Περού: Μario Vargas Llosa
Διάλεξη του Ηλία Ταμπουράκη με θέμα: “Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου,
ASCLAYE, Aθήνα, 21 Απρ. 2007.
Cuando el escritor peruano Mario Vargas Llosa publicó «Los Cachorros», en 1967, era ya un escritor consagrado, en su plenitud de narrador. Los Cachorros ha sido un relato que busca en todo momento una voz plural (según el autor, es una obra más cantada que contada), que ondula de un personaje a otro, de lo subjetivo a lo objetivo, y ha suscitado una increíble cantidad de interpretaciones: evocación de juventud, parábola sobre la impotencia de una clase social, castración del artista en un mundo subdesarrollado, y otras muchas. Cualquiera puede ser cierta porque «Los Cachorros» tiene la intensidad y el carácter ambiguo de las grandes obras maestras.
Όταν ο Περουβιανός συγγραφέας Mario Vargas Llosa δημοσίευσε το έργο του Los Cachorros, στα 1987, ήταν ήδη ένας καθιερωμένος λογοτέχνης, στο αποκορύφωμα της αφηγηματικής του καριέρας. Το έργο που προαναφέραμε αποτελεί μία διήγηση σε πληθυντικό αριθμό (και σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι περισσότερο ένα τραγούδι, παρά ένα αφήγημα), που περνάει κυματιστά από το ένα πρόσωπο στο άλλο, από την αντικειμενικότητα στην υποκειμενικότητα, και έχει προκαλέσει μία απίστευτα μεγάλη ποικιλία ερμηνειών: την ανάκληση της νεανικής μνήμης, την παραβολή για την ανικανότητα μίας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, τον ευνουχισμό του καλλιτέχνη στα πλαίσια ενός υπανάπτυκτου κόσμου, κι άλλες πολλές. Οποιαδήποτε από αυτές τις ερμηνείες μπορεί να είναι η σωστή, διότι το λογοτεχνικό έργο Los Cachorros έχει την ένταση και τον αμφίπλευρο χαρακτήρα των μεγάλων αριστουργημάτων της διεθνούς λογοτεχνίας.
Como él mismo dice: «Como regla general, el escritor latinoamericano ha vivido y escrito en condiciones excepcionalmente difíciles, porque nuestras sociedades habían montado un frío, casi perfecto mecanismo para desalentar y matar en él la vocación.»
Όπως ο ίδιος λέει: «Σε γενικές γραμμές, ο Λατινοαμερικάνος συγγραφέας έχει ζήσει κι έχει γράψει σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, διότι οι κοινωνίες αυτής της γεωγραφικής περιοχής του κόσμου είναι εξαιρετικά δύσκολες, αφού έχει δημιουργηθεί ένας ψυχρός μηχανισμός που σκοτώνει κάθε συγγραφική εσωτερική επιταγή.
La obra llamada «Los Cachorros» presenta un tiempo de aventura que abarca unos veinticinco años aproximadamente. Muestra la historia de un grupo de personajes desde su ingreso en el colegio hasta que una nueva generación les sustituya viviendo la misma circunstancia.
Το έργο Los Cachorros παρουσιάζει ένα χρονικό διάστημα περιπέτειας που καλύπτει περίπου εικοσιπέντε χρόνια. Δείχνει την ιστορία μίας ομάδας παιδιών από την έναρξη της σχολικής τους ηλικίας μέχρι και την εποχή που η νέα πλέον γενιά –δηλ. τα παιδιά τους- θα αναλάβουν τη σκυτάλη για να συνεχίσουν τον ίδιο τρόπο ζωής.
Llosa descubre la mítica Ciudad de los Reyes –Lima- que se había convertido en una ciudad moderna en rápido crecimiento, debido al éxodo rural; este dinamismo se oponía al estancamiento y la decadencia de la clase alta que se mantenía sin cambio. Su actitud –como escritor del realismo urbano de la generación del ’50- es de rechazo de la sociedad en la que ellos están inmersos. Retrata los suburbios y específicamente Miraflores -la región de los ricos-, que es un espacio incomunicado con otros estratos sociales, un mundo de los privilegiados, de los «blanquiñosos» costeños que viven plácidamente la rutina y la monotonía del estancamiento, pero también el mundo marginal, que también forma parte de la espléndida ciudad colonial regida por una minoría blanca.
Ο Llosa ανακαλύπτει την μυθική Πόλη των Βασιλέων –τη Λίμα- που είχε εξελιχθεί σε μία μοντέρνα πόλη με γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης, λόγω της αστυφιλίας˙ αυτός ο δυναμισμός έχει έρθει σε αντίθεση με την τελμάτωση και την κατάπτωση της υψηλής κοινωνίας, η οποία παραμένει απαράλλαχτη. Η στάση ζωής του -ως συγγραφέα του αστικού ρεαλισμού της δεκαετίας του ’50- είναι η απόρριψη αυτής της κοινωνίας που τους έχει αφομοιώσει. Απεικονίζει τα προάστια και ιδιαίτερα τη Miraflores –την περιοχή των πλουσίων-, που αποτελεί έναν χώρο χωρίς επικοινωνιακούς δεσμούς με τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Είναι ένας κόσμος προνομιούχων, λευκών που ζουν στα ακριβά παράλια της πρωτεύουσας, και βιώνουν με νωχελική ευχαρίστηση τη μονοτονία, τη ρουτίνα της τελμάτωσης. Επίσης απεικονίζεται σ’ αυτό το έργο ο περιθωριοποιημένος κόσμος, που και αυτός αποτελεί μέρος της Lima, αυτής της θαυμαστής αποικιακής πόλης που διοικείται από την μειονότητα των λευκών.
Se trata, pues, de la historia verdadera de un grupo de niños, compañeros en un colegio privado que van creciendo y enfrentando las siniestraliaridades de la vida, que no exemptúan ni siquiera a los ricos y pudientes: un perro alemán, -la mascota de la escuela- se escapa de sus amarras, entra en los baños, donde los niños se duchan después de la gimnasia, y muerde a uno de ellos, llamado Cuéllar, cortándole su órgano genital.
Πρόκειται, λοιπόν, για την αληθινή ιστορία μίας ομάδας συμμαθητών σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου αναπτύσσονται αντιμετωπίζοντας τις αντιξοότητες της ζωής, οι οποίες δεν εξαιρούν ούτε καν τους πλούσιους ή τους ισχυρούς: η μασκότ του Δημοτικού αυτού σχολείου, ένας σκύλος γερμανικός, λύνεται από την αλυσίδα του, μπαίνει αγριεμένος στα ντους, όπου τα παιδιά πλένονται μετά τη γυμναστική τους, και δαγκώνει ένα από αυτά, τον Cuéllar, κόβοντάς του τα γεννητικά όργανα.
El cuento sigue observando las reacciones psicológicas del niño, y posteriormente adolescente y adulto Cuéllar, quien trata de esconder su defecto y adaptarse a la vida cotidiana de sus compañeros, pero que su entorno se lo impide, con una ironía venenosa, que lo llevará a caminos fatales. El despotismo colectivo lo rebaja, estigmatiza y disminuye:
Το διήγημα συνεχίζει παρατηρώντας τις ψυχολογικές αντιδράσεις του παιδιού, μέχρι την ενηλικίωσή του, και παρακολουθεί τον άτυχο Cuéllar που προσπαθεί να κρύψει το μειονέκτημά του και να ενταχθεί στην καθημερινή ζωή των συμμαθητών του. Όμως, ο περίγυρός του τον εμποδίζει να ξεπεράσει το πρόβλημά του, με μία ειρωνική, δηλητηριώδη, θα λέγαμε, αντιμετώπιση, που τελικά θα οδηγήσει τον ήρωά μας σε μοιραίους δρόμους. Ο συλλογικός δεσποτισμός τον υποβιβάζει και τον στιγματίζει.
«Y Cuéllar, por su parte, tampoco se decidía: seguía noche y día detrás de Teresita Ararte, contemplándola, haciéndole gracias, mimos y en Miraflores, los que no sabían, se burlaban de él, calentador le decían, pura pinta, perrito faldero y las chicas le cantaban “hasta cuándo, hasta cuándo” para avergonzarlo y animarlo. Entoces, una noche lo llevamos al Cine Barranco y, al salir, hermano, vámonos a la Herradura en tu poderoso Ford y él okey, se tomarían unas cervezas y jugarían futbolín, regio.»
«Κι ο Cuéllar, από πλευράς του, παρέμενε αναποφάσιστος: συνέχιζε, νύχτα-μέρα, ν’ ακολουθεί την Teresita Ararte, θαυμάζοντάς την, κάνοντάς της χαριεντισμούς και μιμήσεις, και στην Miraflores, όσοι δεν ήξεραν, τον ειρωνεύονταν, θερμό άντρα τον έλεγαν, φιγουρατζή, σκυλάκι που το σέρνει με τη φούστα της, και τα κορίτσια τού τραγουδούσαν “μέχρι πότε, μέχρι πότε”, για να τον ξεσηκώνουν, αλλά και για να τον κάνουν να ντρέπεται. Τότε, ένα βράδυ, τον πήγαμε στο Σινεμά Barranco, και, βγαίνοντας, αδελφέ μου, πάμε στην Herradura με το δυνατό σου Ford κι εκείνος Ο.Κ., θα έπιναν μερικές μπύρες και θα έπαιζαν ποδοσφαιράκι.»
Mario Benedetti, el literario uruguayo, dice que «las mordeduras del perro acabaron con su virilidad, pero son las dentalladas del prójimo las que acaban con su vida.»
Ο Mario Benedetti, ο Ουρουγουανός λογοτέχνης, λέει ότι «οι δαγκωματιές του σκύλου κατέστρεψαν τον ανδρισμό του Cuéllar, όμως οι δαγκωματιές του κόσμου αποτελείωσαν την ίδια του τη ζωή.»
En fin, esa máscara de impostor que Cuéllar se pone ante Teresita, la mujer que le gusta, es un apoyo temporal en su martirio.
Εν τέλει, αυτή η μάσκα υποκρισίας που ο Cuéllar φοράει όταν συναναστρέφεται την Teresita, την κοπέλα που του αρέσει, την χρησιμοποιεί ως παροδικό στήριγμα για ν’ αντεπεξέλθει στο μαρτύριό του.
Este sistema social crea tres grandes mitos: el machismo, los deportes y la posesión de objetos.
Αυτό το κοινωνικό σύστημα δημιουργεί μεγάλους μύθους: τη φαλλοκρατία, το ποδόσφαιρο και την κτητικότητα αντικειμένων.
El relato está ubicado en un tiempo histórico concreto, definido a través de acontecimientos y personajes que marcan la moda de la época, como era Elvis Prisley.
Το διήγημα τοποθετείται σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, που καθορίζεται από γεγονότα και πρόσωπα που σηματοδοτούν τη μόδα της εποχής, όπως ο Elvis Prisley.
Habrá, pues, dos líneas temporales: una, la del narrador que avanza desde el pasado hasta el presente, y la del lector, que se mueve del presente al futuro. De ahí la alteración de la primera y la tercera persona, tanto en singular como en plural:
«Todavía llevaban pantalón corto ese año, aún no fumábamos, entre todos los deportes preferían el fútbol y estábamos aprendiendo a correr olas....»
Υπάρχουν, στο έργο, δύο χρονικές γραμμές: η μία είναι εκείνη του αφηγητή, που εκτυλίσσεται από το παρελθόν προς το παρόν, και η άλλη, εκείνη του αναγνώστη, που κινείται προς το μέλλον. Από αυτό το φαινόμενο προκύπτει και η εναλλαγή μεταξύ πρώτου και τρίτου προσώπου, τόσο στον ενικό, όσο και στον πληθυντικό:
«Ακόμη φορούσαν κοντά παντελονάκια εκείνη τη χρονιά, τότε δεν καπνίζαμε, απ’ όλα τα σπορ προτιμούσαν το ποδόσφαιρο και μαθαίναμε surf….»
Εl distanciamiento entre la voz narradora y los personajes determina el uso del estilo indirecto para la fijación de los diálogos:
«...y su padre lo llevaba al Estadio todos los domingos y ahí, viendo a los craks, les aprendían los trucos ¿captábamos?...»
Η αποστασιοποίηση ανάμεσα στη φωνή του αφηγητή και στα πρόσωπα του έργου καθορίζει τη χρήση του πλάγιου λόγου στους διαλόγους:
«…Κι ο πατέρας του τον πήγαινε στο στάδιο κάθε Κυριακή, κι εκεί, βλέποντας τους craks, τους μάθαιναν τα κόλπα, το πιάναμε;…»
El lenguaje, las expresiones, los modismos y giros empleados se adaptan perfectamente a la lengua infantil, la de los adolescentes, o los maduros y presenta un estilo peculiar, ya que esa variación se da el paso de una etapa a otra, de la infancia a la madurez. El uso de onomatopeya es mucho más abundante en los primeros capítulos, es decir, de la infancia y la adolescencia.
Η γλώσσα, οι εκφράσεις, το ιδίωμα γενικότερα, με τα γυρίσματα της γλώσσας, ταιριάζουν απόλυτα με την παιδική γλώσσα, ή ανάλογα, μ’ εκείνη των εφήβων, ή των ενηλίκων, και παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο στυλ, αφού αυτή η ποικιλομορφία ωθεί τον αναγνώστη από την μία περίοδο στην άλλη. Η χρήση ονοματοποιηκών λέξεων είναι συχνότερη στα πρώτα κεφάλαια, που αφηγούνται την παιδική και νεανική ηλικία των ηρώων.
La palabra «cachorros» es un peruanismo usado despectivamente para expresar la mala educación o crianza. Los que dormitan, mejor dicho. En la combinación de ambos sentidos se define una vida vacía, carente de ideales.
Es un mundo de héroes (de la supervivencia) y antihéroes de la vida real.
Η λέξη «cachorros» είναι μία λέξη της ισπανικής διαλέκτου του Περού, που χρησιμοποιείται απαξιωτικά για να εκφράσει την κακή συμπεριφορά, την αναίδεια κάποιου ανθρώπου. Επίσης εκφράζει τα άτομα που, εντός εισαγωγικών, «κοιμούνται» κοινωνικά. Είναι, λοιπόν, «αγνοούντες», ή «αδαείς». Ο συνδυασμός αυτών των εννοιών, που ορίζει μία ζωή κενή, χωρίς ιδεώδη, είναι το θέμα που απασχολεί τον Mario Vargas Llosa, αυτόν τον σύγχρονο περουβιανό συγγραφέα στο βιβλίο του «Los Cachorros».
Όταν ο Περουβιανός συγγραφέας Mario Vargas Llosa δημοσίευσε το έργο του Los Cachorros, στα 1987, ήταν ήδη ένας καθιερωμένος λογοτέχνης, στο αποκορύφωμα της αφηγηματικής του καριέρας. Το έργο που προαναφέραμε αποτελεί μία διήγηση σε πληθυντικό αριθμό (και σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι περισσότερο ένα τραγούδι, παρά ένα αφήγημα), που περνάει κυματιστά από το ένα πρόσωπο στο άλλο, από την αντικειμενικότητα στην υποκειμενικότητα, και έχει προκαλέσει μία απίστευτα μεγάλη ποικιλία ερμηνειών: την ανάκληση της νεανικής μνήμης, την παραβολή για την ανικανότητα μίας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, τον ευνουχισμό του καλλιτέχνη στα πλαίσια ενός υπανάπτυκτου κόσμου, κι άλλες πολλές. Οποιαδήποτε από αυτές τις ερμηνείες μπορεί να είναι η σωστή, διότι το λογοτεχνικό έργο Los Cachorros έχει την ένταση και τον αμφίπλευρο χαρακτήρα των μεγάλων αριστουργημάτων της διεθνούς λογοτεχνίας.
Como él mismo dice: «Como regla general, el escritor latinoamericano ha vivido y escrito en condiciones excepcionalmente difíciles, porque nuestras sociedades habían montado un frío, casi perfecto mecanismo para desalentar y matar en él la vocación.»
Όπως ο ίδιος λέει: «Σε γενικές γραμμές, ο Λατινοαμερικάνος συγγραφέας έχει ζήσει κι έχει γράψει σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, διότι οι κοινωνίες αυτής της γεωγραφικής περιοχής του κόσμου είναι εξαιρετικά δύσκολες, αφού έχει δημιουργηθεί ένας ψυχρός μηχανισμός που σκοτώνει κάθε συγγραφική εσωτερική επιταγή.
La obra llamada «Los Cachorros» presenta un tiempo de aventura que abarca unos veinticinco años aproximadamente. Muestra la historia de un grupo de personajes desde su ingreso en el colegio hasta que una nueva generación les sustituya viviendo la misma circunstancia.
Το έργο Los Cachorros παρουσιάζει ένα χρονικό διάστημα περιπέτειας που καλύπτει περίπου εικοσιπέντε χρόνια. Δείχνει την ιστορία μίας ομάδας παιδιών από την έναρξη της σχολικής τους ηλικίας μέχρι και την εποχή που η νέα πλέον γενιά –δηλ. τα παιδιά τους- θα αναλάβουν τη σκυτάλη για να συνεχίσουν τον ίδιο τρόπο ζωής.
Llosa descubre la mítica Ciudad de los Reyes –Lima- que se había convertido en una ciudad moderna en rápido crecimiento, debido al éxodo rural; este dinamismo se oponía al estancamiento y la decadencia de la clase alta que se mantenía sin cambio. Su actitud –como escritor del realismo urbano de la generación del ’50- es de rechazo de la sociedad en la que ellos están inmersos. Retrata los suburbios y específicamente Miraflores -la región de los ricos-, que es un espacio incomunicado con otros estratos sociales, un mundo de los privilegiados, de los «blanquiñosos» costeños que viven plácidamente la rutina y la monotonía del estancamiento, pero también el mundo marginal, que también forma parte de la espléndida ciudad colonial regida por una minoría blanca.
Ο Llosa ανακαλύπτει την μυθική Πόλη των Βασιλέων –τη Λίμα- που είχε εξελιχθεί σε μία μοντέρνα πόλη με γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης, λόγω της αστυφιλίας˙ αυτός ο δυναμισμός έχει έρθει σε αντίθεση με την τελμάτωση και την κατάπτωση της υψηλής κοινωνίας, η οποία παραμένει απαράλλαχτη. Η στάση ζωής του -ως συγγραφέα του αστικού ρεαλισμού της δεκαετίας του ’50- είναι η απόρριψη αυτής της κοινωνίας που τους έχει αφομοιώσει. Απεικονίζει τα προάστια και ιδιαίτερα τη Miraflores –την περιοχή των πλουσίων-, που αποτελεί έναν χώρο χωρίς επικοινωνιακούς δεσμούς με τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Είναι ένας κόσμος προνομιούχων, λευκών που ζουν στα ακριβά παράλια της πρωτεύουσας, και βιώνουν με νωχελική ευχαρίστηση τη μονοτονία, τη ρουτίνα της τελμάτωσης. Επίσης απεικονίζεται σ’ αυτό το έργο ο περιθωριοποιημένος κόσμος, που και αυτός αποτελεί μέρος της Lima, αυτής της θαυμαστής αποικιακής πόλης που διοικείται από την μειονότητα των λευκών.
Se trata, pues, de la historia verdadera de un grupo de niños, compañeros en un colegio privado que van creciendo y enfrentando las siniestraliaridades de la vida, que no exemptúan ni siquiera a los ricos y pudientes: un perro alemán, -la mascota de la escuela- se escapa de sus amarras, entra en los baños, donde los niños se duchan después de la gimnasia, y muerde a uno de ellos, llamado Cuéllar, cortándole su órgano genital.
Πρόκειται, λοιπόν, για την αληθινή ιστορία μίας ομάδας συμμαθητών σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου αναπτύσσονται αντιμετωπίζοντας τις αντιξοότητες της ζωής, οι οποίες δεν εξαιρούν ούτε καν τους πλούσιους ή τους ισχυρούς: η μασκότ του Δημοτικού αυτού σχολείου, ένας σκύλος γερμανικός, λύνεται από την αλυσίδα του, μπαίνει αγριεμένος στα ντους, όπου τα παιδιά πλένονται μετά τη γυμναστική τους, και δαγκώνει ένα από αυτά, τον Cuéllar, κόβοντάς του τα γεννητικά όργανα.
El cuento sigue observando las reacciones psicológicas del niño, y posteriormente adolescente y adulto Cuéllar, quien trata de esconder su defecto y adaptarse a la vida cotidiana de sus compañeros, pero que su entorno se lo impide, con una ironía venenosa, que lo llevará a caminos fatales. El despotismo colectivo lo rebaja, estigmatiza y disminuye:
Το διήγημα συνεχίζει παρατηρώντας τις ψυχολογικές αντιδράσεις του παιδιού, μέχρι την ενηλικίωσή του, και παρακολουθεί τον άτυχο Cuéllar που προσπαθεί να κρύψει το μειονέκτημά του και να ενταχθεί στην καθημερινή ζωή των συμμαθητών του. Όμως, ο περίγυρός του τον εμποδίζει να ξεπεράσει το πρόβλημά του, με μία ειρωνική, δηλητηριώδη, θα λέγαμε, αντιμετώπιση, που τελικά θα οδηγήσει τον ήρωά μας σε μοιραίους δρόμους. Ο συλλογικός δεσποτισμός τον υποβιβάζει και τον στιγματίζει.
«Y Cuéllar, por su parte, tampoco se decidía: seguía noche y día detrás de Teresita Ararte, contemplándola, haciéndole gracias, mimos y en Miraflores, los que no sabían, se burlaban de él, calentador le decían, pura pinta, perrito faldero y las chicas le cantaban “hasta cuándo, hasta cuándo” para avergonzarlo y animarlo. Entoces, una noche lo llevamos al Cine Barranco y, al salir, hermano, vámonos a la Herradura en tu poderoso Ford y él okey, se tomarían unas cervezas y jugarían futbolín, regio.»
«Κι ο Cuéllar, από πλευράς του, παρέμενε αναποφάσιστος: συνέχιζε, νύχτα-μέρα, ν’ ακολουθεί την Teresita Ararte, θαυμάζοντάς την, κάνοντάς της χαριεντισμούς και μιμήσεις, και στην Miraflores, όσοι δεν ήξεραν, τον ειρωνεύονταν, θερμό άντρα τον έλεγαν, φιγουρατζή, σκυλάκι που το σέρνει με τη φούστα της, και τα κορίτσια τού τραγουδούσαν “μέχρι πότε, μέχρι πότε”, για να τον ξεσηκώνουν, αλλά και για να τον κάνουν να ντρέπεται. Τότε, ένα βράδυ, τον πήγαμε στο Σινεμά Barranco, και, βγαίνοντας, αδελφέ μου, πάμε στην Herradura με το δυνατό σου Ford κι εκείνος Ο.Κ., θα έπιναν μερικές μπύρες και θα έπαιζαν ποδοσφαιράκι.»
Mario Benedetti, el literario uruguayo, dice que «las mordeduras del perro acabaron con su virilidad, pero son las dentalladas del prójimo las que acaban con su vida.»
Ο Mario Benedetti, ο Ουρουγουανός λογοτέχνης, λέει ότι «οι δαγκωματιές του σκύλου κατέστρεψαν τον ανδρισμό του Cuéllar, όμως οι δαγκωματιές του κόσμου αποτελείωσαν την ίδια του τη ζωή.»
En fin, esa máscara de impostor que Cuéllar se pone ante Teresita, la mujer que le gusta, es un apoyo temporal en su martirio.
Εν τέλει, αυτή η μάσκα υποκρισίας που ο Cuéllar φοράει όταν συναναστρέφεται την Teresita, την κοπέλα που του αρέσει, την χρησιμοποιεί ως παροδικό στήριγμα για ν’ αντεπεξέλθει στο μαρτύριό του.
Este sistema social crea tres grandes mitos: el machismo, los deportes y la posesión de objetos.
Αυτό το κοινωνικό σύστημα δημιουργεί μεγάλους μύθους: τη φαλλοκρατία, το ποδόσφαιρο και την κτητικότητα αντικειμένων.
El relato está ubicado en un tiempo histórico concreto, definido a través de acontecimientos y personajes que marcan la moda de la época, como era Elvis Prisley.
Το διήγημα τοποθετείται σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, που καθορίζεται από γεγονότα και πρόσωπα που σηματοδοτούν τη μόδα της εποχής, όπως ο Elvis Prisley.
Habrá, pues, dos líneas temporales: una, la del narrador que avanza desde el pasado hasta el presente, y la del lector, que se mueve del presente al futuro. De ahí la alteración de la primera y la tercera persona, tanto en singular como en plural:
«Todavía llevaban pantalón corto ese año, aún no fumábamos, entre todos los deportes preferían el fútbol y estábamos aprendiendo a correr olas....»
Υπάρχουν, στο έργο, δύο χρονικές γραμμές: η μία είναι εκείνη του αφηγητή, που εκτυλίσσεται από το παρελθόν προς το παρόν, και η άλλη, εκείνη του αναγνώστη, που κινείται προς το μέλλον. Από αυτό το φαινόμενο προκύπτει και η εναλλαγή μεταξύ πρώτου και τρίτου προσώπου, τόσο στον ενικό, όσο και στον πληθυντικό:
«Ακόμη φορούσαν κοντά παντελονάκια εκείνη τη χρονιά, τότε δεν καπνίζαμε, απ’ όλα τα σπορ προτιμούσαν το ποδόσφαιρο και μαθαίναμε surf….»
Εl distanciamiento entre la voz narradora y los personajes determina el uso del estilo indirecto para la fijación de los diálogos:
«...y su padre lo llevaba al Estadio todos los domingos y ahí, viendo a los craks, les aprendían los trucos ¿captábamos?...»
Η αποστασιοποίηση ανάμεσα στη φωνή του αφηγητή και στα πρόσωπα του έργου καθορίζει τη χρήση του πλάγιου λόγου στους διαλόγους:
«…Κι ο πατέρας του τον πήγαινε στο στάδιο κάθε Κυριακή, κι εκεί, βλέποντας τους craks, τους μάθαιναν τα κόλπα, το πιάναμε;…»
El lenguaje, las expresiones, los modismos y giros empleados se adaptan perfectamente a la lengua infantil, la de los adolescentes, o los maduros y presenta un estilo peculiar, ya que esa variación se da el paso de una etapa a otra, de la infancia a la madurez. El uso de onomatopeya es mucho más abundante en los primeros capítulos, es decir, de la infancia y la adolescencia.
Η γλώσσα, οι εκφράσεις, το ιδίωμα γενικότερα, με τα γυρίσματα της γλώσσας, ταιριάζουν απόλυτα με την παιδική γλώσσα, ή ανάλογα, μ’ εκείνη των εφήβων, ή των ενηλίκων, και παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο στυλ, αφού αυτή η ποικιλομορφία ωθεί τον αναγνώστη από την μία περίοδο στην άλλη. Η χρήση ονοματοποιηκών λέξεων είναι συχνότερη στα πρώτα κεφάλαια, που αφηγούνται την παιδική και νεανική ηλικία των ηρώων.
La palabra «cachorros» es un peruanismo usado despectivamente para expresar la mala educación o crianza. Los que dormitan, mejor dicho. En la combinación de ambos sentidos se define una vida vacía, carente de ideales.
Es un mundo de héroes (de la supervivencia) y antihéroes de la vida real.
Η λέξη «cachorros» είναι μία λέξη της ισπανικής διαλέκτου του Περού, που χρησιμοποιείται απαξιωτικά για να εκφράσει την κακή συμπεριφορά, την αναίδεια κάποιου ανθρώπου. Επίσης εκφράζει τα άτομα που, εντός εισαγωγικών, «κοιμούνται» κοινωνικά. Είναι, λοιπόν, «αγνοούντες», ή «αδαείς». Ο συνδυασμός αυτών των εννοιών, που ορίζει μία ζωή κενή, χωρίς ιδεώδη, είναι το θέμα που απασχολεί τον Mario Vargas Llosa, αυτόν τον σύγχρονο περουβιανό συγγραφέα στο βιβλίο του «Los Cachorros».