Ελλάδα: Παλλακίδες, καταπύγοντες κι ευρύπρωκτοι. Κοινωνικές σχέσεις σε δικαιοπρακτικό επίπεδο.
Οι βασικοί τομείς της κοινoτικής σεξουαλικής ζωής των αρχαίων Αθηναίων ήταν ο γάμος, η πορνεία και η παιδεραστία. Στο θρησκευτικό επίπεδο συναντάμε τον λατρειακό σεβασμό του φαλλού, όπως και άλλες σεξουαλικές τελετουργίες και μυστήρια γονιμότητας. Μέρος της σεξουαλικότητας στη θρησκεία ήταν και η ιεροδουλεία (όπως συνέβαινε και στο αρχαίο Μεξικό), μία μορφή τελετουργικής πορνείας των ναών με ανατολική προέλευση, που αποσκοπούσε επιπλέον στην αύξηση των εσόδων του ναού.
Σε κοινωνικό και δικαιοπρακτικό επίπεδο, η «παλλακεία» είχε de facto νομιμοποίηση. Συγκριτικά, το ίδιο ίσχυε και στην κοινωνία των Ίνκας του Περού: οι pallakuna (παλλιακούνα) –οι παρθένες του θεού Ηλίου- ήταν τα ομορφότερα ανήλικα κορίτσια της αυτοκρατορίας, που φυλάσσονταν στο ναό της Κ’όρικάντσα (Q’orikancha), ως παλλακίδες του Μεγάλου Ίνκα (Apu Inka). Αφιερώνονταν στις καλές τέχνες και προορίζονταν για τις ανθρωποθυσίες.
Στην αρχαία Αθήνα, νομικά, μόνο η σύζυγος έπαιρνε την κοινωνική θέση του άνδρα, αλλά η παλλακίδα είχε νομικά ίση προστασία με τη σύζυγο σε περιπτώσεις προσβλητικής συμπεριφοράς προς το πρόσωπό της. Αυτό συσχετιζόταν και με την καταγωγή των γυναικών, επειδή το στοιχείο που όριζε αν μια κοπέλα είχε περισσότερες πιθανότητες να γίνει νόμιμη σύζυγος ή παλλακίδα, ήταν η προίκα, εφ όσον στην Αθήνα, σπάνια μια κοπέλα γινόταν νόμιμη σύζυγος χωρίς αυτήν. Έτσι καταλήγουμε το συμπέρασμα πως οι παλλακίδες θα πρέπει να ήταν φτωχά κορίτσια οικογενειών από την Αττική.
H πορνεία λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό, ως ρυθμιστής των ανικανοποίητων και επιθετικών σεξουαλικών ορμών, με σκοπό την προστασία της κοινωνικής τάξης, διότι κρατούσε τους άγαμους μακριά από τις κόρες και τις συζύγους των αστών. Επίσης, οι εταίρες –δηλ. οι πόρνες-, ως οι μόνες γυναίκες που είχαν εισέλθει στη δημόσια ζωή, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στις ανδρικές συντροφιές και καλλιεργούνταν ως σημαντική διασκέδαση για εκείνους. Οι πόρνες, πολύ συχνά ήταν δούλες (δηλαδή υπηρέτριες, αυλητρίδες ή χορεύτριες), απαραίτητη συντροφιά των ανδρών στα συμπόσια, όπου ενδεχομένως να προέκυπτε η προώθησή από τον κύριό τους στην αγκαλιά κάποιων από τους συμμετέχοντες. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με τις γκέισα ( 芸者 geisha) της Ιαπωνίας. Από οικονομική άποψη, ήταν δυνατό να αγοράσει κάποιος δούλες με αποκλειστικό σκοπό να τις προωθήσει στην πορνεία και να κερδίζει έτσι τη ζωή του. Εκτός όμως από την αγορά δούλων, πηγή προμήθειας κοριτσιών προορισμένων για την πορνεία ήταν και ο θεσμός της έκθεσης. Η έκθεση των νεογέννητων ήταν συχνά μία ανάγκη για τις οικογένειες με πολύ χαμηλά έσοδα. Για τους φτωχότερους, τα κορίτσια ήταν επιβαρυντικά μέλη της οικογένειας, λόγω του φόβου για τα έξοδα της προίκας, και έτσι τα απειλούσε η έκθεση συχνότερα από τα αγόρια. Αυτό σήμαινε συνηθέστερα ότι τα περίμενε η τύχη της πορνείας, αφού πολλά από αυτά τα κοριτσάκια περισυλλέγονταν από τους δουλεμπόρους στους δρόμους, όπου οι γονείς τους τα εγκατέλειπαν μόλις γεννηθούν. Αν και οι μαρτυρίες αναφέρουν συχνότερα τη γυναικεία πορνεία, που ήταν ευρέως αποδεκτή, εντούτοις υπήρξε διαδεδομένη και η παιδική πορνεία, με επίκεντρο τα νεαρά αγόρια, μια σχέση γενικά (και υποκριτικά) ήταν καταδικαστέα. Αυτή ήταν –κατά τ’ άλλα-η λειτουργία της πολυφημισμένης αθηναϊκής Δημοκρατίας…
Ο όρος παιδεραστία αναφέρεται μόνο στο αγόρι και συγκεκριμένα σ' εκείνο που βρίσκονταν προς το τέλος της εφηβείας. Αυτή η ερωτικά χρωματισμένη ιδιότητα του Μέντορος, την οποίαν είχε ένας ενήλικος, που εύρισκε ανταπόκριση στο θαυμασμό και στην ευγνωμοσύνη του αναπτυσσόμενου εφήβου, ήταν η προϋπόθεση που έκανε αποδεκτή μία τέτοια σχέση, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, χωρίς δηλαδή τον παιδαγωγικό έρωτα, ήταν απλώς βλαπτική πορνεία ή και παρά φύσιν ασέλγεια (Βλ. Πλάτωνος Νόμοι: 636c, 835c - 842a). Αντίθετα, η σεξουαλική επαφή, εάν υπήρχε, αποτελούσε όνειδος. Η σχέση που αναπτυσσόταν μεταξύ τους, κατέληγε σε μια ισόβια φιλία, αφού έπαυε η παιδεραστική σχέση, όταν ο έφηβος μεγάλωνε και γινόταν άνδρας. Ήταν δεδομένο ότι η σχέση αυτή ήταν πολύ ισχυρή και αυτό είχε μια επιπλέον ιστορική εφαρμογή με τον περίφημο Ιερό Λόχο των Θηβών, όπου στρατολογούνταν αποκλειστικά τέτοια ζευγάρια (Βλ. Πλουτάρχου. Πελοποννησιακά: 287, 6). Κοινωνική αντίφαση σε αυτού του είδους τις σχέσεις θεωρείται το γεγονός ότι στη σύγχρονη εποχή έχει διαβληθεί η παιδεραστία με την αρχαία έννοια και θεωρείται ως η δια του πρωκτού γενετήσια επικοινωνία. Στην αττική κωμωδία, η προσβλητική λέξη «καταπύγων» (Βλ. Αριστοφάνους Θεσμοφοριάζουσαι: 201) ήταν εξαιρετικά μειωτική για τέτοιες σεξουαλικές συμπεριφορές, όπως και ο χαρακτηρισμός «εὐρύπρωκτος» (Βλ. Αριστοφάνους Νεφέλαι: 1023).
Η αρχαία αθηναϊκή κοινωνία δεν διέκρινε τις σεξουαλικές επιθυμίες ή τις συμπεριφορές ανάλογα με το φύλλο των συμμετεχόντων σε αυτές, αλλά με τον ρόλο που ο κάθε ένας είχε κατά τη σεξουαλική πράξη. Αυτή η πόλωση μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού ατόμου αντιστοιχούσε με κυρίαρχες και υποταγμένες συμπεριφορές: ο ρόλος του ενεργητικού –που διείσδυε- συνδεόταν με την αρρενωπότητα, την υψηλή κοινωνική θέση και την ηλικιακή ωριμότητα, ενώ εκείνος του παθητικού φανέρωνε θηλυπρέπεια, χαμηλή κοινωνική τάξη και νεανική ανωριμότητα. Έτσι, υπήρχε ισχυρό κοινωνικό στίγμα για τους παθητικούς ομοφυλόφιλους άνδρες της αρχαίας Αθήνας. Γνωστό είναι το παράδειγμα της αμφιλεγόμενης σχέσης ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Πάτροκλο.
Οι «Νόμοι» του Σόλωνα (Βλ. βιβλίο 5, κεφάλαιο 5, άρθρο 332), είναι σαφείς για τις συνέπειες που είχε κάποιος Αθηναίος αν είχε ερωτική σχέση με άντρα: εάν κάποιος Αθηναίος συνάψει ομοφυλοφιλική σχέση με κάποιον άλλον άνδρα, δεν θα του επιτρέπεται να γίνει μέλος των 9 αρχόντων, να εκλεγεί ιερέας, να είναι συνήγορος του λαού, να ασκεί κάποια εξουσία, εντός η εκτός της χώρας, κληρωτή ή χειροτονητή. Δεν θα του επιτρέπεται να σταλεί ως κήρυκας πολέμου, να εκθέτει τη γνώμη του, να μπαίνει στους δημόσιους ναούς, να στεφανώνεται στις δημόσιες στεφανοφορίες, ούτε να παίρνει μέρος στους περιπάτους που γίνονται στην αγορά. Όποιος πολίτης έχει καταδικαστεί ως ερωτικός σύντροφος, αλλά ενεργήσει αντίθετα με τις διατάξεις του νόμου, να τιμωρείται με θάνατο.
Η ιερή πορνεία ήταν ένα ιδιόμορφο φαινόμενο στην αθηναϊκή αρχαιότητα, σύμφωνα με το οποίο, νεαρά κορίτσια και αγόρια, αφιερωμένα από τους γονείς τους ή τους κυρίους τους σε ναούς στην υπηρεσία κάποιας θεότητας, προσέφεραν σεξουαλικές υπηρεσίες στους επισκέπτες. Οι υπηρεσίες αυτές ποίκιλαν ως προς το ιδεολογικό τους υπόβαθρο. Σε κάποιες περιπτώσεις, νεαρές γυναίκες που ετοιμάζονταν να παντρευτούν εντάσσονταν στις ιερόδουλες κάποιου ναού, ώστε να μαζέψουν την προίκα τους, χωρίς αυτό να αποτελεί εμπόδιο για τους μέλλοντες συζύγους. Άλλοτε, οι κοπέλες ήταν υποχρεωμένες να τηρήσουν το τοπικό έθιμο και να έρθουν μία μόνο φορά σε επαφή με έναν άγνωστο άνδρα. Μετά εκείνη την συνεύρεση μπορούσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους και ήταν έτοιμες για γάμο. Σε αντίθεση με τις "λαϊκές" πόρνες, οι ιερόδουλες είχαν σημαντική θέση στην κοινωνία.
Σε κοινωνικό και δικαιοπρακτικό επίπεδο, η «παλλακεία» είχε de facto νομιμοποίηση. Συγκριτικά, το ίδιο ίσχυε και στην κοινωνία των Ίνκας του Περού: οι pallakuna (παλλιακούνα) –οι παρθένες του θεού Ηλίου- ήταν τα ομορφότερα ανήλικα κορίτσια της αυτοκρατορίας, που φυλάσσονταν στο ναό της Κ’όρικάντσα (Q’orikancha), ως παλλακίδες του Μεγάλου Ίνκα (Apu Inka). Αφιερώνονταν στις καλές τέχνες και προορίζονταν για τις ανθρωποθυσίες.
Στην αρχαία Αθήνα, νομικά, μόνο η σύζυγος έπαιρνε την κοινωνική θέση του άνδρα, αλλά η παλλακίδα είχε νομικά ίση προστασία με τη σύζυγο σε περιπτώσεις προσβλητικής συμπεριφοράς προς το πρόσωπό της. Αυτό συσχετιζόταν και με την καταγωγή των γυναικών, επειδή το στοιχείο που όριζε αν μια κοπέλα είχε περισσότερες πιθανότητες να γίνει νόμιμη σύζυγος ή παλλακίδα, ήταν η προίκα, εφ όσον στην Αθήνα, σπάνια μια κοπέλα γινόταν νόμιμη σύζυγος χωρίς αυτήν. Έτσι καταλήγουμε το συμπέρασμα πως οι παλλακίδες θα πρέπει να ήταν φτωχά κορίτσια οικογενειών από την Αττική.
H πορνεία λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό, ως ρυθμιστής των ανικανοποίητων και επιθετικών σεξουαλικών ορμών, με σκοπό την προστασία της κοινωνικής τάξης, διότι κρατούσε τους άγαμους μακριά από τις κόρες και τις συζύγους των αστών. Επίσης, οι εταίρες –δηλ. οι πόρνες-, ως οι μόνες γυναίκες που είχαν εισέλθει στη δημόσια ζωή, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στις ανδρικές συντροφιές και καλλιεργούνταν ως σημαντική διασκέδαση για εκείνους. Οι πόρνες, πολύ συχνά ήταν δούλες (δηλαδή υπηρέτριες, αυλητρίδες ή χορεύτριες), απαραίτητη συντροφιά των ανδρών στα συμπόσια, όπου ενδεχομένως να προέκυπτε η προώθησή από τον κύριό τους στην αγκαλιά κάποιων από τους συμμετέχοντες. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με τις γκέισα ( 芸者 geisha) της Ιαπωνίας. Από οικονομική άποψη, ήταν δυνατό να αγοράσει κάποιος δούλες με αποκλειστικό σκοπό να τις προωθήσει στην πορνεία και να κερδίζει έτσι τη ζωή του. Εκτός όμως από την αγορά δούλων, πηγή προμήθειας κοριτσιών προορισμένων για την πορνεία ήταν και ο θεσμός της έκθεσης. Η έκθεση των νεογέννητων ήταν συχνά μία ανάγκη για τις οικογένειες με πολύ χαμηλά έσοδα. Για τους φτωχότερους, τα κορίτσια ήταν επιβαρυντικά μέλη της οικογένειας, λόγω του φόβου για τα έξοδα της προίκας, και έτσι τα απειλούσε η έκθεση συχνότερα από τα αγόρια. Αυτό σήμαινε συνηθέστερα ότι τα περίμενε η τύχη της πορνείας, αφού πολλά από αυτά τα κοριτσάκια περισυλλέγονταν από τους δουλεμπόρους στους δρόμους, όπου οι γονείς τους τα εγκατέλειπαν μόλις γεννηθούν. Αν και οι μαρτυρίες αναφέρουν συχνότερα τη γυναικεία πορνεία, που ήταν ευρέως αποδεκτή, εντούτοις υπήρξε διαδεδομένη και η παιδική πορνεία, με επίκεντρο τα νεαρά αγόρια, μια σχέση γενικά (και υποκριτικά) ήταν καταδικαστέα. Αυτή ήταν –κατά τ’ άλλα-η λειτουργία της πολυφημισμένης αθηναϊκής Δημοκρατίας…
Ο όρος παιδεραστία αναφέρεται μόνο στο αγόρι και συγκεκριμένα σ' εκείνο που βρίσκονταν προς το τέλος της εφηβείας. Αυτή η ερωτικά χρωματισμένη ιδιότητα του Μέντορος, την οποίαν είχε ένας ενήλικος, που εύρισκε ανταπόκριση στο θαυμασμό και στην ευγνωμοσύνη του αναπτυσσόμενου εφήβου, ήταν η προϋπόθεση που έκανε αποδεκτή μία τέτοια σχέση, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, χωρίς δηλαδή τον παιδαγωγικό έρωτα, ήταν απλώς βλαπτική πορνεία ή και παρά φύσιν ασέλγεια (Βλ. Πλάτωνος Νόμοι: 636c, 835c - 842a). Αντίθετα, η σεξουαλική επαφή, εάν υπήρχε, αποτελούσε όνειδος. Η σχέση που αναπτυσσόταν μεταξύ τους, κατέληγε σε μια ισόβια φιλία, αφού έπαυε η παιδεραστική σχέση, όταν ο έφηβος μεγάλωνε και γινόταν άνδρας. Ήταν δεδομένο ότι η σχέση αυτή ήταν πολύ ισχυρή και αυτό είχε μια επιπλέον ιστορική εφαρμογή με τον περίφημο Ιερό Λόχο των Θηβών, όπου στρατολογούνταν αποκλειστικά τέτοια ζευγάρια (Βλ. Πλουτάρχου. Πελοποννησιακά: 287, 6). Κοινωνική αντίφαση σε αυτού του είδους τις σχέσεις θεωρείται το γεγονός ότι στη σύγχρονη εποχή έχει διαβληθεί η παιδεραστία με την αρχαία έννοια και θεωρείται ως η δια του πρωκτού γενετήσια επικοινωνία. Στην αττική κωμωδία, η προσβλητική λέξη «καταπύγων» (Βλ. Αριστοφάνους Θεσμοφοριάζουσαι: 201) ήταν εξαιρετικά μειωτική για τέτοιες σεξουαλικές συμπεριφορές, όπως και ο χαρακτηρισμός «εὐρύπρωκτος» (Βλ. Αριστοφάνους Νεφέλαι: 1023).
Η αρχαία αθηναϊκή κοινωνία δεν διέκρινε τις σεξουαλικές επιθυμίες ή τις συμπεριφορές ανάλογα με το φύλλο των συμμετεχόντων σε αυτές, αλλά με τον ρόλο που ο κάθε ένας είχε κατά τη σεξουαλική πράξη. Αυτή η πόλωση μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού ατόμου αντιστοιχούσε με κυρίαρχες και υποταγμένες συμπεριφορές: ο ρόλος του ενεργητικού –που διείσδυε- συνδεόταν με την αρρενωπότητα, την υψηλή κοινωνική θέση και την ηλικιακή ωριμότητα, ενώ εκείνος του παθητικού φανέρωνε θηλυπρέπεια, χαμηλή κοινωνική τάξη και νεανική ανωριμότητα. Έτσι, υπήρχε ισχυρό κοινωνικό στίγμα για τους παθητικούς ομοφυλόφιλους άνδρες της αρχαίας Αθήνας. Γνωστό είναι το παράδειγμα της αμφιλεγόμενης σχέσης ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Πάτροκλο.
Οι «Νόμοι» του Σόλωνα (Βλ. βιβλίο 5, κεφάλαιο 5, άρθρο 332), είναι σαφείς για τις συνέπειες που είχε κάποιος Αθηναίος αν είχε ερωτική σχέση με άντρα: εάν κάποιος Αθηναίος συνάψει ομοφυλοφιλική σχέση με κάποιον άλλον άνδρα, δεν θα του επιτρέπεται να γίνει μέλος των 9 αρχόντων, να εκλεγεί ιερέας, να είναι συνήγορος του λαού, να ασκεί κάποια εξουσία, εντός η εκτός της χώρας, κληρωτή ή χειροτονητή. Δεν θα του επιτρέπεται να σταλεί ως κήρυκας πολέμου, να εκθέτει τη γνώμη του, να μπαίνει στους δημόσιους ναούς, να στεφανώνεται στις δημόσιες στεφανοφορίες, ούτε να παίρνει μέρος στους περιπάτους που γίνονται στην αγορά. Όποιος πολίτης έχει καταδικαστεί ως ερωτικός σύντροφος, αλλά ενεργήσει αντίθετα με τις διατάξεις του νόμου, να τιμωρείται με θάνατο.
Η ιερή πορνεία ήταν ένα ιδιόμορφο φαινόμενο στην αθηναϊκή αρχαιότητα, σύμφωνα με το οποίο, νεαρά κορίτσια και αγόρια, αφιερωμένα από τους γονείς τους ή τους κυρίους τους σε ναούς στην υπηρεσία κάποιας θεότητας, προσέφεραν σεξουαλικές υπηρεσίες στους επισκέπτες. Οι υπηρεσίες αυτές ποίκιλαν ως προς το ιδεολογικό τους υπόβαθρο. Σε κάποιες περιπτώσεις, νεαρές γυναίκες που ετοιμάζονταν να παντρευτούν εντάσσονταν στις ιερόδουλες κάποιου ναού, ώστε να μαζέψουν την προίκα τους, χωρίς αυτό να αποτελεί εμπόδιο για τους μέλλοντες συζύγους. Άλλοτε, οι κοπέλες ήταν υποχρεωμένες να τηρήσουν το τοπικό έθιμο και να έρθουν μία μόνο φορά σε επαφή με έναν άγνωστο άνδρα. Μετά εκείνη την συνεύρεση μπορούσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους και ήταν έτοιμες για γάμο. Σε αντίθεση με τις "λαϊκές" πόρνες, οι ιερόδουλες είχαν σημαντική θέση στην κοινωνία.