen del Blanco) –την Παναγία του Λευκού (κατακτητή)-, η Οτσούν (Oshún) του ποταμού με τη μουλάτα Καριδάδ Δελ Κόμπρε (Caridad del Cobre) –την μιγάδα Παναγία του Ελέους-, η όμορφη Γιεμαγιά (Yemayá) συνενώθηκε με την Βίρχεν Δε Ρέγλα (Virgen de Regla) –την Παναγία της Εμμηνόρροιας-, στην οποίαν προσεύχονται οι έγκυες κι όσες θέλουν ν’ αποκτήσουν παιδί μα δεν μπορούν, ή ακόμη κι όσες έχουν παιδί μέσ’ τα σπλάχνα τους, μα δεν το θέλουν. Ο Τσανγκό (Shangó) -ο θεός του πολέμου- μετουσιώθηκε στην Σάντα Μπάρμπαρα (Santa Bárbara), που κρατά την κούπα (της ισπανικής μέθης) και το σπαθί (του ισπανικού τρόμου). Όλα σε μία γη κοινή. Στις αχυρένιες καλύβες, ανάμεσα στα τύμπανα και στα καμπανάκια, με τα μουσικά τους αγγογγό (agogó) και τα ομπά κουκού (obá kukú) και τ’ άλλα λατρευτικά αντικείμενα, που η φύση απλόχερα τους προσφέρει, τα πνεύματα των Oρίτσα (Orisha) πέφτουν σε εκστατικό χορό:
«koko odasheleyó
ko ko...
arere modasheleyó
koko modasheleyó...»
Λιτανείες και πρώτες Κοινωνίες συμπαρελαύνουν στις γειτονιές της Αβάνας, με τα γκρεμισμένα, πλέον, ενάλια τείχη, με το ιγιαμπό (iyabó) –το τελετουργικό μύησης: στη γειτονιά της Ρέγλα, σ’ ένα σπίτι της δεκαετίας του 1950, μ’ εφτά δωμάτια γύρω απ’ την κεντρική αυλή, που φιλοξενεί γύρω στους εκατό ανθρώπους με τις επιδερμικές και θρησκευτικές τους αποχρώσεις, ένας υπερήλικας νέγρος, ντυμένος στα λευκά, δίπλα σ’ έναν μικρό βωμό, υμνεί τον Ελέγκμπα Ελεγουά (Elegba-Eleguá). Δεν υπάρχουν τύμπανα˙ μόνο τρία μικρά αντικείμενα: ένα ασημένιο αγγογγό –το μουσικό όργανο του Ομπαταλά (Obatalá)-, ένα χρυσό καμπανάκι της Οτσούν κι ένα ξύλινο ατσερέ (acheré) για τους υπόλοιπους θεούς. Κάποιος από την ομήγυρη κινείται αποπνέοντας πολλή ενέργεια, κάνει παράξενους μορφασμούς, αναπνέει βαθιά, και τα μάτια του γίνονται κάτασπρα. Ο Ορίτσα που επικαλείται ο ιερέας ανακοινώνει την παρουσία του. Οι ύμνοι παίρνουν και δίνουν ανάμεσα στο πλήθος: Iyalode tenite / ofe iko eri ma…
Οι ύμνοι αυτοί έχουν τις ρίζες τους στα βάθη της Αφρικής και των αιώνων. Τα φωνητικά λάθη που είναι φυσικό να προκύπτουν σε μία προφορική παράδοση που επιβιώνει υπό καταπίεση, μεταδίδονται από στόμα σε στόμα, δημιουργώντας έτσι, μία σύγχρονη υβριδική κουλτούρα. Αυτό το μελωδικό φολκλόρ των Γιορουμπά (Yorubá) επιτελεί το λειτούργημα της διατήρησης της ανάμνησης των νεκρών, της συνειδητοποίησης της ζοφερής πραγματικότητας της ζωής και της επίκλησης των άστρων και των λοιπών ουράνιων (θεϊκών/θεοποιημένων) σωμάτων. Προαναγγέλλει το πεπρωμένο του ανθρώπου στη Γη, από τη γέννησή του, μέχρι τον θάνατό του. Είναι μία αλληγορική αναφορά στο Πάνθεον των Ορίτσα, της άγραφης ιστορίας των Αφρικανών σκλάβων. Ένας μαγικός εξορκισμός ανεπιθύμητων γεγονότων του παρελθόντος και του μέλλοντος. Μία προφορική διατήρηση της γλώσσας, της θρησκείας, της φιλοσοφίας και της ιστορίας της Μαύρης ηπείρου. Οι ακπόμ (akpom) –οι ερμηνευτές- αυτής, έχουν βαθιά γνώση αυτής της μουσικής κουλτούρας.
Ο Ελέγγμπα Ελεγουά είναι ο Ορίτσα που έχει άμεση σχέση με τα άστρα. Οι πιστοί τού απευθύνουν προσευχές πριν από κάθε εμπορική διαπραγμάτευση.
Ο Ογγούν (Ogún) -ο θεός του πολέμου- αντιστοιχεί στην ανθρώπινη αποφασιστικότητα για την τέλεση οποιουδήποτε έργου. Είναι κυρίαρχος των μετάλλων, και φυσικά των όπλων, αλλά και των αγροτικών εργαλείων και, κατ’ επέκτασιν, της αγροκαλλιέργειας. Ο τελετουργικός χορός που του αφιερώνουν οι πιστοί, εκτελείται μ’ ένα γιαταγάνι του ζαχαροκάλαμου. Ντύνεται στα κόκκινα και στα μοβ, στα πράσινα και στα μαύρα, ενώ στη μέση φορά το μαριβό (mariwó) –τους θυσάνους από φοίνικα-, και στο κεφάλι ένα διάδημα από δέρμα τράγου με ραμμένα κοχύλια. Κρατά ένα παγούρι.
Ο Οτσόσι (Oshosi) -θεός του κυνηγιού- εξασφαλίζει στον άνθρωπο την τροφή του. Επίσης, τον γιατρεύει με τα βότανά του. Συσχετίζεται με τη δικαιοσύνη , και χαρακτηρίζεται ως άκρως δύσπιστος. Το ατσέ (axé) -η ισχύς του- είναι αλάθητη. Η ενδυμασία του είναι μπλε ή μοβ, και φέρει σκούφο από δέρμα ελαφιού με κοχύλια, ενώ κρατάει ένα τόξο, με το οποίο χορεύουν οι πιστοί του.
Ο Ομπαταλά, που λέγεται και Οριτσανλά ή και Οτσανλά, είναι ο ύψιστος του πανθέου Ορίτσα που έφεραν στην Καραϊβική οι μαύροι σκλάβοι της εθνικής ομάδας των Γιορουμπά από τη σημερινή Ισπανόφωνη Δυτική Αφρική. Αυτός είναι ο δημιουργός του ανθρώπου. Εκπροσωπεί το καλό, τη σοφία και την υπομονή. Είναι ντυμένος στα λευκά με κόκκινη ή μοβ μπορντούρα. Η μυθολογία πατακί (patakí) -που σημαίνει «δρόμος»- λέει ότι εμφανίζεται με δύο μορφές: τη νεανική και τη γερασμένη. Δέχεται τις πιο συχνές παρακλήσεις από τους ανθρώπους, για να τους χαρίζει υγεία ως το θάνατο. Φημίζεται για την ηρεμία του. Λατρεύεται ως διπλή φύση, ανδρική και γυναικεία, πατέρας, μητέρα και ανδρόγυνο. Χορεύει κρατώντας μία ουρά αλόγου, και στον πόλεμο χρησιμοποιεί τόξο. Παρ’ όλο που υπερισχύει κατά κάποιον τρόπο η ανδρική του υπόσταση, οι Καθολικοί ιεραπόστολοι τον έχουν εξομοιώσει με την Παναγία της Χάριτος.
Η Γιεμαγιά, η μέγιστη των Ορίτσας, είναι η θεά της θάλασσας, η μητέρα όλων των μανάδων, και σύζυγος του Ομπαταλά. Ντύνεται στα μπλε, με λευκές ρίγες στο τελείωμα. Έχει εξομοιωθεί με την Παναγία “Ρέγλα”. Χαρακτηρίζεται για την ομορφιά την εξυπνάδα και τη δύναμή της.
Ο Τσανγκό -ο γιος του Ομπαταλά και της Γιεμαγιά-, είναι ο κυρίαρχος του τυμπάνου μπατά (batá), και μαγεύει τις γυναίκες ερωτικά με τους λάγνους χορούς του. Φοράει κόκκινα ρούχα με λευκή μπορντούρα και μια ζώνη από φύλλα φοίνικα. Κρατάει πάντα τον πέλεκυ του πολέμου. Συμβολίζει την αρρενωπότητα, τον έρωτα και το νόημα της ζωής.
Η Οτσούν είναι η Κυρία του Χρυσού. Θεά του αισθησιασμού, διατηρεί σχέσεις με τον Τσανγκό, τον Ογκούν και τον Οτσόσι. Με αυτόν τον τελευταίο απέκτησε ένα παιδί με μία ιδιαιτερότητα: για έξι μήνες είναι αγόρι και ζει με τον Οτσόσι, και γι άλλους έξι είναι κορίτσι, και ζει με την Οτσούν. Η Οτσούν, λοιπόν, ντύνεται στα κίτρινα και στολίζεται με χρυσά κοσμήματα. Για τον χορό της, οι πιστοί χρησιμοποιούν βεντάλιες και κρίκους στους αστράγαλους. Είναι το πνεύμα της πειθούς, την οποία επιτυγχάνει με ερωτικά τεχνάσματα, αλλά και με σοφία. Κατέχει επίσης τα μαγικά φίλτρα του καλού και του κακού.
Η Ογιά-Ιανσά (Oyá-Iansá) -η ικανή πολεμίστρια- ζει κι αυτή με τον Τσανγκό και τον Ογκούν, και νικά τους πάντες. Κυρίαρχη του θανάτου, κατοικεί στα νεκροταφεία, λόγος για τον οποίον οι πιστοί τρέμουν την εμφάνισή της. παρ’ όλ’ αυτά, η ενδυμασία της είναι πολύχρωμη. Ο θρησκευτικός συγκρητισμός την έχει μετουσιώσει με την Αγία Τερέζα του καθολικισμού.
Το Εγκούν (Egún) είναι το πνεύμα που καθορίζει τις επαφές των ζωντανών με τους νεκρούς. Στη φιλοσοφία των Γιορουμπά-λουκουμί (lukumí) υπάρχει η ρήση: «ikú lobi osha», που σημαίνει: «ο νεκρός γέννησε τον Άγιο».
Αυτός ο μαγικο-θρησκευτικός συγκρητισμός υπάρχει σήμερα και στη Βραζιλία.
(Στοιχεία από: Madsen, W. & C.: Τελετές μαγείας στη Σύγχρονη Λατινική Αμερική, Μαγικο-θρησκευτικές αντιλήψεις ανάμεσα στους σύγχρονους Αζτέκους, Μάγια και άλλους ιθαγενείς, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Ηλίας Ταμπουράκης, Εκδ. Περίπλους, Αθήνα, 2007 & Pedroso Lázaro, Ogún Tolá: Obeddí, Cantos a los Orishás, traducción e historia, Edi. Artex, La Habana, Cuba, 1995.)