Η σελίδα της Δανάης
Αυτή είναι, Eréndira μου, η Λατινική Αμερική που γνώρισα. Μέσ’ απ’ αυτήν σε παρέδωσα στο φως. Te di a luz, όπως λέμε στα ισπανικά. Άλλα ονειρεύτηκα κι άλλα συνάντησα. Απομυθοποίηση. Αλλά κι εδώ, στην Ελλάδα, τώρα πια, δεν πάμε καλύτερα. Γι’ αυτό δεν ήθελα να έρθουν εξ’ αιτίας μου κι άλλες ψυχές στη ζωή. Γιατί, όπως λέει ο Schopenhauer, «η παιδική ηλικία είναι η απολεσθείσα Εδέμ». Όμως, ήρθες. Συνειδητά. Γιατί είναι δικαίωμα Εκείνης. Ελπίζω, μέσ’ από ‘σένα, να φανεί ένας δρόμος, ένας κόσμος πιο φωτεινός. Το προαίσθημά μου είναι αρνητικό. Πάντα ήμουν πεσιμιστής. Όμως, Εκείνη, αφήνει μία πόρτα μισάνοιχτη στην ελπίδα. Σ’ εσένα.
Tata
Το παραμύθι που ακολουθεί, το έγραψε η Δανάη-Eréndira, η Χαμογελαστή Πριγκίπισσα του Νερού, χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν, όταν πήγαινε ακόμη στη Δευτέρα Δημοτικού, στην Αθήνα. Τώρα πια, το 2011, τελειώνει την Πέμπτη Δημοτικού στην Κόστα Ρίκα. Δεν έχει γίνει καμία διορθωτική παρέμβαση στο χειρόγραφό της.
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ
Δανάη Ταμπουράκη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ελένη. ήταν στενοχοριμένο επιδή δεν είχε τίποτα το μαγικό. μια μέρα η μαμἀ της Ελένης της ζήτησε να πάει να μαζέψει φρούτα στο δάσος. Όταν η Ελένη πήγε στο δάσος συνάντησε μια νεράιδα. Η νεράιδα της είπε να σκοτώσει ένα κακό ξωτικό που κυνηγούσε όλες τις νεράιδες για να της φάει. Η Ελένη της είπε:
Εγώ δεν μπορώ να σκοτώσω ένα ξωτικό. Ναι το ξέρω αλλά πρέπει να το σκοτόσεις είσαι η μόνη μου ελπίδα. Εντάξει και τι θα μου κάνεις για αντάλλαγμα. Θα σε κάνω βασίλισα των νεραιδών.
Όταν η Ελένη πήγε να σκωτόσει το ξωτικό το ξωτικό πίρε τους φίλους του και την κυνηγάγανε. Το κοριτσάκι κατάφερε να σκοτόσει το ξωτικό. Μετά πήγε στη νεράιδα και της είπε:
-Το σκώτοσα το ξωτικό μου είπες οτι θα με κάνεις βασίλισα των νεραιδών θυμάσε;
-Ελένη μου σε ξεγέλασα αστείο έτσι;
Καθόλου δεν κρατάς της υποσχέση σου. Φεύγω. Όταν έφυγε η Ελένη η νεράιδα στενοχωρέθυκε. Την ακολούθησε και την σταμάτησε και είπε:
-Συγγνώμη με συνχορείς;
-Ναι βεβαία.
-Να γίνουμε φίλες;
-Ναί!
Και άρχισαν να παίζουν σχινάκι.
Ξαβνικά ενφανίστηκε ένα πελόριο τέρας. Οι δύο φίλες φόναξαν βοήθεια!
Όταν άκουσε μια μάγισσα τη λέξη βοήθεια έτρεξε πρως το μέρος τους. Η νεράιδα είπε:
-Η μάγισσα Μπόρα!
Η μάγισσα είδε το τέρας και είπε:
ΚαπαΣουΜάκα και το τέρας εξαφανίστηκε.
-Ευχαριστούμε είπαν οι δύο φίλες. Θέλεις να γίνεις φίλη μας ναι! Θα το θελα πολύ! Που πἀς; Πάω στο λουλουδένιο πάρτι θέλετε να έρθετε; βεβαια!
Όταν γύρισαν από το πάρτι. Πήγαν στα σπίτια τους.
Που ήσουν όλη μέρα; ρώτησε η μαμα την Ελένη
-Στο δάσος μαμα κι έγινε μια νεράιδα κι μια μάγισσα φίλες μου. Ψέματα. Αλήθεια όταν γύρισε το κεφάλι η Ελένη είδε της φίλες της τη νεράιδα και την μάγισσα. Οστε αλήθεια μου λεγες.
Και βεβαια. η μαμα της Ελένης είπε να κάνουν μια γιορτή. Συμφβόνισαν. Κι έκαναν μια γιοτη με πολλά γλυκά και ποτά.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλητερα.
ΤΕΛΟΣ
Δελτίο Επικοινωνίας | Πληροφορίες
Αρχική σελίδα > Δραστηριότητες > Ποιητικό Βήμα Δραστηριότητες
Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008 34ο Ποιητικό Βήμα Ποίηση των Ίνκας
Διάλογος με την πέτρα, το φως, την αιωνιότητα Η Στοά τού Βιβλίου,σε συνεργασία με τις εκδόσεις ΡΟΕΣ, πραγματοποίησαν την 34η εκδήλωση τού κύκλου Ποιητικό Βήμασε έναν αντιποιητικό κόσμο με θέμα: Ποίηση των Ίνκας - διάλογος με την πέτρα, το φως, την αιωνιότητα.
Για πρώτη φορά δίνεται η ευκαιρία να παρουσιαστούν στο κοινό τα ποιήματα, που έχουν συγκεντρωθεί από προφορικές και γραπτές πηγές των ιθαγενών των Άνδεων και έχουν μεταφραστεί, τα περισσότερα, από τη γλώσσα των Quechua (Ίνκας). Η εργασία αυτή είναι προϊόν πολύχρονης προσπάθειας τού καθηγητή και συγγραφέα Ηλία Ταμπουράκη, ο οποίος κατέγραψε και διέσωσε ένα μικρό μόνο κομμάτι από τον πλούτο τής παράδοσης αυτών των λαών.
Ο Ηλίας Ταμπουράκης, παθιασμένος ταξιδιώτης και ερευνητής, ήτανι ο κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση. Ο ίδιος, είχε αναλάβει και την ανάγνωση των ποιημάτων στο πρωτότυπο. Ποιήματα διάβασαν στα Ελληνικά η ποιήτρια Παυλίνα Παμπούδη και η επτάχρονη Δανάη-EréndiraΤαμπουράκη-Jiménez.
Το μουσικό συγκρότημα PERU INKA ερμήνευσε παραδοσιακά τραγούδια των Άνδεων με τη συνοδεία αυθεντικών μουσικών οργάνων.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ - ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Στοά τού Βιβλίου © 1996-2011
ATOQ YARQEY TAKI (ARÁNWAY)[1]
Atoqmarí kasqa,
yarqey taki kasqa,
k’usillu rikuspa,
llaqwararikusqa.
-Ayaw, yaw, k’usillu,
hanpúriy makiyman.
Ayaw, qantapuni
mikhuyman wañuni.
-Kchin kay... Uthurunku
wasaykipi kasqan...
qhawarinan kama
k’usillu chinkasqa.
Atojqa phiñasqa
mask’ás tukukusqa;
phishqa p’unchawmanta
ñak’ayman tarisqa.
Wayra k’usillurí
awqan rikuytawan
perqaman uqllata
q’emiyparikusqa.
-Kunanmá yachanki,
mikhusqaykipuni.
Manañan uqtawan
ayqey atinkichu.
-Perqa ñat’uwasun,
iskayninchis wañusun
kurkuman rinaypaq
q’emiríkuy kayman.
Mánchay manchasqalla
atoq qemikusqa.
K’usillu ripuspa
manan kutimusqan.
Atoq yarqey taki
qasita suyasqa.
Phiñay lloqmarisqaq
k’usillu mask’asqa.
-Ayaw, yaw, k’usillu,
yacharichisqayki.
Yárqey aswan hatun,
qantaq aswan misk’i.
Τukuypis niwanku:
-“Ancha tullu kanki.”
Aychay mana kaqtin,
imaywan saqsanki.
Haqay sakchallaman
lloq’arqorikusaq,
ískay rurullata
mikhuykurikusaq.
-Llóqay, riy, mikhúmuy,
huraykanpuwaytaq...
llok’antaq, ruruwan
ñawinpi kchanqantaq.
Atoq ñawsayasqa,
k’usillu ayqesqa.
Phishqa p’unchawmanta
wataqmán tarisqa.
Waycha k’usillurí
allaq churakusqa:
-Ninasis paranqa,
hina niwan anka.
P’uqru allasqani
panpaykukunaypaq,
nina wañuqtintaq
lloqsikanpunaypaq...
Antayrupayakta
patapi rikuspa,
atoq mancharisqa
-“Hinacharí” nispa.
-Ñoqapaqraq kachun
chay allasqa p’uqru.
Umay patapiñan
haqay nina phuyu.
K’usillu k’uchilla
panpaq churakusqa,
panpay tukuspataq
tusús tukukusqa.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ[2]
Ήταν μια φορά
μια αλεπού,
πεινασμένη αλεπού,
κι όταν μαϊμού συνάντησε
λαίμαργα τα χείλη γλείφει.
-Αχ, αχ, βρε μαϊμουδάκι,
έλα εδώ στα χέρια μου!
Αχ, σε παρακαλώ,
έλα εδώ για να τραφώ!
-Σσς! Σώπα!
Τίγρη πίσω σε παραφυλά…
Η αλεπού τότε κοιτά
κι ο πίθηκος ξεφεύγει.
Αγριεμένη η αλεπού
βάλθηκε να ψάχνει˙
πέντε μέρες έπειτα
τον συναντά και πιάνει.
Γρήγορος σαν τον άνεμο,
ο πίθηκος ξεφεύγει
απ’ τον εχθρό του τον κακό
σε τοίχο ανεβαίνει.
-Τώρα θα δεις, εγώ γοργά
θα σε καταβροχθίσω!
Καθόλου πια δε θα μπορείς
από ‘μένα να ξεφύγεις.
-Τοίχος ψηλός γκρεμίζεται,
τους δυο μας θα πλακώσει!
Κι απ’ το κλαρί το λυγιστό
εγώ θα σου ξεφύγω.
Τρομαγμένη, φοβισμένη,
η αλεπού τον τοίχο πλησιάζει,
μα η μαϊμού κάνει φτερά
και πίσω δε γυρίζει.
Η πεινασμένη αλεπού
μάταια τον περιμένει.
εξοργισμένη πια χιμά
τον πίθηκο ν’ αρπάξει.
-Αχ, μαϊμουδάκι,
τώρα θα δεις,
η πείνα μου μεγάλη!
Κι εσύ γλυκό μου φαίνεσαι
κι η γλύκα σου μεγάλη.
-Όλος ο κόσμος συμφωνεί
που κοκαλιάρης είμαι.
Με τη σάρκα μου μια σταλιά,
εσύ πώς θα χορτάσεις;
-Μόνο σ’ εκείνο το δεντρί
άσε με ν’ ανέβω,
με δυο φρουτάκια πια κι εγώ
την πείνα να χορτάσω.
-Άντε, ανέβα εκεί να φας,
κι έπειτα κατεβαίνεις...
Κι αφού σκαρφάλωσ’ η μαϊμού,
στα μάτια τής πετάει
τα φρούτα που η Μάνα Γη
στον άνθρωπο χαρίζει.
Τυφλή, τώρα, η αλεπού,
τον πίθηκό της χάνει˙
πέντε μέρες ύστερα,
πάλι τον ξαναβρίσκει.
Η καημενούλα η μαϊμού,
σηκώνεται και λέει:
-Φωτιά από τον ουρανό
απάνω μας θα πέσει!
Το λέει και ο αητός,
που όλα πια τα ξέρει...
-Στην τρύπα αυτήν που έσκαψα
θα μπω για να γλιτώσω.
Κι αν σβήσει η φωτιά που άναψε
τότε θα βγω απάνω...
Σύννεφα κοκκινωπά
τον ουρανό καλύπτουν,
κι αλεπού μας η χαζή
τον πίθηκο πιστεύει.
-Την τρύπα αυτήν που έσκαψες,
για ‘μένα θα την πάρω
και το νερό απ’ τα σύννεφα
τη φλόγα σου θα σβήσει.
Ο πίθηκος, τότε, γοργά,
την αλεπού τη θάβει,
κι όταν το έργο τέλειωσε,
βάλθηκε να χορεύει.
[1] Παρ’ όλο ότι έχουμε αφιερώσει ειδικό κεφάλαιο για τα δείγματα της θεατρικής ποίησης της
αποικιακής, όμως, περιόδου, παραθέτουμε αυτό το έργο σ’ αυτό το σημείο, επειδή ανήκει στις προαποικιακές συνθέσεις.
[2] Το λαϊκό ύφος αυτού του θεατρικού ποιήματος-διαλόγου μας επιτρέπει να μιμηθούμε στη
μετάφραση στο στυλ των αντίστοιχων ποιημάτων της ελληνικής επαρχίας, χωρίς να παρεκκλίνουμε από την ακρίβεια της μετάφρασης.
Τα πρώτα (9-χρονα) βήματα της Δανάης-Eréndira στον ποιητικό λόγο.
«Άνθη κερασιάς,
λουλούδια ροζ,
σαν χαρτί βεντάλιας παιδιού.
[χάϊ-κου]
My hard [heart] is
near the flowers
and my hand (is) in (the)
our world!
It’s [a] beautiful world
hot and cold!»
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο Ο ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΟΣ ΑΕΤΟΣ της Αθηνἀς Μπίνιου, (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα) σε ισπανική μετάφραση από τον Ηλία Ταμπουράκη, και αφιερωμένο στη Δανάη Eréndira -τη Χαμογελαστή Πριγκίπισσα του Νερού.
El siguiente texto es un capítulo del libro EL ÁGUILA DE CRISTAL de Athiná Biniu, traducido al español por Elías Tampourakis.
La princesa de Machu Picchu
Las águilas estaban volando por la sombra del Nevado Huascarán, el monte peruano, cuya altura llega a los siete mil metros. Cuando se derrite su nieve, forma decenas de nacientes de ríos.
Más, allá, donde la jungla impenetrable de los montes se encuentra con la civilización de los incas, hay un monumento arquitectónico y arqueológico; una muestra valiosa de la cultura de esa Tierra. Son las ruinas de la ciudad pétrea de Machu Picchu, que tienen la fuerza de transmitir el pasado al presente y al futuro. Entre los mitos y la realidad, se yerguen templos y altares al lado de palacios y estatuas de la Antigüedad remota.
Cuando por fin llegamos, yo estaba tan cansada, que me paré en un manantial para refrescarme. Me recosté sobre una piedra, escuchando al cóndor que me contaba las antiguas historias de aquel lugar. Cerré un poco los ojos para descansar. Me quedé inmóvil y tuve una visión: estaba en una quinta dimensión, fuera del espacio y del tiempo; mis pensamientos eran mínimos, pero mi cuerpo presentía una intensa acción.
...De repente, el cielo se oscureció. Sobre una nube gris apareció en una totora* un personaje antiguo de los incas.
-“Soy el espíritu de Pachakuteq, el mejor rey de los incas” se escuchó su voz.
Llevaba ropaje multicolor, hecho de alpaca* y en la cabeza varias plumas. En cada mano sostenía una honda hecha de dos sogas largas y unidas con una pieza ancha de cuero, con las cuales podía tirar piedras a sus enemigos, y las movía amenazándome.
Era un indígena originario. Miraba alrededor con ojos enfurecidos y gritaba con toda su fuerza.
-“¡Te voy a capturar y meterte en la cárcel!” amenazaba a alguien. “No me importa si eres un conquistador español. Yo te voy a castigar estrictamente.”
Nos asustamos todos y quisimos escapar, pero el espíritu nos había visto y nos perseguía furioso. Dirigía su honda hacia Aquilino, y era obvio que sólo a él quería cazar. Con un movimiento improvisto, logró encrucijarlo.
-“¡Ya te pillé, General Ollanta! No te voy a permitir que te cases con mi hija, la princesa Kusi Qoyllur, la Estrella Feliz. Ya no te puedes escapar...” gritaba seguro de que estaba enfrentando a un enemigo interno del imperio incaico.
Aquilino trataba en vano de convencerle de que no era el General Sinchi Ollanta, sino un simple águila de Grecia. Entonces, con una vuelta virtuosa, Aquilino logró volar hacia arriba, y esconderse entre las piedras gigantescas de las murallas monolíticas de esa ciudad antigua.
Ahí descubrió un paso secreto que le llevó al Templo del Sol.
El fantasma del Inca Pachakuteq continuaba persiguiendo a Aquilino por encima de los palacios derrumbados.
Yo tenía mucha ansiedad, cuando de repente vi a Aquilino lanzándose detrás del Inca y escondiéndose de nuevo en el Templo de la Luna. Saliendo de nuevo cuidadosamente, se orientó hacia el manantial, y volando en contra de la ruta del agua, llegó a una cueva.
Empezó a bajar por centenas de gradas, que no sabía adónde lo iban a llevar. Él siempre confiaba en su instinto y su buena suerte. Yo le seguía a cierta distancia.
La voz de Pachakuteq se escuchó de nuevo amenazándonos entre las ruinas del monte sagrado.
-“¡Maldito General Ollanta! ¡Devuélveme a mi hija! ¿Por qué me la robaste? Nunca te dejaré que te cases con la princesa Kusi Qoyllur. ¡Jamás! Ella se quedará siempre conmigo en mi palacio. Y yo no pienso regresar a mi tumba real, si no te mato primero.”
Andaba penando por las calzadas y las plazas de la antigua ciudad, gritando con su voz fantasmal.
-“Devuélveme a mi hija, y yo te regalaré una de las Vírgenes del Sol. Ellas son las mujeres más bellas de mi imperio, y las tengo guardadas en el Templo Mayor de mi ciudad para que me sirvan como sacerdotisas y para que construyan las mejores obras de artesanía en mi honor.”
Aquilino luchaba jadeante para salvarse de la persecución desesperada de ese rey confundido.
Una melodía pentatónica y exótica de flautas que se llaman quenas y zampoñas empezó a sonar. Voces humanas cantando en la lengua quechua de los incas, y tambores -grandes y pequeños- acompañaban el ritmo extraño que sonaba nostálgicamente y embellecía las montañas alrededor de Machu Picchu.
En medio de la Plaza Mayor, al lado del altar, llegaron con pasos solemnes tres mujeres de vestimenta multicolor; sus joyas de oro simbolizaban su descendencia noble. Se acercaron al único árbol de la plaza y empezaron a decorarlo cuidadosamente. Cuando terminaron, hicieron unos pasos hacia atrás, y entonces vi que por las ramas colgaban unas estatuillas de oro que representaban los regalos de la Madre Tierra: frutas y llamas. Cuando terminó la música, las tres mujeres levantaron sus manos hacia el cielo; primero, habló la más anciana y dijo con voz imponente:
-“Yo soy Pachamama, la Madre Tierra; mi hijo y dueño de la Tierra, Pachakuteq, bájate de tu nube y ven a reposar a mi lado.”
Después habló la segunda mujer:
-“Yo soy Saramama, La Madre del Maíz; yo doy el alimento a tu gente, los quechua, que cultivan la tierra. Más tarde, cuando vengan los enemigos, los conquistadores españoles, yo les ayudaré a reivindicar los derechos de los débiles y a defender a su cultura incaica.”
La última de las tres mujeres solemnes habló cantando:
-“Yo soy Killamama, la Madre de la Luna; yo les regalaré la unión y el amor, para que la cultura de los incas siga existiendo.”
En fin, hablaron las tres en coro, y rogaron al Inca Pachakuteq:
-“¡Rey antiguo, ven a descansar en paz dentro de tu momia preciosa!”
Entonces, Pachakuteq vino convencido, pero triste. Sus manos se dejaron caer pesadas, tirando a la tierra sus hondas.
-“Yo soy el hijo del Sol y su representante sobre la Tierra”, dijo él agotado. “General Sinchi Ollanta, un día me vengaré de ti...”
Yo me había quedado boquiabierta de lo que veía y escuchaba, pero no podía reaccionar. Después, vi que el espíritu del rey bajó de la nube y como un vapor mágico, entró en su momia.
Aquilino dio un paso hacia el frente y escuchó a su lado una dulce voz; a la vez, sintió un aroma exótico. Al volver la mirada, vio una flor roja que había brotado entre las ruinas. Ella lo miró con inocencia, regalándole su aroma.
-“Me llamo Kantuta” le dijo. “Yo era la flor preferida de la princesa Kusi Qoyllur. Nuestro rey volvió a dormir. De noche, las aves vendrán a recoger los regalos del árbol decorado. Ya te puedes ir, águila; estás seguro. Todos los caminos conducen a Machu Picchu. Tú seguirás el que baja hacia el oriente y allá encontrarás el lago mágico de Titicaca. Es un lago enorme y navegable que se encuentra cerca de las nubes. En sus profundidades viven unas sirenas que cantan dentro de sus palacios hechos de oro y plata. Allí te esperan ellas, para darte un elixir, que es un brebaje mágico que realizará tus sueños...”
Ese sueño veía yo, cuando me despertó Aquilino con sus silbidos fuertes.
-“Reina, ¡despiértate! Lástima que te quedaste dormida y no pudiste escuchar las historias que se cuentan en este país, acerca de las pasiones y las hazañas de los antiguos habitantes. Cuando regresemos a Dadiá, vamos a contarlo todo eso a nuestros hijos, y ellos casi no nos creerán...”
Y yo, suspirando, me levanté estirando las alas, y pensé: “menos mal que pude soñar con todos esos cuentos... Viví entre los héroes de la Antigüedad andina y les abrí mi corazón... Todo parecía tan real, pero, ¿quién sabe si era?”
Eché una mirada alrededor. El cóndor que nos había conducido a las cumbres de Machu Picchu, se preparaba para marcharse. Me acercó y me dijo con voz protectora:
-“Yo me despido de ustedes y les recomiendo que crucen la Tierra Firme que dispone de todos los bienes del mundo. Les voy a mandar donde un águila muy rara, que se llama Arpía. Es la única que vive en la selva tropical del río Amazonas. Pero es muy difícil encontrarlo y les aviso que en aquellos lugares las costumbres locales son muy diferentes que las suyas, y por eso, ustedes experimentarán un mundo misterioso y lleno de peligros.”
Το κείμενο που ακολουθεί το έγραψα ένα χειμωνιάτικο αλλά ζεστό μεσημεράκι, στην Πλατεία Κύπρου της Καλλιθέας -την παλιά γειτονιά της γιαγιάς της Δέσποινας- όταν ακόμη έμενα στο σπίτι της, στα μέσα του Δεκέμβρη του 2011. Βασίζεται σε πραγματικά ανθρωπολογικά στοιχεία των guaraní, και τo έστειλα στη Δανάη που ακόμη βρισκόταν στην Κόστα Ρίκα. Σου το αφιερώνω γιατί βραβεύτηκες από τον Υπουργό Παιδείας της Costa Rica κο. Leonardo Garnier Rímolo, ως η καλύτερη μαθήτρια της χώρας!!! Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να είμαι δίπλα σου εκείνη τη στιγμή. Άσχημες εποχές... Ελπίζω να περάσει σύντομα το κακό. (Τρίτη και 13 Δεκεμβρίου του 2011)
ΠΑΠΑΓΑΛΙΣΤΙΚΑ
Κάποτε, ζούσε στο Τροπικό Δάσος των Μαϊμούδων μία φυλή ιθαγενών. Είχαν ένα παράξενο όνομα: λέγονταν porangüé karaí, που σημαίνει: «Οι Κύριοι της Γλώσσας». Η φυλή τους ήταν η μικρότερη του κόσμου. Είχε μόνον 20 ανθρώπους: 10 γυναίκες και 10 άντρες. Η γλώσσα τους είχε κι εκείνη ένα περίεργο όνομα: λεγόταν yvyra ñe’ ery, που σημαίνει: «Ρέει ο Λόγος από τα Δέντρα». Και βέβαια, με τη λέξη “Λόγος” εννοούσαν δύο πράγματα: την Oμιλία, αλλά και τη Λογική. Αυτές ήταν δύο έννοιες, που η μία πάντα συνόδευε την άλλη. Εκείνοι οι ιθαγενείς δεν είχαν θρησκεία, όμως τους άρεσε να πιστεύουν ότι όταν έβρεχε, οι σταγόνες που έπεφταν από τα δέντρα περνούσαν μέσα από τα ολόισια, κατάμαυρα μαλλιά τους –σαν μοντέρνα καλαμάκια- και γέμιζαν το μυαλό τους με λέξεις. Κάθε σταγόνα και μια λέξη! Πίστευαν ότι όταν μύριζαν ένα λουλούδι, γέμιζαν τα πνευμόνια τους με τον αέρα που δίνει στις λέξεις την κίνηση για να φεύγουν από το στόμα τους πετώντας –σαν μπλε πεταλούδες. Κάθε λέξη και μία αίσθηση! Λευκές ορχιδέες guarias για τα ρήματα, μοβ λουλούδια του πουλιού colibrí για τα ουσιαστικά, ροζ λουλούδια chiras της μπανανιάς για τα επίθετα, που αρωματίζουν τα ουσιαστικά, και θαλασσιά «μη-με-λησμόνει», που σημαίνει: “μη με ξεχνάς”, για τα επιρρήματα. Κι όταν έτρωγαν φρούτα, πίστευαν ότι ο χυμός τους κυλούσε, έρεε μέσα στο σώμα τους κι έβαζε τις λέξεις και τη γραμματική σε μία μελωδική σειρά, που λέγεται συντακτικό: Πορτοκαλί maracuyás (τα φρούτα της αγάπης) για τα αντικείμενα –δηλαδή τα πράγματα- και πράσινα mangos για τα υποκείμενα - δηλαδή τους ανθρώπους. Αυτήν τη γλώσσα, που δημιουργούσαν οι μουσικές νότες της βροχής πάνω στα φύλλα, δίδασκαν στα παιδιά τους. Κι εκείνα μάθαιναν με τον πιο φυσικό τρόπο το ρυθμό και τον επιτονισμό της γλώσσας με τα ποικίλα τονικά ύψη. Σε αυτήν τη γλώσσα έλεγαν τα morangú, δηλαδή τα παραμύθια τους. Όμως, δεν μπορούσαν να τα γράψουν, γιατί δεν είχαν γράμματα. Τα ζωγράφιζαν, βέβαια, στις σπηλιές τους, με κόκκινες, κίτρινες και μαύρες γραμμές, αλλά τα χρώματα εκείνα δεν είχαν ήχους… Είχαν, όμως, αρμονία. Μία αρμονία που δημιουργούσε ένα είδος εικονικής μουσικής.... Μία ορχήστρα των χρωμάτων.
Μια μέρα, ήρθε ξαφνικά μία εχθρική φυλή από την άλλη πλευρά του δάσους, που το έλεγαν: «Άλλη Πλευρά» και όλοι το φοβόταν, γιατί τους ήταν άγνωστο. Τ’ όνομά τους ήταν mburumbichá, που σημαίνει: «Οι Κακοί Ιερείς». Αυτοί μιλούσαν άλλη γλώσσα, και γι’ αυτό κήρυξαν πόλεμο στους ιθαγενείς, σκοτώνοντάς τους όλους. Η γλώσσα τους πέθανε κι εκείνη μαζί τους. Κανείς δεν τη μιλούσε πια. Δεν ακουγόταν πλέον στο δάσος. Και η βροχή από τα δέντρα είχε γίνει σκέτο νερό, χωρίς ήχους, χωρίς λέξεις, χωρίς μελωδία. Οι άνθρωποι, από karaí, είχαν γίνει a-karaí, δηλαδή «πρώην άνθρωποι», και η γλώσσα τους, από porangüé, είχε γίνει a-porangüé, δηλαδή «πρώην γλώσσα». Τα παραμύθια τους, από morangú, είχαν γίνει a-morangú, δηλαδή «πρώην παραμύθια», ενώ τα λουλούδια και τα φρούτα δεν είχαν πια ονόματα. Και τα φύλλα του δάσους δεν έπαιζαν πλέον μουσικές νότες, παρά έβγαζαν μόνον έναν μονότονο ήχο... Τα τύμπανα από μπανανόφυλλα δεν ηχούσαν πια. Ούτε τα φλάουτα από τα λεπτά κλαδιά, όπου κάθονταν τα κόκκκινα βατραχάκια που εκσφενδονίζονταν σαν βέλη...
Μετά από πολλά χρόνια, ένας επιστήμονας με ξανθιά μαλλιά σαν άχυρο –Humboldt ήταν τ’ όνομά του- ήρθε από μια χώρα μακρινή, όπου έκανε συνέχεια κρύο. Ήρθε για να μελετήσει την τροπική ζούγκλα. Το πρώτο πράγμα που επισκέφτηκε ήταν η σπηλιά των μελωδικών χρωμάτων της γλώσσας. Παρατήρησε οτι οι σχεδιασμένοι άνθρωποι, τα ζώα και τ' άλλα σχήματα στους βράχους, παρ' όλο που ήταν ακινητοποιημένα, πετρωμένα, στα μάτια του κινούνταν σαν κινηματογραφική ταινία! Οι άνθρωποι χόρευαν παραδοσιακούς χορούς, τραγουδώντας στη γλώσσα που ρέει από τα δέντρα, τα ζώα έτρεχαν να σωθούν από τους κυνηγούς με τα τὀξα, ενώ παράξενα αντικείμενα -άλλα σαν άστρα, κι άλλα σαν ιπτάμενοι δίσκοι εξωγήινων-κοσμούσαν τον ουρανό της σπηλιάς! Μία ολόκληρη ιστορία αιώνων των Κυρίων της Γλώσσας με εικονογράμματα! Όταν βγήκε μαγεμένος απ' τη σπηλιά, ανακάλυψε ανάμεσα στα δέντρα ceiba, κάποιους παπαγάλους με πολύχρωμα φτερά: lapas λεγόταν οι μπλε, guacamayas οι κόκκινοι και loras οι πράσινοι. Είχαν και θαλασσιά μωράκια, που λεγόταν loritos! Παρατήρησε, λοιπόν, ο Humboldt, ότι εκείνοι οι παπαγάλοι μιλούσαν μία παράξενη γλώσσα, που ακουγόταν σαν βροχή που πέφτει από τα κλαδιά των δέντρων! Την είχαν μάθει ακούγοντας τους ινδιάνους πρίν από τον πόλεμο, όταν εκείνοι ακόμη ζούσαν. Αποφάσισε τότε, να καταγράψει τους ήχους εκείνης της γλώσσας, με τα γράμματα της δικής του. Ήταν εκείνος ο πρώτος γλωσσολόγος, και οι παπαγάλοι ήταν εκείνοι που έσωσαν τη γλώσσα της χαμένης φυλής από τον πόλεμο, και ο Humboldt, ακούγοντάς την, έτρεμε και ανατρίχιαζε απ’ την συγκίνηση, ακόμη κι αν αυτά ήταν… παπαγαλίστικα! Κατάλαβε οτι οι γλώσσες, τελικά, δεν πεθαίνουν, αλλά κοιμούνται για λίγο. Αρκεί κάποιος, έστω κι ένας, να τις θέλει, να τις αγαπά, για να ξαναζωντανέψουν.Κι έτσι, έγινε τότε ο Humboldt ένας porangüé karaí –ένας «Κύριος της Γλώσσας», γιατί όποιος μιλάει μία γλώσσα, σκέφτεται σαν το λαό που την έφτιαξε.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΛΕΞΗΣ
Το πρώτο πράγμα που υπήρξε στον κόσμο, ήταν ο Λόγος, δηλαδή η γλώσσες και η λογική. Οι άνθρωποι έλεγαν: «Εν αρχή ην ο Λόγος.»
Ένας αρχαίος Πέρσης βασιλιάς, κάποτε, έκανε μία μεγάλη προσπάθεια να μάθει αυτόν το Λόγο. Προσπάθησε να τον ανακαλύψει βάζοντας τους σοφούς του να συμπτύξουν όλη τη γνώση του κόσμου.
Με εντολή του, συγκεντρώθηκαν σε μία τεράστια βιβλιοθήκη όλα τα βιβλία που υπήρχαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Γεμάτα τα καραβάνια με βιβλία έφταναν σ’ εκείνη την αρχαία πόλη. Και οι σοφοί της εποχής εργάστηκαν επί χρόνια, συμπυκνώνοντας κάθε κομματάκι γνώσης που ήταν γνωστό, σ’ ένα μονάχα βιβλίο.
Αλλά ο βασιλιάς ήθελε μία καλύτερη εξήγηση του Λόγου, δηλαδή της λογικής και των γλωσσών. Έτσι, έβαλε τους σοφούς να συμπυκνώσουν εκείνο το βιβλίο σε μία μόνο σελίδα. Και μετά, τους έβαλε να το συμπεριλάβουν μέσα σε μία μόνο φράση. Ώσπου, μετά από πολλά ακόμα χρόνια μελέτης, οι φιλόσοφοί του κατέληξαν σε μία μοναδική λέξη, εκείνη που μπορούσε να λύσει όλα τα αινίγματα.
Αλλά η αρχαία πόλη χάθηκε μέσα στον πόλεμο, και ο Λόγος –οι γλώσσα και η λογική- χάθηκε επίσης.
Ποιος ήταν, όμως, αυτός ο λόγος; Σίγουρα η αξία του ξεπερνούσε τα πλούτη της Περσίας, αφού με αυτόν, οι άνθρωποι καταλάβαιναν τα αισθήματα και τις ανάγκες τους. Δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, στη δική μας εποχή, μέσα από τις επιστημονικές μελέτες των ατομικών και μοριακών φαινομένων, της βιολογίας και της αστρονομίας, της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας, της ιατρικής και της λογοτεχνίας, μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιος είναι αυτός ο Λόγος. Και να τον χρησιμοποιήσουμε. Να τον χρησιμοποιήσουμε για να γνωρίσουμε, να μάθουμε τον εαυτό μας. Αυτό που οι αρχαίοι έλεγαν «Γνώθι σ’ αυτόν». Και να προβλέπουμε τις ενέργειες των άλλων ανθρώπων.
"Το τραγούδι που ακολουθεί είναι το αγαπημένο μου", λέει η 11-χρονη Δανάη, "γιατί είναι συναισθηματικό και με κάνει να σκέφτομαι."
Tata
Το παραμύθι που ακολουθεί, το έγραψε η Δανάη-Eréndira, η Χαμογελαστή Πριγκίπισσα του Νερού, χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν, όταν πήγαινε ακόμη στη Δευτέρα Δημοτικού, στην Αθήνα. Τώρα πια, το 2011, τελειώνει την Πέμπτη Δημοτικού στην Κόστα Ρίκα. Δεν έχει γίνει καμία διορθωτική παρέμβαση στο χειρόγραφό της.
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ
Δανάη Ταμπουράκη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ελένη. ήταν στενοχοριμένο επιδή δεν είχε τίποτα το μαγικό. μια μέρα η μαμἀ της Ελένης της ζήτησε να πάει να μαζέψει φρούτα στο δάσος. Όταν η Ελένη πήγε στο δάσος συνάντησε μια νεράιδα. Η νεράιδα της είπε να σκοτώσει ένα κακό ξωτικό που κυνηγούσε όλες τις νεράιδες για να της φάει. Η Ελένη της είπε:
Εγώ δεν μπορώ να σκοτώσω ένα ξωτικό. Ναι το ξέρω αλλά πρέπει να το σκοτόσεις είσαι η μόνη μου ελπίδα. Εντάξει και τι θα μου κάνεις για αντάλλαγμα. Θα σε κάνω βασίλισα των νεραιδών.
Όταν η Ελένη πήγε να σκωτόσει το ξωτικό το ξωτικό πίρε τους φίλους του και την κυνηγάγανε. Το κοριτσάκι κατάφερε να σκοτόσει το ξωτικό. Μετά πήγε στη νεράιδα και της είπε:
-Το σκώτοσα το ξωτικό μου είπες οτι θα με κάνεις βασίλισα των νεραιδών θυμάσε;
-Ελένη μου σε ξεγέλασα αστείο έτσι;
Καθόλου δεν κρατάς της υποσχέση σου. Φεύγω. Όταν έφυγε η Ελένη η νεράιδα στενοχωρέθυκε. Την ακολούθησε και την σταμάτησε και είπε:
-Συγγνώμη με συνχορείς;
-Ναι βεβαία.
-Να γίνουμε φίλες;
-Ναί!
Και άρχισαν να παίζουν σχινάκι.
Ξαβνικά ενφανίστηκε ένα πελόριο τέρας. Οι δύο φίλες φόναξαν βοήθεια!
Όταν άκουσε μια μάγισσα τη λέξη βοήθεια έτρεξε πρως το μέρος τους. Η νεράιδα είπε:
-Η μάγισσα Μπόρα!
Η μάγισσα είδε το τέρας και είπε:
ΚαπαΣουΜάκα και το τέρας εξαφανίστηκε.
-Ευχαριστούμε είπαν οι δύο φίλες. Θέλεις να γίνεις φίλη μας ναι! Θα το θελα πολύ! Που πἀς; Πάω στο λουλουδένιο πάρτι θέλετε να έρθετε; βεβαια!
Όταν γύρισαν από το πάρτι. Πήγαν στα σπίτια τους.
Που ήσουν όλη μέρα; ρώτησε η μαμα την Ελένη
-Στο δάσος μαμα κι έγινε μια νεράιδα κι μια μάγισσα φίλες μου. Ψέματα. Αλήθεια όταν γύρισε το κεφάλι η Ελένη είδε της φίλες της τη νεράιδα και την μάγισσα. Οστε αλήθεια μου λεγες.
Και βεβαια. η μαμα της Ελένης είπε να κάνουν μια γιορτή. Συμφβόνισαν. Κι έκαναν μια γιοτη με πολλά γλυκά και ποτά.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλητερα.
ΤΕΛΟΣ
Δελτίο Επικοινωνίας | Πληροφορίες
Αρχική σελίδα > Δραστηριότητες > Ποιητικό Βήμα Δραστηριότητες
Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008 34ο Ποιητικό Βήμα Ποίηση των Ίνκας
Διάλογος με την πέτρα, το φως, την αιωνιότητα Η Στοά τού Βιβλίου,σε συνεργασία με τις εκδόσεις ΡΟΕΣ, πραγματοποίησαν την 34η εκδήλωση τού κύκλου Ποιητικό Βήμασε έναν αντιποιητικό κόσμο με θέμα: Ποίηση των Ίνκας - διάλογος με την πέτρα, το φως, την αιωνιότητα.
Για πρώτη φορά δίνεται η ευκαιρία να παρουσιαστούν στο κοινό τα ποιήματα, που έχουν συγκεντρωθεί από προφορικές και γραπτές πηγές των ιθαγενών των Άνδεων και έχουν μεταφραστεί, τα περισσότερα, από τη γλώσσα των Quechua (Ίνκας). Η εργασία αυτή είναι προϊόν πολύχρονης προσπάθειας τού καθηγητή και συγγραφέα Ηλία Ταμπουράκη, ο οποίος κατέγραψε και διέσωσε ένα μικρό μόνο κομμάτι από τον πλούτο τής παράδοσης αυτών των λαών.
Ο Ηλίας Ταμπουράκης, παθιασμένος ταξιδιώτης και ερευνητής, ήτανι ο κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση. Ο ίδιος, είχε αναλάβει και την ανάγνωση των ποιημάτων στο πρωτότυπο. Ποιήματα διάβασαν στα Ελληνικά η ποιήτρια Παυλίνα Παμπούδη και η επτάχρονη Δανάη-EréndiraΤαμπουράκη-Jiménez.
Το μουσικό συγκρότημα PERU INKA ερμήνευσε παραδοσιακά τραγούδια των Άνδεων με τη συνοδεία αυθεντικών μουσικών οργάνων.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ - ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Στοά τού Βιβλίου © 1996-2011
ATOQ YARQEY TAKI (ARÁNWAY)[1]
Atoqmarí kasqa,
yarqey taki kasqa,
k’usillu rikuspa,
llaqwararikusqa.
-Ayaw, yaw, k’usillu,
hanpúriy makiyman.
Ayaw, qantapuni
mikhuyman wañuni.
-Kchin kay... Uthurunku
wasaykipi kasqan...
qhawarinan kama
k’usillu chinkasqa.
Atojqa phiñasqa
mask’ás tukukusqa;
phishqa p’unchawmanta
ñak’ayman tarisqa.
Wayra k’usillurí
awqan rikuytawan
perqaman uqllata
q’emiyparikusqa.
-Kunanmá yachanki,
mikhusqaykipuni.
Manañan uqtawan
ayqey atinkichu.
-Perqa ñat’uwasun,
iskayninchis wañusun
kurkuman rinaypaq
q’emiríkuy kayman.
Mánchay manchasqalla
atoq qemikusqa.
K’usillu ripuspa
manan kutimusqan.
Atoq yarqey taki
qasita suyasqa.
Phiñay lloqmarisqaq
k’usillu mask’asqa.
-Ayaw, yaw, k’usillu,
yacharichisqayki.
Yárqey aswan hatun,
qantaq aswan misk’i.
Τukuypis niwanku:
-“Ancha tullu kanki.”
Aychay mana kaqtin,
imaywan saqsanki.
Haqay sakchallaman
lloq’arqorikusaq,
ískay rurullata
mikhuykurikusaq.
-Llóqay, riy, mikhúmuy,
huraykanpuwaytaq...
llok’antaq, ruruwan
ñawinpi kchanqantaq.
Atoq ñawsayasqa,
k’usillu ayqesqa.
Phishqa p’unchawmanta
wataqmán tarisqa.
Waycha k’usillurí
allaq churakusqa:
-Ninasis paranqa,
hina niwan anka.
P’uqru allasqani
panpaykukunaypaq,
nina wañuqtintaq
lloqsikanpunaypaq...
Antayrupayakta
patapi rikuspa,
atoq mancharisqa
-“Hinacharí” nispa.
-Ñoqapaqraq kachun
chay allasqa p’uqru.
Umay patapiñan
haqay nina phuyu.
K’usillu k’uchilla
panpaq churakusqa,
panpay tukuspataq
tusús tukukusqa.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ[2]
Ήταν μια φορά
μια αλεπού,
πεινασμένη αλεπού,
κι όταν μαϊμού συνάντησε
λαίμαργα τα χείλη γλείφει.
-Αχ, αχ, βρε μαϊμουδάκι,
έλα εδώ στα χέρια μου!
Αχ, σε παρακαλώ,
έλα εδώ για να τραφώ!
-Σσς! Σώπα!
Τίγρη πίσω σε παραφυλά…
Η αλεπού τότε κοιτά
κι ο πίθηκος ξεφεύγει.
Αγριεμένη η αλεπού
βάλθηκε να ψάχνει˙
πέντε μέρες έπειτα
τον συναντά και πιάνει.
Γρήγορος σαν τον άνεμο,
ο πίθηκος ξεφεύγει
απ’ τον εχθρό του τον κακό
σε τοίχο ανεβαίνει.
-Τώρα θα δεις, εγώ γοργά
θα σε καταβροχθίσω!
Καθόλου πια δε θα μπορείς
από ‘μένα να ξεφύγεις.
-Τοίχος ψηλός γκρεμίζεται,
τους δυο μας θα πλακώσει!
Κι απ’ το κλαρί το λυγιστό
εγώ θα σου ξεφύγω.
Τρομαγμένη, φοβισμένη,
η αλεπού τον τοίχο πλησιάζει,
μα η μαϊμού κάνει φτερά
και πίσω δε γυρίζει.
Η πεινασμένη αλεπού
μάταια τον περιμένει.
εξοργισμένη πια χιμά
τον πίθηκο ν’ αρπάξει.
-Αχ, μαϊμουδάκι,
τώρα θα δεις,
η πείνα μου μεγάλη!
Κι εσύ γλυκό μου φαίνεσαι
κι η γλύκα σου μεγάλη.
-Όλος ο κόσμος συμφωνεί
που κοκαλιάρης είμαι.
Με τη σάρκα μου μια σταλιά,
εσύ πώς θα χορτάσεις;
-Μόνο σ’ εκείνο το δεντρί
άσε με ν’ ανέβω,
με δυο φρουτάκια πια κι εγώ
την πείνα να χορτάσω.
-Άντε, ανέβα εκεί να φας,
κι έπειτα κατεβαίνεις...
Κι αφού σκαρφάλωσ’ η μαϊμού,
στα μάτια τής πετάει
τα φρούτα που η Μάνα Γη
στον άνθρωπο χαρίζει.
Τυφλή, τώρα, η αλεπού,
τον πίθηκό της χάνει˙
πέντε μέρες ύστερα,
πάλι τον ξαναβρίσκει.
Η καημενούλα η μαϊμού,
σηκώνεται και λέει:
-Φωτιά από τον ουρανό
απάνω μας θα πέσει!
Το λέει και ο αητός,
που όλα πια τα ξέρει...
-Στην τρύπα αυτήν που έσκαψα
θα μπω για να γλιτώσω.
Κι αν σβήσει η φωτιά που άναψε
τότε θα βγω απάνω...
Σύννεφα κοκκινωπά
τον ουρανό καλύπτουν,
κι αλεπού μας η χαζή
τον πίθηκο πιστεύει.
-Την τρύπα αυτήν που έσκαψες,
για ‘μένα θα την πάρω
και το νερό απ’ τα σύννεφα
τη φλόγα σου θα σβήσει.
Ο πίθηκος, τότε, γοργά,
την αλεπού τη θάβει,
κι όταν το έργο τέλειωσε,
βάλθηκε να χορεύει.
[1] Παρ’ όλο ότι έχουμε αφιερώσει ειδικό κεφάλαιο για τα δείγματα της θεατρικής ποίησης της
αποικιακής, όμως, περιόδου, παραθέτουμε αυτό το έργο σ’ αυτό το σημείο, επειδή ανήκει στις προαποικιακές συνθέσεις.
[2] Το λαϊκό ύφος αυτού του θεατρικού ποιήματος-διαλόγου μας επιτρέπει να μιμηθούμε στη
μετάφραση στο στυλ των αντίστοιχων ποιημάτων της ελληνικής επαρχίας, χωρίς να παρεκκλίνουμε από την ακρίβεια της μετάφρασης.
Τα πρώτα (9-χρονα) βήματα της Δανάης-Eréndira στον ποιητικό λόγο.
«Άνθη κερασιάς,
λουλούδια ροζ,
σαν χαρτί βεντάλιας παιδιού.
[χάϊ-κου]
My hard [heart] is
near the flowers
and my hand (is) in (the)
our world!
It’s [a] beautiful world
hot and cold!»
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο Ο ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΟΣ ΑΕΤΟΣ της Αθηνἀς Μπίνιου, (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα) σε ισπανική μετάφραση από τον Ηλία Ταμπουράκη, και αφιερωμένο στη Δανάη Eréndira -τη Χαμογελαστή Πριγκίπισσα του Νερού.
El siguiente texto es un capítulo del libro EL ÁGUILA DE CRISTAL de Athiná Biniu, traducido al español por Elías Tampourakis.
La princesa de Machu Picchu
Las águilas estaban volando por la sombra del Nevado Huascarán, el monte peruano, cuya altura llega a los siete mil metros. Cuando se derrite su nieve, forma decenas de nacientes de ríos.
Más, allá, donde la jungla impenetrable de los montes se encuentra con la civilización de los incas, hay un monumento arquitectónico y arqueológico; una muestra valiosa de la cultura de esa Tierra. Son las ruinas de la ciudad pétrea de Machu Picchu, que tienen la fuerza de transmitir el pasado al presente y al futuro. Entre los mitos y la realidad, se yerguen templos y altares al lado de palacios y estatuas de la Antigüedad remota.
Cuando por fin llegamos, yo estaba tan cansada, que me paré en un manantial para refrescarme. Me recosté sobre una piedra, escuchando al cóndor que me contaba las antiguas historias de aquel lugar. Cerré un poco los ojos para descansar. Me quedé inmóvil y tuve una visión: estaba en una quinta dimensión, fuera del espacio y del tiempo; mis pensamientos eran mínimos, pero mi cuerpo presentía una intensa acción.
...De repente, el cielo se oscureció. Sobre una nube gris apareció en una totora* un personaje antiguo de los incas.
-“Soy el espíritu de Pachakuteq, el mejor rey de los incas” se escuchó su voz.
Llevaba ropaje multicolor, hecho de alpaca* y en la cabeza varias plumas. En cada mano sostenía una honda hecha de dos sogas largas y unidas con una pieza ancha de cuero, con las cuales podía tirar piedras a sus enemigos, y las movía amenazándome.
Era un indígena originario. Miraba alrededor con ojos enfurecidos y gritaba con toda su fuerza.
-“¡Te voy a capturar y meterte en la cárcel!” amenazaba a alguien. “No me importa si eres un conquistador español. Yo te voy a castigar estrictamente.”
Nos asustamos todos y quisimos escapar, pero el espíritu nos había visto y nos perseguía furioso. Dirigía su honda hacia Aquilino, y era obvio que sólo a él quería cazar. Con un movimiento improvisto, logró encrucijarlo.
-“¡Ya te pillé, General Ollanta! No te voy a permitir que te cases con mi hija, la princesa Kusi Qoyllur, la Estrella Feliz. Ya no te puedes escapar...” gritaba seguro de que estaba enfrentando a un enemigo interno del imperio incaico.
Aquilino trataba en vano de convencerle de que no era el General Sinchi Ollanta, sino un simple águila de Grecia. Entonces, con una vuelta virtuosa, Aquilino logró volar hacia arriba, y esconderse entre las piedras gigantescas de las murallas monolíticas de esa ciudad antigua.
Ahí descubrió un paso secreto que le llevó al Templo del Sol.
El fantasma del Inca Pachakuteq continuaba persiguiendo a Aquilino por encima de los palacios derrumbados.
Yo tenía mucha ansiedad, cuando de repente vi a Aquilino lanzándose detrás del Inca y escondiéndose de nuevo en el Templo de la Luna. Saliendo de nuevo cuidadosamente, se orientó hacia el manantial, y volando en contra de la ruta del agua, llegó a una cueva.
Empezó a bajar por centenas de gradas, que no sabía adónde lo iban a llevar. Él siempre confiaba en su instinto y su buena suerte. Yo le seguía a cierta distancia.
La voz de Pachakuteq se escuchó de nuevo amenazándonos entre las ruinas del monte sagrado.
-“¡Maldito General Ollanta! ¡Devuélveme a mi hija! ¿Por qué me la robaste? Nunca te dejaré que te cases con la princesa Kusi Qoyllur. ¡Jamás! Ella se quedará siempre conmigo en mi palacio. Y yo no pienso regresar a mi tumba real, si no te mato primero.”
Andaba penando por las calzadas y las plazas de la antigua ciudad, gritando con su voz fantasmal.
-“Devuélveme a mi hija, y yo te regalaré una de las Vírgenes del Sol. Ellas son las mujeres más bellas de mi imperio, y las tengo guardadas en el Templo Mayor de mi ciudad para que me sirvan como sacerdotisas y para que construyan las mejores obras de artesanía en mi honor.”
Aquilino luchaba jadeante para salvarse de la persecución desesperada de ese rey confundido.
Una melodía pentatónica y exótica de flautas que se llaman quenas y zampoñas empezó a sonar. Voces humanas cantando en la lengua quechua de los incas, y tambores -grandes y pequeños- acompañaban el ritmo extraño que sonaba nostálgicamente y embellecía las montañas alrededor de Machu Picchu.
En medio de la Plaza Mayor, al lado del altar, llegaron con pasos solemnes tres mujeres de vestimenta multicolor; sus joyas de oro simbolizaban su descendencia noble. Se acercaron al único árbol de la plaza y empezaron a decorarlo cuidadosamente. Cuando terminaron, hicieron unos pasos hacia atrás, y entonces vi que por las ramas colgaban unas estatuillas de oro que representaban los regalos de la Madre Tierra: frutas y llamas. Cuando terminó la música, las tres mujeres levantaron sus manos hacia el cielo; primero, habló la más anciana y dijo con voz imponente:
-“Yo soy Pachamama, la Madre Tierra; mi hijo y dueño de la Tierra, Pachakuteq, bájate de tu nube y ven a reposar a mi lado.”
Después habló la segunda mujer:
-“Yo soy Saramama, La Madre del Maíz; yo doy el alimento a tu gente, los quechua, que cultivan la tierra. Más tarde, cuando vengan los enemigos, los conquistadores españoles, yo les ayudaré a reivindicar los derechos de los débiles y a defender a su cultura incaica.”
La última de las tres mujeres solemnes habló cantando:
-“Yo soy Killamama, la Madre de la Luna; yo les regalaré la unión y el amor, para que la cultura de los incas siga existiendo.”
En fin, hablaron las tres en coro, y rogaron al Inca Pachakuteq:
-“¡Rey antiguo, ven a descansar en paz dentro de tu momia preciosa!”
Entonces, Pachakuteq vino convencido, pero triste. Sus manos se dejaron caer pesadas, tirando a la tierra sus hondas.
-“Yo soy el hijo del Sol y su representante sobre la Tierra”, dijo él agotado. “General Sinchi Ollanta, un día me vengaré de ti...”
Yo me había quedado boquiabierta de lo que veía y escuchaba, pero no podía reaccionar. Después, vi que el espíritu del rey bajó de la nube y como un vapor mágico, entró en su momia.
Aquilino dio un paso hacia el frente y escuchó a su lado una dulce voz; a la vez, sintió un aroma exótico. Al volver la mirada, vio una flor roja que había brotado entre las ruinas. Ella lo miró con inocencia, regalándole su aroma.
-“Me llamo Kantuta” le dijo. “Yo era la flor preferida de la princesa Kusi Qoyllur. Nuestro rey volvió a dormir. De noche, las aves vendrán a recoger los regalos del árbol decorado. Ya te puedes ir, águila; estás seguro. Todos los caminos conducen a Machu Picchu. Tú seguirás el que baja hacia el oriente y allá encontrarás el lago mágico de Titicaca. Es un lago enorme y navegable que se encuentra cerca de las nubes. En sus profundidades viven unas sirenas que cantan dentro de sus palacios hechos de oro y plata. Allí te esperan ellas, para darte un elixir, que es un brebaje mágico que realizará tus sueños...”
Ese sueño veía yo, cuando me despertó Aquilino con sus silbidos fuertes.
-“Reina, ¡despiértate! Lástima que te quedaste dormida y no pudiste escuchar las historias que se cuentan en este país, acerca de las pasiones y las hazañas de los antiguos habitantes. Cuando regresemos a Dadiá, vamos a contarlo todo eso a nuestros hijos, y ellos casi no nos creerán...”
Y yo, suspirando, me levanté estirando las alas, y pensé: “menos mal que pude soñar con todos esos cuentos... Viví entre los héroes de la Antigüedad andina y les abrí mi corazón... Todo parecía tan real, pero, ¿quién sabe si era?”
Eché una mirada alrededor. El cóndor que nos había conducido a las cumbres de Machu Picchu, se preparaba para marcharse. Me acercó y me dijo con voz protectora:
-“Yo me despido de ustedes y les recomiendo que crucen la Tierra Firme que dispone de todos los bienes del mundo. Les voy a mandar donde un águila muy rara, que se llama Arpía. Es la única que vive en la selva tropical del río Amazonas. Pero es muy difícil encontrarlo y les aviso que en aquellos lugares las costumbres locales son muy diferentes que las suyas, y por eso, ustedes experimentarán un mundo misterioso y lleno de peligros.”
Το κείμενο που ακολουθεί το έγραψα ένα χειμωνιάτικο αλλά ζεστό μεσημεράκι, στην Πλατεία Κύπρου της Καλλιθέας -την παλιά γειτονιά της γιαγιάς της Δέσποινας- όταν ακόμη έμενα στο σπίτι της, στα μέσα του Δεκέμβρη του 2011. Βασίζεται σε πραγματικά ανθρωπολογικά στοιχεία των guaraní, και τo έστειλα στη Δανάη που ακόμη βρισκόταν στην Κόστα Ρίκα. Σου το αφιερώνω γιατί βραβεύτηκες από τον Υπουργό Παιδείας της Costa Rica κο. Leonardo Garnier Rímolo, ως η καλύτερη μαθήτρια της χώρας!!! Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να είμαι δίπλα σου εκείνη τη στιγμή. Άσχημες εποχές... Ελπίζω να περάσει σύντομα το κακό. (Τρίτη και 13 Δεκεμβρίου του 2011)
ΠΑΠΑΓΑΛΙΣΤΙΚΑ
Κάποτε, ζούσε στο Τροπικό Δάσος των Μαϊμούδων μία φυλή ιθαγενών. Είχαν ένα παράξενο όνομα: λέγονταν porangüé karaí, που σημαίνει: «Οι Κύριοι της Γλώσσας». Η φυλή τους ήταν η μικρότερη του κόσμου. Είχε μόνον 20 ανθρώπους: 10 γυναίκες και 10 άντρες. Η γλώσσα τους είχε κι εκείνη ένα περίεργο όνομα: λεγόταν yvyra ñe’ ery, που σημαίνει: «Ρέει ο Λόγος από τα Δέντρα». Και βέβαια, με τη λέξη “Λόγος” εννοούσαν δύο πράγματα: την Oμιλία, αλλά και τη Λογική. Αυτές ήταν δύο έννοιες, που η μία πάντα συνόδευε την άλλη. Εκείνοι οι ιθαγενείς δεν είχαν θρησκεία, όμως τους άρεσε να πιστεύουν ότι όταν έβρεχε, οι σταγόνες που έπεφταν από τα δέντρα περνούσαν μέσα από τα ολόισια, κατάμαυρα μαλλιά τους –σαν μοντέρνα καλαμάκια- και γέμιζαν το μυαλό τους με λέξεις. Κάθε σταγόνα και μια λέξη! Πίστευαν ότι όταν μύριζαν ένα λουλούδι, γέμιζαν τα πνευμόνια τους με τον αέρα που δίνει στις λέξεις την κίνηση για να φεύγουν από το στόμα τους πετώντας –σαν μπλε πεταλούδες. Κάθε λέξη και μία αίσθηση! Λευκές ορχιδέες guarias για τα ρήματα, μοβ λουλούδια του πουλιού colibrí για τα ουσιαστικά, ροζ λουλούδια chiras της μπανανιάς για τα επίθετα, που αρωματίζουν τα ουσιαστικά, και θαλασσιά «μη-με-λησμόνει», που σημαίνει: “μη με ξεχνάς”, για τα επιρρήματα. Κι όταν έτρωγαν φρούτα, πίστευαν ότι ο χυμός τους κυλούσε, έρεε μέσα στο σώμα τους κι έβαζε τις λέξεις και τη γραμματική σε μία μελωδική σειρά, που λέγεται συντακτικό: Πορτοκαλί maracuyás (τα φρούτα της αγάπης) για τα αντικείμενα –δηλαδή τα πράγματα- και πράσινα mangos για τα υποκείμενα - δηλαδή τους ανθρώπους. Αυτήν τη γλώσσα, που δημιουργούσαν οι μουσικές νότες της βροχής πάνω στα φύλλα, δίδασκαν στα παιδιά τους. Κι εκείνα μάθαιναν με τον πιο φυσικό τρόπο το ρυθμό και τον επιτονισμό της γλώσσας με τα ποικίλα τονικά ύψη. Σε αυτήν τη γλώσσα έλεγαν τα morangú, δηλαδή τα παραμύθια τους. Όμως, δεν μπορούσαν να τα γράψουν, γιατί δεν είχαν γράμματα. Τα ζωγράφιζαν, βέβαια, στις σπηλιές τους, με κόκκινες, κίτρινες και μαύρες γραμμές, αλλά τα χρώματα εκείνα δεν είχαν ήχους… Είχαν, όμως, αρμονία. Μία αρμονία που δημιουργούσε ένα είδος εικονικής μουσικής.... Μία ορχήστρα των χρωμάτων.
Μια μέρα, ήρθε ξαφνικά μία εχθρική φυλή από την άλλη πλευρά του δάσους, που το έλεγαν: «Άλλη Πλευρά» και όλοι το φοβόταν, γιατί τους ήταν άγνωστο. Τ’ όνομά τους ήταν mburumbichá, που σημαίνει: «Οι Κακοί Ιερείς». Αυτοί μιλούσαν άλλη γλώσσα, και γι’ αυτό κήρυξαν πόλεμο στους ιθαγενείς, σκοτώνοντάς τους όλους. Η γλώσσα τους πέθανε κι εκείνη μαζί τους. Κανείς δεν τη μιλούσε πια. Δεν ακουγόταν πλέον στο δάσος. Και η βροχή από τα δέντρα είχε γίνει σκέτο νερό, χωρίς ήχους, χωρίς λέξεις, χωρίς μελωδία. Οι άνθρωποι, από karaí, είχαν γίνει a-karaí, δηλαδή «πρώην άνθρωποι», και η γλώσσα τους, από porangüé, είχε γίνει a-porangüé, δηλαδή «πρώην γλώσσα». Τα παραμύθια τους, από morangú, είχαν γίνει a-morangú, δηλαδή «πρώην παραμύθια», ενώ τα λουλούδια και τα φρούτα δεν είχαν πια ονόματα. Και τα φύλλα του δάσους δεν έπαιζαν πλέον μουσικές νότες, παρά έβγαζαν μόνον έναν μονότονο ήχο... Τα τύμπανα από μπανανόφυλλα δεν ηχούσαν πια. Ούτε τα φλάουτα από τα λεπτά κλαδιά, όπου κάθονταν τα κόκκκινα βατραχάκια που εκσφενδονίζονταν σαν βέλη...
Μετά από πολλά χρόνια, ένας επιστήμονας με ξανθιά μαλλιά σαν άχυρο –Humboldt ήταν τ’ όνομά του- ήρθε από μια χώρα μακρινή, όπου έκανε συνέχεια κρύο. Ήρθε για να μελετήσει την τροπική ζούγκλα. Το πρώτο πράγμα που επισκέφτηκε ήταν η σπηλιά των μελωδικών χρωμάτων της γλώσσας. Παρατήρησε οτι οι σχεδιασμένοι άνθρωποι, τα ζώα και τ' άλλα σχήματα στους βράχους, παρ' όλο που ήταν ακινητοποιημένα, πετρωμένα, στα μάτια του κινούνταν σαν κινηματογραφική ταινία! Οι άνθρωποι χόρευαν παραδοσιακούς χορούς, τραγουδώντας στη γλώσσα που ρέει από τα δέντρα, τα ζώα έτρεχαν να σωθούν από τους κυνηγούς με τα τὀξα, ενώ παράξενα αντικείμενα -άλλα σαν άστρα, κι άλλα σαν ιπτάμενοι δίσκοι εξωγήινων-κοσμούσαν τον ουρανό της σπηλιάς! Μία ολόκληρη ιστορία αιώνων των Κυρίων της Γλώσσας με εικονογράμματα! Όταν βγήκε μαγεμένος απ' τη σπηλιά, ανακάλυψε ανάμεσα στα δέντρα ceiba, κάποιους παπαγάλους με πολύχρωμα φτερά: lapas λεγόταν οι μπλε, guacamayas οι κόκκινοι και loras οι πράσινοι. Είχαν και θαλασσιά μωράκια, που λεγόταν loritos! Παρατήρησε, λοιπόν, ο Humboldt, ότι εκείνοι οι παπαγάλοι μιλούσαν μία παράξενη γλώσσα, που ακουγόταν σαν βροχή που πέφτει από τα κλαδιά των δέντρων! Την είχαν μάθει ακούγοντας τους ινδιάνους πρίν από τον πόλεμο, όταν εκείνοι ακόμη ζούσαν. Αποφάσισε τότε, να καταγράψει τους ήχους εκείνης της γλώσσας, με τα γράμματα της δικής του. Ήταν εκείνος ο πρώτος γλωσσολόγος, και οι παπαγάλοι ήταν εκείνοι που έσωσαν τη γλώσσα της χαμένης φυλής από τον πόλεμο, και ο Humboldt, ακούγοντάς την, έτρεμε και ανατρίχιαζε απ’ την συγκίνηση, ακόμη κι αν αυτά ήταν… παπαγαλίστικα! Κατάλαβε οτι οι γλώσσες, τελικά, δεν πεθαίνουν, αλλά κοιμούνται για λίγο. Αρκεί κάποιος, έστω κι ένας, να τις θέλει, να τις αγαπά, για να ξαναζωντανέψουν.Κι έτσι, έγινε τότε ο Humboldt ένας porangüé karaí –ένας «Κύριος της Γλώσσας», γιατί όποιος μιλάει μία γλώσσα, σκέφτεται σαν το λαό που την έφτιαξε.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΛΕΞΗΣ
Το πρώτο πράγμα που υπήρξε στον κόσμο, ήταν ο Λόγος, δηλαδή η γλώσσες και η λογική. Οι άνθρωποι έλεγαν: «Εν αρχή ην ο Λόγος.»
Ένας αρχαίος Πέρσης βασιλιάς, κάποτε, έκανε μία μεγάλη προσπάθεια να μάθει αυτόν το Λόγο. Προσπάθησε να τον ανακαλύψει βάζοντας τους σοφούς του να συμπτύξουν όλη τη γνώση του κόσμου.
Με εντολή του, συγκεντρώθηκαν σε μία τεράστια βιβλιοθήκη όλα τα βιβλία που υπήρχαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Γεμάτα τα καραβάνια με βιβλία έφταναν σ’ εκείνη την αρχαία πόλη. Και οι σοφοί της εποχής εργάστηκαν επί χρόνια, συμπυκνώνοντας κάθε κομματάκι γνώσης που ήταν γνωστό, σ’ ένα μονάχα βιβλίο.
Αλλά ο βασιλιάς ήθελε μία καλύτερη εξήγηση του Λόγου, δηλαδή της λογικής και των γλωσσών. Έτσι, έβαλε τους σοφούς να συμπυκνώσουν εκείνο το βιβλίο σε μία μόνο σελίδα. Και μετά, τους έβαλε να το συμπεριλάβουν μέσα σε μία μόνο φράση. Ώσπου, μετά από πολλά ακόμα χρόνια μελέτης, οι φιλόσοφοί του κατέληξαν σε μία μοναδική λέξη, εκείνη που μπορούσε να λύσει όλα τα αινίγματα.
Αλλά η αρχαία πόλη χάθηκε μέσα στον πόλεμο, και ο Λόγος –οι γλώσσα και η λογική- χάθηκε επίσης.
Ποιος ήταν, όμως, αυτός ο λόγος; Σίγουρα η αξία του ξεπερνούσε τα πλούτη της Περσίας, αφού με αυτόν, οι άνθρωποι καταλάβαιναν τα αισθήματα και τις ανάγκες τους. Δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, στη δική μας εποχή, μέσα από τις επιστημονικές μελέτες των ατομικών και μοριακών φαινομένων, της βιολογίας και της αστρονομίας, της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας, της ιατρικής και της λογοτεχνίας, μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιος είναι αυτός ο Λόγος. Και να τον χρησιμοποιήσουμε. Να τον χρησιμοποιήσουμε για να γνωρίσουμε, να μάθουμε τον εαυτό μας. Αυτό που οι αρχαίοι έλεγαν «Γνώθι σ’ αυτόν». Και να προβλέπουμε τις ενέργειες των άλλων ανθρώπων.
"Το τραγούδι που ακολουθεί είναι το αγαπημένο μου", λέει η 11-χρονη Δανάη, "γιατί είναι συναισθηματικό και με κάνει να σκέφτομαι."