Άρθρο του Ηλία Ταμπουράκη στο έντυπο της Λατινοαμερικανικής κοινότητας
Sol Latino, 2003
Sol Latino, 2003
Ιερές κορυφές
Στα μεγάλα υψόμετρα του νότιου ημισφαιρίου, οι ταξιδιώτες διαπιστώνουμε ότι ορισμένες από τις αισθήσεις μας "δεν είναι πρόθυμες να εκδηλωθούν", όπως θά ΄λεγε ο Σιδ Καμπεαδόρ, ενώ συγχρόνως αποκτούμε άλλες, πρωτόγνωρες και έντονες, που μας μεταλλάσσουν σε οδοιπόρους στην ιστορική πορεία της πολιτισμικής νοοτροπίας των λαών.
Μέσ΄ τ΄ αγιάζι, η πυκνή μάζα των Άνδεων συγχέεται με το σκοτεινό ορίζοντα, κι έτσι δεν μπορώ να διακρίνω ποιά από τ΄ άπειρα λαμπερά στίγματα γύρω μου είναι άστρα, και ποιά είναι φώτα από τα χιλιάδες φτωχόσπιτα που βρίσκονται στις παρυφές της Κορδιλιέρας η οποία περιβάλλει το λεκανοπέδιο της "Τσουκουάγιο Μάρκα" (Λα Παζ), της πρωτεύουσας του "Κ΄όλλιασούγιου" (Βολιβία).
Η αυγή έχει υφάνει τη ροζ κορδέλα της κορυφογραμμής του Ίν΄τι Ιλλιμάνι -του ιερού βουνού του Ήλιου. Είναι αυτή η ίδια κορδέλα που κεντούν στις φαρδιές φούστες τους οι ινδιάνες.
Σ΄ ένα… ξύλινο λεωφορείο -απομεινάρι της δεκαετίας του ΄60, βρίσκομαι σ΄ ένα απόκρημνο ύψωμα -σπάνιο θέαμα σ΄ αυτό το υψίπεδο με όλες τις αποχρώσεις της ώχρας. Στο βάθος του ορίζοντα, μια κηλίδα από κοβάλτιο αρχίζει να διακρίνεται: είναι η λίμνη Τιτικάκα! Ο τόπος όπου ο θεός Ήλιος δημιούργησε το μυθικό ιδρυτή της Ινκαϊκής Αυτοκρατορίας. Σήμερα, το νησί που φέρει τ΄ όνομά του, φυλάει σαν αποκοιμισμένος γίγαντας αυτό το κοσμογονικό σημείο.
Εδώ στο Αλτιπλάνο των 4.000 μέτρων, στην πέτρινη καρδιά της Βολιβίας, το τοπίο είναι ασκητικό, απάνθρωπο, και όπως έλεγε ο Αθορίν: "…μια απέραντη αίσθηση μοναξιάς κι εγκατάλειψης μας καταλαμβάνει… κάτι, σαν μία συμπύκνωση, σαν μία σύνθεση της θλίψης αυτού του τόπου…"
Καταβεβλημένος απ΄ το "σορόχτσε" του υψομέτρου, που επιβάλλει δύσπνοια και υπνηλία λόγω έλλειψης οξυγόνου, βρίσκομαι στο μέσον της απεραντοσύνης της Bολιβιανής ημιερήμου, και με βήματα που δίνουν την αίσθηση αστροναύτη, προσπαθώ να διανύσω τον ατέρμονα ιμάντα του ορίζοντα, στον οποίον εμφανίζονται -ο ένας μετά τον άλλον- Ημιυπόγειοι Ναΐσκοι και Όρθιοι Μονόλιθοι, Πύλες του Αρχαίου Ηλίου και Βαθμιδωτές Πυραμίδες και Τείχη Μακρά, όλα τοποθετημένα σε απόλυτη προοπτική. Ένας χώρος κορεσμένος από χρώματα παστέλ και σχήματα γεωμετρικά, αρχαϊκά μα και πρωτοποριακά, που μοναχικά αλλά ακόμη όρθια, αναζητούν στην Ιστορία τον δικό τους Σαλβαδόρ Νταλί.
Πιο πέρα, ο ασημοντυμένος λόφος του Ποτοσί έχει καθιερωθεί ανάμεσα στις Άγιες οντότητες του Πάνθεου των Άνδεων, χάρη στο μαρτύριο που έχουν υποστεί οι ασημωρύχοι προσφέροντας το "σόνκ΄ο" -την καρδιά και τη "μίτα" -την καταναγκαστική εργασία των δακρύων, του αίματος και του ιδρώτα τους. Των δακρύων που η ηχώ τους γίνεται αισθητή στα μελοποιημένα "γουάϋνιος": "Είμαι το πλούσιο Ποτοσί, του κόσμου είμ΄ ο θησαυρός. Είμαι ο βασιλιάς των βουνών, και φθόνο προκαλώ στους άλλους βασιλιάδες."
Τοπία πρωτογενή, με λίμνες άλικες ή μπλε που φωσφορίζουν, πράσινες-κετσάλ σαν το λαμπερό πτηνό του παραδείσου, κίτρινες και άσπρες του χιονιού και του αλατιού, αφήνουν άναυδους τους προσκυνητές των Άνδεων, τους "εξερευνητές" που ακολουθούμε τα βήματα του Λώρεν Μακ Ιν΄τάιρ στην ερημιά της απεραντοσύνης.
"Άπου Ρίμακ", ο "Υψηλός Ομιλητής". Έτσι ονομάζεται η πηγή του ποταμού που έπειτ΄ από αμέτρητα χιλιόμετρα κάτω από κρεμαστές χορταρένιες γέφυρες "τσάκα" ενώνει τα ζωογόνα νερά του με το μύθο της Επαγγελίας, τη ζούγκλα του Αμαζόνιου του Μέγα, έχοντας αναβλύσει απ΄ το Νεβάδο Μίσμι, στα 5.597 μ.
Το Κούσκο -ομφαλός του Κόσμου- και πρωτεύουσα του Ταγουάν΄τινσούγιου, της Ινκαϊκής Αυτοκρατορίας των 4ων Σημείων του Ορίζοντα, είναι για τον ταξιδιώτη σημείο εκκίνησης του τραίνου που συναντά κρεμασμένη από τα σύννεφα την ακρόπολη της "Παλαιάς Κορυφής", γνωστής ως Μάτσου Πίκτσου. Χαμένη ανάμεσα στην καταχνιά της Ισπανικής κατάκτησης μέχρι το 1911, όταν ο Αμερικανός Χάιραμ Μπίνγγαμ της αφαίρεσε την πράσινη πλερέζα της τροπικής βλάστησης που αναβλύζει από το φαράγγι Ουρουμπάμ΄μπα, το οποίο δημιουργείται από το Γουάινα Πίκτσου, τη "Νέα Κορυφή", τον δίδυμο αδελφό του Μάτσου Πίκτσου.
Η επιθανάτια αίσθηση που μεταδίδει το καυτό κερί στα χέρια των ινδιάνων προσκυνητριών στην κωμόπολη Γουάνκα, κοντά στο Κούσκο, τις μετουσιώνει σ΄ ένα ταξίδι εκστατικό στον πνευματικό κόσμο του παγανιστικού/καθολικού συγκρητισμού. Η Εκκλησία προσπαθεί να εξαλείψει αυτά τα κατάλοιπα, αλλά μάταια, αφού η ιθαγενής νοοτροπία έχει αποδειχθεί ατσάλινη.
Στο παζάρι του Γουανκάγιο, στα 5.000 μ. στο ψηλότερο κατοικημένο σημείο της Αμερικανικής Ηπείρου, όπου με ανέβασε με χίλια βάσανα το λεωφορείο μου, οι βοτανογιατρέσσες θεραπεύουν τον πυρετό (απ΄ το σώμα κι απ΄ την ψυχή), δένουν τις μάγισσες και γιατρεύουν την ανδρική ανικανότητα. Δίπλα τους, κάθε είδους λιάμα: βικούνιας, αλπάκας, γουανάκος.
"Δοξάστε τον Θεό στα Μεγάλα Ύψη…" έτσι αρχίζει η Λειτουργία των Μιγάδων. "Άπου", υψηλός, Άνδεις, Ήλιος, όλα είναι λέξεις που υπαινίσσονται τον προορισμό της ματιάς προς τα πάνω, κατά την αρχαιοελληνική έννοια του Ανθρώπου (άνω + θωρώ), μέχρι να συναντήσει την κορυφή Γουάνκα Βίλλκα, το "Ιερό Δάκρυ" των Ίνκας, του οποίου το όνομα άλλαξε ο θρησκευτικός συγκρητισμός σε: "Βερόνικα" (Ιερά Σινδόνη).
Το "κειμήλιο" που επιμένω να χρησιμοποιώ ως λεωφορείο, μ΄ έχει φέρει πια σε κορυφές του τρόμου. Το Σέρρο Λιουλλιαϋλλιάκο της Χιλής, η παγωμένη κλίνη της αιώνιας "σιέστα" της "Εκλεκτής", μιας ινδιανούλας Κέτσουα, η οποία ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό θύμα ανθρωποθυσίας: είχε το υψηλό αξίωμα της διπλωματικής αποστολής ανάμεσα στην Αυτοκρατορία των Ίνκας και στη Βασιλεία των Θεών. Οι ορεινές θεότητες ήταν συγχρόνως Κυρίαρχοι του Χρόνου, της Ζωής και του Θανάτου, που σ΄ αυτήν την περίπτωση προκλήθηκε από την κατανάλωση "κόκα" και οινοπνευματώδους ποτού "τσίτσα", από τη νόσο του υψομέτρου, την πεζοπορία στα 6.700 μ., και από το πολικό ψύχος της θεοποιημένης κορυφής.
Πετώντας σαν τον "μάλλικου κούν΄τουρ", τον κόνδορα που είναι ο ιερός καθοδηγητής του πολιτισμού, πάνω από την Ακονκάγουα, την ψηλότερη κορυφή του δυτικού ημισφαιρίου, στην Αργεντινή, υψώνεται η σκέψη στον κόσμο τον πνευματικό.
Στο Μεξικό τώρα, τη χώρα με τις δύο μάνες: τη Σιέρρα Μάδρε της Ανατολής, και τη Σιέρρα Μάδρε της Δύσης! Κοίτα! Κάποιες ινδιάνες Ταραουμάρα -στρόβιλος χρωμάτων οι ενδυμασίες τους- περπατούν στην άκρη της σύγχρονης Παναμερικανικής Οδού, πηγαίνοντας προς το Χάλκινο Φαράγγι. Σ΄ αυτές τις απόμακρες ερημιές, οι σαμάνοι προσφέρουν ακόμη θυσίες σάρκας, ενώ στο Μόν΄τερρέϋ, την εμπορική μητρόπολη πάνω στη δυτική οροσειρά, ο Παντοδύναμος σήμερα ονομάζεται "Χρήμα".
Στις ανηφοριές της Χαλάπα, τραβώντας προς το Αλτιπλάνο, έχασαν τη ζωή τους πολλοί κονκισταδόροι που τόλμησαν να βεβηλώσουν την Τενοστίτλαν, την καθαγιασμένη πόλη των Αζτέκων, στα 2.240 μ. υψόμετρο, που την περιβάλλουν οι θεϊκές κορυφές του Ποποκατέπετλ, του βουνού "που καπνίζει", στα 5.452 μ., και της Ιστακσίγουατλ, της "Λευκής Γυναίκας". Η ογκώδης μορφή αυτών των βουνών αναπαριστάται από το "τεοκάλλι", την πυραμιδοειδούς αρχιτεκτονικής Οικία των Θεών.
"Το Βουνό είναι ο Ύψιστος Θεός των Προγόνων", έγραφε ο Φερνάν΄ντο Δίες Μεδίνα. Η οροσειρά του "Κουτσουματάν" (3.800 μ.), ο "υγρός και σκοτεινός κάτω κόσμος, η κόλαση του Σιμπαλμπά", ή η λίμνη Ατιτλάν, θεϊκά αδελφοποιημένη με την Τιτικάκα, ήταν οι Γεννήτορες των πολιτισμών του "Μαγιαέτικ", όπως των Κ΄ιτσέ και των Κακ΄τσικέλ. Μετά τα 2.000 μ., βωμοί αφιερωμένοι στον Μαξιμόν, τον υβριδικό θεό, πόλεις μπαρόκ και πολύχρωμες αγορές, όπως του Τσιτσικαστενάνγγο, του Κ΄ουμαρκάαχ και του Νεμπάχ, σου κόβουν την ανάσα με το φυσικό τους σκηνικό, που βρίσκεται πέρα από κάθε ανθρώπινη πρόσβαση.
Οι άνθρωποι των κορυφών, στην απομόνωση του υψομέτρου, έχουν απελευθερωθεί από τη μάταιη αλαζονεία, για να μπορούν έτσι ν΄ ατενίζουν "τους από κάτω" με συγκατάβαση. "Η ψυχή αυτών των βουνών γίνεται άνθρωπος και σκέφτεται", είπε ο Φραντς Ταμάγιο.
Μέσ΄ τ΄ αγιάζι, η πυκνή μάζα των Άνδεων συγχέεται με το σκοτεινό ορίζοντα, κι έτσι δεν μπορώ να διακρίνω ποιά από τ΄ άπειρα λαμπερά στίγματα γύρω μου είναι άστρα, και ποιά είναι φώτα από τα χιλιάδες φτωχόσπιτα που βρίσκονται στις παρυφές της Κορδιλιέρας η οποία περιβάλλει το λεκανοπέδιο της "Τσουκουάγιο Μάρκα" (Λα Παζ), της πρωτεύουσας του "Κ΄όλλιασούγιου" (Βολιβία).
Η αυγή έχει υφάνει τη ροζ κορδέλα της κορυφογραμμής του Ίν΄τι Ιλλιμάνι -του ιερού βουνού του Ήλιου. Είναι αυτή η ίδια κορδέλα που κεντούν στις φαρδιές φούστες τους οι ινδιάνες.
Σ΄ ένα… ξύλινο λεωφορείο -απομεινάρι της δεκαετίας του ΄60, βρίσκομαι σ΄ ένα απόκρημνο ύψωμα -σπάνιο θέαμα σ΄ αυτό το υψίπεδο με όλες τις αποχρώσεις της ώχρας. Στο βάθος του ορίζοντα, μια κηλίδα από κοβάλτιο αρχίζει να διακρίνεται: είναι η λίμνη Τιτικάκα! Ο τόπος όπου ο θεός Ήλιος δημιούργησε το μυθικό ιδρυτή της Ινκαϊκής Αυτοκρατορίας. Σήμερα, το νησί που φέρει τ΄ όνομά του, φυλάει σαν αποκοιμισμένος γίγαντας αυτό το κοσμογονικό σημείο.
Εδώ στο Αλτιπλάνο των 4.000 μέτρων, στην πέτρινη καρδιά της Βολιβίας, το τοπίο είναι ασκητικό, απάνθρωπο, και όπως έλεγε ο Αθορίν: "…μια απέραντη αίσθηση μοναξιάς κι εγκατάλειψης μας καταλαμβάνει… κάτι, σαν μία συμπύκνωση, σαν μία σύνθεση της θλίψης αυτού του τόπου…"
Καταβεβλημένος απ΄ το "σορόχτσε" του υψομέτρου, που επιβάλλει δύσπνοια και υπνηλία λόγω έλλειψης οξυγόνου, βρίσκομαι στο μέσον της απεραντοσύνης της Bολιβιανής ημιερήμου, και με βήματα που δίνουν την αίσθηση αστροναύτη, προσπαθώ να διανύσω τον ατέρμονα ιμάντα του ορίζοντα, στον οποίον εμφανίζονται -ο ένας μετά τον άλλον- Ημιυπόγειοι Ναΐσκοι και Όρθιοι Μονόλιθοι, Πύλες του Αρχαίου Ηλίου και Βαθμιδωτές Πυραμίδες και Τείχη Μακρά, όλα τοποθετημένα σε απόλυτη προοπτική. Ένας χώρος κορεσμένος από χρώματα παστέλ και σχήματα γεωμετρικά, αρχαϊκά μα και πρωτοποριακά, που μοναχικά αλλά ακόμη όρθια, αναζητούν στην Ιστορία τον δικό τους Σαλβαδόρ Νταλί.
Πιο πέρα, ο ασημοντυμένος λόφος του Ποτοσί έχει καθιερωθεί ανάμεσα στις Άγιες οντότητες του Πάνθεου των Άνδεων, χάρη στο μαρτύριο που έχουν υποστεί οι ασημωρύχοι προσφέροντας το "σόνκ΄ο" -την καρδιά και τη "μίτα" -την καταναγκαστική εργασία των δακρύων, του αίματος και του ιδρώτα τους. Των δακρύων που η ηχώ τους γίνεται αισθητή στα μελοποιημένα "γουάϋνιος": "Είμαι το πλούσιο Ποτοσί, του κόσμου είμ΄ ο θησαυρός. Είμαι ο βασιλιάς των βουνών, και φθόνο προκαλώ στους άλλους βασιλιάδες."
Τοπία πρωτογενή, με λίμνες άλικες ή μπλε που φωσφορίζουν, πράσινες-κετσάλ σαν το λαμπερό πτηνό του παραδείσου, κίτρινες και άσπρες του χιονιού και του αλατιού, αφήνουν άναυδους τους προσκυνητές των Άνδεων, τους "εξερευνητές" που ακολουθούμε τα βήματα του Λώρεν Μακ Ιν΄τάιρ στην ερημιά της απεραντοσύνης.
"Άπου Ρίμακ", ο "Υψηλός Ομιλητής". Έτσι ονομάζεται η πηγή του ποταμού που έπειτ΄ από αμέτρητα χιλιόμετρα κάτω από κρεμαστές χορταρένιες γέφυρες "τσάκα" ενώνει τα ζωογόνα νερά του με το μύθο της Επαγγελίας, τη ζούγκλα του Αμαζόνιου του Μέγα, έχοντας αναβλύσει απ΄ το Νεβάδο Μίσμι, στα 5.597 μ.
Το Κούσκο -ομφαλός του Κόσμου- και πρωτεύουσα του Ταγουάν΄τινσούγιου, της Ινκαϊκής Αυτοκρατορίας των 4ων Σημείων του Ορίζοντα, είναι για τον ταξιδιώτη σημείο εκκίνησης του τραίνου που συναντά κρεμασμένη από τα σύννεφα την ακρόπολη της "Παλαιάς Κορυφής", γνωστής ως Μάτσου Πίκτσου. Χαμένη ανάμεσα στην καταχνιά της Ισπανικής κατάκτησης μέχρι το 1911, όταν ο Αμερικανός Χάιραμ Μπίνγγαμ της αφαίρεσε την πράσινη πλερέζα της τροπικής βλάστησης που αναβλύζει από το φαράγγι Ουρουμπάμ΄μπα, το οποίο δημιουργείται από το Γουάινα Πίκτσου, τη "Νέα Κορυφή", τον δίδυμο αδελφό του Μάτσου Πίκτσου.
Η επιθανάτια αίσθηση που μεταδίδει το καυτό κερί στα χέρια των ινδιάνων προσκυνητριών στην κωμόπολη Γουάνκα, κοντά στο Κούσκο, τις μετουσιώνει σ΄ ένα ταξίδι εκστατικό στον πνευματικό κόσμο του παγανιστικού/καθολικού συγκρητισμού. Η Εκκλησία προσπαθεί να εξαλείψει αυτά τα κατάλοιπα, αλλά μάταια, αφού η ιθαγενής νοοτροπία έχει αποδειχθεί ατσάλινη.
Στο παζάρι του Γουανκάγιο, στα 5.000 μ. στο ψηλότερο κατοικημένο σημείο της Αμερικανικής Ηπείρου, όπου με ανέβασε με χίλια βάσανα το λεωφορείο μου, οι βοτανογιατρέσσες θεραπεύουν τον πυρετό (απ΄ το σώμα κι απ΄ την ψυχή), δένουν τις μάγισσες και γιατρεύουν την ανδρική ανικανότητα. Δίπλα τους, κάθε είδους λιάμα: βικούνιας, αλπάκας, γουανάκος.
"Δοξάστε τον Θεό στα Μεγάλα Ύψη…" έτσι αρχίζει η Λειτουργία των Μιγάδων. "Άπου", υψηλός, Άνδεις, Ήλιος, όλα είναι λέξεις που υπαινίσσονται τον προορισμό της ματιάς προς τα πάνω, κατά την αρχαιοελληνική έννοια του Ανθρώπου (άνω + θωρώ), μέχρι να συναντήσει την κορυφή Γουάνκα Βίλλκα, το "Ιερό Δάκρυ" των Ίνκας, του οποίου το όνομα άλλαξε ο θρησκευτικός συγκρητισμός σε: "Βερόνικα" (Ιερά Σινδόνη).
Το "κειμήλιο" που επιμένω να χρησιμοποιώ ως λεωφορείο, μ΄ έχει φέρει πια σε κορυφές του τρόμου. Το Σέρρο Λιουλλιαϋλλιάκο της Χιλής, η παγωμένη κλίνη της αιώνιας "σιέστα" της "Εκλεκτής", μιας ινδιανούλας Κέτσουα, η οποία ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό θύμα ανθρωποθυσίας: είχε το υψηλό αξίωμα της διπλωματικής αποστολής ανάμεσα στην Αυτοκρατορία των Ίνκας και στη Βασιλεία των Θεών. Οι ορεινές θεότητες ήταν συγχρόνως Κυρίαρχοι του Χρόνου, της Ζωής και του Θανάτου, που σ΄ αυτήν την περίπτωση προκλήθηκε από την κατανάλωση "κόκα" και οινοπνευματώδους ποτού "τσίτσα", από τη νόσο του υψομέτρου, την πεζοπορία στα 6.700 μ., και από το πολικό ψύχος της θεοποιημένης κορυφής.
Πετώντας σαν τον "μάλλικου κούν΄τουρ", τον κόνδορα που είναι ο ιερός καθοδηγητής του πολιτισμού, πάνω από την Ακονκάγουα, την ψηλότερη κορυφή του δυτικού ημισφαιρίου, στην Αργεντινή, υψώνεται η σκέψη στον κόσμο τον πνευματικό.
Στο Μεξικό τώρα, τη χώρα με τις δύο μάνες: τη Σιέρρα Μάδρε της Ανατολής, και τη Σιέρρα Μάδρε της Δύσης! Κοίτα! Κάποιες ινδιάνες Ταραουμάρα -στρόβιλος χρωμάτων οι ενδυμασίες τους- περπατούν στην άκρη της σύγχρονης Παναμερικανικής Οδού, πηγαίνοντας προς το Χάλκινο Φαράγγι. Σ΄ αυτές τις απόμακρες ερημιές, οι σαμάνοι προσφέρουν ακόμη θυσίες σάρκας, ενώ στο Μόν΄τερρέϋ, την εμπορική μητρόπολη πάνω στη δυτική οροσειρά, ο Παντοδύναμος σήμερα ονομάζεται "Χρήμα".
Στις ανηφοριές της Χαλάπα, τραβώντας προς το Αλτιπλάνο, έχασαν τη ζωή τους πολλοί κονκισταδόροι που τόλμησαν να βεβηλώσουν την Τενοστίτλαν, την καθαγιασμένη πόλη των Αζτέκων, στα 2.240 μ. υψόμετρο, που την περιβάλλουν οι θεϊκές κορυφές του Ποποκατέπετλ, του βουνού "που καπνίζει", στα 5.452 μ., και της Ιστακσίγουατλ, της "Λευκής Γυναίκας". Η ογκώδης μορφή αυτών των βουνών αναπαριστάται από το "τεοκάλλι", την πυραμιδοειδούς αρχιτεκτονικής Οικία των Θεών.
"Το Βουνό είναι ο Ύψιστος Θεός των Προγόνων", έγραφε ο Φερνάν΄ντο Δίες Μεδίνα. Η οροσειρά του "Κουτσουματάν" (3.800 μ.), ο "υγρός και σκοτεινός κάτω κόσμος, η κόλαση του Σιμπαλμπά", ή η λίμνη Ατιτλάν, θεϊκά αδελφοποιημένη με την Τιτικάκα, ήταν οι Γεννήτορες των πολιτισμών του "Μαγιαέτικ", όπως των Κ΄ιτσέ και των Κακ΄τσικέλ. Μετά τα 2.000 μ., βωμοί αφιερωμένοι στον Μαξιμόν, τον υβριδικό θεό, πόλεις μπαρόκ και πολύχρωμες αγορές, όπως του Τσιτσικαστενάνγγο, του Κ΄ουμαρκάαχ και του Νεμπάχ, σου κόβουν την ανάσα με το φυσικό τους σκηνικό, που βρίσκεται πέρα από κάθε ανθρώπινη πρόσβαση.
Οι άνθρωποι των κορυφών, στην απομόνωση του υψομέτρου, έχουν απελευθερωθεί από τη μάταιη αλαζονεία, για να μπορούν έτσι ν΄ ατενίζουν "τους από κάτω" με συγκατάβαση. "Η ψυχή αυτών των βουνών γίνεται άνθρωπος και σκέφτεται", είπε ο Φραντς Ταμάγιο.