Tango
Κείμενο του Ηλία Ταμπουράκη για τη Συναυλία που έδωσε το Nuevo Siete Ensemble και η Ηρώ στο Υπαίθριο Θέατρο «Πολιτεία», σε συνεργασία με την Πολυφωνική Χορωδία Πάτρας, στις 9 Ιουλίου 2012.
Tango: νοοτροπία μιας άλλης εποχής, ένας τρόπος ζωής στα σαλόνια και στους δρόμους τους κακόφημους. Ο παλμός του Buenos Aires και της αργεντίνικης Pampa πετάει με τον αέρα του bandoneón, και αρμενίζει με τα καράβια των Ιταλών μεταναστών σ’ όλον τον κόσμο. Ένα μουσικό χωνευτήρι πολιτισμών, αλλά και υποκουλτούρας: Ισπανοί κατακτητές, Αφρικάνοι σκλάβοι και Ιταλοί μετανάστες συνεχίζουν τον υπεραιωνόβιο χορό τους στις νότες του μικρού εκείνου ακορντεόν που είχαν φέρει στο Río de La Plata –τον Ασημένιο Ποταμό- κάποιοι Γερμανοί ιερείς, προτεστάντες και καθολικοί τυχοδιώκτες. Το tango, λοιπόν, είναι ένας πολιτισμικός υβριδισμός, που προβάλλει ενδιαφέροντα στοιχεία, όμως στις φλέβες του ρέει πόνος. Και ο λόγος του, λιμανίσιος, μάγκικος· ένα είδος ρεμπέτικου της Λατινικής Αμερικής, θα λέγαμε... Στίχοι που εκφράζουν την ερωτική χαρμολύπη. Στίχοι γραμμένοι στα λιμάνια και στα πορνεία, στα καταγώγια και στις φυλακές της δικτατορίας... Στην Αργεντινή χορεύουν τον καημό τους... Κι αυτό ακόμη, τους ήταν απαγορευμένο, γιατί θα ξεσήκωνε επαναστάσεις με το πάθος και τον λυρισμό του... Αφρικάνικο τ’ όνομά του: «tamgú» σημαίνει τύμπανο στη Νιγηρία, ενώ οι νότες του ισπανικές (υπάρχει και tango flamenco), και η καταγωγή του κουβανέζικη, απ’ την Habana, και ίσως –αμυδρή ανάμνηση- από τα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, όπως φανερώνει το επώνυμο του Vicente Greco, ενός από τους πρώτους του συνθέτες.
Γεννήθηκε, το tango, στις λάσπες της φτωχογειτονιάς, κι έκανε τα πρώτα του βήματα στα καμπαρέ του λιμανιού, στο Buenos Aires, ανάμεσα στις επαρχιώτισσες –Ινδιάνες και Ανδαλουσιανές- που έφερναν από τα χωριά της Pampa τη milonga, το χορό των gauchos, των μοναχικών καβαλάρηδων. Ανάμεσα σε αποικιοκράτες Γερμανούς κι Εβραίους εξελίχθηκε το tango. Σκηνικό αυτής της ιστορίας, ένα λιμάνι χτισμένο από τις πολύχρωμες λαμαρίνες των σαπιοκάραβων, που έφερναν τα μπουλούκια των Ιταλών μεταναστών του 19ου αιώνα. Αργότερα, το σιγοτραγουδούσε κι ο Αριστοτέλης Ωνάσης, όταν έκανε όνειρα στην κουπαστή, που τον ταξίδευε στη δική του Γη της Επαγγελίας. Ίσως και η κόρη του, η Χριστίνα, το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν φύγει για πάντα, να ήταν οι νότες κάποιου tanguero, που έπαιζε το bandoneón του κάτω από εκείνο το μπαλκόνι, το παράξενο, που το διαπερνά ένα πεύκο του Buenos Aires... Είναι στις δεκαετίες του '60 και του '70, όταν ο Ástor Piazzola θα ερμηνεύσει τα κομμάτια που θα ακούσουμε σήμερα. Λίγο αργότερα, η Mercedes Sosa, θα αφηγηθεί κι εκείνη το δικό της tango. Γιατί το tango δεν είναι απλά μουσική και χορός. Είναι το διήγημα μιας ζωής διά πυρός και σιδήρου. Και ο χορός που λέγεται tango, είναι κι αυτός μια έκφραση πολιτισμικής νοοτροπίας, προσωπικής αλλά και εθνικής ιστορίας...
El Sur. Ο Νότος· της Αμερικανικής ηπείρου και της Ιταλικής χερσονήσου: η υπερβολική περηφάνεια της μίας αγκαλιάζει τον παρορμητικό εθουσιασμό της άλλης. Όμως, το αποτέλεσμα είναι θλίψη· θλίψη της νοσταλγίας και του ανανταπόκριτου έρωτα.
Querer: έρωτας· της κόρης του gaucho –του Ισπανού μοναχικού καβαλάρη της Pampa- που πηγαίνει στο Buenos Aires για μια καλύτερη ζωή, αλλά καταλήγει πόρνη στο πολύχρωμο λιμάνι. Έρωτας του Ιταλού, που παλεύει με ωκεανούς Ατλαντικούς, και παρακαλάει την Παναγιά των Καλών Ανέμων να καθαρίσει από την ελονοσία το πολύχρωμο λιμάνι.
Yo soy María – Εγώ είμαι η Μαρία του λιμανιού, κι αλλοίμονό του σ’ όποιον δεν με γνωρίζει: Ο έρωτάς μου ο δηλητηριώδης θα τον σκοτώσει. Κι αλλοίμονό της σ’ όποια δεν με αναγνωρίζει: Θα κάνω τον έρωτά μου γυαλί, να της χαράξει το πρόσωπο.
Chiquilín. Ο ξυπόλητος πιτσιρίκος, που πουλάει λουλούδια στα μπιλιάρδα του Buenos Aires και χορταίνει την πείνα του με το φεγγάρι. Κάποιος εκεί μέσα θα ‘ναι μάλλον ο πατέρας του.
Los pájaros perdidos: Τα χαμένα πουλιά. Πουλιά-συναισθήματα και πουλιά-αισθήσεις. Συναισθήματα για χαμένες πατρίδες ιταλικές, και αισθήσεις στα αμαρτωλά κρεβάτια του λιμανιού. Κι εγωκεντρική περηφάνια: -«Τι είναι το Υπέρ-Εγώ;», ρωτούν ειρωνικά οι Λατινοαμερικάνοι. -«Είναι ένας μικρός Αργεντινός, που ζει μέσα στον καθένα μας.»
Oblivión. Ο βασιλιάς της Λήθης. Η αμνησία του παρελθόντος και η ζωή τού σήμερα, πέρα από κάθε συνείδηση. Έτσι είναι οι Λατινοαμερικάνοι: Περήφανοι τοπικιστές, χωρίς ταυτότητα. Ούτε Ισπανοί, ούτε Ινδιάνοι, ούτε Ιταλοί, ούτε Αφρικάνοι. Ποιος ξέρει ποιανού στρατιώτη, εμπόρου ή παππά να ‘ναι αυτά τα παιδιά...
LINK: http://www.thebest.gr/news/index/viewStory/134651
Tango: νοοτροπία μιας άλλης εποχής, ένας τρόπος ζωής στα σαλόνια και στους δρόμους τους κακόφημους. Ο παλμός του Buenos Aires και της αργεντίνικης Pampa πετάει με τον αέρα του bandoneón, και αρμενίζει με τα καράβια των Ιταλών μεταναστών σ’ όλον τον κόσμο. Ένα μουσικό χωνευτήρι πολιτισμών, αλλά και υποκουλτούρας: Ισπανοί κατακτητές, Αφρικάνοι σκλάβοι και Ιταλοί μετανάστες συνεχίζουν τον υπεραιωνόβιο χορό τους στις νότες του μικρού εκείνου ακορντεόν που είχαν φέρει στο Río de La Plata –τον Ασημένιο Ποταμό- κάποιοι Γερμανοί ιερείς, προτεστάντες και καθολικοί τυχοδιώκτες. Το tango, λοιπόν, είναι ένας πολιτισμικός υβριδισμός, που προβάλλει ενδιαφέροντα στοιχεία, όμως στις φλέβες του ρέει πόνος. Και ο λόγος του, λιμανίσιος, μάγκικος· ένα είδος ρεμπέτικου της Λατινικής Αμερικής, θα λέγαμε... Στίχοι που εκφράζουν την ερωτική χαρμολύπη. Στίχοι γραμμένοι στα λιμάνια και στα πορνεία, στα καταγώγια και στις φυλακές της δικτατορίας... Στην Αργεντινή χορεύουν τον καημό τους... Κι αυτό ακόμη, τους ήταν απαγορευμένο, γιατί θα ξεσήκωνε επαναστάσεις με το πάθος και τον λυρισμό του... Αφρικάνικο τ’ όνομά του: «tamgú» σημαίνει τύμπανο στη Νιγηρία, ενώ οι νότες του ισπανικές (υπάρχει και tango flamenco), και η καταγωγή του κουβανέζικη, απ’ την Habana, και ίσως –αμυδρή ανάμνηση- από τα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, όπως φανερώνει το επώνυμο του Vicente Greco, ενός από τους πρώτους του συνθέτες.
Γεννήθηκε, το tango, στις λάσπες της φτωχογειτονιάς, κι έκανε τα πρώτα του βήματα στα καμπαρέ του λιμανιού, στο Buenos Aires, ανάμεσα στις επαρχιώτισσες –Ινδιάνες και Ανδαλουσιανές- που έφερναν από τα χωριά της Pampa τη milonga, το χορό των gauchos, των μοναχικών καβαλάρηδων. Ανάμεσα σε αποικιοκράτες Γερμανούς κι Εβραίους εξελίχθηκε το tango. Σκηνικό αυτής της ιστορίας, ένα λιμάνι χτισμένο από τις πολύχρωμες λαμαρίνες των σαπιοκάραβων, που έφερναν τα μπουλούκια των Ιταλών μεταναστών του 19ου αιώνα. Αργότερα, το σιγοτραγουδούσε κι ο Αριστοτέλης Ωνάσης, όταν έκανε όνειρα στην κουπαστή, που τον ταξίδευε στη δική του Γη της Επαγγελίας. Ίσως και η κόρη του, η Χριστίνα, το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν φύγει για πάντα, να ήταν οι νότες κάποιου tanguero, που έπαιζε το bandoneón του κάτω από εκείνο το μπαλκόνι, το παράξενο, που το διαπερνά ένα πεύκο του Buenos Aires... Είναι στις δεκαετίες του '60 και του '70, όταν ο Ástor Piazzola θα ερμηνεύσει τα κομμάτια που θα ακούσουμε σήμερα. Λίγο αργότερα, η Mercedes Sosa, θα αφηγηθεί κι εκείνη το δικό της tango. Γιατί το tango δεν είναι απλά μουσική και χορός. Είναι το διήγημα μιας ζωής διά πυρός και σιδήρου. Και ο χορός που λέγεται tango, είναι κι αυτός μια έκφραση πολιτισμικής νοοτροπίας, προσωπικής αλλά και εθνικής ιστορίας...
El Sur. Ο Νότος· της Αμερικανικής ηπείρου και της Ιταλικής χερσονήσου: η υπερβολική περηφάνεια της μίας αγκαλιάζει τον παρορμητικό εθουσιασμό της άλλης. Όμως, το αποτέλεσμα είναι θλίψη· θλίψη της νοσταλγίας και του ανανταπόκριτου έρωτα.
Querer: έρωτας· της κόρης του gaucho –του Ισπανού μοναχικού καβαλάρη της Pampa- που πηγαίνει στο Buenos Aires για μια καλύτερη ζωή, αλλά καταλήγει πόρνη στο πολύχρωμο λιμάνι. Έρωτας του Ιταλού, που παλεύει με ωκεανούς Ατλαντικούς, και παρακαλάει την Παναγιά των Καλών Ανέμων να καθαρίσει από την ελονοσία το πολύχρωμο λιμάνι.
Yo soy María – Εγώ είμαι η Μαρία του λιμανιού, κι αλλοίμονό του σ’ όποιον δεν με γνωρίζει: Ο έρωτάς μου ο δηλητηριώδης θα τον σκοτώσει. Κι αλλοίμονό της σ’ όποια δεν με αναγνωρίζει: Θα κάνω τον έρωτά μου γυαλί, να της χαράξει το πρόσωπο.
Chiquilín. Ο ξυπόλητος πιτσιρίκος, που πουλάει λουλούδια στα μπιλιάρδα του Buenos Aires και χορταίνει την πείνα του με το φεγγάρι. Κάποιος εκεί μέσα θα ‘ναι μάλλον ο πατέρας του.
Los pájaros perdidos: Τα χαμένα πουλιά. Πουλιά-συναισθήματα και πουλιά-αισθήσεις. Συναισθήματα για χαμένες πατρίδες ιταλικές, και αισθήσεις στα αμαρτωλά κρεβάτια του λιμανιού. Κι εγωκεντρική περηφάνια: -«Τι είναι το Υπέρ-Εγώ;», ρωτούν ειρωνικά οι Λατινοαμερικάνοι. -«Είναι ένας μικρός Αργεντινός, που ζει μέσα στον καθένα μας.»
Oblivión. Ο βασιλιάς της Λήθης. Η αμνησία του παρελθόντος και η ζωή τού σήμερα, πέρα από κάθε συνείδηση. Έτσι είναι οι Λατινοαμερικάνοι: Περήφανοι τοπικιστές, χωρίς ταυτότητα. Ούτε Ισπανοί, ούτε Ινδιάνοι, ούτε Ιταλοί, ούτε Αφρικάνοι. Ποιος ξέρει ποιανού στρατιώτη, εμπόρου ή παππά να ‘ναι αυτά τα παιδιά...
LINK: http://www.thebest.gr/news/index/viewStory/134651