Ανθολογία ποίησης των Ίνκας, Εισαγωγή-Μετάφραση από την
Κέτσουα-
Σχόλια: Ηλίας Ταμπουράκης, Εκδ. Ροές, Αθήνα, 2007
Ετήσιο Σεμινάριο Λατινοαμερικανικού πολιτισμού του Ηλία Ταμπουράκη στον Όμιλο UNESCO Ν. Πειραιώς & Νήσων, 2004-2005.
Σχόλια: Ηλίας Ταμπουράκης, Εκδ. Ροές, Αθήνα, 2007
Ετήσιο Σεμινάριο Λατινοαμερικανικού πολιτισμού του Ηλία Ταμπουράκη στον Όμιλο UNESCO Ν. Πειραιώς & Νήσων, 2004-2005.
Εισαγωγή στην προφορική λογοτεχνία των Άνδεων
ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ http://runasimiquechua.weebly.com/
Η ποίηση των Ίνκας έφτασε σε υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, χάρη στη γλώσσα runasimi των Quechua, η οποία διαθέτει ελαστικότητα και μουσικότητα ευρείας κλίμακας. Επιπλέον, η διαπολιτισμικότητα εκείνης της κοινωνίας την ώθησε σε μία υψηλή σύνθεση αισθητικής εκλέπτυνσης. Ο βολιβιανός λόγιος Jesús Lara[1] αναφέρει ότι «δεν υπάρχει άλλη γλώσσα στον κόσμο ικανή να εκφράσει με ένα μόνο ρήμα τόσες ψυχικές καταστάσεις, τόσες βαθμίδες τρυφερότητας ή πάθους, θυμού ή καταφρόνιας. […] Είναι το πολυτιμότερο μνημείο μεταξύ όλων των εγερθέντων από την τιτάνια φυλή των Άνδεων, […] και Μούσα της είναι η φλογέρα zampoña.»
Είναι αναμενόμενος ο πεσιμισμός στην ποίηση ενός λαού που ζει σ’ ένα φυσικό περιβάλλον ανελέητο, και που οι κατακτητές του τον έχουν ακρωτηριάσει.
Δώδεκα είναι τα κυριότερα είδη της ινκαϊκής ποίησης:
2.β. sank’ay arawi: για την εξιλέωση των ερωτικών ενοχών, και
2.γ. warihsa arawi, ή kusi, ή sumaq arawi: για τις χαρές και τις απολαύσεις του έρωτα.
3. wayñu (huayño): συνδυασμός ποίησης, μουσικής και χορού. Παρουσιάζει μεταφορικά τη λεπτότητα, αλλά και την τόλμη.
4. qhashwa
5. taki
6. samakueka
7. qhaluyu
Αυτά τα τέσσερα είδη είναι επίσης ερωτικά, όμως πιο εορταστικά και λιγότερο εκλεπτυσμένα.
8. wawaki: ποίημα ερωτικό, αλλά και μαγικο-θρησκευτικό, για την προστασία της καλλιεργημένης γης από τις φυσικές καταστροφές.
9. wanqa: είναι η κατ’ εξοχήν ποίηση των Ίνκας του Περού, που πλησιάζει περισσότερο στο arawi των Aymara της Βολιβίας. Παρουσιάζει συγγενείς μορφές με την ευρωπαϊκή ελεγεία.[2] Χρησιμοποιείται ως μοιρολόι για τον αποχαιρετισμό των αναχωρητών ή των νεκρών. Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί εδώ και το θεατρικό δράμα aránway, που μετέπειτα δέχτηκε ισπανικές επιρροές από τον 16ο αιώνα.
Οι ποιητές (yarawí, arawiku) συνέθεταν τα μελοποιημένα ποιήματα για το θέατρο (aranwa), όπου οι ηθοποιοί (saynataruna) ερμήνευαν τους έμμετρους διαλόγους φορώντας μάσκες (saynata).
Ο Wamán Puma de Ayala[3] αναφέρει το χορό llamaya, που αναπαριστά τους βοσκούς με τα λάμας, το harawayo –το χορό των γεωργών, τον kachiwa, δηλ. το χορό της ευθυμίας, και προσθέτει ότι «εάν αυτοί οι χοροί δεν συνοδεύονταν από πολύ ποτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιπροσώπευαν την έκφραση της απόλυτης ευτυχίας.»
«Η γλώσσα aymara αποτελεί μνημείο ενός λαού με πνευματική ευρύτητα και αισθητική ευαισθησία. Εκφράζει τη συλλογική συνείδηση ενός εθνικού χαρακτήρα ήπιου, αλλά με σιδερένια θέληση για επιβίωση σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό για τον μέσο άνθρωπο. Είναι η γλώσσα της στωικότητας ενώπιον της βαθιάς επαφής του Ανθρώπου με τη Φύση. […] Η ποίηση των Aymara μάς εκπλήσσει με τον άκαμπτο εξπρεσιονισμό και την αφαιρετικότητά της», αναφέρει μεταξύ άλλων ο βολιβιανός κριτικός της λογοτεχνίας Édgar Ávila Echazú.[1] Τα θέματα που την απασχολούν είναι οι κοσμικές ενοράσεις, οι θεϊκές αποκαλύψεις, η προέλευση του ανθρώπινου γένους και η διακυβέρνηση της ζωής του από τους θεούς, ο χρόνος, ο χώρος και οι σχέσεις του Ανθρώπου με τη Φύση και τη θεϊκή υπόσταση. Πρόκειται για μία προφορική παράδοση των περίπλοκων κι εκλεπτυσμένων εννοιών της φιλοσοφίας, της κοσμογονίας, της θεογονίας και της μυθολογίας των αυτοχθόνων, όπως αυτή εμφανίζεται στα ανάγλυφα του Tiwanaku. Χαρακτηρίζεται από έναν ερωτικό λυρισμό, συχνά μελαγχολικό, και αγνό. Αφθονούν οι συσχετισμοί της γυναίκας με τα πτηνά, τα λουλούδια και τ’ άστρα. Οι ανώνυμοι ποιητές των Aymara θρηνούν την απουσία αγαπημένων προσώπων, την απιστία και την αδιαφορία. Υπάρχουν, επίσης, επικλήσεις στους θεούς για ειρήνη, στη ζωή και στο θάνατο. Οι λογοτεχνικές μεταφορές σπανίζουν, κι όταν εμφανίζονται, τότε είναι απλοϊκές. Οι στίχοι είναι λακωνικοί και ο αριθμός των στροφών δεν είναι μεγάλος. Συχνά χρησιμοποιούνται ρητορικά στοιχεία με έναν σχεδόν θεατρικό τρόπο. Οι αντωνυμίες στο δεύτερο πρόσωπο του ενικού, η προστακτική έγκλιση των ρημάτων και τα υποκοριστικά κυριαρχούν στη γραμματική αυτής της ποίησης.
Εννέα είναι τα είδη της ποίησης αυτού του πολιτισμού:
Είναι θλιβερό το γεγονός ότι αυτή η ποίηση (με εξαίρεση τα τρία τελευταία είδη, τα οποία συναντούμε αργότερα και στους Ίνκας), «κατεπνίγη» με την επιβολή της Αυτοκρατορίας τους, αφήνοντάς μας σήμερα αμυδρά ίχνη του μεγαλείου της. Οι Ίνκας, βέβαια, ανέπτυξαν άλλα είδη ποίησης, με τα οποία θα ασχοληθούμε παρακάτω.
(Η ορθογραφία της αρχαϊκής γλώσσας aymara δεν ακολουθεί εκείνη της runasimi / quechua των Ίνκας. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε προσπαθήσει να διατηρήσουμε έναν ομοιόμορφο τρόπο γραφής για τις λέξεις που είναι κοινές ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Λέξεις-κλειδιά πολιτισμών, όπως: Ήλιος = Inti, πατέρας = ta(y)ta, αιώνιος = wiñay, κεραυνός = illapu, φωτιά = nina, νερό = umu, χρυσάφι = qhori, ασήμι = qollqe, πέτρα = q’ala, χαρά = kusi, αγαπώ = munay, θάνατος = wañuy, hiwaña, μάσκα θεάτρου = saynata, κάστρο = pukara, εχθρός = awqa, περιστέρι = urpi, πριγκίπισσα = ñust´a, όμορφη = suma(q), περιστροφή των στοιχείων της φύσης[2] = muyu(y), φυλετικός πυρήνας = ayllu.
Ένα 20% του λεξιλογίου των Ίνκας είναι απόλυτα κοινό με αυτό των Aymaras, ενώ οι μισές ινκαϊκές λέξεις έχουν την ετυμολογική τους ρίζα στη γλώσσα aymara.)
2.
Makhatasinqui
qollqe chekani,
qhori kayuni.
Chaca cilthumpi,
nina nayrampi
llaquita chuimajha
uñantapjhana.
khanatatiwa;
urutatiwa.
Amira cullaca,
antutjaquita!
Pach, pach, pach!
2.
Φτάνω σε ‘σένα
με φτερά από ασήμι,
με πόδια χρυσά.
Το νεφέλωμα του Ωρίωνα[1]
κι ο Σείριος[2]
είδαν με ακόρεστο πόνο
τη θλιμμένη μου καρδιά.
Ξημερώνει˙
είναι μέρα πια.
Αδελφή μου αγαπημένη,
άσε με να φύγω!
Αχ, αχ, αχ!
[1] Το Νεφέλωμα του Ωρίωνα παρομοιάζεται εδώ με ουράνια σταγόνα.
Βλ.: Στοιχεία ιθαγενούς αρχαιολογικής αστρονομίας: Sol Latino, Αθήνα, Σεπτ.-Οκτ. 2002, σσ.: 12-15, άρθρο: «Observadores de las estrellas» (δίγλωσσο), Ταμπουράκης Ηλίας, (αποσπασματικά):
«[…]Οι Αμερινδοί διέθεταν αστρονομικές γνώσεις που τους διευκόλυναν στην καλλιέργεια της γης. Για τη μελέτη των κινήσεων του Σύμπαντος, έχτιζαν τους ναούς τους προσανατολίζοντάς τους στα άστρα. […]
Είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι κατά τις διάφορες εποχές που θεμελιώθηκαν οι ιθαγενείς μητροπόλεις της Αμερικής, τα άστρα καταλάμβαναν διαφορετικές θέσεις στον ουράνιο θόλο. Έτσι, μία πιθανή μέθοδος χρονολόγησης των μνημείων είναι η μελέτη της σημερινής γωνίας απόκλισής τους από την αντίστοιχη θέση τού θεϊκά συσχετισμένου μ΄ αυτά άστρου κατά την εποχή της κατασκευής του. […]
Οι amauta -σοφοί του πολιτισμού Chiripa- επέλεξαν τον τόπο ίδρυσης του Tiwanaku στα υψίπεδα των βολιβιανών Άνδεων, προς τον Σταυρό του Νότου. […]
Στην Q’alasasaya -το Ναό της Όρθιας Πέτρας, (200 π.Χ.-600 μ.Χ.), αφιερωμένο στο θεό Ήλιο Willka Inti, και στις δύο ισημερίες, δηλαδή τη φθινοπωρινή -που εδώ αρχίζει την 21η Μαρτίου, και την εαρινή -21η Σεπτεμβρίου, ο ήλιος ανατέλλει ακριβώς από το κέντρο της κύριας πύλης, που ορίζεται από ένα μονολιθικό ειδώλιο. Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, (21 Ιουνίου), ο ήλιος ανατέλλει από τη βορειοανατολική γωνία των τειχών, ενώ κατά το θερινό (21 Δεκεμβρίου) ανατέλλει από τη νοτιοανατολική γωνία, φωτίζοντας πάντα το μονόλιθο που προαναφέραμε. Οι ιερείς-αστρονόμοι του Tiwanaku, πρόγονοι της αυτοκρατορίας των Ίνκας, είχαν υπολογίσει το έτος σε 365,24 ημέρες.
[…] Στην αυτοκρατορία των Ίνκας, (1438-1532 μ.Χ.), που ονομαζόταν Tawantinsuyu, δηλ. «τα 4 σημεία του ορίζοντα», υπήρχε μία δοξασία, σύμφωνα με την οποία, ο Γαλαξίας μας, που λεγόταν Qoyllurñan, δηλαδή «μονοπάτι των αστερισμών», έρεε από τον ουράνιο θόλο Hanaqpacha, και εισχωρούσε στον κάτω κόσμο. Επιστρέφοντας προς τα ΄πάνω, άφηνε στο πέρασμά του σημάδια από σκούρα, γόνιμη λάσπη στον ουρανό, σε σχήματα φιδιών amaru, βατράχων, πουλιών suri, λιάμας και αλεπούδων atoq. Ο ήλιος εμφανιζόταν ως ο θεός Inti, ενώ το φεγγάρι, ως η θεά Killa. […]
Η κυκλώπεια αρχιτεκτονική της θεαματικής πόλης Machu Picchu, παρουσιάζει -μεταξύ άλλων- έναν ναό με ημικυκλική κάτοψη, που είναι γνωστός ως το Προπύργιο. Στον ανατολικό του τοίχο, έχει ένα άνοιγμα, που οδηγεί τις ακτίνες του πρωινού ήλιου, που ανατέλλει πάνω απ΄ την κορυφή San Gabriel την 21η Ιουνίου, όταν ξεκινά το χειμερινό ηλιοστάσιο στο νότιο ημισφαίριο, παράλληλα προς το χαραγμένο χείλος της ιερής πέτρας Intiwatana, που σημαίνει «δεσμά του Ηλίου». […]
[2] Ο Σείριος αναφέρεται σ’ αυτόν τον στίχο ως φωτιά των ματιών, δηλαδή μαγνητικό κύμα.
Γιατί η ποίηση των Ίνκας μπόρεσε να αναπτυχθεί ως ένα επίπεδο πιο υψηλό από εκείνο της ποίησης των Aymara; Μία εμφανής εξήγηση είναι η μεγαλύτερη ελαστικότητα και η ευρύτερη μουσικότητα που παρουσιάζει. Μία ακόμη εξήγηση θα μπορούσε να είναι η διαπολιτισμικότητα αυτής της παγκοσμιοποιημένης συμπολιτείας, που της έδωσε το χάρισμα της σύνθεσης των διαφόρων στοιχείων και της αισθητικής εκλέπτυνσης. Ο J. Lara αναφέρει ότι «η ποιητική γλώσσα των Quechua ρέει από τις Άνδεις σαν τους σπόρους του καλαμποκιού που κυλούν από τους σωρούς, παρασύροντας τα πιο αέρινα μουσικά ακούσματα κι αντικατοπτρίζοντας κάθε καπρίτσιο του φωτός.» Εξηγεί ότι ενώ στα ισπανικά αναζητούμε τον έρωτα με μία φραστική μορφή απαράλλαχτη (¡ámame!), στη runasimi έχουμε οκτώ διαφορετικές δυνατότητες που εκφράζουν λεπτές διαφορές της ψυχικής κατάστασης του ερώντος. Η ποίηση των Quechua δεν δείχνει ιδιαίτερη ανησυχία για το μέτρο ή τη ρίμα. Έχουν και τα δύο αυτά στοιχεία απλή μορφή και απέχουν από κάθε είδους εθιμική ακαμψία, εκτός από τις περιπτώσεις λατρευτικών ύμνων. Δίδεται μεγαλύτερη προσοχή στην τονική υφή των λέξεων, παρά στον αριθμό των συλλαβών.[1]
Όταν, βέβαια, η ινκαϊκή ποίηση προορίζεται για τραγούδι, τότε δείχνει κι εκείνη προτίμηση στον πεντασύλλαβο στίχο. Και δεδομένου ότι αυτή η ινδιάνικη γλώσσα διαθέτει αφθονία λέξεων με ίδιες καταλήξεις, η ομοιοκαταληξία στα μουσικά κομμάτια επιτυγχάνεται με φυσικότητα:
Phullu lliqllayki
t’ika allwisqa;
qhori q’aytuwan
sumaq minisqa;
munakuyniywan
chhichin qipuska,
ñawiy rik’iwan
mat’i awasqa.
Μανδύα υφαντό
με λουλούδια φοράς˙
με χρυσή κλωστή
ομορφοκεντημένο˙
με την αγάπη μου
για ‘σένα δεμένο,
και την αγωνία των ματιών μου
υφασμένο.
(Είναι φυσικό να μην επιτυγχάνεται το μέτρο και η ρίμα στην ελληνική μετάφραση, εάν θέλουμε να παραμείνουμε πιστοί στο νόημα του πρωτότυπου στίχου, και να μην παριστάνουμε τους ποιητές-λογοπλάστες… Κατ’ εξαίρεσιν, το θεατρικό ποίημα Atoq yarqey taki – Η πεινασμένη αλεπού, λόγω του λαϊκού του ύφους, διευκολύνει την προσέγγιση της ομοιοκαταληξίας στην Ελληνική γλώσσα.)
Το wawaki είναι είδος ποίησης με μορφή ερωτικού διαλόγου ή χορικού, ενώ το aranway είναι ένα υβρίδιο με στοιχεία μύθου και λαϊκού χιούμορ. Προσωποποιημένα ζώα, όπως η μαϊμού, η αλεπού, η τίγρη και ο αετός πρωταγωνιστούν σ’ αυτήν την ποίηση.
[1] Έτσι, θεωρείται η ποίηση των Ίνκας εκ διαμέτρου αντίθετη από την ιαπωνική haiku, που δείχνει αυστηρότητα στο μέτρο –5/7/5- με το οποίο δίνει εικόνα και ήχο, με συνήθη έλλειψη ρήματος, όπως στο ποίημα του Ιάπωνα ποιητή της περιόδου Edo (Τόκυο του 17ου αι.) Matsuo Bashô:
[Umi kurete; / kamo no koe ho no / kani shiroshi.]
(Θάλασσα σκούρα˙ / αγριόχηνας κρωγμός / αχνόλευκος.)
(Μτφρ.: Η. Ταμπουράκης)
KACHARPARÍ
Cheqachu, urpi,
ripusaq ninki,
karu llaqtaman
mana kutimuq.
Pitan saqenki
qanpa tupupi,
sinchi llakiypi
asuykunaypaq.
Rinayki ñanta
qhawarichíway.
Ñawparisuspa,
waqaynillaywan
kchaqchumusqasaq
sarunaykita.
Maypachan ñanpi
“Intin ruphawan”
ñiwaqtiykirí,
samayniykuna
phuyu tukuspa
llanthuykusunki.
Yakumantarí
“Sinchi kchakiwan”
ñiwaqtiykirí,
waqayniykuna,
para tukuspa
uhyachisunki.
Rumeqpa wawan,
katariq uñan,
imanispataq
saqeriwanki.
Ñan ñoqapahqa
Inti tutayan.
Yánay chinkaqtin,
músphay pureqtiy,
manañan pipas
“Ayaw” niwanchu.
Irpallaraqmi,
urpiy, karqanki
maypacha ñoqa
Intiwan hina
ñawsayarqani
qhawaykususpa.
Ñawiykikuna
phallallaq qóyllur
lliphipirerqa;
raqra tutapi
illapa hina
musphachiwarqa.
Ankaq riqranta
mañarikuspa
watumusqayki.
Wayrawan khuska
wayllukunaypaq
phawamusqayki.
Kawsayninchiqta
qipuykurqanchis.
“Manan wañupas
rak’iwasunchu,
uqllaña kasun,
uqlla” ñirqanchis.
Munásqay urpi,
phutiy ayqechiq,
maypipas kasaq,
qanllan sonqoyta
paqarichinki
kawsánay kama.
Misti k’ahaqtin
yuyáway, ñuqan
yuyasqasqayki.
May kamañachus
qanrayku chayan
ihma sonqoyqa.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Είν’ αλήθεια, περιστέρι,
πως λες ότι θα φύγεις
σε γη μακρινή
δίχως γυρισμό;
Ποιον θ’ αφήσεις
στη φωλιά σου,
το μεγάλο μου καημό
να ‘χω να του λέω;
Το δρόμο που θα πάρεις
δείξε μου.
Προάγγελος θα γίνω,
με το δάκρυ μου
τα βήματά σου
να ποτίσω.
Κι αν κάπου στο δρόμο σου
ο Ήλιος σε κάψει,
η ανάσα μου σύννεφο θα γίνει
ίσκιο να σου ρίξει.
Κι αν αισθανθείς
τη δίψα σου μεγάλη,
το δάκρυ μου
βροχή θα γίνει
να την πιείς.
Ψυχή πέτρινη,
φίδι άκαρδο,
πώς θα μπορέσεις
να μ’ εγκαταλείψεις;
Στο δρόμο μου
ο Ήλιος σβήνει.
Σκοτεινιάζει,
γιατί η αγάπη μου έχει φύγει.
Και κανείς για μένα
δεν αναστενάζει.
Τρυφερή ήσουν,
περιστέρι μου,
τότε που σαν τον Ήλιο
σ’ είδα και τυφλώθηκα.
Τα μάτια σου,
βροχή από αστέρια,
έλαμπαν
και σαν κεραυνός
τη νύχτα,
ανήσυχο μ’ έκαναν να τριγυρνώ.
Στον αετό τα φτερά
θα του ζητήσω,
γρήγορα να ‘ρθω να σε δω.
Και με τον άνεμο μαζί
στην αγκαλιά μου να σε ρίξω
πετώντας θα ‘ρθω.
Τις ζωές μας
μαζί θα δέσουμε,
για να μην μας χωρίσει
ούτε ο θάνατος.
Δυο σώματα με μια ψυχή
πιστέψαμε πως θα ‘μαστε.
Περιστέρι μου αγαπημένο,
ήξερες τον πόνο να μου διώχνεις.
Όπου κι αν είμαι,
η καρδιά σου
θ’ ανατέλλει στη ζωή μου.
Όταν το Misti[1] τις φλόγες του ανάψει,
να με σκεφτείς,
γιατί κι εγώ εσένα θα σκέφτομαι.
Ως πού θα φτάσει η μοναχική μου καρδιά
τον έρωτά σου για να βρει;
[1] Ηφαίστειο κοντά στην πόλη Arequipa του Περού.
[1] Στο πρωτότυπο αναφέρονται οι λέξεις apu Dios, μία ιθαγενής, και μία ισπανική, αντίστοιχα –που δηλώνουν τον μιγαδισμό της αποικιακής εποχής που γράφτηκε αυτό το ποίημα. Apu σημαίνει Ύψιστος, και Dios είναι ο Θεός. H ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΙΚΙΑΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ (1533-1824) παρουσιάζεται στο επόμενο, ομώνυμο κεφάλαιο, όμως εντάξαμε αυτό το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ σε αυτόν τον κύκλο της ΡΟΜΑΝΤΙΚΗΣ ΜΠΑΛΑΝΤΑΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Arawi.
[1] Ávila Echazú, Édgar: Resumen de la literatura boliviana, Bolivia, 1964.
[2] Ηλιοστάσια και εποχές, άνεμοι, μέρες/νύχτες κ.ά.
[1] Lara, Jesús: La literatura quechua, Argentina, 1960.
[2] Βλ.: Σιμωνίδης ο Κείος (Κέα, 557/6 π.Χ. – Σικελία, 468 π.Χ.). Ελεγειακός, λυρικός ποιητής, ο οποίος με λιτό, ιωνικό γλωσσικό υλικό, και ταπεινά επιβλητικό, κατορθώνει να φέρει σε σύγκλιση την βαθιά απλότητα με την βαθιά τραγικότητα. Είναι παροιμιώδης η έκφραση: «πιο λυπηρό κι από τα δάκρυα του Σιμωνίδη». Ατενίζει τις βασικές ανθρώπινες καταστάσεις με συγκινησιακό μινιμαλισμό (ας μας επιτραπεί ο υπερβατικός όρος), και τον θάνατο και τη συμφορά με τυπικά (αρχαίο)ελληνικό τρόπο, δηλώνοντας την αβεβαιότητα της ζωής με συμβουλευτικό ύφος:
[Άνθρωπος εών μη ποτε φάσηις ό τι γίνεται αύριον, / μηδ’ άνδρα ιδών όλβιον όσσον χρόνον
έσσεται˙ / ωκεία γαρ ουδέ τανυπτερύγου μυίας ούτως α μετάστασις.]
(Άνθρωπος όντας, ποτέ μην πεις τι μέλλει αύριο να γίνει, / ούτε κι αν άνθρωπο δεις να ευτυχεί, <μην του προβλέψεις> για πόσον καιρό έτσι θα παραμείνει˙ / γιατί τόσο γρήγορη ούτε της ευρύπτερης λιμπελούλας δεν είναι η αλλαγή <της μοίρας>.)
(Μτφρ.: Η. Ταμπουράκης)
[3] Ιθαγενούς καταγωγής ιστορικός του Περού.
Είναι αναμενόμενος ο πεσιμισμός στην ποίηση ενός λαού που ζει σ’ ένα φυσικό περιβάλλον ανελέητο, και που οι κατακτητές του τον έχουν ακρωτηριάσει.
Δώδεκα είναι τα κυριότερα είδη της ινκαϊκής ποίησης:
- haylli: θριαμβευτικός ύμνος θρησκευτικός, αγροτικός, πολιτικός ή στρατιωτικός, που υπερέχει στην μέγιστη των τελετουργιών, την Intiqraymin, προς τιμήν του θεού Ηλίου. Έχει μορφή διαλόγου με κυρίαρχες τις ανδρικές φωνές και ως αντίστιξη τις γυναικείες.
- arawi: ρομαντική μπαλάντα, κατ’ εξοχήν λυρική, που υμνεί τον έρωτα. Είναι χορευτική μελωδία και διαιρείται σε τρία είδη:
2.β. sank’ay arawi: για την εξιλέωση των ερωτικών ενοχών, και
2.γ. warihsa arawi, ή kusi, ή sumaq arawi: για τις χαρές και τις απολαύσεις του έρωτα.
3. wayñu (huayño): συνδυασμός ποίησης, μουσικής και χορού. Παρουσιάζει μεταφορικά τη λεπτότητα, αλλά και την τόλμη.
4. qhashwa
5. taki
6. samakueka
7. qhaluyu
Αυτά τα τέσσερα είδη είναι επίσης ερωτικά, όμως πιο εορταστικά και λιγότερο εκλεπτυσμένα.
8. wawaki: ποίημα ερωτικό, αλλά και μαγικο-θρησκευτικό, για την προστασία της καλλιεργημένης γης από τις φυσικές καταστροφές.
9. wanqa: είναι η κατ’ εξοχήν ποίηση των Ίνκας του Περού, που πλησιάζει περισσότερο στο arawi των Aymara της Βολιβίας. Παρουσιάζει συγγενείς μορφές με την ευρωπαϊκή ελεγεία.[2] Χρησιμοποιείται ως μοιρολόι για τον αποχαιρετισμό των αναχωρητών ή των νεκρών. Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί εδώ και το θεατρικό δράμα aránway, που μετέπειτα δέχτηκε ισπανικές επιρροές από τον 16ο αιώνα.
Οι ποιητές (yarawí, arawiku) συνέθεταν τα μελοποιημένα ποιήματα για το θέατρο (aranwa), όπου οι ηθοποιοί (saynataruna) ερμήνευαν τους έμμετρους διαλόγους φορώντας μάσκες (saynata).
Ο Wamán Puma de Ayala[3] αναφέρει το χορό llamaya, που αναπαριστά τους βοσκούς με τα λάμας, το harawayo –το χορό των γεωργών, τον kachiwa, δηλ. το χορό της ευθυμίας, και προσθέτει ότι «εάν αυτοί οι χοροί δεν συνοδεύονταν από πολύ ποτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιπροσώπευαν την έκφραση της απόλυτης ευτυχίας.»
«Η γλώσσα aymara αποτελεί μνημείο ενός λαού με πνευματική ευρύτητα και αισθητική ευαισθησία. Εκφράζει τη συλλογική συνείδηση ενός εθνικού χαρακτήρα ήπιου, αλλά με σιδερένια θέληση για επιβίωση σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό για τον μέσο άνθρωπο. Είναι η γλώσσα της στωικότητας ενώπιον της βαθιάς επαφής του Ανθρώπου με τη Φύση. […] Η ποίηση των Aymara μάς εκπλήσσει με τον άκαμπτο εξπρεσιονισμό και την αφαιρετικότητά της», αναφέρει μεταξύ άλλων ο βολιβιανός κριτικός της λογοτεχνίας Édgar Ávila Echazú.[1] Τα θέματα που την απασχολούν είναι οι κοσμικές ενοράσεις, οι θεϊκές αποκαλύψεις, η προέλευση του ανθρώπινου γένους και η διακυβέρνηση της ζωής του από τους θεούς, ο χρόνος, ο χώρος και οι σχέσεις του Ανθρώπου με τη Φύση και τη θεϊκή υπόσταση. Πρόκειται για μία προφορική παράδοση των περίπλοκων κι εκλεπτυσμένων εννοιών της φιλοσοφίας, της κοσμογονίας, της θεογονίας και της μυθολογίας των αυτοχθόνων, όπως αυτή εμφανίζεται στα ανάγλυφα του Tiwanaku. Χαρακτηρίζεται από έναν ερωτικό λυρισμό, συχνά μελαγχολικό, και αγνό. Αφθονούν οι συσχετισμοί της γυναίκας με τα πτηνά, τα λουλούδια και τ’ άστρα. Οι ανώνυμοι ποιητές των Aymara θρηνούν την απουσία αγαπημένων προσώπων, την απιστία και την αδιαφορία. Υπάρχουν, επίσης, επικλήσεις στους θεούς για ειρήνη, στη ζωή και στο θάνατο. Οι λογοτεχνικές μεταφορές σπανίζουν, κι όταν εμφανίζονται, τότε είναι απλοϊκές. Οι στίχοι είναι λακωνικοί και ο αριθμός των στροφών δεν είναι μεγάλος. Συχνά χρησιμοποιούνται ρητορικά στοιχεία με έναν σχεδόν θεατρικό τρόπο. Οι αντωνυμίες στο δεύτερο πρόσωπο του ενικού, η προστακτική έγκλιση των ρημάτων και τα υποκοριστικά κυριαρχούν στη γραμματική αυτής της ποίησης.
Εννέα είναι τα είδη της ποίησης αυτού του πολιτισμού:
- aima
- kkochu
- wallawi
- kirkis
- kjachua
- sara
- haylli (ύμνος)
- harawi (μπαλάντα)
- huayño (τραγούδι).
Είναι θλιβερό το γεγονός ότι αυτή η ποίηση (με εξαίρεση τα τρία τελευταία είδη, τα οποία συναντούμε αργότερα και στους Ίνκας), «κατεπνίγη» με την επιβολή της Αυτοκρατορίας τους, αφήνοντάς μας σήμερα αμυδρά ίχνη του μεγαλείου της. Οι Ίνκας, βέβαια, ανέπτυξαν άλλα είδη ποίησης, με τα οποία θα ασχοληθούμε παρακάτω.
(Η ορθογραφία της αρχαϊκής γλώσσας aymara δεν ακολουθεί εκείνη της runasimi / quechua των Ίνκας. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε προσπαθήσει να διατηρήσουμε έναν ομοιόμορφο τρόπο γραφής για τις λέξεις που είναι κοινές ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Λέξεις-κλειδιά πολιτισμών, όπως: Ήλιος = Inti, πατέρας = ta(y)ta, αιώνιος = wiñay, κεραυνός = illapu, φωτιά = nina, νερό = umu, χρυσάφι = qhori, ασήμι = qollqe, πέτρα = q’ala, χαρά = kusi, αγαπώ = munay, θάνατος = wañuy, hiwaña, μάσκα θεάτρου = saynata, κάστρο = pukara, εχθρός = awqa, περιστέρι = urpi, πριγκίπισσα = ñust´a, όμορφη = suma(q), περιστροφή των στοιχείων της φύσης[2] = muyu(y), φυλετικός πυρήνας = ayllu.
Ένα 20% του λεξιλογίου των Ίνκας είναι απόλυτα κοινό με αυτό των Aymaras, ενώ οι μισές ινκαϊκές λέξεις έχουν την ετυμολογική τους ρίζα στη γλώσσα aymara.)
2.
Makhatasinqui
qollqe chekani,
qhori kayuni.
Chaca cilthumpi,
nina nayrampi
llaquita chuimajha
uñantapjhana.
khanatatiwa;
urutatiwa.
Amira cullaca,
antutjaquita!
Pach, pach, pach!
2.
Φτάνω σε ‘σένα
με φτερά από ασήμι,
με πόδια χρυσά.
Το νεφέλωμα του Ωρίωνα[1]
κι ο Σείριος[2]
είδαν με ακόρεστο πόνο
τη θλιμμένη μου καρδιά.
Ξημερώνει˙
είναι μέρα πια.
Αδελφή μου αγαπημένη,
άσε με να φύγω!
Αχ, αχ, αχ!
[1] Το Νεφέλωμα του Ωρίωνα παρομοιάζεται εδώ με ουράνια σταγόνα.
Βλ.: Στοιχεία ιθαγενούς αρχαιολογικής αστρονομίας: Sol Latino, Αθήνα, Σεπτ.-Οκτ. 2002, σσ.: 12-15, άρθρο: «Observadores de las estrellas» (δίγλωσσο), Ταμπουράκης Ηλίας, (αποσπασματικά):
«[…]Οι Αμερινδοί διέθεταν αστρονομικές γνώσεις που τους διευκόλυναν στην καλλιέργεια της γης. Για τη μελέτη των κινήσεων του Σύμπαντος, έχτιζαν τους ναούς τους προσανατολίζοντάς τους στα άστρα. […]
Είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι κατά τις διάφορες εποχές που θεμελιώθηκαν οι ιθαγενείς μητροπόλεις της Αμερικής, τα άστρα καταλάμβαναν διαφορετικές θέσεις στον ουράνιο θόλο. Έτσι, μία πιθανή μέθοδος χρονολόγησης των μνημείων είναι η μελέτη της σημερινής γωνίας απόκλισής τους από την αντίστοιχη θέση τού θεϊκά συσχετισμένου μ΄ αυτά άστρου κατά την εποχή της κατασκευής του. […]
Οι amauta -σοφοί του πολιτισμού Chiripa- επέλεξαν τον τόπο ίδρυσης του Tiwanaku στα υψίπεδα των βολιβιανών Άνδεων, προς τον Σταυρό του Νότου. […]
Στην Q’alasasaya -το Ναό της Όρθιας Πέτρας, (200 π.Χ.-600 μ.Χ.), αφιερωμένο στο θεό Ήλιο Willka Inti, και στις δύο ισημερίες, δηλαδή τη φθινοπωρινή -που εδώ αρχίζει την 21η Μαρτίου, και την εαρινή -21η Σεπτεμβρίου, ο ήλιος ανατέλλει ακριβώς από το κέντρο της κύριας πύλης, που ορίζεται από ένα μονολιθικό ειδώλιο. Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, (21 Ιουνίου), ο ήλιος ανατέλλει από τη βορειοανατολική γωνία των τειχών, ενώ κατά το θερινό (21 Δεκεμβρίου) ανατέλλει από τη νοτιοανατολική γωνία, φωτίζοντας πάντα το μονόλιθο που προαναφέραμε. Οι ιερείς-αστρονόμοι του Tiwanaku, πρόγονοι της αυτοκρατορίας των Ίνκας, είχαν υπολογίσει το έτος σε 365,24 ημέρες.
[…] Στην αυτοκρατορία των Ίνκας, (1438-1532 μ.Χ.), που ονομαζόταν Tawantinsuyu, δηλ. «τα 4 σημεία του ορίζοντα», υπήρχε μία δοξασία, σύμφωνα με την οποία, ο Γαλαξίας μας, που λεγόταν Qoyllurñan, δηλαδή «μονοπάτι των αστερισμών», έρεε από τον ουράνιο θόλο Hanaqpacha, και εισχωρούσε στον κάτω κόσμο. Επιστρέφοντας προς τα ΄πάνω, άφηνε στο πέρασμά του σημάδια από σκούρα, γόνιμη λάσπη στον ουρανό, σε σχήματα φιδιών amaru, βατράχων, πουλιών suri, λιάμας και αλεπούδων atoq. Ο ήλιος εμφανιζόταν ως ο θεός Inti, ενώ το φεγγάρι, ως η θεά Killa. […]
Η κυκλώπεια αρχιτεκτονική της θεαματικής πόλης Machu Picchu, παρουσιάζει -μεταξύ άλλων- έναν ναό με ημικυκλική κάτοψη, που είναι γνωστός ως το Προπύργιο. Στον ανατολικό του τοίχο, έχει ένα άνοιγμα, που οδηγεί τις ακτίνες του πρωινού ήλιου, που ανατέλλει πάνω απ΄ την κορυφή San Gabriel την 21η Ιουνίου, όταν ξεκινά το χειμερινό ηλιοστάσιο στο νότιο ημισφαίριο, παράλληλα προς το χαραγμένο χείλος της ιερής πέτρας Intiwatana, που σημαίνει «δεσμά του Ηλίου». […]
[2] Ο Σείριος αναφέρεται σ’ αυτόν τον στίχο ως φωτιά των ματιών, δηλαδή μαγνητικό κύμα.
Γιατί η ποίηση των Ίνκας μπόρεσε να αναπτυχθεί ως ένα επίπεδο πιο υψηλό από εκείνο της ποίησης των Aymara; Μία εμφανής εξήγηση είναι η μεγαλύτερη ελαστικότητα και η ευρύτερη μουσικότητα που παρουσιάζει. Μία ακόμη εξήγηση θα μπορούσε να είναι η διαπολιτισμικότητα αυτής της παγκοσμιοποιημένης συμπολιτείας, που της έδωσε το χάρισμα της σύνθεσης των διαφόρων στοιχείων και της αισθητικής εκλέπτυνσης. Ο J. Lara αναφέρει ότι «η ποιητική γλώσσα των Quechua ρέει από τις Άνδεις σαν τους σπόρους του καλαμποκιού που κυλούν από τους σωρούς, παρασύροντας τα πιο αέρινα μουσικά ακούσματα κι αντικατοπτρίζοντας κάθε καπρίτσιο του φωτός.» Εξηγεί ότι ενώ στα ισπανικά αναζητούμε τον έρωτα με μία φραστική μορφή απαράλλαχτη (¡ámame!), στη runasimi έχουμε οκτώ διαφορετικές δυνατότητες που εκφράζουν λεπτές διαφορές της ψυχικής κατάστασης του ερώντος. Η ποίηση των Quechua δεν δείχνει ιδιαίτερη ανησυχία για το μέτρο ή τη ρίμα. Έχουν και τα δύο αυτά στοιχεία απλή μορφή και απέχουν από κάθε είδους εθιμική ακαμψία, εκτός από τις περιπτώσεις λατρευτικών ύμνων. Δίδεται μεγαλύτερη προσοχή στην τονική υφή των λέξεων, παρά στον αριθμό των συλλαβών.[1]
Όταν, βέβαια, η ινκαϊκή ποίηση προορίζεται για τραγούδι, τότε δείχνει κι εκείνη προτίμηση στον πεντασύλλαβο στίχο. Και δεδομένου ότι αυτή η ινδιάνικη γλώσσα διαθέτει αφθονία λέξεων με ίδιες καταλήξεις, η ομοιοκαταληξία στα μουσικά κομμάτια επιτυγχάνεται με φυσικότητα:
Phullu lliqllayki
t’ika allwisqa;
qhori q’aytuwan
sumaq minisqa;
munakuyniywan
chhichin qipuska,
ñawiy rik’iwan
mat’i awasqa.
Μανδύα υφαντό
με λουλούδια φοράς˙
με χρυσή κλωστή
ομορφοκεντημένο˙
με την αγάπη μου
για ‘σένα δεμένο,
και την αγωνία των ματιών μου
υφασμένο.
(Είναι φυσικό να μην επιτυγχάνεται το μέτρο και η ρίμα στην ελληνική μετάφραση, εάν θέλουμε να παραμείνουμε πιστοί στο νόημα του πρωτότυπου στίχου, και να μην παριστάνουμε τους ποιητές-λογοπλάστες… Κατ’ εξαίρεσιν, το θεατρικό ποίημα Atoq yarqey taki – Η πεινασμένη αλεπού, λόγω του λαϊκού του ύφους, διευκολύνει την προσέγγιση της ομοιοκαταληξίας στην Ελληνική γλώσσα.)
Το wawaki είναι είδος ποίησης με μορφή ερωτικού διαλόγου ή χορικού, ενώ το aranway είναι ένα υβρίδιο με στοιχεία μύθου και λαϊκού χιούμορ. Προσωποποιημένα ζώα, όπως η μαϊμού, η αλεπού, η τίγρη και ο αετός πρωταγωνιστούν σ’ αυτήν την ποίηση.
[1] Έτσι, θεωρείται η ποίηση των Ίνκας εκ διαμέτρου αντίθετη από την ιαπωνική haiku, που δείχνει αυστηρότητα στο μέτρο –5/7/5- με το οποίο δίνει εικόνα και ήχο, με συνήθη έλλειψη ρήματος, όπως στο ποίημα του Ιάπωνα ποιητή της περιόδου Edo (Τόκυο του 17ου αι.) Matsuo Bashô:
[Umi kurete; / kamo no koe ho no / kani shiroshi.]
(Θάλασσα σκούρα˙ / αγριόχηνας κρωγμός / αχνόλευκος.)
(Μτφρ.: Η. Ταμπουράκης)
KACHARPARÍ
Cheqachu, urpi,
ripusaq ninki,
karu llaqtaman
mana kutimuq.
Pitan saqenki
qanpa tupupi,
sinchi llakiypi
asuykunaypaq.
Rinayki ñanta
qhawarichíway.
Ñawparisuspa,
waqaynillaywan
kchaqchumusqasaq
sarunaykita.
Maypachan ñanpi
“Intin ruphawan”
ñiwaqtiykirí,
samayniykuna
phuyu tukuspa
llanthuykusunki.
Yakumantarí
“Sinchi kchakiwan”
ñiwaqtiykirí,
waqayniykuna,
para tukuspa
uhyachisunki.
Rumeqpa wawan,
katariq uñan,
imanispataq
saqeriwanki.
Ñan ñoqapahqa
Inti tutayan.
Yánay chinkaqtin,
músphay pureqtiy,
manañan pipas
“Ayaw” niwanchu.
Irpallaraqmi,
urpiy, karqanki
maypacha ñoqa
Intiwan hina
ñawsayarqani
qhawaykususpa.
Ñawiykikuna
phallallaq qóyllur
lliphipirerqa;
raqra tutapi
illapa hina
musphachiwarqa.
Ankaq riqranta
mañarikuspa
watumusqayki.
Wayrawan khuska
wayllukunaypaq
phawamusqayki.
Kawsayninchiqta
qipuykurqanchis.
“Manan wañupas
rak’iwasunchu,
uqllaña kasun,
uqlla” ñirqanchis.
Munásqay urpi,
phutiy ayqechiq,
maypipas kasaq,
qanllan sonqoyta
paqarichinki
kawsánay kama.
Misti k’ahaqtin
yuyáway, ñuqan
yuyasqasqayki.
May kamañachus
qanrayku chayan
ihma sonqoyqa.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Είν’ αλήθεια, περιστέρι,
πως λες ότι θα φύγεις
σε γη μακρινή
δίχως γυρισμό;
Ποιον θ’ αφήσεις
στη φωλιά σου,
το μεγάλο μου καημό
να ‘χω να του λέω;
Το δρόμο που θα πάρεις
δείξε μου.
Προάγγελος θα γίνω,
με το δάκρυ μου
τα βήματά σου
να ποτίσω.
Κι αν κάπου στο δρόμο σου
ο Ήλιος σε κάψει,
η ανάσα μου σύννεφο θα γίνει
ίσκιο να σου ρίξει.
Κι αν αισθανθείς
τη δίψα σου μεγάλη,
το δάκρυ μου
βροχή θα γίνει
να την πιείς.
Ψυχή πέτρινη,
φίδι άκαρδο,
πώς θα μπορέσεις
να μ’ εγκαταλείψεις;
Στο δρόμο μου
ο Ήλιος σβήνει.
Σκοτεινιάζει,
γιατί η αγάπη μου έχει φύγει.
Και κανείς για μένα
δεν αναστενάζει.
Τρυφερή ήσουν,
περιστέρι μου,
τότε που σαν τον Ήλιο
σ’ είδα και τυφλώθηκα.
Τα μάτια σου,
βροχή από αστέρια,
έλαμπαν
και σαν κεραυνός
τη νύχτα,
ανήσυχο μ’ έκαναν να τριγυρνώ.
Στον αετό τα φτερά
θα του ζητήσω,
γρήγορα να ‘ρθω να σε δω.
Και με τον άνεμο μαζί
στην αγκαλιά μου να σε ρίξω
πετώντας θα ‘ρθω.
Τις ζωές μας
μαζί θα δέσουμε,
για να μην μας χωρίσει
ούτε ο θάνατος.
Δυο σώματα με μια ψυχή
πιστέψαμε πως θα ‘μαστε.
Περιστέρι μου αγαπημένο,
ήξερες τον πόνο να μου διώχνεις.
Όπου κι αν είμαι,
η καρδιά σου
θ’ ανατέλλει στη ζωή μου.
Όταν το Misti[1] τις φλόγες του ανάψει,
να με σκεφτείς,
γιατί κι εγώ εσένα θα σκέφτομαι.
Ως πού θα φτάσει η μοναχική μου καρδιά
τον έρωτά σου για να βρει;
[1] Ηφαίστειο κοντά στην πόλη Arequipa του Περού.
[1] Στο πρωτότυπο αναφέρονται οι λέξεις apu Dios, μία ιθαγενής, και μία ισπανική, αντίστοιχα –που δηλώνουν τον μιγαδισμό της αποικιακής εποχής που γράφτηκε αυτό το ποίημα. Apu σημαίνει Ύψιστος, και Dios είναι ο Θεός. H ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΙΚΙΑΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ (1533-1824) παρουσιάζεται στο επόμενο, ομώνυμο κεφάλαιο, όμως εντάξαμε αυτό το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ σε αυτόν τον κύκλο της ΡΟΜΑΝΤΙΚΗΣ ΜΠΑΛΑΝΤΑΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Arawi.
[1] Ávila Echazú, Édgar: Resumen de la literatura boliviana, Bolivia, 1964.
[2] Ηλιοστάσια και εποχές, άνεμοι, μέρες/νύχτες κ.ά.
[1] Lara, Jesús: La literatura quechua, Argentina, 1960.
[2] Βλ.: Σιμωνίδης ο Κείος (Κέα, 557/6 π.Χ. – Σικελία, 468 π.Χ.). Ελεγειακός, λυρικός ποιητής, ο οποίος με λιτό, ιωνικό γλωσσικό υλικό, και ταπεινά επιβλητικό, κατορθώνει να φέρει σε σύγκλιση την βαθιά απλότητα με την βαθιά τραγικότητα. Είναι παροιμιώδης η έκφραση: «πιο λυπηρό κι από τα δάκρυα του Σιμωνίδη». Ατενίζει τις βασικές ανθρώπινες καταστάσεις με συγκινησιακό μινιμαλισμό (ας μας επιτραπεί ο υπερβατικός όρος), και τον θάνατο και τη συμφορά με τυπικά (αρχαίο)ελληνικό τρόπο, δηλώνοντας την αβεβαιότητα της ζωής με συμβουλευτικό ύφος:
[Άνθρωπος εών μη ποτε φάσηις ό τι γίνεται αύριον, / μηδ’ άνδρα ιδών όλβιον όσσον χρόνον
έσσεται˙ / ωκεία γαρ ουδέ τανυπτερύγου μυίας ούτως α μετάστασις.]
(Άνθρωπος όντας, ποτέ μην πεις τι μέλλει αύριο να γίνει, / ούτε κι αν άνθρωπο δεις να ευτυχεί, <μην του προβλέψεις> για πόσον καιρό έτσι θα παραμείνει˙ / γιατί τόσο γρήγορη ούτε της ευρύπτερης λιμπελούλας δεν είναι η αλλαγή <της μοίρας>.)
(Μτφρ.: Η. Ταμπουράκης)
[3] Ιθαγενούς καταγωγής ιστορικός του Περού.
Οι Ινκας μας δείχνουν τα ποιήματά τους
Από την Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Πέμπτη, 23 Δεκεμβρίου 2010
Ανθολογία ποίησης των Ινκας
εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις: Ηλίας Ταμπουράκης,
εκδόσεις Ροές, σειρά: Ποιητές του κόσμου
(συνοδεύεται από CD με παραδοσιακά τραγούδια των Ανδεων)
«Με συγκινεί πάντα το πώς βλέπουν τον κόσμο οι γηγενείς πληθυσμοί της Λατινικής Αμερικής. Οπως οι φυλές του Αμαζονίου ή οι Κέτσουα και οι Αϊμάρα στις Ανδεις. Στην κοσμοθεωρία τους βλέπεις τη βαθιά σοφία αρχαίων λαών, που συνέδεσαν την ύπαρξή τους με την ύπαρξη του φυσικού τους περιβάλλοντος και το κοινό καλό... Που μέχρι πρότινος δεν γνώριζαν το χρήμα, τη λέξη "φτωχός" και "κέρδος προσωπικό μου"»: αυτά δήλωνε σε μια συνέντευξή του ο Γιώργος Αυγερόπουλος, ο cinema activist δημιουργός (μαζί, βεβαίως, με τους συνεργάτες του) των ντοκιμαντέρ τού Εξάντα, τα οποία έχουν «σαρώσει» τα διεθνή βραβεία. Και είναι, φυσικά, αναμενόμενο τα παραπάνω να διαλέγονται με όσα καταθέτει στον «Πρόλογό» του ο μεταφραστής τού ανά χείρας τόμου, δραστήριος συγγραφέας και ταξιδευτής Ηλίας Ταμπουράκης: «Καμιά φορά, συμβαίνει να μη μας φαίνεται πια αρκετά εύφορη για τον ψυχισμό και τη νοοτροπία που μεταφέρει το DNA μας η γη στην οποία έχουμε γεννηθεί. Ετσι, μπορεί να ερωτευτούμε κάποια άλλη γη, μια γη πλούσια και μακρινή στον χώρο και τον χρόνο, μια γη στην οποία θα ήταν ανέφικτο να κατοικήσουμε για πάντα. Ομως, συνεχίζουμε στη σκέψη μας να ζούμε πάντα κοντά της, όπως συμβαίνει και με τους εμποδισμένους έρωτες, μαθαίνοντας τη γλώσσα της και προσεγγίζοντας τη σκέψη της μέσα από την ποίηση και τη μουσική της». Βάζοντας, λοιπόν, άμεσα σε εφαρμογή όσα προϋπέθεταν την ποθητή προσέγγιση, ο Ηλίας Ταμπουράκης κατέληξε να μπορεί να μας προσφέρει, μεταξύ άλλων, και τα παρόντα περίπου 50 ποιήματα, συγκεντρωμένα από προφορικές και γραπτές πηγές των ιθαγενών, τους οποίους συνάντησε στα ταξίδια του στις Ανδεις. Εξηγεί πως τα περισσότερα μεταφράστηκαν (και εμείς τον ζηλεύουμε γι' αυτό το προνόμιό του, το οποίο αναμφίβολα κατέκτησε με κόπο αλλά και αληθινή χαρά) από τη γλώσσα runasimi των Quechua (Ινκας), ενώ τα ποιήματα στη γλώσσα jaqaru των Aymara μεταφράστηκαν με τη βοήθεια ιθαγενών Quechua. Αλλά το μαγικό (ή μαγεμένο;) αυτό βιβλίο δεν περιλαμβάνει μόνο τα ποιήματα.
Ο Ταμπουράκης ξεκινά με μια Εισαγωγή, όπου, κατ' αρχάς, κάνει μια «Ανθρωπογεωγραφική αναδρομή στον πολιτισμό των Ανδεων», στηριγμένη στην αντίστοιχη βιβλιογραφία. Ετσι πληροφορούμαστε, μεταξύ άλλων, τόσο σχετικά με την, άγνωστη σε πολλούς, ασιατική και μαλαιοπολυνησιακή ρίζα των κατοίκων των Ανδεων όσο και σχετικά με τη συγκεχυμένη σημερινή πολιτισμική ταυτότητα γενικότερα των Λατινοαμερικανών: «ιθαγενείς απόγονοι των Ινκας στο Περού, των Aymara στη Βολιβία, των Αζτέκων στο Μεξικό, των Μάγιας στη Γουατεμάλα και το Μεξικό, των Γουαρανί στην Παραγουάη και άλλων τριών χιλιάδων φυλών, σε μια Βαβέλ γλωσσών, διαλέκτων και ιδιωμάτων». Ο συντάκτης της Εισαγωγής προχωρεί, μέσω και των εκτενών Σημειώσεών του, και σε μια κοινωνιολογική και πολιτισμική περιγραφή, ειδικότερα της αυτοκρατορίας των Ινκας, η οποία συνδύαζε τον απόλυτο δεσποτισμό με την ανεκτικότητα, διαμορφώνοντας παράλληλα ένα είδος αρχετυπικής παγκοσμιοποίησης. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει και η μέθοδος καταγραφής της προφορικής τους γλώσσας με qipu - συστήματα κόμπων διαφόρων ειδών σε σχοινιά ποικίλων μεγεθών και χρωμάτων. Η αναδρομή φτάνει μέχρι τη σημερινή εποχή, περνώντας μέσα από εμφύλιες διενέξεις, κατακτήσεις και προσπάθειες αναγέννησης (δυστυχώς, το «καλό» κάποιων δεν είναι και «καλό» για όλους - έτσι, για παράδειγμα, η απελευθερωτική προσπάθεια του Simόn Bolίvar κατέφερε πλήγμα στις ιθαγενείς κοινότητες), για να βρει τους ιθαγενείς των Ανδεων, παρά τη διαβρωτική επίδραση του τουρισμού, να προσπαθούν να ζήσουν τηρώντας τις βασικές αρχές του αρχαίου πολιτισμού τους. Στη συνέχεια, γίνεται μια αναλυτική περιγραφή της «γλώσσας runasimi των Quechua (Ινκας)», περιγραφή η οποία λαμβάνει, σε ορισμένα σημεία, συγκριτολογικές (αυτή η οπτική χαρακτηρίζει γενικότερα το συγκεκριμένο βιβλίο) αλλά και φιλοσοφικές διαστάσεις (θαυμάζουμε τις γνώσεις του Ηλία Ταμπουράκη, ο οποίος, σύμφωνα με το σύντομο βιογραφικό του, γεννημένος το 1965, έχει προλάβει να διδάξει στο Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών του ΕΚΠΑ, να συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με το διπλωματικό σώμα ως μεταφραστής και να ταξιδέψει σε 68 -ο αριθμός τώρα μπορεί να έχει αυξηθεί- χώρες του κόσμου, φωτογραφίζοντας και συλλέγοντας μουσικά ακούσματα και παράξενα αντικείμενα). Η Εισαγωγή κλείνει με τις αναφορές, αφ' ενός, στην «προφορική λογοτεχνία των Ανδεων» (εδώ ο Ηλίας Ταμπουράκης συμπληρώνει τις σχετικές πληροφορίες με στοιχεία από το άλλο βιβλίο του στις ίδιες εκδόσεις, Ημερολόγια ταξιδιών σε φύλλα μπανανιάς) και, αφ' ετέρου, στην «Ποίηση και Πεζογραφία των Ανδεων στην ισπανική και μιγαδική γλώσσα»· σε οτιδήποτε καταγράφει ο Ταμπουράκης συνδυάζει τις πλούσιες γνώσεις του με τις επίσης πλούσιες προσωπικές εμπειρίες του.
Ακολουθούν τρία μεγάλα κεφάλαια, τιτλοφορούμενα κατά σειράν: «Προαποικιακή ποίηση (1200-1533 μ.Χ.)», «Ποίηση της αποικιακής περιόδου και της ανεξαρτησίας (1533-1824)» και «Ποίηση από τη Δημοκρατική περίοδο (ΧΙΧ αι.) μέχρι σήμερα». Κάθε κεφάλαιο χωρίζεται εσωτερικά σε δύο ενότητες, όπου παρατίθενται χωριστά (αφού προηγηθεί σχετική εισαγωγή), και πάντα και στο «πρωτότυπο» και σε μετάφραση, τα αντίστοιχα ποιήματα των Aymara (των οποίων η ποίηση σε μεγάλο ποσοστό «κατεπνίγη» με την επιβολή της Αυτοκρατορίας των Ινκας) και τα ποιήματα των Ινκας. Τα ίδια τα ποιήματα υπομνηματίζονται από τον μεταφραστή, ο οποίος ενσωματώνει αυτόν τον υπομνηματισμό στις υπόλοιπες Σημειώσεις του, αφήνοντάς μας γι' άλλη μια φορά άφωνους, αφού φαίνεται να μπορεί ο ίδιος να μεταφράζει, προκειμένου να μας δώσει τις πληροφορίες που θέλει, ακόμα και από τα ιαπωνικά! Στις Σημειώσεις, όπως και σε άλλα σημεία του βιβλίου, δίνονται, επιπλέον, λεπτομερή στοιχεία για τη μουσική και τα μουσικά όργανα των κατοίκων των Ανδεων, με τα τελευταία να επιβιώνουν απαράλλαχτα από την αρχαιότητα. Τέλος, τις σελίδες της Ανθολογίας στολίζουν γεωμετρικά σχέδια και παραστάσεις βασισμένα στις διακοσμήσεις που εμφανίζονται στα κτήρια των Ανδεων και στα κεραμικά σκεύη των Ινκας, των Aymara και του πολιτισμού τής Nazca του νότιου Περού.
Ο Ηλίας Ταμπουράκης, ο μόνος Ελληνας που γνωρίζει τη γλώσσα κέτσουα, φέρνει κοντά μας τον πολιτισμό των Ινκας [με τρόπο, βέβαια, πολύ διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο είχε πλησιάσει τους ιθαγενείς, πολύ παλαιότερα, ένας άλλος Ελληνας, ο Πέτρος ο εκ Χάνδακος (Pedro de Candίa), το 1533, σύμμαχος τότε του Francisco Pizarro - αν και ο Μανώλης Γιαλουράκης, στην Κρήτη του, αποδίδει, τελικά, και κάποια «ευγενικά» κίνητρα στον συμπατριώτη του], προσπαθώντας να μας μεταδώσει κάτι, έστω, από την πνευματικότητα, την υψηλή αισθητική και την ευαισθησία της ποίησής τους. Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το μήνυμά της -ο άχρονος Χρόνος, η επαφή με τη Φύση, ο έρωτας, η ειρήνη είναι, εξάλλου, θέματα διαχρονικά-, το δύσκολο είναι να το ενστερνιστούμε, τουλάχιστον στο σύνολό του. Ο «δυτικός» άνθρωπος καταδιώκεται από την κατάρα τού πολιτισμού του και στο όνομα της ίδιας αυτής κατάρας θυσιάζονται και όσοι έρχονται σε επαφή, βίαιη ή και ειρηνική (τουριστική), μαζί του.
Ο Dr. Andreas Lommel, πρώην διευθυντής του Εθνολογικού Μουσείου του Μονάχου, υποστηρίζει, όπως μας επισημαίνει ο Ηλίας Ταμπουράκης, ότι, για να κατανοήσουμε τους λαούς της αρχαιότητας, θα πρέπει να μελετήσουμε τους σύγχρονους ιθαγενείς. Αλλά στην προοπτική αυτής της «μελέτης» πάντα ενυπάρχει μια τρομακτική απειλή, η ίδια που επικρέμαται, παρ' όλα τα πιθανά οφέλη, όταν γυρίζονται ντοκιμαντέρ, όπως αυτά της Σειράς Λησμονημένες φωνές. Μήπως θα ήταν ορθότερο να άφηνε η καταστροφική «Δύση», ακόμα και οι επιστήμονές της, τους λησμονημένους στην ησυχία τους; Από την άλλη, αν αυτό είναι το ορθότερο, όντως τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η «Δύση» δεν θα το πράξει. *
Θλιμμένη είσαι τώρα,
σαν λουλούδι μαραμένο,
που ούτε στις ίδιες σου τις ρίζες πια
δεν μπορείς να στηριχτείς.
Από την Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Πέμπτη, 23 Δεκεμβρίου 2010
Ανθολογία ποίησης των Ινκας
εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις: Ηλίας Ταμπουράκης,
εκδόσεις Ροές, σειρά: Ποιητές του κόσμου
(συνοδεύεται από CD με παραδοσιακά τραγούδια των Ανδεων)
«Με συγκινεί πάντα το πώς βλέπουν τον κόσμο οι γηγενείς πληθυσμοί της Λατινικής Αμερικής. Οπως οι φυλές του Αμαζονίου ή οι Κέτσουα και οι Αϊμάρα στις Ανδεις. Στην κοσμοθεωρία τους βλέπεις τη βαθιά σοφία αρχαίων λαών, που συνέδεσαν την ύπαρξή τους με την ύπαρξη του φυσικού τους περιβάλλοντος και το κοινό καλό... Που μέχρι πρότινος δεν γνώριζαν το χρήμα, τη λέξη "φτωχός" και "κέρδος προσωπικό μου"»: αυτά δήλωνε σε μια συνέντευξή του ο Γιώργος Αυγερόπουλος, ο cinema activist δημιουργός (μαζί, βεβαίως, με τους συνεργάτες του) των ντοκιμαντέρ τού Εξάντα, τα οποία έχουν «σαρώσει» τα διεθνή βραβεία. Και είναι, φυσικά, αναμενόμενο τα παραπάνω να διαλέγονται με όσα καταθέτει στον «Πρόλογό» του ο μεταφραστής τού ανά χείρας τόμου, δραστήριος συγγραφέας και ταξιδευτής Ηλίας Ταμπουράκης: «Καμιά φορά, συμβαίνει να μη μας φαίνεται πια αρκετά εύφορη για τον ψυχισμό και τη νοοτροπία που μεταφέρει το DNA μας η γη στην οποία έχουμε γεννηθεί. Ετσι, μπορεί να ερωτευτούμε κάποια άλλη γη, μια γη πλούσια και μακρινή στον χώρο και τον χρόνο, μια γη στην οποία θα ήταν ανέφικτο να κατοικήσουμε για πάντα. Ομως, συνεχίζουμε στη σκέψη μας να ζούμε πάντα κοντά της, όπως συμβαίνει και με τους εμποδισμένους έρωτες, μαθαίνοντας τη γλώσσα της και προσεγγίζοντας τη σκέψη της μέσα από την ποίηση και τη μουσική της». Βάζοντας, λοιπόν, άμεσα σε εφαρμογή όσα προϋπέθεταν την ποθητή προσέγγιση, ο Ηλίας Ταμπουράκης κατέληξε να μπορεί να μας προσφέρει, μεταξύ άλλων, και τα παρόντα περίπου 50 ποιήματα, συγκεντρωμένα από προφορικές και γραπτές πηγές των ιθαγενών, τους οποίους συνάντησε στα ταξίδια του στις Ανδεις. Εξηγεί πως τα περισσότερα μεταφράστηκαν (και εμείς τον ζηλεύουμε γι' αυτό το προνόμιό του, το οποίο αναμφίβολα κατέκτησε με κόπο αλλά και αληθινή χαρά) από τη γλώσσα runasimi των Quechua (Ινκας), ενώ τα ποιήματα στη γλώσσα jaqaru των Aymara μεταφράστηκαν με τη βοήθεια ιθαγενών Quechua. Αλλά το μαγικό (ή μαγεμένο;) αυτό βιβλίο δεν περιλαμβάνει μόνο τα ποιήματα.
Ο Ταμπουράκης ξεκινά με μια Εισαγωγή, όπου, κατ' αρχάς, κάνει μια «Ανθρωπογεωγραφική αναδρομή στον πολιτισμό των Ανδεων», στηριγμένη στην αντίστοιχη βιβλιογραφία. Ετσι πληροφορούμαστε, μεταξύ άλλων, τόσο σχετικά με την, άγνωστη σε πολλούς, ασιατική και μαλαιοπολυνησιακή ρίζα των κατοίκων των Ανδεων όσο και σχετικά με τη συγκεχυμένη σημερινή πολιτισμική ταυτότητα γενικότερα των Λατινοαμερικανών: «ιθαγενείς απόγονοι των Ινκας στο Περού, των Aymara στη Βολιβία, των Αζτέκων στο Μεξικό, των Μάγιας στη Γουατεμάλα και το Μεξικό, των Γουαρανί στην Παραγουάη και άλλων τριών χιλιάδων φυλών, σε μια Βαβέλ γλωσσών, διαλέκτων και ιδιωμάτων». Ο συντάκτης της Εισαγωγής προχωρεί, μέσω και των εκτενών Σημειώσεών του, και σε μια κοινωνιολογική και πολιτισμική περιγραφή, ειδικότερα της αυτοκρατορίας των Ινκας, η οποία συνδύαζε τον απόλυτο δεσποτισμό με την ανεκτικότητα, διαμορφώνοντας παράλληλα ένα είδος αρχετυπικής παγκοσμιοποίησης. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει και η μέθοδος καταγραφής της προφορικής τους γλώσσας με qipu - συστήματα κόμπων διαφόρων ειδών σε σχοινιά ποικίλων μεγεθών και χρωμάτων. Η αναδρομή φτάνει μέχρι τη σημερινή εποχή, περνώντας μέσα από εμφύλιες διενέξεις, κατακτήσεις και προσπάθειες αναγέννησης (δυστυχώς, το «καλό» κάποιων δεν είναι και «καλό» για όλους - έτσι, για παράδειγμα, η απελευθερωτική προσπάθεια του Simόn Bolίvar κατέφερε πλήγμα στις ιθαγενείς κοινότητες), για να βρει τους ιθαγενείς των Ανδεων, παρά τη διαβρωτική επίδραση του τουρισμού, να προσπαθούν να ζήσουν τηρώντας τις βασικές αρχές του αρχαίου πολιτισμού τους. Στη συνέχεια, γίνεται μια αναλυτική περιγραφή της «γλώσσας runasimi των Quechua (Ινκας)», περιγραφή η οποία λαμβάνει, σε ορισμένα σημεία, συγκριτολογικές (αυτή η οπτική χαρακτηρίζει γενικότερα το συγκεκριμένο βιβλίο) αλλά και φιλοσοφικές διαστάσεις (θαυμάζουμε τις γνώσεις του Ηλία Ταμπουράκη, ο οποίος, σύμφωνα με το σύντομο βιογραφικό του, γεννημένος το 1965, έχει προλάβει να διδάξει στο Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών του ΕΚΠΑ, να συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με το διπλωματικό σώμα ως μεταφραστής και να ταξιδέψει σε 68 -ο αριθμός τώρα μπορεί να έχει αυξηθεί- χώρες του κόσμου, φωτογραφίζοντας και συλλέγοντας μουσικά ακούσματα και παράξενα αντικείμενα). Η Εισαγωγή κλείνει με τις αναφορές, αφ' ενός, στην «προφορική λογοτεχνία των Ανδεων» (εδώ ο Ηλίας Ταμπουράκης συμπληρώνει τις σχετικές πληροφορίες με στοιχεία από το άλλο βιβλίο του στις ίδιες εκδόσεις, Ημερολόγια ταξιδιών σε φύλλα μπανανιάς) και, αφ' ετέρου, στην «Ποίηση και Πεζογραφία των Ανδεων στην ισπανική και μιγαδική γλώσσα»· σε οτιδήποτε καταγράφει ο Ταμπουράκης συνδυάζει τις πλούσιες γνώσεις του με τις επίσης πλούσιες προσωπικές εμπειρίες του.
Ακολουθούν τρία μεγάλα κεφάλαια, τιτλοφορούμενα κατά σειράν: «Προαποικιακή ποίηση (1200-1533 μ.Χ.)», «Ποίηση της αποικιακής περιόδου και της ανεξαρτησίας (1533-1824)» και «Ποίηση από τη Δημοκρατική περίοδο (ΧΙΧ αι.) μέχρι σήμερα». Κάθε κεφάλαιο χωρίζεται εσωτερικά σε δύο ενότητες, όπου παρατίθενται χωριστά (αφού προηγηθεί σχετική εισαγωγή), και πάντα και στο «πρωτότυπο» και σε μετάφραση, τα αντίστοιχα ποιήματα των Aymara (των οποίων η ποίηση σε μεγάλο ποσοστό «κατεπνίγη» με την επιβολή της Αυτοκρατορίας των Ινκας) και τα ποιήματα των Ινκας. Τα ίδια τα ποιήματα υπομνηματίζονται από τον μεταφραστή, ο οποίος ενσωματώνει αυτόν τον υπομνηματισμό στις υπόλοιπες Σημειώσεις του, αφήνοντάς μας γι' άλλη μια φορά άφωνους, αφού φαίνεται να μπορεί ο ίδιος να μεταφράζει, προκειμένου να μας δώσει τις πληροφορίες που θέλει, ακόμα και από τα ιαπωνικά! Στις Σημειώσεις, όπως και σε άλλα σημεία του βιβλίου, δίνονται, επιπλέον, λεπτομερή στοιχεία για τη μουσική και τα μουσικά όργανα των κατοίκων των Ανδεων, με τα τελευταία να επιβιώνουν απαράλλαχτα από την αρχαιότητα. Τέλος, τις σελίδες της Ανθολογίας στολίζουν γεωμετρικά σχέδια και παραστάσεις βασισμένα στις διακοσμήσεις που εμφανίζονται στα κτήρια των Ανδεων και στα κεραμικά σκεύη των Ινκας, των Aymara και του πολιτισμού τής Nazca του νότιου Περού.
Ο Ηλίας Ταμπουράκης, ο μόνος Ελληνας που γνωρίζει τη γλώσσα κέτσουα, φέρνει κοντά μας τον πολιτισμό των Ινκας [με τρόπο, βέβαια, πολύ διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο είχε πλησιάσει τους ιθαγενείς, πολύ παλαιότερα, ένας άλλος Ελληνας, ο Πέτρος ο εκ Χάνδακος (Pedro de Candίa), το 1533, σύμμαχος τότε του Francisco Pizarro - αν και ο Μανώλης Γιαλουράκης, στην Κρήτη του, αποδίδει, τελικά, και κάποια «ευγενικά» κίνητρα στον συμπατριώτη του], προσπαθώντας να μας μεταδώσει κάτι, έστω, από την πνευματικότητα, την υψηλή αισθητική και την ευαισθησία της ποίησής τους. Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το μήνυμά της -ο άχρονος Χρόνος, η επαφή με τη Φύση, ο έρωτας, η ειρήνη είναι, εξάλλου, θέματα διαχρονικά-, το δύσκολο είναι να το ενστερνιστούμε, τουλάχιστον στο σύνολό του. Ο «δυτικός» άνθρωπος καταδιώκεται από την κατάρα τού πολιτισμού του και στο όνομα της ίδιας αυτής κατάρας θυσιάζονται και όσοι έρχονται σε επαφή, βίαιη ή και ειρηνική (τουριστική), μαζί του.
Ο Dr. Andreas Lommel, πρώην διευθυντής του Εθνολογικού Μουσείου του Μονάχου, υποστηρίζει, όπως μας επισημαίνει ο Ηλίας Ταμπουράκης, ότι, για να κατανοήσουμε τους λαούς της αρχαιότητας, θα πρέπει να μελετήσουμε τους σύγχρονους ιθαγενείς. Αλλά στην προοπτική αυτής της «μελέτης» πάντα ενυπάρχει μια τρομακτική απειλή, η ίδια που επικρέμαται, παρ' όλα τα πιθανά οφέλη, όταν γυρίζονται ντοκιμαντέρ, όπως αυτά της Σειράς Λησμονημένες φωνές. Μήπως θα ήταν ορθότερο να άφηνε η καταστροφική «Δύση», ακόμα και οι επιστήμονές της, τους λησμονημένους στην ησυχία τους; Από την άλλη, αν αυτό είναι το ορθότερο, όντως τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η «Δύση» δεν θα το πράξει. *
Θλιμμένη είσαι τώρα,
σαν λουλούδι μαραμένο,
που ούτε στις ίδιες σου τις ρίζες πια
δεν μπορείς να στηριχτείς.
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ
Εισαγωγή - μετάφραση: Ηλίας Ταμπουράκης
Εκδόσεις Ροές
«Θλιμμένη είσαι τώρα,
Σαν λουλούδι μαραμένο,
Που ούτε στις ίδιες σου τις ρίζες πια
Δεν μπορείς να στηριχτείς.»
Οι Ίνκας και η ποίηση. Μια φυλή κι ένας ολόκληρος πολιτισμός. Ένας πολιτισμός που χάθηκε και μια φυλή που εξοντώθηκε στο όνομα της κατάκτησης του Νέου Κόσμου και της αποκάλυψης του αληθινού Θεού στους ιθαγενείς. Το σπαθί και ο σταυρός ήταν τα βασικά μέσα για την κατάκτηση των ιθαγενών από τους Ισπανούς. Οι κονκισταδόρες τους υποδούλωναν με το σπαθί κι οι καθολικοί παπάδες τους κυριαρχούσαν ιδεολογικά με τον σταυρό.
Ας μιλήσουμε όμως περισσότερο γι' αυτό το βιβλίο, γι' αυτό το υπέροχο βιβλίο!
Μέσα στις σελίδες του αποτυπώνεται ένα μεγάλο μέρος του πολιτισμού των Ίνκας, αυτού του μεγάλου πολιτισμού, που προσπαθούμε να τον διασώσουμε, όπως κι όσο μπορούμε. Και βέβαια, η διάσωσή του αφορά και την ποίηση του λαού αυτού, που φτάνει στις μέρες μας βασικά μέσω της προφορικής παράδοσης.
Το βιβλίο χωρίζει την ποίηση των Ίνκας σε διάφορες περιόδους. Προαποικιακή, αποικιακή και δημοκρατική περίοδο, μέχρι την σημερινή εποχή. Η ποίηση της προαποικιακής και της αποικιακής περιόδου είναι κυρίως λαϊκή ποίηση ενώ στη δημοκρατική και σύγχρονη εποχή έχουμε επώνυμους ποιητές και ποιήτριες.
Τα ποιήματα είναι γραμμένα τόσο στη γλώσσα των Ίνκας όσο και στα ελληνικά και στο οπισθόφυλλο μπορείτε να βρείτε ένα CD και ν' απολαύσετε την υπέροχη μουσική και τα παραδοσιακά τραγούδια των Ίνκας.
Εξαιρετικά όλα τα ποιήματα! Στην προαποικιακή περίοδο επικρατούν τρυφερές ερωτικές μπαλάντες και κατανυκτικοί θρησκευτικοί ύμνοι. Στην αποικιακή περίοδο επικρατούν τα θλιμμένα ποιήματα της υποδούλωσης, της κατοχής και της απώλειας ανθρώπων κι εδαφών. Και τέλος, στα σύγχρονα ποιήματα επώνυμων ποιητών έχουμε το ιδιαίτερο ύφος του κάθε ανθρώπου που γράφει μεταφέροντας όμως και τα στοιχεία του πολιτισμού του.
Η ποίηση των Ίνκας, μια ποίηση που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Σας αφήνω να την ανακαλύψετε.
Εισαγωγή - μετάφραση: Ηλίας Ταμπουράκης
Εκδόσεις Ροές
«Θλιμμένη είσαι τώρα,
Σαν λουλούδι μαραμένο,
Που ούτε στις ίδιες σου τις ρίζες πια
Δεν μπορείς να στηριχτείς.»
Οι Ίνκας και η ποίηση. Μια φυλή κι ένας ολόκληρος πολιτισμός. Ένας πολιτισμός που χάθηκε και μια φυλή που εξοντώθηκε στο όνομα της κατάκτησης του Νέου Κόσμου και της αποκάλυψης του αληθινού Θεού στους ιθαγενείς. Το σπαθί και ο σταυρός ήταν τα βασικά μέσα για την κατάκτηση των ιθαγενών από τους Ισπανούς. Οι κονκισταδόρες τους υποδούλωναν με το σπαθί κι οι καθολικοί παπάδες τους κυριαρχούσαν ιδεολογικά με τον σταυρό.
Ας μιλήσουμε όμως περισσότερο γι' αυτό το βιβλίο, γι' αυτό το υπέροχο βιβλίο!
Μέσα στις σελίδες του αποτυπώνεται ένα μεγάλο μέρος του πολιτισμού των Ίνκας, αυτού του μεγάλου πολιτισμού, που προσπαθούμε να τον διασώσουμε, όπως κι όσο μπορούμε. Και βέβαια, η διάσωσή του αφορά και την ποίηση του λαού αυτού, που φτάνει στις μέρες μας βασικά μέσω της προφορικής παράδοσης.
Το βιβλίο χωρίζει την ποίηση των Ίνκας σε διάφορες περιόδους. Προαποικιακή, αποικιακή και δημοκρατική περίοδο, μέχρι την σημερινή εποχή. Η ποίηση της προαποικιακής και της αποικιακής περιόδου είναι κυρίως λαϊκή ποίηση ενώ στη δημοκρατική και σύγχρονη εποχή έχουμε επώνυμους ποιητές και ποιήτριες.
Τα ποιήματα είναι γραμμένα τόσο στη γλώσσα των Ίνκας όσο και στα ελληνικά και στο οπισθόφυλλο μπορείτε να βρείτε ένα CD και ν' απολαύσετε την υπέροχη μουσική και τα παραδοσιακά τραγούδια των Ίνκας.
Εξαιρετικά όλα τα ποιήματα! Στην προαποικιακή περίοδο επικρατούν τρυφερές ερωτικές μπαλάντες και κατανυκτικοί θρησκευτικοί ύμνοι. Στην αποικιακή περίοδο επικρατούν τα θλιμμένα ποιήματα της υποδούλωσης, της κατοχής και της απώλειας ανθρώπων κι εδαφών. Και τέλος, στα σύγχρονα ποιήματα επώνυμων ποιητών έχουμε το ιδιαίτερο ύφος του κάθε ανθρώπου που γράφει μεταφέροντας όμως και τα στοιχεία του πολιτισμού του.
Η ποίηση των Ίνκας, μια ποίηση που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Σας αφήνω να την ανακαλύψετε.