Άρθρο του Ηλία Ταμπουράκη στο κοινωνικό έντυπο ASANTE Αφρικής
Mandingo, ταξίδι στην ονειρική ιστορία
Έτος 730 μετά την Εγίρα. Ο Ibn Battuta, ο ταξιδευτής, φορτώνει γι άλλη μια φορά τους μπόγους με τα καφτάνια και με τα σύνεργα της καλλιγραφίας του στον ύβο της Τζαμήλα, της αγαπημένης του καμήλας, που τον συνοδεύει πάντα στα ταξίδια του πέρα από τους αμμόλοφους της πατρίδας του της Σαχάρας. Τα μαύρα, λαμπερά του μάτια έχουν ήδη αντικρίσει τους θησαυρούς του Magreb, την ιερή γη της Mecca, τα πλωτά παλάτια στις λίμνες της Ινδίας και τους κήπους των ρόδων της Περσίας –εικόνες αντάξιες της ευγενούς καταγωγής του- και η χάρη του είχε φτάσει μέχρι τις στέπες της Χρυσής Ορδής των Μογγόλων κι ως την Κίνα των θαυμάτων• όμως, αυτήν τη φορά, οι δρόμοι που χαράζουν οι μπλε μελωδίες των Touareg στην κυματιστή άμμο (δρόμοι πρωτόγνωροι κάθε φορά, που τους παρασύρει ο άνεμος κάτω απ’ τα γυμνά πόδια), τον οδηγούν στο άγνωστο, στο μυστηριώδες: στη μεγαλόπρεπη Αυτοκρατορία από πηλό του Μάλι, του βασιλιά Sundiata και του Mansa Musa. Έχει ακούσει τόσα πολλά γι αυτούς…
Η ιστορία της ζωής εκείνου του άρχοντα του Sahel χάνεται έναν αιώνα νωρίτερα στην ωχρή σκόνη της υποσαχάριας Αφρικής… Μια ζωή θρυλική, χαρακτηριστική ενός Αφρικανού βασιλιά.
«Ανάπηρος από παιδί, ο Sundiata υπομένει ακόμα τον περίγελο των πανέμορφων γυναικών της Αφρικής, μέχρι και στη εξορία που τον έστειλε το πανίσχυρο Ισλάμ. Θα πρέπει να ξεπεράσει τα μάγια που του έχουν κάνει οι εχθροί του, για να κατορθώσει, εν τέλει, να ανακτήσει την κληρονομιά του και το λαό του: τους Mandingo. Σ’ αυτούς θα δωρίσει το πρώην βασίλειο της Γκάνα και τα εμπορικά κρατίδια στην ανατολική πλευρά του Νίγηρα και του άνω ποταμού Σενεγάλη που θα κατακτήσει.»
Αυτά έχει διαβάσει ο ταξιδευτής Battuta στα χαμένα –πλέον- χρονικά του προκατόχου του, του Τυνήσιου Ibn Khaldoun.
«Το χρυσάφι μονοπωλείται από τα χέρια των μυστικοπαθών και παράξενων εμπόρων, και διασχίζοντας την ξερή γη του Μάλι καταλήγει στη Μεσόγειο, την άπληστη, κουβαλώντας μέσα στη λάμψη του, βουβά, τους μύθους της αφρικάνικης πατρίδας του. Το αφήνουν, λένε, πάνω στα κιλίμια, κι όποιος περαστικός πραματευτής περνά, το ανταλλάσσει με τα δικά του αγαθά –ίσως με το πολύτιμο αλάτι. Κάποιοι απ΄ αυτούς έχουν ακούσει ότι το χρυσάφι μεγαλώνει μέσα σε κήπους μαγικούς, σαν τα καρότα! Μερικοί διαβεβαιώνουν ότι το θερίζουν με τα ίδια τους τα χέρια από τις καλαμιές. Άλλοι γελούν γιατί ξέρουν ότι το χρυσάφι το κουβαλούν τα μυρμήγκια από τα έγκατα του λαβυρίνθου τους. Κάποιοι, όμως, πιο αληθοφανείς, αφηγούνται ότι το βγάζουν απ’ τη γη άνθρωποι που ζουν γυμνοί μέσα σε τρύπες και σπηλιές, εκεί στο Bure, κοντά στην Γκάμπια και στην Άνω Βόλτα.
Ο λαός του Μάλι, όμως, ποτέ δεν απέκτησε την απόλυτη κυριαρχία του χρυσού, αφού οι άνθρωποι που το κατείχαν, αμύνονταν στον αρχαίο εκείνο ιμπεριαλισμό με την παθητική τους αντίσταση, αναστέλλοντας στους δύσκολους καιρούς της σκλαβιάς την καρπερή εισχώρηση στην ιερή τους Γη. Οι ηγέτες Mandingo, λοιπόν, -οι σοφοί- περιορίστηκαν (;) στο να μεταφέρουν το θησαυρό μέσα από την Αυτοκρατορία τους προς τη Walata και το Timbuktu και να κρατούν για τον εαυτό τους τη μερίδα του λέοντος, αφήνοντας στους υπόλοιπους εμπόρους λίγη χρυσόσκονη, για να χαίρονται κι εκείνοι. Λένε, μάλιστα, ότι ο Mansa Musa, ο παμπάλαιος βασιλιάς του Μάλι, είχε οδηγήσει στο προσκυνηματικό του ταξίδι στη Mecca πεντακόσιες καμήλες κατάφορτες με τον λαμπερό σαν τον ήλιο θησαυρό. Κι έτσι, στα μάτια των μετέπειτα Ευρωπαίων αποίκων, ο πρωτόγονος χάρτης του Μάλι γέμισε από στίγματα-πόλεις ολόχρυσες, με αραβουργήματα στα τζαμιά και παζάρια με σκουροκόκκινους καρπούς του δέντρου kola που φέρνει στους ανθρώπους τη γονιμότητα.»
Εκεί, στο Niani, θα ίδρυε ο Sundiata την πρωτεύουσά του. «Εκεί και πιο πέρα, στη Walata», θα γράψει σε λίγο ο Ibn Battuta, «μετάνιωσα για μια στιγμή που ήρθα τόσο δρόμο μέχρι εδώ, γιατί το φαγητό εδώ είναι παράξενο, έχει πολύ κεχρί, κι οι άνθρωποι σ’ αυτό το βασίλειο δείχνουν έντονα την καταφρόνια τους στους ξένους, και ιδιαίτερα στους λευκούς. Όσο για τους ζωοποιούς καρπούς της kola», γράφει με τα λεπτεπίλεπτα αραβικά γράμματά του, «σίγουρα αυτοί φταίνε για την σεξουαλική ασυδοσία αυτού του λαού, και ιδιαίτερα των γυναικών με την χάλκινη επιδερμίδα.» Προσκυνητής κι ο ίδιος του Ισλάμ, έμεινε έκπληκτος από τα παιδιά του Μάλι, τα οποία ζούσαν αλυσοδεμένα μέχρι ν’ αποστηθίσουν το Κοράνι. Γρήγορα όμως θ’ αλλάξει γνώμη και θα εκτιμήσει την πρωτόγνωρη αυτή Αυτοκρατορία, όταν συνειδητοποιήσει ότι η σκοτεινή σκιά που σαν φάντασμα τον ακολουθεί σε μία ερημιά, είναι ένας καλοσυνάτος ντόπιος που προσπαθεί να προστατέψει τον ξένο ταξιδευτή από τους κροκόδειλους. Αυτός θα τον πείσει για τη λατρεία του λαού του Μάλι για τη δικαιοσύνη.
Στο ανάκτορο τον υποδέχεται ένα χρυσό πουλί πάνω στην κόκκινη ομπρέλα του Mansa Musa. Η ματιά τού Battuta πλέει στο ατέλειωτο κόκκινο, μέχρι που ξαφνικά βρίσκεται μπλεγμένη στα περίπλοκα κεντήματα από χρυσοκλωστή πάνω στο σκούφο του βασιλιά. Μπροστά από το θρόνο, οι αυλικοί ποιητές, ντυμένοι με πουπουλένιες στολές πουλιών με κόκκινα ράμφη, δραματοποιούν με υπερβολικές κινήσεις –πολλές απ’ αυτές δυσνόητες- τα μελοποιημένα ποιήματά τους. «Από μία είσοδο εμφανίζεται μία ομάδα ιθαγενών μιας γης μακρινής και τροπικής. Εξωτική εικόνα μες το κατάξερο Μάλι. Γονατίζουν και τρίβουν τα κοντοκομμένα, σγουρά μαλλιά τους με το στεγνό, αργιλώδες χώμα, σε ένδειξη υποταγής στον Αυτοκράτορα. Κι ο Mansa Musa χαιρετίζει την άφιξή τους μέσα στον υποβλητικό βόμβο που προκαλούν παλλόμενες χορδές τόξων. Είναι αρχηγοί φυλών που επιδίδονται στην ανθρωποφαγία, οι οποίοι έχουν έρθει για να ευχαριστήσουν τον βασιλιά για το νεαρό κορίτσι που τους έστειλε ως δώρο, για να μην κάνουν επιδρομές στην αυτοκρατορία του. Τα σώματα και τα πρόσωπά τους είναι διάστικτα με μακιγιάζ από το αίμα του κοριτσιού. Ρίχνοντας μια ματιά στη λευκή επιδερμίδα μου, είπαν ότι δεν τρώνε λευκούς ανθρώπους, γιατί η σάρκα τους είναι ακόμη άγουρη…»
Αυτά γράφει ο Ibn Battuta στα απομνημονεύματα του μαλινέζικου ταξιδιού του, χωρίς να γνωρίζει ότι εξακόσια χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1950, οι ανθρωπολόγοι, μετά από πολλές έρευνες θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το φαινόμενο της ανθρωποφαγίας δεν είναι τόσο μυθικά απλοϊκό: σε ορισμένες φυλές, οι άνδρες πολεμιστές συνηθίζουν να τρώνε κάποια από τα μέλη των αντιπάλων τους• παίρνουν τη δύναμη από τους μυς των εχθρών τους και τη σοφία από το μυαλό του αρχηγού τους. Σε άλλες κουλτούρες, πάλι, είναι γνωστή η βρώση των οστών σε μορφή σούπας, έτσι ώστε ολόκληρη η φυλή να έχει γίνει κοινωνός του πνεύματος του νεκρού συγγενούς. Ας επιστρέψουμε, όμως, στην ιστορία τού Battuta και στην Αυτοκρατορία τού Μάλι.
Η σκόνη από το χώμα που έτριψαν οι υποτελείς στα μαλλιά τους του φέρνει φτέρνισμα. Γνωρίζει, όμως, πολύ καλά –από τα παλιά κιτάπια του Ibn Amir Hajib, πού ‘χε ξεσκονίσει πριν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι- ότι το φτάρνισμα ενώπιον του Αυτοκράτορα είναι taboo και τιμωρείται με θανατική ποινή. Το ίδιο ισχύει και για όσους τολμούν να εμφανιστούν μπροστά του φορώντας σανδάλια.
Έξω, στον περίβολο του παλατιού, το πανίσχυρο ιππικό της Αυτοκρατορίας του Μάλι: στρατιώτες με δερμάτινες στολές και σκούρα μεταλλικά κράνη που καταλήγουν σε λοφίο, κρατούν τα χρυσοποίκιλτα γκέμια των αλόγων τους, που στα πλευρά τους έχουν περίπλοκα γεωμετρικά σχέδια, χαραγμένα με πυρωμένο σίδερο πάνω στο δέρμα τους. Σ’ αυτόν τον έφιππο στρατό στηρίζεται η κυριαρχία του βασιλιά Mansa Musa και της Αυτοκρατορίας του Μάλι στη Δυτική Αφρική, από το Νίγηρα μέχρι τη Γκάμπια, κι ως τις παρυφές της Σαχάρας. Πέρα από αυτά τα σύνορα, οι Dyula -η κάστα των μαλινέζων εμπόρων της φυλής Mande- είχε ιδρύσει αποικίες, έξω από την πρόσβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας του Mansa Musa, και διακινούν το χρυσάφι των Aka από τη χώρα του Begho.
Έτσι, λοιπόν, τον 8ο αιώνα του ισλαμικού ημερολογίου, η Αυτοκρατορία των Mandingo ήταν ισχυρή στο εμπόριο και στον πόλεμο. Όμως, τίποτα στον κόσμο δεν είναι σταθερό… Το Μάλι έμελλε κι αυτό να γίνει θύμα του ίδιου του του εαυτού. Οκτώ χρόνια αργότερα –στα 1360 μ. Χ., θα λέγαμε εμείς εδώ στην Ευρώπη-, όταν πια ο Ibn Battuta, ο ταξιδευτής, θα έχει φορτώσει γι άλλη μια φορά τους μπόγους με τα καφτάνια και με τα σύνεργα της καλλιγραφίας του στον ύβο της Τζαμήλα, της αγαπημένης του καμήλας, που τον συνοδεύει πάντα στα ταξίδια του πέρα από τους αμμόλοφους της Σαχάρας, και θα έχει επιστρέψει στην πατρίδα του την Ταγγέρη, στο Μαρόκο, οι απόγονοι του Mansa Sulayman –του αδελφού τού Mansa Musa- θα επιτεθούν στ’ ανάκτορα και θα καταλύσουν την Αυτοκρατορία.
Λίγο αργότερα, ο λαός της γης του Songhai, ανέβηκαν από το Νίγηρα και ίδρυσαν στο Μάλι το δικό τους βασίλειο. Μια νέα λαμπρή ανατολή ηλίου στη Δυτική Αφρική, που κι αυτός θα γνωρίσει τη συννεφιά, όταν μετέπειτα, στα 1430, οι Touareg θα τυλίξουν την Walata και το Timbuktu με τα μπλε μαντίλια τους, για να το πάρουν δύο δεκαετίες αργότερα οι Πορτογάλοι. Λαοί και πολιτισμοί, άλλοι πασίγνωστοι, κι άλλοι άγνωστοι, όπως οι Μαροκινοί, αλλά και οι Hausa, θ’ απλώσουν τις ρίζες τους στη γη του Μάλι. Βασιλείς και Άγιοι, σαν τον Sonni Ali και τον Muhammad Touray θα γράψουν τις δικές τους ιστορίες με τα καλλιγραφικά τους αραβόφωνα καλέμια. Έχουμε καιρό, στο μέλλον, να τις διηγηθούμε κι εκείνες…
Η ιστορία της ζωής εκείνου του άρχοντα του Sahel χάνεται έναν αιώνα νωρίτερα στην ωχρή σκόνη της υποσαχάριας Αφρικής… Μια ζωή θρυλική, χαρακτηριστική ενός Αφρικανού βασιλιά.
«Ανάπηρος από παιδί, ο Sundiata υπομένει ακόμα τον περίγελο των πανέμορφων γυναικών της Αφρικής, μέχρι και στη εξορία που τον έστειλε το πανίσχυρο Ισλάμ. Θα πρέπει να ξεπεράσει τα μάγια που του έχουν κάνει οι εχθροί του, για να κατορθώσει, εν τέλει, να ανακτήσει την κληρονομιά του και το λαό του: τους Mandingo. Σ’ αυτούς θα δωρίσει το πρώην βασίλειο της Γκάνα και τα εμπορικά κρατίδια στην ανατολική πλευρά του Νίγηρα και του άνω ποταμού Σενεγάλη που θα κατακτήσει.»
Αυτά έχει διαβάσει ο ταξιδευτής Battuta στα χαμένα –πλέον- χρονικά του προκατόχου του, του Τυνήσιου Ibn Khaldoun.
«Το χρυσάφι μονοπωλείται από τα χέρια των μυστικοπαθών και παράξενων εμπόρων, και διασχίζοντας την ξερή γη του Μάλι καταλήγει στη Μεσόγειο, την άπληστη, κουβαλώντας μέσα στη λάμψη του, βουβά, τους μύθους της αφρικάνικης πατρίδας του. Το αφήνουν, λένε, πάνω στα κιλίμια, κι όποιος περαστικός πραματευτής περνά, το ανταλλάσσει με τα δικά του αγαθά –ίσως με το πολύτιμο αλάτι. Κάποιοι απ΄ αυτούς έχουν ακούσει ότι το χρυσάφι μεγαλώνει μέσα σε κήπους μαγικούς, σαν τα καρότα! Μερικοί διαβεβαιώνουν ότι το θερίζουν με τα ίδια τους τα χέρια από τις καλαμιές. Άλλοι γελούν γιατί ξέρουν ότι το χρυσάφι το κουβαλούν τα μυρμήγκια από τα έγκατα του λαβυρίνθου τους. Κάποιοι, όμως, πιο αληθοφανείς, αφηγούνται ότι το βγάζουν απ’ τη γη άνθρωποι που ζουν γυμνοί μέσα σε τρύπες και σπηλιές, εκεί στο Bure, κοντά στην Γκάμπια και στην Άνω Βόλτα.
Ο λαός του Μάλι, όμως, ποτέ δεν απέκτησε την απόλυτη κυριαρχία του χρυσού, αφού οι άνθρωποι που το κατείχαν, αμύνονταν στον αρχαίο εκείνο ιμπεριαλισμό με την παθητική τους αντίσταση, αναστέλλοντας στους δύσκολους καιρούς της σκλαβιάς την καρπερή εισχώρηση στην ιερή τους Γη. Οι ηγέτες Mandingo, λοιπόν, -οι σοφοί- περιορίστηκαν (;) στο να μεταφέρουν το θησαυρό μέσα από την Αυτοκρατορία τους προς τη Walata και το Timbuktu και να κρατούν για τον εαυτό τους τη μερίδα του λέοντος, αφήνοντας στους υπόλοιπους εμπόρους λίγη χρυσόσκονη, για να χαίρονται κι εκείνοι. Λένε, μάλιστα, ότι ο Mansa Musa, ο παμπάλαιος βασιλιάς του Μάλι, είχε οδηγήσει στο προσκυνηματικό του ταξίδι στη Mecca πεντακόσιες καμήλες κατάφορτες με τον λαμπερό σαν τον ήλιο θησαυρό. Κι έτσι, στα μάτια των μετέπειτα Ευρωπαίων αποίκων, ο πρωτόγονος χάρτης του Μάλι γέμισε από στίγματα-πόλεις ολόχρυσες, με αραβουργήματα στα τζαμιά και παζάρια με σκουροκόκκινους καρπούς του δέντρου kola που φέρνει στους ανθρώπους τη γονιμότητα.»
Εκεί, στο Niani, θα ίδρυε ο Sundiata την πρωτεύουσά του. «Εκεί και πιο πέρα, στη Walata», θα γράψει σε λίγο ο Ibn Battuta, «μετάνιωσα για μια στιγμή που ήρθα τόσο δρόμο μέχρι εδώ, γιατί το φαγητό εδώ είναι παράξενο, έχει πολύ κεχρί, κι οι άνθρωποι σ’ αυτό το βασίλειο δείχνουν έντονα την καταφρόνια τους στους ξένους, και ιδιαίτερα στους λευκούς. Όσο για τους ζωοποιούς καρπούς της kola», γράφει με τα λεπτεπίλεπτα αραβικά γράμματά του, «σίγουρα αυτοί φταίνε για την σεξουαλική ασυδοσία αυτού του λαού, και ιδιαίτερα των γυναικών με την χάλκινη επιδερμίδα.» Προσκυνητής κι ο ίδιος του Ισλάμ, έμεινε έκπληκτος από τα παιδιά του Μάλι, τα οποία ζούσαν αλυσοδεμένα μέχρι ν’ αποστηθίσουν το Κοράνι. Γρήγορα όμως θ’ αλλάξει γνώμη και θα εκτιμήσει την πρωτόγνωρη αυτή Αυτοκρατορία, όταν συνειδητοποιήσει ότι η σκοτεινή σκιά που σαν φάντασμα τον ακολουθεί σε μία ερημιά, είναι ένας καλοσυνάτος ντόπιος που προσπαθεί να προστατέψει τον ξένο ταξιδευτή από τους κροκόδειλους. Αυτός θα τον πείσει για τη λατρεία του λαού του Μάλι για τη δικαιοσύνη.
Στο ανάκτορο τον υποδέχεται ένα χρυσό πουλί πάνω στην κόκκινη ομπρέλα του Mansa Musa. Η ματιά τού Battuta πλέει στο ατέλειωτο κόκκινο, μέχρι που ξαφνικά βρίσκεται μπλεγμένη στα περίπλοκα κεντήματα από χρυσοκλωστή πάνω στο σκούφο του βασιλιά. Μπροστά από το θρόνο, οι αυλικοί ποιητές, ντυμένοι με πουπουλένιες στολές πουλιών με κόκκινα ράμφη, δραματοποιούν με υπερβολικές κινήσεις –πολλές απ’ αυτές δυσνόητες- τα μελοποιημένα ποιήματά τους. «Από μία είσοδο εμφανίζεται μία ομάδα ιθαγενών μιας γης μακρινής και τροπικής. Εξωτική εικόνα μες το κατάξερο Μάλι. Γονατίζουν και τρίβουν τα κοντοκομμένα, σγουρά μαλλιά τους με το στεγνό, αργιλώδες χώμα, σε ένδειξη υποταγής στον Αυτοκράτορα. Κι ο Mansa Musa χαιρετίζει την άφιξή τους μέσα στον υποβλητικό βόμβο που προκαλούν παλλόμενες χορδές τόξων. Είναι αρχηγοί φυλών που επιδίδονται στην ανθρωποφαγία, οι οποίοι έχουν έρθει για να ευχαριστήσουν τον βασιλιά για το νεαρό κορίτσι που τους έστειλε ως δώρο, για να μην κάνουν επιδρομές στην αυτοκρατορία του. Τα σώματα και τα πρόσωπά τους είναι διάστικτα με μακιγιάζ από το αίμα του κοριτσιού. Ρίχνοντας μια ματιά στη λευκή επιδερμίδα μου, είπαν ότι δεν τρώνε λευκούς ανθρώπους, γιατί η σάρκα τους είναι ακόμη άγουρη…»
Αυτά γράφει ο Ibn Battuta στα απομνημονεύματα του μαλινέζικου ταξιδιού του, χωρίς να γνωρίζει ότι εξακόσια χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1950, οι ανθρωπολόγοι, μετά από πολλές έρευνες θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το φαινόμενο της ανθρωποφαγίας δεν είναι τόσο μυθικά απλοϊκό: σε ορισμένες φυλές, οι άνδρες πολεμιστές συνηθίζουν να τρώνε κάποια από τα μέλη των αντιπάλων τους• παίρνουν τη δύναμη από τους μυς των εχθρών τους και τη σοφία από το μυαλό του αρχηγού τους. Σε άλλες κουλτούρες, πάλι, είναι γνωστή η βρώση των οστών σε μορφή σούπας, έτσι ώστε ολόκληρη η φυλή να έχει γίνει κοινωνός του πνεύματος του νεκρού συγγενούς. Ας επιστρέψουμε, όμως, στην ιστορία τού Battuta και στην Αυτοκρατορία τού Μάλι.
Η σκόνη από το χώμα που έτριψαν οι υποτελείς στα μαλλιά τους του φέρνει φτέρνισμα. Γνωρίζει, όμως, πολύ καλά –από τα παλιά κιτάπια του Ibn Amir Hajib, πού ‘χε ξεσκονίσει πριν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι- ότι το φτάρνισμα ενώπιον του Αυτοκράτορα είναι taboo και τιμωρείται με θανατική ποινή. Το ίδιο ισχύει και για όσους τολμούν να εμφανιστούν μπροστά του φορώντας σανδάλια.
Έξω, στον περίβολο του παλατιού, το πανίσχυρο ιππικό της Αυτοκρατορίας του Μάλι: στρατιώτες με δερμάτινες στολές και σκούρα μεταλλικά κράνη που καταλήγουν σε λοφίο, κρατούν τα χρυσοποίκιλτα γκέμια των αλόγων τους, που στα πλευρά τους έχουν περίπλοκα γεωμετρικά σχέδια, χαραγμένα με πυρωμένο σίδερο πάνω στο δέρμα τους. Σ’ αυτόν τον έφιππο στρατό στηρίζεται η κυριαρχία του βασιλιά Mansa Musa και της Αυτοκρατορίας του Μάλι στη Δυτική Αφρική, από το Νίγηρα μέχρι τη Γκάμπια, κι ως τις παρυφές της Σαχάρας. Πέρα από αυτά τα σύνορα, οι Dyula -η κάστα των μαλινέζων εμπόρων της φυλής Mande- είχε ιδρύσει αποικίες, έξω από την πρόσβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας του Mansa Musa, και διακινούν το χρυσάφι των Aka από τη χώρα του Begho.
Έτσι, λοιπόν, τον 8ο αιώνα του ισλαμικού ημερολογίου, η Αυτοκρατορία των Mandingo ήταν ισχυρή στο εμπόριο και στον πόλεμο. Όμως, τίποτα στον κόσμο δεν είναι σταθερό… Το Μάλι έμελλε κι αυτό να γίνει θύμα του ίδιου του του εαυτού. Οκτώ χρόνια αργότερα –στα 1360 μ. Χ., θα λέγαμε εμείς εδώ στην Ευρώπη-, όταν πια ο Ibn Battuta, ο ταξιδευτής, θα έχει φορτώσει γι άλλη μια φορά τους μπόγους με τα καφτάνια και με τα σύνεργα της καλλιγραφίας του στον ύβο της Τζαμήλα, της αγαπημένης του καμήλας, που τον συνοδεύει πάντα στα ταξίδια του πέρα από τους αμμόλοφους της Σαχάρας, και θα έχει επιστρέψει στην πατρίδα του την Ταγγέρη, στο Μαρόκο, οι απόγονοι του Mansa Sulayman –του αδελφού τού Mansa Musa- θα επιτεθούν στ’ ανάκτορα και θα καταλύσουν την Αυτοκρατορία.
Λίγο αργότερα, ο λαός της γης του Songhai, ανέβηκαν από το Νίγηρα και ίδρυσαν στο Μάλι το δικό τους βασίλειο. Μια νέα λαμπρή ανατολή ηλίου στη Δυτική Αφρική, που κι αυτός θα γνωρίσει τη συννεφιά, όταν μετέπειτα, στα 1430, οι Touareg θα τυλίξουν την Walata και το Timbuktu με τα μπλε μαντίλια τους, για να το πάρουν δύο δεκαετίες αργότερα οι Πορτογάλοι. Λαοί και πολιτισμοί, άλλοι πασίγνωστοι, κι άλλοι άγνωστοι, όπως οι Μαροκινοί, αλλά και οι Hausa, θ’ απλώσουν τις ρίζες τους στη γη του Μάλι. Βασιλείς και Άγιοι, σαν τον Sonni Ali και τον Muhammad Touray θα γράψουν τις δικές τους ιστορίες με τα καλλιγραφικά τους αραβόφωνα καλέμια. Έχουμε καιρό, στο μέλλον, να τις διηγηθούμε κι εκείνες…