Η Αλεξάνδρεια της Γιαγιάς
Λήθαργος. Μες το ζωηρό όνειρο, τα μάτια ανοίγουν. Η γιαγιά Δέσποινα τραβάει ανάμεσα από τις ζάρες της ροζ νυχτικιάς της την αλυσίδα του χρυσού ρολογιού που της άφησε κληρονομιά ο παππούς ο Μαλαματίνας. Με μία μηχανική κίνηση ανοίγει το καπάκι που έχει σκαλισμένο με καλλιγραφία το κεφαλαίο γράμμα M. Η πορσελάνινη πλάκα του ρολογιού με τα λατινικά ψηφία καθρεφτίζει τα μάτια της. Γαλανά. Νησιώτικα. Απ’ την Τένεδο. Κοιτάζει την ώρα: 19:22 ́... Οι σκιές της κρυστάλλινης λάμπας πετρελαίου στον ωχρό τοίχο της θυμίζουν τους καπνούς της Σμύρνης εκείνη την 31η Αυγούστου της κακορίζικης χρονιάς. «Μάνα, η Σμύρνη καίγεται!» Η κυρά Κατερίνα –η καπετάνισσα- και η κόρη της, η εικοσιδυάχρονη Δέσποινα, φιλούν τα παράθυρα του αρχοντόσπιτου ένα-ένα. Το τρικάταρτο καράβι, φορτωμένο με τους μπόγους –τα χρυσαφικά κι ότι άλλο πρόλαβαν να περιμαζέψουν (ένα μικρό πάνινο κεντημένο σακουλάκι με μία πέτρα και λίγη άμμο απ’ την ακρογιαλιά)- τις ταξιδεύει στη λαμπερή Μεσόγειο.
Δώρο του Νείλου τη λένε τη χώρα, όπου η θεία Ελένη και η εξαδέλφη η Ευθυμία –πλούσια εγκατεστημένες, πάν’ εκατό χρόνια πια- τις περιμένουν. Στον ορίζοντα διακρίνονται μόνο χουρμαδιές. Έτσι γίνεται με τη Σαχάρα από μακριά. Πλησιάζουν, αγκυροβολούν. Ισκεντερία. Η πόλη που έσπειρε ο Μέγαλέξανδρος. Με το σώμα του και το σπαθί του... Μιναρέδες που σπαθίζουν τον ουρανό. Ατμόσφαιρα κίτρινη. Η Μπαμπ Σίντρα -το παλιό τελωνείο- είναι γεμάτο κιβώτια. Πάνω τους κάθονται σταυροπόδι ολόκληρες φαμίλιες και τρώνε. Στο βάθος, τα καράβια, λερά, σκουριασμένα.
-«Ο Νείλος γεννιέται σε γη όπου η μνήμη της παράδοσης είναι ακόμα ζωντανή, εκεί κάτω στα υψίπεδα της Αβησσυνίας, και πεθαίνει (αφού ενωθεί με τη Μάνα-Θάλασσα) σε τούτην τη μνημειώδη χώρα, του θεού Πτα, την Αίγυπτο», αρχίζει το πολιτιστικό της κήρυγμα η στυγνή, μορφωμένη και πλούσια θεία. «Βαθύτερα, μέσα στην Αφρική», συνεχίζει, «ο Νείλος έχει πάντα ένα επίθετο, το επώνυμό του, θα λέγαμε: Λευκός Νείλος, Κυανούς Νείλος, Νείλος των Βουνών, Νείλος των Γαζελών, Νείλος των Καμηλοπαρδάλεων.» Το κεφάλι της Δέσποινας ταλαντεύεται ακόμη από τ’ ατελείωτα κύματα του Αιγαίου και του Λυβικού Πελάγους. «Είναι το μοναδικό ποτάμι που ρέει από Νότο προς Βορρά», επιμένει η θείτσα. –«Αφήστε με, θεία...», τολμά να ξεστομίσει με αναίδεια για την εποχή εκείνη η Δέσποινα. Ήταν επαναστάτρια. Μία επαναστάτρια σε μία απεγνωσμένη αναζήτηση του ασύλληπτου απ’ τους νέους του τόπου της. –«Η λάσπη που μεταφέρει ο Νείλος είναι μαύρη και ολόκληρη η αιγυπτιακή οντότητα φέρει έντονα τα σημάδια αυτής της μαυρίλας...», τελειώνει με πείσμα η ρατσίστρια συγγενής. Έλα όμως, που είχαν πέσει στην ανάγκη της...
Το εξοχικό στη Μαχμουντία. Σπίτι-μουσείο θα το λεγες. Απ’ έξω, νεοκλασικές μετώπες από ολόλευκο μάρμαρο, κι από μέσα, μαύρα, βαριά έπιπλα, με μαρκετερί από σεντέφι. Ο θείος, βλέπεις, είχε επιχείρηση που εμπορεύονταν βαμβάκι. Στο σπίτι, φωταέριο, κι άλλες πολυτέλειες. Η μαμά Κατίνα και η νεαρή Δέσποινα έπρεπε να απεκδυθούν τα παλιά. Επειγόντως. Και να φορέσουν τα μεγάλα, μεταξωτά καπέλα με το βέλο και τα φτερά, σε χρώματα παστέλ. Το βράδυ θα είχαν βεγγέρα. (Συγγνώμη! Συνεστίασιν την ονομάζει ο καλός κόσμος.) Θα ερχόταν και η κυρία Χαρίκλεια, σύζυγος του μεγαλεμπόρου Πέτρου Καβάφη! Ο γιος της, λέει, γράφει ποιήματα, όμως... (χαμηλόφωνα): του αρέσουν τα αγόρια... Μάνα και κόρη, οι φιλοξενούμενες -δεν θα τις έλεγαν πρόσφυγες- έπρεπε να εμφανιστούν καθωσπρέπει. Ας ήταν από αρχοντική γενιά της Μικρασίας· δεν έχει σημασία. Αυτά, εδώ στο Μισρί, το πανεθνικό, φαινόταν όλα επαρχιώτικα. Έπρεπε, λοιπόν, να σουλουπωθούν, ν’ αφομοιωθούν... Πίσω απ’ τον ολόσωμο καθρέφτη, η Αίγυπτος. Το βράδυ, η εξαδέλφη Ευθυμία προσπαθεί να μάθει τσάρλεστον στη Δέσποινα. Τρελός χορός. Μοντέρνος. Είχαν κι εκείνο το μαγικό κουτί με το χρυσό χωνί. Γραμμόφωνο το λέγανε και τραγουδούσε!
Εκδρομή στο Εντφού, την Απολλωνόπολη. Το αυτοκίνητο, μαύρο και γυαλιστερό, σαν σκαθάρι, διασχίζει την Έρημο. Μέσα στη μυστηριώδη, ανήσυχη, απέραντη έκταση της Σαχάρας, ένας ολόκληρος κόσμος, πλούσιος και γοητευτικός, περιμένει ν’ αποκαλυφθεί σε όποιον διαθέτει τον οίστρο να δει ανάμεσα στους κόκκους της άμμου και να καταλάβει. Η Δέσποινα νοιώθει μικρή μπροστά στην απεραντοσύνη που την περιβάλλει, ώσπου το μεγαλείο του τοπίου αρχίζει σιγά σιγά να διεισδύει μέσα της. Το αυτοκίνητο τους άφησε μπροστά στο ναό του ́Ωρου-Απόλλωνα. Οι κολώνες με τα κιονόκρανα σε σχήμα λωτού –σαν τα καπέλα των κυριών της καλής κοινωνίας- μόνες, μα ακόμη όρθιες, συνεχίζουν βουβά την ιστορία μες τις χιλιετηρίδες. Θερινό ηλιοστάσιο. Ο Ήλιος πυρπολεί την έρημο και την κάνει ν’ αχνίζει· καίει τα κορμιά, στεγνώνει τα κεφάλια και κάνει την ψυχή να διψά για φαντασία... Ανάμεσα στους στύλους από πέτρινη σάρκα, η Δέσποινα, εκστασιασμένη, παρατηρεί τον ίδιο τον Φαραώ, περιστοιχισμένο από τους ανώτατους αξιωματούχους του, να ρίχνει στο Νείλο έναν τυλιγμένο πάπυρο. Ο πάπυρος δεν περιέχει κάποια προσφορά, αλλά προστάζει το ποτάμι να φουσκώσει. Αυτό συμβολίζει την αδυναμία του ιερατείου και των σοφών να ερμηνεύσουν το φαινόμενο του πλημμυρισμένου ποταμού. Οι πλημμύρες του Νείλου επαναλαμβάνονται σε τακτά διαστήματα. Είναι μία αιώνια, αέναη ανανέωση της Φύσης. Αυτή η τελετή, βέβαια, δείχνει και την επιθυμία του ανθρώπου να εξουσιάζει το θεό Νείλο. Είχε καθιερωθεί, λοιπόν, και στην φαραωνική Αίγυπτο, ένα σύστημα δούναι-λαβείν μεταξύ θεών και Φαραώ. Σ’ αυτό στηριζόταν η σταθερότητα του θεοκρατικού θρόνου, επομένως και ολόκληρης της χώρας. Ο θεός Ώρος, με κεφάλι πουλιού, ρίχνει στην αποσβολωμένη Δέσποινα το βλοσυρό, πετρωμένο του βλέμμα. Γύρω, τον μιμούνται οι υπόλοιπες μορφές της μυθικής, νειλωτικής, θρησκευτικής ζωολογίας που στοιχειώνουν την Αίγυπτο. Όλα νεκρά σήμερα. «Η αδυναμία του ανθρώπου να κοιτάξει κατάματα το θάνατο, αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσής του από την Εκκλησία –οποιασδήποτε θρησκείας, χριστιανικής, μουσουλμανικής, φαραωνικής-, η οποία χωρίζει τον κόσμο σε φυλετικές-πολιτικές ομάδες που αλληλοσκοτώνονται στο όνομα ενός Παραδείσου. Ο Παράδεισος, επομένως, βρίσκεται στην επί Γης εξουσία των ισχυρών και των προσκυνητών τους», αναλογίζεται η επαναστάτρια Δέσποινα, κοιτώντας την αρχαία νεκρή πόλη και νοσταλγώντας τη φλεγόμενη Μικρασία της με τις έντονες αντιπαραθέσεις των Βενιζελικών και των Βασιλικών. Επιστροφή. Στην πραγματικότητα και στο δρόμο προς την Αλεξάνδρεια. Η Έρημος έχει αλλάξει μορφές, χρώματα, αισθήσεις. Από τις λεπτότερες αποχρώσεις της ώχρας, ως το μενεξελί. Γκρίζα και λευκά, ανάλογα με τις τελευταίες αλλαγές του φωτός της εποχής. Η Δέσποινα, τυλιγμένη σ’ αυτήν την αισθησιακή γλυκύτητα, παρατηρεί έναν πάλλευκο περιστεριώνα, διάστικτο απ’ τις φωλιές, να στέκει σαν πυραμίδα. Πολύβουος, όμως, αυτός.
Το βράδυ, κινηματογράφος! Όλο νεωτερισμούς της επεφύλασσε αυτή η χώρα. Η πρώτη αιγυπτιακή βουβή ταινία μικρού μήκους ήταν «Ο δημόσιος υπάλληλος», του Μωχάμεντ Μπαουμί. Παρ’ όλο το έντονο κλίμα του μισογυνισμού που καλλιεργούσε το Ισλάμ –ο πολιτισμικός πυρήνας του Αραβικού κόσμου- μέσα στον εξευρωπαϊσμένο θύλακα της Αιγύπτου, οι πραγματικοί πρωτοπόροι του αιγυπτιακού σινεμά ήταν γυναίκες: η Αζίζα Εμίρ, η Αϊσά Ντάγερ, κι άλλες. Αυτό ήταν! Η νέα μόδα του κινηματογράφου είχε μαγέψει τη Δέσποινα περισσότερο κι από το γραμμόφωνο, περισσότερο κι απ’ τον ίδιο το θεό Νείλο με τους κίονές του! Οι αριστοκρατία, βέβαια, απαξίωνε αυτόν τον τρόπο ψυχαγωγίας. Εκείνοι καταδέχονταν μόνο το πατινάζ, με τα φράκα, τα λευκά γάντια και τις έξωμες τουαλέτες. Γυρισμός στο σπίτι της Μαχμουντίας. Πέρασμα από το κέντρο της Αλεξάνδρειας. Τα λιγοστά φώτα της πόλης χαράσσουν στους δρόμους γραμμές χρυσοπύρινες. Είμαστε στα 1922. Στην Αίγυπτο, που εδώ και οκτώ χρόνια είναι βρετανικό προτεκτοράτο, έχει αρχίσει να κορυφώνεται η αντίσταση εναντίον των αποικιοκρατών και τώρα πια, με το διεθνές κίνημα WAFD, θ’ αποκτήσει την ανεξαρτησία της. Τυπικά. Έστω.
Η Δέσποινα αισθάνεται την ατμόσφαιρα πνιγηρή. Οι τυπικότητες δεν την ικανοποιούν. Ευτυχώς, ήρθε η εποχή να μετακομίσουν στο Κάιρο. Στο Χελουάν· Ηλιούπολη στα ελληνικά. Ανεξάρτητες πια. Μοναχική βόλτα. Η νέα πόλη φυλλορρόησε γρήγορα, και μπροστά της ανοίγει τις πεταλλόσχημες πύλες του ο λαβύρινθος της παλιάς μεντίνας: Αδιέξοδα δρομάκια –άτφα χάουχα-, χωρίς μαγαζιά, κοντά σε άλλους δρόμους, πιο πολυσύχναστους, συχνά με σκαλοπάτια ή με φράχτες. Πιο πέρα, η Δέσποινα, θαρραλέο αγοροκόριτσο της εποχής, χάνεται ανάμεσα στα νταρμπ, σ’ εκείνους τους δρόμους των συνοικιών που –τι παράδοξο!- κλείνουν με μια πόρτα. Προχωράει μέσα από μία σίκκαχ, που την βγάζει στην αρχή μίας αλέας με φοίνικες. Ένας δρομάκος, σαν χωριάτικος, στην καρδιά της μεγαλούπολης, θα της υποδείξει στη συνέχεια το μεγάλο δρόμο: διασχίζει την Κασρ-αν-Νιλ, τη μεγάλη Λεωφόρο του Νείλου, με το νησάκι της Γκεζίρα, και βγαίνει απέναντι, στο Μακάμπαρ Ελ-Χαφίρ -τον τόπο των τρωγλοδυτών. Μακάβριο περιβάλλον. Εδώ οι άνθρωποι έχουν ανοίξει τους τάφους, φαραωνικούς και ισλαμικούς, και μένουν μέσα, είτε έχοντας κάνει πρώτα εκταφή, είτε όχι... Άλλους τους έχουν κάνει τραπέζια και τρώνε. Άλλοι, έχουν γονατίσει μέσα στα σκάμματα, και με το κεφάλι προς τη Μέκκα (πώς τα καταφέρνουν πάντα και την εντοπίζουν;!), προσεύχονται στον Αλλάχ. Αργότερα, η μαφία των ισχυρότερων, θα εκμεταλλευθεί τη φελαχιά -τους άπορους επαρχιώτες- και θα βάλει τα παιδιά τους να καθαρίζουν τους τάφους –σαν τα παιδιά των φαναριών της Αθήνας του 2000... Η Δέσποινα, ανατριχιασμένη απ’ το θέαμα αυτής της Αιγύπτου, που δεν είναι το Μισρί, αλλά η Μασρία, ξαναπερνά τη λεωφόρο απέναντι (για καλή της τύχη· είναι επικίνδυνα εδώ), και χώνεται πάλι στην κάζμπα με τα δρομάκια της -τα τάρικ και τις σαρίες. Ιδιαίτερη ζωντάνια εδώ! Κόσμος συγκεντρώνεται για να ρυθμίσει την καθημερινότητά του και να επιδοθεί στο εμπόριο. Άνθρωποι ντυμένοι με λευκές κελεμπίες και μαντίλες –κεφία- στο κεφάλι, σπρώχνουν καροτσάκια με την πραμάτεια τους: περίτεχνα κλουβιά. Μπροστά στα πράσινα παράθυρα του ξεφλουδισμένου τοίχου σε όλες τις αποχρώσεις τις ώχρας, γυναίκες μαυροντυμένες απ’ την κορφή ως τα νύχια, συζητούν μεταξύ τους με μυστικισμό. Η Δέσποινα, προσπαθεί να εξασκήσει τις καινούριες γνώσεις της στην αραβική γραφή, διαβάζοντας τις πινακίδες εδώ κι εκεί: «άκαμπαχ», σημαίνει ανηφορικός δρόμος, ενώ «άνταρ», σημαίνει κατηφορικός... Έχουν γοητεία οι ασυνήθιστες λέξεις! Μα, θα μας τρελάνουν αυτοί οι Άραβες με τη γραμματική και τη νοοτροπία τους! Τι ανηφόρα, τι κατηφόρα. Το ίδιο είναι. Άκου και τούτο: «Ντζιρ», ο δρόμος που βρίσκεται πάνω από τα νερά της παλίρροιας, και «σουκ», ο δρόμος που συγκεντρώνει ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, μία τέχνη: το σουκ των μπακιρτζήδων, το σουκ των βυρσοδεψών, των σαλεπιτζήδων... Ανάμεσα στα μπαλκόνια με τα μουσαραμπί για παράθυρα, αυτά τα ξύλινα ποιήματα, με τα οργιαστικά σχήματα σε γεωμετρικές αλληλεξαρτήσεις, -καφασωτά τα λέμε εμείς στην Ελλάδα-, οι χανούμ -τα θηλυκά των σεΐχηδων- μπορούν να διακρίνουν μόνο μία λωρίδα ουρανού. (Όπως γίνεται και σήμερα πίσω απ’ την μπούρκα που έχουν επιβάλλει οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν). Εδώ ήταν που ο φατιμίδης χαλίφης Αλ-Χάκκιμ πέρασε, σαν λιτανεία, τον μεγάλο κρυστάλλινο πολυέλαιο που θα δώριζε στο τζαμί, κι έγινε πανικός: διώχνανε τον κόσμο, έσκαβαν τους δρόμους, γκρέμιζαν τα καφασωτά μπαλκόνια, για να χωρέσει το θηρίο! Οι έμποροι εδώ στη μεντίνα, εισβάλλουν στις αυλές των τζαμιών, ακουμπούν στις προσόψεις των δημόσιων κτιρίων, και φωλιάζουν κάτω από τα αρχαία τείχη της πόλης που έχουν εν μέρει ενσωματωθεί στον αραβικό οικισμό, και καταβροχθίζουν το δρόμο, αναγκάζοντας τη Δέσποινα σε μακριές παρακάμψεις μέσα στις μυρωδιές του λιβανιού και της μουλουχία -του παραδοσιακού φαγητού των μουσουλμάνων. Δίπλα, ο μεγάλος ναός των Κοπτών, πρόκληση στα μάτια της Δέσποινας για τα γύρω χαμόσπιτα των φελάχων. Πολύ αργότερα, το 1979, (μετά την συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ), όλη αυτή η περιοχή του ισλαμικού Καΐρου, θα καταχωρηθεί στον κατάλογο πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Στο Καφέ του Χατζή Φάχμυ Άλυ Ελ-Φισσαουί με τους ξυλόγλυπτους καθρέφτες, κάποιοι ρουφούν σίσα -το ναργιλέ τους- και παίζουν κάτι σαν τάβλι, ενώ η Δέσποινα ζητάει ένα τσάι με μέντα. Της το σερβίρει κάποιος με κόκκινο φέσι, σ’ ένα μικρό, γυάλινο διαφανές ποτήρι με σχήμα που θύμιζε καντήλα τζαμιού από τα παραμύθια της Σεχραζάντ. Δίπλα, ένας κύβος μελαχρινής ζάχαρης. Τον βάζει στο στόμα, ενώ συγχρόνως πίνει αργά και απολαυστικά το τσάι της. Βρε, λες να δοκιμάσει ναι ναργιλέ; Γυναίκα πράμα, μες το Ισλάμ;... Ε! τι επαναστάτρια τη λέγανε τότε!...
Βράδυ στο σινεμά! Ως συνήθως. Η πρώτη ομιλούσα ταινία ήταν το Λευκό Ρόδο, ένα μιούζικαλ του Μωχάμεντ Καρίμ, με πρωταγωνιστή τον μεγάλο τραγουδιστή Μωχάμεντ (κι αυτός) Αμπντέλ Ουάχαμπ, με έντονες επιρροές από τα λαϊκά ερωτικά τραγούδια. Η Δέσποινα γοητεύτηκε. Είναι πια 1933 και σε λίγο, κατά το ’37, ο Βασιλιάς Φαρούκ Ι θα καθηλωθεί στο θρόνο, μέχρι να ρθει αργότερα η ομάδα των ελεύθερων αξιωματικών και να του ρίξει μια κλωτσιά στα οπίσθια. Οι Άγγλοι, βέβαια, θα εγκαταλείψουν στα 1946 την Αίγυπτο –εκτός, φυσικά, από τη διώρυγα του Σουέζ-, όμως ο πόλεμος με την Παλαιστίνη θα πλήξει στα 1948 τη χώρα. Στο Σινέ-Δέσποινα, (ε, δικό της το θεωρούσε πια, αφού εκεί ξημεροβραδιαζόταν), ο επαναστατικός αναβρασμός της δεκαετίας του 1940 περιορίστηκε με όλο και πιο καταπιεστικά μέτρα. Είναι η λεγόμενη εποχή των ταινιών της φυγής, με τη Λεϊλά Μουράντ.
Καλοκαίρι. Η Αλεξάνδρεια λαγοκοιμάται αποχαυνωμένη μες τη μυθική και υπεροπτική της συνείδηση. Τα γράμματα, πάντοτε σε άνθιση, τυλιγμένα με τον χριστιανικό τους μανδύα και μακιγιαρισμένα με γαλλική πούδρα...Η Ρωμιογειτονιά βρίθει από κόσμο. Έχει και Ιταλούς πολλούς, Άγγλους κι άλλους. Πανσπερμία. Ένα ραδιόφωνο, διαλαλεί από το παράθυρο τον πολιτισμό. Γαλλικό, φυσικά. Πιο πέρα, στα Καφέ-αμάν, οι Σμυρνιές τραγουδούν ακόμη το σεβντά τους και χορεύοντας επιδεικνύουν ξεδιάντροπα τις αποτριχωμένες τους μασχάλες με χαλάουα. Στο τζαμί του Μπουσιριού, εκεί που είναι θαμμένος ο Σεΐχης-ποιητής Μωχάμεντ Αλ-Μπουσίρ, κι είναι γραμμένοι στους τοίχους οι στίχοι από τον «Μανδύα», το αριστούργημά του, οι φετφάδες δίνουν τις πολλαπλές τους σημασίες στους στίχους του Κορανίου, καταπώς τους συμφέρει κάθε φορά. «Η πνευματική εξαθλίωση γεννά την αυταπάρνηση», θα πει πολύ αργότερα ο Michel Onfray· «συνεπάγεται σεξουαλική, νοητική, πολιτική, διανοητική και άλλες μορφές εξαθλίωσης. Είναι περίεργο πώς το θέαμα της παραφροσύνης του διπλανού κάνει εκείνον που παραβλέπει τη δική του να χαμογελάει. Ο χριστιανός που τρώει ψάρι την Παρασκευή, χαμογελάει με το μουσουλμάνο που αρνείται το χοιρινό κρέας –ο οποίος κοροϊδεύει τον Εβραίο που απορρίπτει τα οστρακοειδή...» Η εξαθλίωση, όμως, έχει εξαπλωθεί σαν πανούκλα στην Αίγυπτο του βασιλιά Φαρούκ. Στο ευρωπαϊκό κέντρο της Αλεξάνδρειας, οι τροτέζες, οι γυναίκες-σάρκα, οι γυναίκες φιγουρίνια, περιφέρουν στα πεζοδρόμια με ψηλοτάκουνα και κοκκινάδι τα κάλλη τους με τον αέρα της Δύσης. Μία πόλη στο μεταίχμιο της απόλυτης τάξης και του πλήρους χάους... Άνθρωποι περνούσαν, φαντάσματα... Η μοναρχία αποδοκιμάζεται λόγω των πολλαπλών καταχρήσεων εξουσίας. Και φέτος, στα 1952, η στυγνή, μορφωμένη και πλούσια εξαδέλφη Ευθυμία –σαν τη μάνα της κι αυτή, τη θεία Ελένη-, εισβάλλει σαν τον χαμσίν –τον καυτό άνεμο της ερήμου-, στο σπίτι-μουσείο της Μαχμουντίας κάθιδρη και κόκκινη απ’ το θυμό. –«Οι αραπάδες ξεσηκώθηκαν! Ανοίγουν σπίτια και μαγαζιά! Κατέλαβαν και το Δημαρχείο!» Ο ρατσισμός είναι μεταδοτικό νόσημα. Λιμώδες. «Ο Νάσσερ προκήρυξε τη Δημοκρατία!» Η Δέσποινα, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο, τρέχει να δει την τελευταία της ταινία. Δως μου πίσω την καρδιά μου, λέγεται και υμνεί την νασσερική επανάσταση, ενώ κατακρίνει τις παλιές κοινωνικές αξίες. Ήρθε ο ξεσηκωμός, τα χρυσοπύρινα φώτα της πόλης σβήσανε. -«Οι άνθρωποι είναι εκείνοι που φτιάχνουν το πεπρωμένο τους», μονολογεί. Αυτό ήταν! Έξω απ’ την Μπαμπ Ελ-Μπαχρ -την Πύλη της Θάλασσας-, και πίσω στην Ελλάδα. Πάν κι αρχοντιές, πάνε κι όλα...
Λήθαργος πάλι. Μες το ζωηρό όνειρο, τα μάτια ανοίγουν. Πάλι. Η γιαγιά Δέσποινα τραβάει ανάμεσα από τις ζάρες της ροζ νυχτικιάς της την αλυσίδα του χρυσού ρολογιού που της άφησε κληρονομιά ο παππούς ο Μαλαματίνας. Με μία μηχανική κίνηση ανοίγει το καπάκι που έχει σκαλισμένο με καλλιγραφία το κεφαλαίο γράμμα M. Η πορσελάνινη πλάκα του ρολογιού με τα λατινικά ψηφία καθρεφτίζει τα μάτια της. Γαλανά. Νησιώτικα. Απ’ την Τένεδο. Κοιτάζει την ώρα: 20:03 ́. Έχει φέρει λίγη Ανατολή στην κάμαρά της. Καληνύχτα, γιαγιά Δέσποινα... Για πάντα. Εκατόν τριών χρονών... Η ιστορία ολόκληρου του 20ου αιώνα... Ακόμη κοιμάμαι με τις ιστορίες σου, γιαγιά, κι ας είμαι πια σαραντάρης...
Ηλίας Ταμπουράκης-Μαλαματίνας, Καθηγητής Γλωσσών-Μεταφραστής,
Επικοινωνία: Κιν.: 6951614346 [email protected] www.iliastampourakis.weebly.com
Δώρο του Νείλου τη λένε τη χώρα, όπου η θεία Ελένη και η εξαδέλφη η Ευθυμία –πλούσια εγκατεστημένες, πάν’ εκατό χρόνια πια- τις περιμένουν. Στον ορίζοντα διακρίνονται μόνο χουρμαδιές. Έτσι γίνεται με τη Σαχάρα από μακριά. Πλησιάζουν, αγκυροβολούν. Ισκεντερία. Η πόλη που έσπειρε ο Μέγαλέξανδρος. Με το σώμα του και το σπαθί του... Μιναρέδες που σπαθίζουν τον ουρανό. Ατμόσφαιρα κίτρινη. Η Μπαμπ Σίντρα -το παλιό τελωνείο- είναι γεμάτο κιβώτια. Πάνω τους κάθονται σταυροπόδι ολόκληρες φαμίλιες και τρώνε. Στο βάθος, τα καράβια, λερά, σκουριασμένα.
-«Ο Νείλος γεννιέται σε γη όπου η μνήμη της παράδοσης είναι ακόμα ζωντανή, εκεί κάτω στα υψίπεδα της Αβησσυνίας, και πεθαίνει (αφού ενωθεί με τη Μάνα-Θάλασσα) σε τούτην τη μνημειώδη χώρα, του θεού Πτα, την Αίγυπτο», αρχίζει το πολιτιστικό της κήρυγμα η στυγνή, μορφωμένη και πλούσια θεία. «Βαθύτερα, μέσα στην Αφρική», συνεχίζει, «ο Νείλος έχει πάντα ένα επίθετο, το επώνυμό του, θα λέγαμε: Λευκός Νείλος, Κυανούς Νείλος, Νείλος των Βουνών, Νείλος των Γαζελών, Νείλος των Καμηλοπαρδάλεων.» Το κεφάλι της Δέσποινας ταλαντεύεται ακόμη από τ’ ατελείωτα κύματα του Αιγαίου και του Λυβικού Πελάγους. «Είναι το μοναδικό ποτάμι που ρέει από Νότο προς Βορρά», επιμένει η θείτσα. –«Αφήστε με, θεία...», τολμά να ξεστομίσει με αναίδεια για την εποχή εκείνη η Δέσποινα. Ήταν επαναστάτρια. Μία επαναστάτρια σε μία απεγνωσμένη αναζήτηση του ασύλληπτου απ’ τους νέους του τόπου της. –«Η λάσπη που μεταφέρει ο Νείλος είναι μαύρη και ολόκληρη η αιγυπτιακή οντότητα φέρει έντονα τα σημάδια αυτής της μαυρίλας...», τελειώνει με πείσμα η ρατσίστρια συγγενής. Έλα όμως, που είχαν πέσει στην ανάγκη της...
Το εξοχικό στη Μαχμουντία. Σπίτι-μουσείο θα το λεγες. Απ’ έξω, νεοκλασικές μετώπες από ολόλευκο μάρμαρο, κι από μέσα, μαύρα, βαριά έπιπλα, με μαρκετερί από σεντέφι. Ο θείος, βλέπεις, είχε επιχείρηση που εμπορεύονταν βαμβάκι. Στο σπίτι, φωταέριο, κι άλλες πολυτέλειες. Η μαμά Κατίνα και η νεαρή Δέσποινα έπρεπε να απεκδυθούν τα παλιά. Επειγόντως. Και να φορέσουν τα μεγάλα, μεταξωτά καπέλα με το βέλο και τα φτερά, σε χρώματα παστέλ. Το βράδυ θα είχαν βεγγέρα. (Συγγνώμη! Συνεστίασιν την ονομάζει ο καλός κόσμος.) Θα ερχόταν και η κυρία Χαρίκλεια, σύζυγος του μεγαλεμπόρου Πέτρου Καβάφη! Ο γιος της, λέει, γράφει ποιήματα, όμως... (χαμηλόφωνα): του αρέσουν τα αγόρια... Μάνα και κόρη, οι φιλοξενούμενες -δεν θα τις έλεγαν πρόσφυγες- έπρεπε να εμφανιστούν καθωσπρέπει. Ας ήταν από αρχοντική γενιά της Μικρασίας· δεν έχει σημασία. Αυτά, εδώ στο Μισρί, το πανεθνικό, φαινόταν όλα επαρχιώτικα. Έπρεπε, λοιπόν, να σουλουπωθούν, ν’ αφομοιωθούν... Πίσω απ’ τον ολόσωμο καθρέφτη, η Αίγυπτος. Το βράδυ, η εξαδέλφη Ευθυμία προσπαθεί να μάθει τσάρλεστον στη Δέσποινα. Τρελός χορός. Μοντέρνος. Είχαν κι εκείνο το μαγικό κουτί με το χρυσό χωνί. Γραμμόφωνο το λέγανε και τραγουδούσε!
Εκδρομή στο Εντφού, την Απολλωνόπολη. Το αυτοκίνητο, μαύρο και γυαλιστερό, σαν σκαθάρι, διασχίζει την Έρημο. Μέσα στη μυστηριώδη, ανήσυχη, απέραντη έκταση της Σαχάρας, ένας ολόκληρος κόσμος, πλούσιος και γοητευτικός, περιμένει ν’ αποκαλυφθεί σε όποιον διαθέτει τον οίστρο να δει ανάμεσα στους κόκκους της άμμου και να καταλάβει. Η Δέσποινα νοιώθει μικρή μπροστά στην απεραντοσύνη που την περιβάλλει, ώσπου το μεγαλείο του τοπίου αρχίζει σιγά σιγά να διεισδύει μέσα της. Το αυτοκίνητο τους άφησε μπροστά στο ναό του ́Ωρου-Απόλλωνα. Οι κολώνες με τα κιονόκρανα σε σχήμα λωτού –σαν τα καπέλα των κυριών της καλής κοινωνίας- μόνες, μα ακόμη όρθιες, συνεχίζουν βουβά την ιστορία μες τις χιλιετηρίδες. Θερινό ηλιοστάσιο. Ο Ήλιος πυρπολεί την έρημο και την κάνει ν’ αχνίζει· καίει τα κορμιά, στεγνώνει τα κεφάλια και κάνει την ψυχή να διψά για φαντασία... Ανάμεσα στους στύλους από πέτρινη σάρκα, η Δέσποινα, εκστασιασμένη, παρατηρεί τον ίδιο τον Φαραώ, περιστοιχισμένο από τους ανώτατους αξιωματούχους του, να ρίχνει στο Νείλο έναν τυλιγμένο πάπυρο. Ο πάπυρος δεν περιέχει κάποια προσφορά, αλλά προστάζει το ποτάμι να φουσκώσει. Αυτό συμβολίζει την αδυναμία του ιερατείου και των σοφών να ερμηνεύσουν το φαινόμενο του πλημμυρισμένου ποταμού. Οι πλημμύρες του Νείλου επαναλαμβάνονται σε τακτά διαστήματα. Είναι μία αιώνια, αέναη ανανέωση της Φύσης. Αυτή η τελετή, βέβαια, δείχνει και την επιθυμία του ανθρώπου να εξουσιάζει το θεό Νείλο. Είχε καθιερωθεί, λοιπόν, και στην φαραωνική Αίγυπτο, ένα σύστημα δούναι-λαβείν μεταξύ θεών και Φαραώ. Σ’ αυτό στηριζόταν η σταθερότητα του θεοκρατικού θρόνου, επομένως και ολόκληρης της χώρας. Ο θεός Ώρος, με κεφάλι πουλιού, ρίχνει στην αποσβολωμένη Δέσποινα το βλοσυρό, πετρωμένο του βλέμμα. Γύρω, τον μιμούνται οι υπόλοιπες μορφές της μυθικής, νειλωτικής, θρησκευτικής ζωολογίας που στοιχειώνουν την Αίγυπτο. Όλα νεκρά σήμερα. «Η αδυναμία του ανθρώπου να κοιτάξει κατάματα το θάνατο, αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσής του από την Εκκλησία –οποιασδήποτε θρησκείας, χριστιανικής, μουσουλμανικής, φαραωνικής-, η οποία χωρίζει τον κόσμο σε φυλετικές-πολιτικές ομάδες που αλληλοσκοτώνονται στο όνομα ενός Παραδείσου. Ο Παράδεισος, επομένως, βρίσκεται στην επί Γης εξουσία των ισχυρών και των προσκυνητών τους», αναλογίζεται η επαναστάτρια Δέσποινα, κοιτώντας την αρχαία νεκρή πόλη και νοσταλγώντας τη φλεγόμενη Μικρασία της με τις έντονες αντιπαραθέσεις των Βενιζελικών και των Βασιλικών. Επιστροφή. Στην πραγματικότητα και στο δρόμο προς την Αλεξάνδρεια. Η Έρημος έχει αλλάξει μορφές, χρώματα, αισθήσεις. Από τις λεπτότερες αποχρώσεις της ώχρας, ως το μενεξελί. Γκρίζα και λευκά, ανάλογα με τις τελευταίες αλλαγές του φωτός της εποχής. Η Δέσποινα, τυλιγμένη σ’ αυτήν την αισθησιακή γλυκύτητα, παρατηρεί έναν πάλλευκο περιστεριώνα, διάστικτο απ’ τις φωλιές, να στέκει σαν πυραμίδα. Πολύβουος, όμως, αυτός.
Το βράδυ, κινηματογράφος! Όλο νεωτερισμούς της επεφύλασσε αυτή η χώρα. Η πρώτη αιγυπτιακή βουβή ταινία μικρού μήκους ήταν «Ο δημόσιος υπάλληλος», του Μωχάμεντ Μπαουμί. Παρ’ όλο το έντονο κλίμα του μισογυνισμού που καλλιεργούσε το Ισλάμ –ο πολιτισμικός πυρήνας του Αραβικού κόσμου- μέσα στον εξευρωπαϊσμένο θύλακα της Αιγύπτου, οι πραγματικοί πρωτοπόροι του αιγυπτιακού σινεμά ήταν γυναίκες: η Αζίζα Εμίρ, η Αϊσά Ντάγερ, κι άλλες. Αυτό ήταν! Η νέα μόδα του κινηματογράφου είχε μαγέψει τη Δέσποινα περισσότερο κι από το γραμμόφωνο, περισσότερο κι απ’ τον ίδιο το θεό Νείλο με τους κίονές του! Οι αριστοκρατία, βέβαια, απαξίωνε αυτόν τον τρόπο ψυχαγωγίας. Εκείνοι καταδέχονταν μόνο το πατινάζ, με τα φράκα, τα λευκά γάντια και τις έξωμες τουαλέτες. Γυρισμός στο σπίτι της Μαχμουντίας. Πέρασμα από το κέντρο της Αλεξάνδρειας. Τα λιγοστά φώτα της πόλης χαράσσουν στους δρόμους γραμμές χρυσοπύρινες. Είμαστε στα 1922. Στην Αίγυπτο, που εδώ και οκτώ χρόνια είναι βρετανικό προτεκτοράτο, έχει αρχίσει να κορυφώνεται η αντίσταση εναντίον των αποικιοκρατών και τώρα πια, με το διεθνές κίνημα WAFD, θ’ αποκτήσει την ανεξαρτησία της. Τυπικά. Έστω.
Η Δέσποινα αισθάνεται την ατμόσφαιρα πνιγηρή. Οι τυπικότητες δεν την ικανοποιούν. Ευτυχώς, ήρθε η εποχή να μετακομίσουν στο Κάιρο. Στο Χελουάν· Ηλιούπολη στα ελληνικά. Ανεξάρτητες πια. Μοναχική βόλτα. Η νέα πόλη φυλλορρόησε γρήγορα, και μπροστά της ανοίγει τις πεταλλόσχημες πύλες του ο λαβύρινθος της παλιάς μεντίνας: Αδιέξοδα δρομάκια –άτφα χάουχα-, χωρίς μαγαζιά, κοντά σε άλλους δρόμους, πιο πολυσύχναστους, συχνά με σκαλοπάτια ή με φράχτες. Πιο πέρα, η Δέσποινα, θαρραλέο αγοροκόριτσο της εποχής, χάνεται ανάμεσα στα νταρμπ, σ’ εκείνους τους δρόμους των συνοικιών που –τι παράδοξο!- κλείνουν με μια πόρτα. Προχωράει μέσα από μία σίκκαχ, που την βγάζει στην αρχή μίας αλέας με φοίνικες. Ένας δρομάκος, σαν χωριάτικος, στην καρδιά της μεγαλούπολης, θα της υποδείξει στη συνέχεια το μεγάλο δρόμο: διασχίζει την Κασρ-αν-Νιλ, τη μεγάλη Λεωφόρο του Νείλου, με το νησάκι της Γκεζίρα, και βγαίνει απέναντι, στο Μακάμπαρ Ελ-Χαφίρ -τον τόπο των τρωγλοδυτών. Μακάβριο περιβάλλον. Εδώ οι άνθρωποι έχουν ανοίξει τους τάφους, φαραωνικούς και ισλαμικούς, και μένουν μέσα, είτε έχοντας κάνει πρώτα εκταφή, είτε όχι... Άλλους τους έχουν κάνει τραπέζια και τρώνε. Άλλοι, έχουν γονατίσει μέσα στα σκάμματα, και με το κεφάλι προς τη Μέκκα (πώς τα καταφέρνουν πάντα και την εντοπίζουν;!), προσεύχονται στον Αλλάχ. Αργότερα, η μαφία των ισχυρότερων, θα εκμεταλλευθεί τη φελαχιά -τους άπορους επαρχιώτες- και θα βάλει τα παιδιά τους να καθαρίζουν τους τάφους –σαν τα παιδιά των φαναριών της Αθήνας του 2000... Η Δέσποινα, ανατριχιασμένη απ’ το θέαμα αυτής της Αιγύπτου, που δεν είναι το Μισρί, αλλά η Μασρία, ξαναπερνά τη λεωφόρο απέναντι (για καλή της τύχη· είναι επικίνδυνα εδώ), και χώνεται πάλι στην κάζμπα με τα δρομάκια της -τα τάρικ και τις σαρίες. Ιδιαίτερη ζωντάνια εδώ! Κόσμος συγκεντρώνεται για να ρυθμίσει την καθημερινότητά του και να επιδοθεί στο εμπόριο. Άνθρωποι ντυμένοι με λευκές κελεμπίες και μαντίλες –κεφία- στο κεφάλι, σπρώχνουν καροτσάκια με την πραμάτεια τους: περίτεχνα κλουβιά. Μπροστά στα πράσινα παράθυρα του ξεφλουδισμένου τοίχου σε όλες τις αποχρώσεις τις ώχρας, γυναίκες μαυροντυμένες απ’ την κορφή ως τα νύχια, συζητούν μεταξύ τους με μυστικισμό. Η Δέσποινα, προσπαθεί να εξασκήσει τις καινούριες γνώσεις της στην αραβική γραφή, διαβάζοντας τις πινακίδες εδώ κι εκεί: «άκαμπαχ», σημαίνει ανηφορικός δρόμος, ενώ «άνταρ», σημαίνει κατηφορικός... Έχουν γοητεία οι ασυνήθιστες λέξεις! Μα, θα μας τρελάνουν αυτοί οι Άραβες με τη γραμματική και τη νοοτροπία τους! Τι ανηφόρα, τι κατηφόρα. Το ίδιο είναι. Άκου και τούτο: «Ντζιρ», ο δρόμος που βρίσκεται πάνω από τα νερά της παλίρροιας, και «σουκ», ο δρόμος που συγκεντρώνει ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, μία τέχνη: το σουκ των μπακιρτζήδων, το σουκ των βυρσοδεψών, των σαλεπιτζήδων... Ανάμεσα στα μπαλκόνια με τα μουσαραμπί για παράθυρα, αυτά τα ξύλινα ποιήματα, με τα οργιαστικά σχήματα σε γεωμετρικές αλληλεξαρτήσεις, -καφασωτά τα λέμε εμείς στην Ελλάδα-, οι χανούμ -τα θηλυκά των σεΐχηδων- μπορούν να διακρίνουν μόνο μία λωρίδα ουρανού. (Όπως γίνεται και σήμερα πίσω απ’ την μπούρκα που έχουν επιβάλλει οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν). Εδώ ήταν που ο φατιμίδης χαλίφης Αλ-Χάκκιμ πέρασε, σαν λιτανεία, τον μεγάλο κρυστάλλινο πολυέλαιο που θα δώριζε στο τζαμί, κι έγινε πανικός: διώχνανε τον κόσμο, έσκαβαν τους δρόμους, γκρέμιζαν τα καφασωτά μπαλκόνια, για να χωρέσει το θηρίο! Οι έμποροι εδώ στη μεντίνα, εισβάλλουν στις αυλές των τζαμιών, ακουμπούν στις προσόψεις των δημόσιων κτιρίων, και φωλιάζουν κάτω από τα αρχαία τείχη της πόλης που έχουν εν μέρει ενσωματωθεί στον αραβικό οικισμό, και καταβροχθίζουν το δρόμο, αναγκάζοντας τη Δέσποινα σε μακριές παρακάμψεις μέσα στις μυρωδιές του λιβανιού και της μουλουχία -του παραδοσιακού φαγητού των μουσουλμάνων. Δίπλα, ο μεγάλος ναός των Κοπτών, πρόκληση στα μάτια της Δέσποινας για τα γύρω χαμόσπιτα των φελάχων. Πολύ αργότερα, το 1979, (μετά την συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ), όλη αυτή η περιοχή του ισλαμικού Καΐρου, θα καταχωρηθεί στον κατάλογο πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Στο Καφέ του Χατζή Φάχμυ Άλυ Ελ-Φισσαουί με τους ξυλόγλυπτους καθρέφτες, κάποιοι ρουφούν σίσα -το ναργιλέ τους- και παίζουν κάτι σαν τάβλι, ενώ η Δέσποινα ζητάει ένα τσάι με μέντα. Της το σερβίρει κάποιος με κόκκινο φέσι, σ’ ένα μικρό, γυάλινο διαφανές ποτήρι με σχήμα που θύμιζε καντήλα τζαμιού από τα παραμύθια της Σεχραζάντ. Δίπλα, ένας κύβος μελαχρινής ζάχαρης. Τον βάζει στο στόμα, ενώ συγχρόνως πίνει αργά και απολαυστικά το τσάι της. Βρε, λες να δοκιμάσει ναι ναργιλέ; Γυναίκα πράμα, μες το Ισλάμ;... Ε! τι επαναστάτρια τη λέγανε τότε!...
Βράδυ στο σινεμά! Ως συνήθως. Η πρώτη ομιλούσα ταινία ήταν το Λευκό Ρόδο, ένα μιούζικαλ του Μωχάμεντ Καρίμ, με πρωταγωνιστή τον μεγάλο τραγουδιστή Μωχάμεντ (κι αυτός) Αμπντέλ Ουάχαμπ, με έντονες επιρροές από τα λαϊκά ερωτικά τραγούδια. Η Δέσποινα γοητεύτηκε. Είναι πια 1933 και σε λίγο, κατά το ’37, ο Βασιλιάς Φαρούκ Ι θα καθηλωθεί στο θρόνο, μέχρι να ρθει αργότερα η ομάδα των ελεύθερων αξιωματικών και να του ρίξει μια κλωτσιά στα οπίσθια. Οι Άγγλοι, βέβαια, θα εγκαταλείψουν στα 1946 την Αίγυπτο –εκτός, φυσικά, από τη διώρυγα του Σουέζ-, όμως ο πόλεμος με την Παλαιστίνη θα πλήξει στα 1948 τη χώρα. Στο Σινέ-Δέσποινα, (ε, δικό της το θεωρούσε πια, αφού εκεί ξημεροβραδιαζόταν), ο επαναστατικός αναβρασμός της δεκαετίας του 1940 περιορίστηκε με όλο και πιο καταπιεστικά μέτρα. Είναι η λεγόμενη εποχή των ταινιών της φυγής, με τη Λεϊλά Μουράντ.
Καλοκαίρι. Η Αλεξάνδρεια λαγοκοιμάται αποχαυνωμένη μες τη μυθική και υπεροπτική της συνείδηση. Τα γράμματα, πάντοτε σε άνθιση, τυλιγμένα με τον χριστιανικό τους μανδύα και μακιγιαρισμένα με γαλλική πούδρα...Η Ρωμιογειτονιά βρίθει από κόσμο. Έχει και Ιταλούς πολλούς, Άγγλους κι άλλους. Πανσπερμία. Ένα ραδιόφωνο, διαλαλεί από το παράθυρο τον πολιτισμό. Γαλλικό, φυσικά. Πιο πέρα, στα Καφέ-αμάν, οι Σμυρνιές τραγουδούν ακόμη το σεβντά τους και χορεύοντας επιδεικνύουν ξεδιάντροπα τις αποτριχωμένες τους μασχάλες με χαλάουα. Στο τζαμί του Μπουσιριού, εκεί που είναι θαμμένος ο Σεΐχης-ποιητής Μωχάμεντ Αλ-Μπουσίρ, κι είναι γραμμένοι στους τοίχους οι στίχοι από τον «Μανδύα», το αριστούργημά του, οι φετφάδες δίνουν τις πολλαπλές τους σημασίες στους στίχους του Κορανίου, καταπώς τους συμφέρει κάθε φορά. «Η πνευματική εξαθλίωση γεννά την αυταπάρνηση», θα πει πολύ αργότερα ο Michel Onfray· «συνεπάγεται σεξουαλική, νοητική, πολιτική, διανοητική και άλλες μορφές εξαθλίωσης. Είναι περίεργο πώς το θέαμα της παραφροσύνης του διπλανού κάνει εκείνον που παραβλέπει τη δική του να χαμογελάει. Ο χριστιανός που τρώει ψάρι την Παρασκευή, χαμογελάει με το μουσουλμάνο που αρνείται το χοιρινό κρέας –ο οποίος κοροϊδεύει τον Εβραίο που απορρίπτει τα οστρακοειδή...» Η εξαθλίωση, όμως, έχει εξαπλωθεί σαν πανούκλα στην Αίγυπτο του βασιλιά Φαρούκ. Στο ευρωπαϊκό κέντρο της Αλεξάνδρειας, οι τροτέζες, οι γυναίκες-σάρκα, οι γυναίκες φιγουρίνια, περιφέρουν στα πεζοδρόμια με ψηλοτάκουνα και κοκκινάδι τα κάλλη τους με τον αέρα της Δύσης. Μία πόλη στο μεταίχμιο της απόλυτης τάξης και του πλήρους χάους... Άνθρωποι περνούσαν, φαντάσματα... Η μοναρχία αποδοκιμάζεται λόγω των πολλαπλών καταχρήσεων εξουσίας. Και φέτος, στα 1952, η στυγνή, μορφωμένη και πλούσια εξαδέλφη Ευθυμία –σαν τη μάνα της κι αυτή, τη θεία Ελένη-, εισβάλλει σαν τον χαμσίν –τον καυτό άνεμο της ερήμου-, στο σπίτι-μουσείο της Μαχμουντίας κάθιδρη και κόκκινη απ’ το θυμό. –«Οι αραπάδες ξεσηκώθηκαν! Ανοίγουν σπίτια και μαγαζιά! Κατέλαβαν και το Δημαρχείο!» Ο ρατσισμός είναι μεταδοτικό νόσημα. Λιμώδες. «Ο Νάσσερ προκήρυξε τη Δημοκρατία!» Η Δέσποινα, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο, τρέχει να δει την τελευταία της ταινία. Δως μου πίσω την καρδιά μου, λέγεται και υμνεί την νασσερική επανάσταση, ενώ κατακρίνει τις παλιές κοινωνικές αξίες. Ήρθε ο ξεσηκωμός, τα χρυσοπύρινα φώτα της πόλης σβήσανε. -«Οι άνθρωποι είναι εκείνοι που φτιάχνουν το πεπρωμένο τους», μονολογεί. Αυτό ήταν! Έξω απ’ την Μπαμπ Ελ-Μπαχρ -την Πύλη της Θάλασσας-, και πίσω στην Ελλάδα. Πάν κι αρχοντιές, πάνε κι όλα...
Λήθαργος πάλι. Μες το ζωηρό όνειρο, τα μάτια ανοίγουν. Πάλι. Η γιαγιά Δέσποινα τραβάει ανάμεσα από τις ζάρες της ροζ νυχτικιάς της την αλυσίδα του χρυσού ρολογιού που της άφησε κληρονομιά ο παππούς ο Μαλαματίνας. Με μία μηχανική κίνηση ανοίγει το καπάκι που έχει σκαλισμένο με καλλιγραφία το κεφαλαίο γράμμα M. Η πορσελάνινη πλάκα του ρολογιού με τα λατινικά ψηφία καθρεφτίζει τα μάτια της. Γαλανά. Νησιώτικα. Απ’ την Τένεδο. Κοιτάζει την ώρα: 20:03 ́. Έχει φέρει λίγη Ανατολή στην κάμαρά της. Καληνύχτα, γιαγιά Δέσποινα... Για πάντα. Εκατόν τριών χρονών... Η ιστορία ολόκληρου του 20ου αιώνα... Ακόμη κοιμάμαι με τις ιστορίες σου, γιαγιά, κι ας είμαι πια σαραντάρης...
Ηλίας Ταμπουράκης-Μαλαματίνας, Καθηγητής Γλωσσών-Μεταφραστής,
Επικοινωνία: Κιν.: 6951614346 [email protected] www.iliastampourakis.weebly.com