Αναμνήσεις
Εκδήλωση του Ηλία Ταμπουράκη στον Όμιλο UNESCO
Ν. Πειραιώς & Νήσων, 26/10/2013
Με την υποστήριξη του ICOMOS, ΕΣΠΑ, Μουσείου Παραδοσιακών Οργάνων Κέντρου
Μουσικολογίας Υπ. Πολιτισμού, Ελλ. Ιδρύματος Ιστορικών Μελετών.
Κείμενο δημοσιευμένο στην τριμινιαία έκδοση του Συλλόγου Τενεδίων "Ο Τέννης"
και στην εφημερίδα Νέος Κόσμος της Αυστραλίας.
Γη ηλιόλουστη, που προβάλλει μέσα απ’ τη θάλασσα. Ακολουθεί τον αμείλικτο νόμο του Ηράκλειτου: Τα πάντα ρει. Γη κυματιστή· γλυκό το κλίμα του κρασιού. Οι αντιξοότητες της θάλασσας και της γης, και η δυσμένεια της ιστορίας, η μάχη ενάντια στη δίψα και η πάλη με τους ανέμους, έχουν προικίσει τον άνθρωπο αυτής της νησιώτικης γης με επιμονή, αλλά και με καρτερία. Με αποφασιστικότητα. Είναι η γη του νόστου –με την ομηρική έννοια της επανόδου. Των ερειπίων, αλλά όχι των αρχαιολογικών. Οι επήλυδες με τη σκοτεινή θρησκεία, που ήρθαν πέρα κι από την Ανατολία, παραμένουν εσωστρεφείς: εθνικιστές που με ξέφρενη μανία προσπαθούν ν’ απελευθερωθούν απ’ τό Ισλάμ, και ισλαμιστές που συνταράσσονται προκειμένου ν’ αποτινάξουν τα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Αγνοούν και οι δύο την κοσμοπολίτικη και πολυ-πολιτισμική μορφή που θα μπορούσε να έχει η χώρα τους. Ένα έθνος που σβήνει τις μνήμες του παρελθόντος, αλλά στη θέση τους δεν δημιουργεί τίποτα σημαντικό.
Η κούλα της γιαγιάς! Πάνε χρόνια που δεν τη βλέπω πια. Τη γιαγιά. Δέσποινα, τη λένε, Μαλαματίνα, το γένος Αρβανίτη. Εδώ, στα αριστερά, όπου τώρα περνά ο πεζόδρομος με τα κεραμιδί πλακάκια, υπήρχε για χρόνια και ζαμάνια ένας κατήφορος από κοκκινόχωμα και πέτρες. Ένα σωρό χρόνια και πέτρες... Από τις απαρχές του κόσμου μου του παιδικού. Μέσα στον αχανή αθηναϊκό μας μικρόκοσμο. Πέτρες μεσαίου μεγέθους, που όμως, εκείνα τα χρόνια της παιδικότητας, της δικής μας παιδικότητας, μας φαινόταν τεράστιες, σα θηρία! Αλφάδι με τη γη, ένα παράθυρο. Κλειστό. Θαλασσί. Πάνω στον ασβέστη του νησιώτικου τοίχου. Ένα παράθυρο, φερμένο από την Τένεδο. Το νησί μας της Μικρασίας. Ένα θαλασσί ξεθωριασμένο. Ξεφλουδισμένο. Σαν ανάμνηση του νησιού. Οι πέτρες της κατηφόρας γίνονται κόμπος στο λαιμό μου. Αναμνήσεις με γεύση απροσδιόριστη, που όταν συνειδητοποιώ οτι δεν υλοποιούνται πια (γιατί ο χρόνος τους τελείωσε), η γεύση γίνεται στυφή.
Με τον Γιώργο, τον μεγαλύτερο ξάδελφο, οκτάχρονα αγοράκια, τρέχαμε στην κατηφόρα και πηδούσαμε μέσ’ απ’ το γήινο παράθυρο, στο σπίτι της γιαγιάς. Ένα βήμα αέρινο πάνω απ’ το ξύλινο μπαούλο, πετώντας –σχεδόν- πάνω απ’ το λεπτό, καφετί χαλί (κιλίμ το ‘λεγ’ η γιαγιά). Ένας γύρος –πεταχτά- γύρω απ’ το τετράγωνο τραπέζι με το βαρύ τραπεζομάντηλο με τα κρόσσια, στο χρώμα του βαθυκόκκινου κρασιού της Τενέδου, μια τρεχάλα στο διάδρομο, μπροστά απ’ τον βιενέζικο καναπέ (κατασκευασμένο στην Κωνσταντινούπολη πριν 150 χρόνια και βάλε) από μαύρο ξύλο, με παρελθόν γυαλιστερό, κι ελικοειδή μοτίβα -«φινετσάτα», τα ‘λεγε η γιαγιά. Και ανοίγοντας τα χεράκια –σαν φτερά- μέσα στην κουζίνα με το ψυγείο που «δούλευε» με παγοκολώνες –τις οποίες η γιαγιά αγόραζε κάθε πρωί απ’ τον παγοπώλη που την ξυπνούσε διαλαλώντας την πραμάτεια του- βγαίναμε βολίδα στον κήπο, κυνηγώντας τη Λίτσα και την Ντέμπυ, τις ξαδέλφες, τις «τρελές αγελάδες», για να τις τρομάζουμε με καμιά ακρίδα που φτερούγιζε ανάμεσα στα δάχτυλά μας. Όμως, εκείνες, πάντα κατάφερναν να ξεφεύγουν, σαν κότες, δύσκολες να τις πιάσεις. Παρατούσαμε, τότε, το παιχνίδι των «κυνηγών» και καταπιανόμαστε να σκάβουμε ένα λάκκο στην αυλή –«ένα πηγάδι», λέγαμε, «τόσο βαθύ» (στη φαντασία μας), «που παρ’ ολίγο να δούμε τον Διάβολο!» Γεμίζαμε τη λακκούβα με λάσπη, που «μαγειρεύαμε» με το λάστιχο ποτίσματος της αυλής, και τη σκεπάζαμε με φύλλα και κλαδάκια, νομίζοντας οτι έτσι δεν θα φαινόταν. Φωνάζαμε, τότε τις εξαδέλφες, που μας κρυφοκοιτούσαν από τον επάνω όροφο, για να τις παγιδέψουμε και να πέσουν μέσα στη λακκούβα μας. Όμως εκείνες, μεγαλύτερες σε ηλικία από εμάς, έτρεχαν μέσα στο σπίτι και καταπιάνονταν με τις φωτογραφίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, νομίζοντας οτι δεν θα τις βλέπαμε πίσω απ’ τη φούστα της θειας μας της χοντρής. Έβγαινε, τότε, η γιαγιά η Δέσποινα και θαύμαζε -«τη τσικουλάτα σας στου π’γαδέλ’.» Κι εμείς, ξικατουργιέμαστι στο γέλιο: -«Δεν είναι τσικουλάτα. Τσ’λι’ο ένι, απ’ τη χρείγια!» Κι εκείνη, με μία επιτηδευμένη κίνηση, σαν πιρουέτα της Μάγια Πλισέτκαγια στη Λίμνη των Κύκνων, έβγαζε από την παντούφλα το ένα «μπογαλέλ’» κι έβαζε –με φινέτσα- την άκρη του μεγάλου της δάχτυλου μέσα στη λάσπη, σαν να δοκίμαζε τη «τσικουλάτα-τσ’λιό που με κάναν τα τσουρουπούλια μ’». Κι εμείς, μπρουμ’τισμέν’, να ψοφούμ’ στο γέλιο...
Και τη νύχτα. Μ’ ένα αγιόκλημα στο στόμα, να ρουφάμε τη μαγεία της γύρης μες την ανοιξιάτικη νύχτα της Μεσογείου. Πιο ‘κει, μια πλαστική μπλε λεκάνη, γεμάτη με νερό και λουλούδια απ’ την αυλή να επιπλέουν, περιμένοντας το φως του φεγγαριού -μπλε κι αυτό- να τα φτιάξει κολώνια για τα «πιδέλια». Και η νύχτα συνεχίζει να σκορπίζει τα αρώματά της: γιαπράκια με μπόλικο δυόσμο· και με οσμές: λέσ’ από το βόθρο, δίπλα στην ξερολιθιά της αυλής. Κι απ’ το τσιγάρο του θείου Νίκου, στο τεράστιο, τσίγκινο σταχτοδοχείο. –«Τσουρλιτέλια, πού τρέχετε, πάνω-κάτω;» Στον κήπο με τ’ αγιόκλημα, το τραπέζι είναι στρωμένο. Μακρόστενο, με λευκό τραπεζομάντηλο, υφασμένο στην κριβαταργιά της προγιαγιάς της Κατίνας, μ’ ένα μεγάλο κόκκινο, καλλιγραφικό D κεντημένο απ’ τα χέρια της γιαγιάς της Δέσποινας. Το διάφανο μπουκάλι με τη ρετσίνα Μαλαματίνα, που απ’ το 1860 παράγει η οικογένειά μας, προσελκύει μια νυχτοπεταλούδα με την κιτρινωπή του λάμψη, που δανείζεται από τη λάμπα κι απ’ το κρασί. –«Στην υγειά σας, κουπιλδέλια μ’, κι άλλο κακό να μη μας έρτει. Νισάφ’ πια...» Δεν υπάρχουν, πια, τραγούδια. Ο πόνος της ψυχής βασανίζει τα χείλη, μεταμφιεσμένος σε ευχή. Νταλγκάς της φωτιάς και του θανάτου. Φάουσα. Του χαμού της γης και των ανθρώπων της. Των θησαυρών της, υλικών και συναισθηματικών. Από τη Μικρασία την πυρπολημένη, κι από την Ελλάδα την απαξιωτική... Από την Αίγυπτο, την καταπιεσμένη κι από τις ΗΠΑ, τις πολλά υποσχόμενες. Από τη Ρωσία, την ξεσηκωμένη. Από την Τανζανία κι από την Κόστα Ρίκα, τις τροπικές. Αυτό είναι το ταξίδι της οικογένειας Μαλαματίνα.
Εκδήλωση του Ηλία Ταμπουράκη στον Όμιλο UNESCO
Ν. Πειραιώς & Νήσων, 26/10/2013
Με την υποστήριξη του ICOMOS, ΕΣΠΑ, Μουσείου Παραδοσιακών Οργάνων Κέντρου
Μουσικολογίας Υπ. Πολιτισμού, Ελλ. Ιδρύματος Ιστορικών Μελετών.
Κείμενο δημοσιευμένο στην τριμινιαία έκδοση του Συλλόγου Τενεδίων "Ο Τέννης"
και στην εφημερίδα Νέος Κόσμος της Αυστραλίας.
Γη ηλιόλουστη, που προβάλλει μέσα απ’ τη θάλασσα. Ακολουθεί τον αμείλικτο νόμο του Ηράκλειτου: Τα πάντα ρει. Γη κυματιστή· γλυκό το κλίμα του κρασιού. Οι αντιξοότητες της θάλασσας και της γης, και η δυσμένεια της ιστορίας, η μάχη ενάντια στη δίψα και η πάλη με τους ανέμους, έχουν προικίσει τον άνθρωπο αυτής της νησιώτικης γης με επιμονή, αλλά και με καρτερία. Με αποφασιστικότητα. Είναι η γη του νόστου –με την ομηρική έννοια της επανόδου. Των ερειπίων, αλλά όχι των αρχαιολογικών. Οι επήλυδες με τη σκοτεινή θρησκεία, που ήρθαν πέρα κι από την Ανατολία, παραμένουν εσωστρεφείς: εθνικιστές που με ξέφρενη μανία προσπαθούν ν’ απελευθερωθούν απ’ τό Ισλάμ, και ισλαμιστές που συνταράσσονται προκειμένου ν’ αποτινάξουν τα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Αγνοούν και οι δύο την κοσμοπολίτικη και πολυ-πολιτισμική μορφή που θα μπορούσε να έχει η χώρα τους. Ένα έθνος που σβήνει τις μνήμες του παρελθόντος, αλλά στη θέση τους δεν δημιουργεί τίποτα σημαντικό.
Η κούλα της γιαγιάς! Πάνε χρόνια που δεν τη βλέπω πια. Τη γιαγιά. Δέσποινα, τη λένε, Μαλαματίνα, το γένος Αρβανίτη. Εδώ, στα αριστερά, όπου τώρα περνά ο πεζόδρομος με τα κεραμιδί πλακάκια, υπήρχε για χρόνια και ζαμάνια ένας κατήφορος από κοκκινόχωμα και πέτρες. Ένα σωρό χρόνια και πέτρες... Από τις απαρχές του κόσμου μου του παιδικού. Μέσα στον αχανή αθηναϊκό μας μικρόκοσμο. Πέτρες μεσαίου μεγέθους, που όμως, εκείνα τα χρόνια της παιδικότητας, της δικής μας παιδικότητας, μας φαινόταν τεράστιες, σα θηρία! Αλφάδι με τη γη, ένα παράθυρο. Κλειστό. Θαλασσί. Πάνω στον ασβέστη του νησιώτικου τοίχου. Ένα παράθυρο, φερμένο από την Τένεδο. Το νησί μας της Μικρασίας. Ένα θαλασσί ξεθωριασμένο. Ξεφλουδισμένο. Σαν ανάμνηση του νησιού. Οι πέτρες της κατηφόρας γίνονται κόμπος στο λαιμό μου. Αναμνήσεις με γεύση απροσδιόριστη, που όταν συνειδητοποιώ οτι δεν υλοποιούνται πια (γιατί ο χρόνος τους τελείωσε), η γεύση γίνεται στυφή.
Με τον Γιώργο, τον μεγαλύτερο ξάδελφο, οκτάχρονα αγοράκια, τρέχαμε στην κατηφόρα και πηδούσαμε μέσ’ απ’ το γήινο παράθυρο, στο σπίτι της γιαγιάς. Ένα βήμα αέρινο πάνω απ’ το ξύλινο μπαούλο, πετώντας –σχεδόν- πάνω απ’ το λεπτό, καφετί χαλί (κιλίμ το ‘λεγ’ η γιαγιά). Ένας γύρος –πεταχτά- γύρω απ’ το τετράγωνο τραπέζι με το βαρύ τραπεζομάντηλο με τα κρόσσια, στο χρώμα του βαθυκόκκινου κρασιού της Τενέδου, μια τρεχάλα στο διάδρομο, μπροστά απ’ τον βιενέζικο καναπέ (κατασκευασμένο στην Κωνσταντινούπολη πριν 150 χρόνια και βάλε) από μαύρο ξύλο, με παρελθόν γυαλιστερό, κι ελικοειδή μοτίβα -«φινετσάτα», τα ‘λεγε η γιαγιά. Και ανοίγοντας τα χεράκια –σαν φτερά- μέσα στην κουζίνα με το ψυγείο που «δούλευε» με παγοκολώνες –τις οποίες η γιαγιά αγόραζε κάθε πρωί απ’ τον παγοπώλη που την ξυπνούσε διαλαλώντας την πραμάτεια του- βγαίναμε βολίδα στον κήπο, κυνηγώντας τη Λίτσα και την Ντέμπυ, τις ξαδέλφες, τις «τρελές αγελάδες», για να τις τρομάζουμε με καμιά ακρίδα που φτερούγιζε ανάμεσα στα δάχτυλά μας. Όμως, εκείνες, πάντα κατάφερναν να ξεφεύγουν, σαν κότες, δύσκολες να τις πιάσεις. Παρατούσαμε, τότε, το παιχνίδι των «κυνηγών» και καταπιανόμαστε να σκάβουμε ένα λάκκο στην αυλή –«ένα πηγάδι», λέγαμε, «τόσο βαθύ» (στη φαντασία μας), «που παρ’ ολίγο να δούμε τον Διάβολο!» Γεμίζαμε τη λακκούβα με λάσπη, που «μαγειρεύαμε» με το λάστιχο ποτίσματος της αυλής, και τη σκεπάζαμε με φύλλα και κλαδάκια, νομίζοντας οτι έτσι δεν θα φαινόταν. Φωνάζαμε, τότε τις εξαδέλφες, που μας κρυφοκοιτούσαν από τον επάνω όροφο, για να τις παγιδέψουμε και να πέσουν μέσα στη λακκούβα μας. Όμως εκείνες, μεγαλύτερες σε ηλικία από εμάς, έτρεχαν μέσα στο σπίτι και καταπιάνονταν με τις φωτογραφίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, νομίζοντας οτι δεν θα τις βλέπαμε πίσω απ’ τη φούστα της θειας μας της χοντρής. Έβγαινε, τότε, η γιαγιά η Δέσποινα και θαύμαζε -«τη τσικουλάτα σας στου π’γαδέλ’.» Κι εμείς, ξικατουργιέμαστι στο γέλιο: -«Δεν είναι τσικουλάτα. Τσ’λι’ο ένι, απ’ τη χρείγια!» Κι εκείνη, με μία επιτηδευμένη κίνηση, σαν πιρουέτα της Μάγια Πλισέτκαγια στη Λίμνη των Κύκνων, έβγαζε από την παντούφλα το ένα «μπογαλέλ’» κι έβαζε –με φινέτσα- την άκρη του μεγάλου της δάχτυλου μέσα στη λάσπη, σαν να δοκίμαζε τη «τσικουλάτα-τσ’λιό που με κάναν τα τσουρουπούλια μ’». Κι εμείς, μπρουμ’τισμέν’, να ψοφούμ’ στο γέλιο...
Και τη νύχτα. Μ’ ένα αγιόκλημα στο στόμα, να ρουφάμε τη μαγεία της γύρης μες την ανοιξιάτικη νύχτα της Μεσογείου. Πιο ‘κει, μια πλαστική μπλε λεκάνη, γεμάτη με νερό και λουλούδια απ’ την αυλή να επιπλέουν, περιμένοντας το φως του φεγγαριού -μπλε κι αυτό- να τα φτιάξει κολώνια για τα «πιδέλια». Και η νύχτα συνεχίζει να σκορπίζει τα αρώματά της: γιαπράκια με μπόλικο δυόσμο· και με οσμές: λέσ’ από το βόθρο, δίπλα στην ξερολιθιά της αυλής. Κι απ’ το τσιγάρο του θείου Νίκου, στο τεράστιο, τσίγκινο σταχτοδοχείο. –«Τσουρλιτέλια, πού τρέχετε, πάνω-κάτω;» Στον κήπο με τ’ αγιόκλημα, το τραπέζι είναι στρωμένο. Μακρόστενο, με λευκό τραπεζομάντηλο, υφασμένο στην κριβαταργιά της προγιαγιάς της Κατίνας, μ’ ένα μεγάλο κόκκινο, καλλιγραφικό D κεντημένο απ’ τα χέρια της γιαγιάς της Δέσποινας. Το διάφανο μπουκάλι με τη ρετσίνα Μαλαματίνα, που απ’ το 1860 παράγει η οικογένειά μας, προσελκύει μια νυχτοπεταλούδα με την κιτρινωπή του λάμψη, που δανείζεται από τη λάμπα κι απ’ το κρασί. –«Στην υγειά σας, κουπιλδέλια μ’, κι άλλο κακό να μη μας έρτει. Νισάφ’ πια...» Δεν υπάρχουν, πια, τραγούδια. Ο πόνος της ψυχής βασανίζει τα χείλη, μεταμφιεσμένος σε ευχή. Νταλγκάς της φωτιάς και του θανάτου. Φάουσα. Του χαμού της γης και των ανθρώπων της. Των θησαυρών της, υλικών και συναισθηματικών. Από τη Μικρασία την πυρπολημένη, κι από την Ελλάδα την απαξιωτική... Από την Αίγυπτο, την καταπιεσμένη κι από τις ΗΠΑ, τις πολλά υποσχόμενες. Από τη Ρωσία, την ξεσηκωμένη. Από την Τανζανία κι από την Κόστα Ρίκα, τις τροπικές. Αυτό είναι το ταξίδι της οικογένειας Μαλαματίνα.
Χειμώνας. Μυρωδιά πετρελαίου από τη σόμπα. Τρεις σταγόνες βούτυρο στο φλιτζάνι με το φασκόμηλο, κι εμείς τις «ψαρεύουμε» με τη φρυγανιά μας. Μυρωδιά ναφθαλίνης απ’ το μάλλινο χράμ’ που τσιμπά το σώμα. Με γεωμετρικά, πολύχρωμα «μοτίφ». Μια φευγαλέα ματιά στην κιτρινισμένη φωτογραφία, στον τοίχο. Ξέρουμε τι είναι. Η γιαγιά μάς το έχει εξηγήσει: είναι το καμπαναριό της Τενέδου, του νησιού μας, που ποτέ πια δεν θα ξαναδούμε. Έτσι όπως ήταν. Όχι όπως είναι τώρα. –«Οι γουρσουζλαμάδες...» –«Γιαγιά, άνοιξέ μας το μπαούλο σου! Α! Κοίτα, η κρυστάλλινη λάμπα που φώτιζε τις νύχτες σου όταν πήγαινες σχολείο, τότε που ακόμα δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Άναψέ τη, γιαγιά! Γιαγιά, τι έχεις μέσα σ’ εκείνο το πάνινο σακουλάκι;» Οι σκιές της λάμπας πετρελαίου στον τοίχο από ώχρα, της θυμίζουν τους καπνούς της Σμύρνης, εκείνη την αποφράδα 31η Αυγούστου του 1922. –«Μάνα, γιανκίν’ στην Ανατολή! Οι τσέτες θα ‘ρτουν με τα μαχαίρια... Κι ο άντρας μου, ο Χρήστος, αχ, Παναγιά μ’ που να ‘ναι τώρα; Θα του γράψω πίσω απ’ τη φωτογραφία μας τη νυφική και θα του τη στείλω:
[Δεν είναι κρίμα κι άδικο, / πουλάκια ερωτευμένα,
/ χώρια να ζούνε, μοναχά, / και να ‘ν’ κατατρεγμένα;]»
-«Πες μου, γιαγιά, τι έχει το σακουλάκι;»
-«Μια πέτρα, είναι, κουπιλδέλ’ μ’, μια πέτρα απ’ το Τούζμπουρνου, και λίγο χώμα της Τενέδου. Που ποτέ δεν θα ξαναγίνει δική μας. Τα πήρα μαζί μου, τότε, που φηύγαμ’ αλαφιασμέν’...»
Τα μάτια της, γαλαζόπετρα απ’ τ’ αμπέλια της Τενέδου, ανοίγουν, λαμπερά. Βγάζει τα γυαλιά της, και μ’ ένα μαντήλι κάτασπρο, πεντακάθαρο, με μαύρη ρίγα πένθους γύρω-γύρω, σκουπίζει ένα κρυφό δάκρυ. Σαν τη ζωή της. Η γιαγιά η Δέσποινα δεν είναι, πλέον, στη ζωή. Όμως η καταλυτική της παρουσία στη δική μου ζωή, μου επιτρέπει τον ενεστώτα χρόνο των ρημάτων. Τον χρειάζομαι τον ενεστώτα.
–«Γιαγιά, πώς χωρούν τόσα σπίτια σ’ ένα νησί;»
Στα μάτια μου, τα παιδικά, η φωτογραφία της Τενέδου μου φαίνεται τόσο μικρή, σαν παιχνίδι, με τσ’ αχυρένιοι Κάμποι απά’ στο τυρκουάζ του Αιγαίου. Δίπλα, σκούρα πράσινα τα τσάμια. Και κορώνα, το γκρίζο κάστρο το βενετσιάνικο: επάλξεις και καταπακτές, κι ανάμεσα, μάρμαρα αρχαία. Είμαι πέντε χρονών, και δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένα σπίτι τόσο μεγάλο, σαν την κούλα στ’ αμπέλια, μπορεί να χωράει σ’ ένα νησί τόσο μικρό, όπως εκείνο της φωτογραφίας.
–«Χωρούν, εμ, πώς δε χωρούν; Άσ’ τα φασ’λίτ’κα, μη με νταλντίζεις πια! Ροδάν’ πάγ' η γλώσσα σ’.»
–«Και οι στάβλοι με τ’ άλογα του Ποσειδώνα;» Α, αυτά ένι στα βάθη της θάλασσας, πιδέλι μ’.» -«Και, γιαγιά, γιατί εσύ κι εγώ είμαστε ξανθοί, με μία σταγόνα μελιού στα γαλανά μάτια μας;»
[Δεν είναι κρίμα κι άδικο, / πουλάκια ερωτευμένα,
/ χώρια να ζούνε, μοναχά, / και να ‘ν’ κατατρεγμένα;]»
-«Πες μου, γιαγιά, τι έχει το σακουλάκι;»
-«Μια πέτρα, είναι, κουπιλδέλ’ μ’, μια πέτρα απ’ το Τούζμπουρνου, και λίγο χώμα της Τενέδου. Που ποτέ δεν θα ξαναγίνει δική μας. Τα πήρα μαζί μου, τότε, που φηύγαμ’ αλαφιασμέν’...»
Τα μάτια της, γαλαζόπετρα απ’ τ’ αμπέλια της Τενέδου, ανοίγουν, λαμπερά. Βγάζει τα γυαλιά της, και μ’ ένα μαντήλι κάτασπρο, πεντακάθαρο, με μαύρη ρίγα πένθους γύρω-γύρω, σκουπίζει ένα κρυφό δάκρυ. Σαν τη ζωή της. Η γιαγιά η Δέσποινα δεν είναι, πλέον, στη ζωή. Όμως η καταλυτική της παρουσία στη δική μου ζωή, μου επιτρέπει τον ενεστώτα χρόνο των ρημάτων. Τον χρειάζομαι τον ενεστώτα.
–«Γιαγιά, πώς χωρούν τόσα σπίτια σ’ ένα νησί;»
Στα μάτια μου, τα παιδικά, η φωτογραφία της Τενέδου μου φαίνεται τόσο μικρή, σαν παιχνίδι, με τσ’ αχυρένιοι Κάμποι απά’ στο τυρκουάζ του Αιγαίου. Δίπλα, σκούρα πράσινα τα τσάμια. Και κορώνα, το γκρίζο κάστρο το βενετσιάνικο: επάλξεις και καταπακτές, κι ανάμεσα, μάρμαρα αρχαία. Είμαι πέντε χρονών, και δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένα σπίτι τόσο μεγάλο, σαν την κούλα στ’ αμπέλια, μπορεί να χωράει σ’ ένα νησί τόσο μικρό, όπως εκείνο της φωτογραφίας.
–«Χωρούν, εμ, πώς δε χωρούν; Άσ’ τα φασ’λίτ’κα, μη με νταλντίζεις πια! Ροδάν’ πάγ' η γλώσσα σ’.»
–«Και οι στάβλοι με τ’ άλογα του Ποσειδώνα;» Α, αυτά ένι στα βάθη της θάλασσας, πιδέλι μ’.» -«Και, γιαγιά, γιατί εσύ κι εγώ είμαστε ξανθοί, με μία σταγόνα μελιού στα γαλανά μάτια μας;»
Η γιαγιά η Δέσποινα, καταλαβαίνει τα «γιατί» μου. Της φαίνονται χαριτωμένα, και τα περιμένει πώς και πώς για ν’ αρχίσει να σκουπίζει τα μάτια της με το ασπρόμαυρο μαντήλι. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής της: να μου ανοίξει τα παράθυρα του μεσογειακού της πολιτισμού μέ όλη της την αγάπη. Αυτή ήταν η πρώτη μου δασκάλα. Ήρθε μαζί μου την πρώτη μου μέρα στο σχολείο και μ’ είπε: -«Απ’ το πιο μεγάλο σκουλιό του ντουνιά θα ‘ρτω να σε πάρω, με το δίπλωμα για τα γκλέζ’κα στο χέρ’.»
-«Πες μου, γιαγιά, γατί είμαι ξανθός;»
Κι αρχινά:
-«Αχ, κουπιλδελ’ μ’, αυτή ένι η ιστορία του Μαλαματινέϊκου· παμπάλαια και παράξενη. Είναι η ιστορία του ονόματός μας: η δική μας ιστορία. Αιώνες, τώρα, χιλιετηρίδες ζούσαν στο νησί μας άνθρωποι με λευκό δέρμα, και μάτια θάλασσα με μέλι. Σκάλιζαν στα μάρμαρα –τα λευκά και διάφανα, σαν την επιδερμίδα τους- θεές της γονιμότητας· κι εκείνες μίλησαν κι έγιν’ η θάλασσα. Και τη θαύμασαν. Και μες τη μέση, έσπειραν κόσμους λευκούς και γαλανούς, όμοιους μ’ εκείνες: Bozcaada και Gökçeada, Τένεδος και Ίμβρος, νησιά λευκόφρυδα και νησιά ουρανοκατέβατα... Με Άσπρα Χώματα και Τζιρένια κόκκινα. Και μες τη μέση, Πιατέλια και Κάτιργα πιο πέρα...»
–«Και το χρυσάφι, γιαγιά;»
-«Το μάλαμα, πιδέλι μ’;»
-«Ναι, γιαγιά, αυτή η χρυσή σταγόνα, που έχουμε στα γαλανά μας μάτια...»
-«Αυτή ένι η ιστορία: Έτος Κυρίου 1717. Η Τένεδος έχει αλλάξει πια τρεις αφεντάδες: Έλληνες, Βενετσιάνους και Τούρκους. Ο προπάππος σου ο Καλφαμήτρος, φτωχός κι απεγνωσμένος απ’ τους πολέμους και τον ξεριζωμό, πάει καβάλα στον Ψαρρή, τον γαϊδαράκο του. Κατεβαίνει απ’ τσ’ Μύλ’ στην εξοχή, στο Τούζμπουρνου. Όμως, ξαφνικά, ο γάιδαρος τα στυλώνει κι αρνείται να προχωρήσει. Τα ζώα προαισθάνονται το κακό και το καλό... Ο άνεμος, με μια κοφτή ριπή έπαψε, και στο βάθος, η θάλασσα στη Βίγλα έγινε γυαλί. Απόλυτη σιγή. Μία νεκρική ατμόσφαιρα κατέλαβε τη φύση. Ο προπάππος έμεινε ακίνητος, κρατώντας την ανάσα του. Ένας βρυχηθμός από τα σπλάχνα της γης τον ταρακούνησε. Κι η γη άρχισε να σειέται. Μια σχισμή άνοιξε στο χώμα, ανάμεσα στα σκέλια του γαϊδάρου. Σαν το στόμα του Κάτω Κόσμου ήταν. Ο προπάππος έκανε ένα σάλτο πάνω στο γάιδαρο κι άρπαξε τα γκέμια. Κι όταν κοίταξε μέσα στην άβυσσο, είδε στ’ αλάτι να λάμπει μάλαμα! Σαν μπαούλο πειρατικό ήταν εκείνη η σχισμή. Και τότε η γη πρόσφερε και πάλι τ’ αγαθά της στους ανθρώπους της. Μόνο που δεν ήταν πια το κρασί της Τενέδου, που το κοινωνούν στο Πατριαρχείο της Πόλης, αλλά χρυσάφι! Μια φλέβα χρυσού, φυλλορρόησε από τότε, φλουριά μαλαματένια στα στήθη των προγιαγιάδων σου. Της Κατίνας του Αρβανίτη και της Δέσποινας Μαλαματίνα.» Τα μάτια τής γιαγιάς, λάμπουν απ’ τον ενθουσιασμό. (Μάλλον λαϊκή παράδοση θα ‘ναι· της γιαγιάς το παραμύθι... Στο βασίλεμα της ζωής είχε φτιάξει ένα καλειδοσκόπιο θρύλων, ιστοριών και μύθων, με ανεκτίμητη λαογραφική και συναισθηματική αξία για μένα...)
-«Πες μου, γιαγιά, γατί είμαι ξανθός;»
Κι αρχινά:
-«Αχ, κουπιλδελ’ μ’, αυτή ένι η ιστορία του Μαλαματινέϊκου· παμπάλαια και παράξενη. Είναι η ιστορία του ονόματός μας: η δική μας ιστορία. Αιώνες, τώρα, χιλιετηρίδες ζούσαν στο νησί μας άνθρωποι με λευκό δέρμα, και μάτια θάλασσα με μέλι. Σκάλιζαν στα μάρμαρα –τα λευκά και διάφανα, σαν την επιδερμίδα τους- θεές της γονιμότητας· κι εκείνες μίλησαν κι έγιν’ η θάλασσα. Και τη θαύμασαν. Και μες τη μέση, έσπειραν κόσμους λευκούς και γαλανούς, όμοιους μ’ εκείνες: Bozcaada και Gökçeada, Τένεδος και Ίμβρος, νησιά λευκόφρυδα και νησιά ουρανοκατέβατα... Με Άσπρα Χώματα και Τζιρένια κόκκινα. Και μες τη μέση, Πιατέλια και Κάτιργα πιο πέρα...»
–«Και το χρυσάφι, γιαγιά;»
-«Το μάλαμα, πιδέλι μ’;»
-«Ναι, γιαγιά, αυτή η χρυσή σταγόνα, που έχουμε στα γαλανά μας μάτια...»
-«Αυτή ένι η ιστορία: Έτος Κυρίου 1717. Η Τένεδος έχει αλλάξει πια τρεις αφεντάδες: Έλληνες, Βενετσιάνους και Τούρκους. Ο προπάππος σου ο Καλφαμήτρος, φτωχός κι απεγνωσμένος απ’ τους πολέμους και τον ξεριζωμό, πάει καβάλα στον Ψαρρή, τον γαϊδαράκο του. Κατεβαίνει απ’ τσ’ Μύλ’ στην εξοχή, στο Τούζμπουρνου. Όμως, ξαφνικά, ο γάιδαρος τα στυλώνει κι αρνείται να προχωρήσει. Τα ζώα προαισθάνονται το κακό και το καλό... Ο άνεμος, με μια κοφτή ριπή έπαψε, και στο βάθος, η θάλασσα στη Βίγλα έγινε γυαλί. Απόλυτη σιγή. Μία νεκρική ατμόσφαιρα κατέλαβε τη φύση. Ο προπάππος έμεινε ακίνητος, κρατώντας την ανάσα του. Ένας βρυχηθμός από τα σπλάχνα της γης τον ταρακούνησε. Κι η γη άρχισε να σειέται. Μια σχισμή άνοιξε στο χώμα, ανάμεσα στα σκέλια του γαϊδάρου. Σαν το στόμα του Κάτω Κόσμου ήταν. Ο προπάππος έκανε ένα σάλτο πάνω στο γάιδαρο κι άρπαξε τα γκέμια. Κι όταν κοίταξε μέσα στην άβυσσο, είδε στ’ αλάτι να λάμπει μάλαμα! Σαν μπαούλο πειρατικό ήταν εκείνη η σχισμή. Και τότε η γη πρόσφερε και πάλι τ’ αγαθά της στους ανθρώπους της. Μόνο που δεν ήταν πια το κρασί της Τενέδου, που το κοινωνούν στο Πατριαρχείο της Πόλης, αλλά χρυσάφι! Μια φλέβα χρυσού, φυλλορρόησε από τότε, φλουριά μαλαματένια στα στήθη των προγιαγιάδων σου. Της Κατίνας του Αρβανίτη και της Δέσποινας Μαλαματίνα.» Τα μάτια τής γιαγιάς, λάμπουν απ’ τον ενθουσιασμό. (Μάλλον λαϊκή παράδοση θα ‘ναι· της γιαγιάς το παραμύθι... Στο βασίλεμα της ζωής είχε φτιάξει ένα καλειδοσκόπιο θρύλων, ιστοριών και μύθων, με ανεκτίμητη λαογραφική και συναισθηματική αξία για μένα...)
–«Γιαγιά, εσύ γεννήθηκες γριά; Πόσων χρονών είσαι;»
-«Εγώ, πιδέλι μ’, γεννήθηκα το 1900», μου απαντά γελώντας και μου τσιμπά «τα μαγ’λέλια σ’».
–«Πω πω! Είσαι χιλίων εννιακοσίων χρονών! Είσαι πολύ αρχαία, γιαγιά!»
-«Άντε, κουπιλδέλ’ μ’, πάμε να σου βάλω να φας. Σ’ έκανα τραχανόπιτα, που σ’ αρέσει. Λεπτή-λεπτή· έτσι πρέπει να την κάνουν οι καλές νοικοκυρές. Δείχνει αρχοντιά η λεπτή η πίτα. Άντε, τώρα, ώρα για ύπνο! Τσιμουδιά!»
Λήθαργος. Μέσα στο ζωντανό όνειρο, τα μάτια ανοίγουν. Η γιαγιά η Δέσποινα τραβάει μέσα απ’ τη νυχτικιά της τη χρυσή αλυσίδα με το ρολόι του παππού του Χρήστου. Πάει καιρός που μας άφησε χρόνους. Ανοίγει το καπάκι με το καλλιγραφικό M χαραγμένο στην λαμπερή επιφάνεια: ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑΣ. Η πορσελάνινη πλάκα με τα λατινικά ψηφία καθρεφτίζει τα μάτια της. Κοιτάζει την ώρα: 19:23 Το τρικάταρτο καράβι, φορτωμένο με μπόγους κι ό,τι πρόλαβαν να πάρουν (ένα μικρό, πάνινο σακουλάκι με μια πέτρα απ’ το Τούζμπουρνου και λίγο χώμα της Τενέδου, παραχωμένο ανάμεσά τους), πλέει στο αστραφτερό Αιγαίο. Λέσβος. Γη ενάλια, με γνώριμη ντοπιολαλιά. Όμως η Μυτιληνιά σπιτονοικοκυρά τη φωνάζει «Ντενεδιάρα»... Ποια; Τη Γιαγιά τη Δέσποινα τη Μαλαματίνα, την κόρη του Αρβανίτη, την Αρχόντισσα της Τενέδου, που τ’ όνομά της -το πατρικό- ήταν στην τούρκικη λίστα των ανεπιθύμητων... Ηρωική οικογένεια, δηλαδή! Για να μη σε θέλουν οι Τούρκοι, σημαίνει οτι σε φοβούνται... –«Κάλλιο να σε φοβούνται, πιδέλι μ’, παρά να σε λυπούντ’...» (Μάλλον κι οι δυο φοβούνταν το σουλτάν μιριμέτ’...) Α, πα-πά, δεν θέλει αλισβιρίς με τέτοιες γυναίκες...
Το τρικάταρτο καράβι, με τσ’ μπόγοι σαβουρντισμένοι κι ό,τι πρόλαβαν να πάρουν (ένα μικρό, πάνινο σακουλάκι με μια πέτρα απ’ το Τούζμπουρνου και λίγο χώμα της Τενέδου), πλέει πάλε στο αστραφτερό Αιγαίο! Δράμα. Φύλλα καπνού περνά σε κλωστές μες τ’ αγιάζ’, άμα πρέπει να μεγαλώσει τα παιδιά της... Με το στανιό θα φύγει πάλι, για να βρει χαγίρ' και προκοπή.
Και ξανά-μανά καράβια και πελάγη, κι η Δέσποινα να κουλαντρίζει το ρουχοθέμ’. «Δώρο του Νείλου» τη λένε τη χώρα, όπου η θεία και η εξαδέλφη η Ευθυμία Κορτέση -πολύ καλοβαλμένη οικογένεια- τις περιμένουν. Στον ορίζοντα, φαίνονται μόνο οι χουρμαδιές. Έτσι είναι η Σαχάρα από μακριά. Πλησιάζουν και φουντάρουν αρόδο. Αλεξάνδρεια. Θάλασσα στο μπλε του κοβαλτίου και χαμσίνι κίτρινο. Bab Sindra –το παλιό τελωνείο, είναι γεμάτο κιβώτια. Πάνω τους κάθονται οκλαδόν οικογένειες ολόκληρες και τρώνε μπλιγούρι. Στο βάθος, καράβια «λιρά», σκουριασμένα. Το σπίτι στη Μαχμουντία! Όλο μάρμαρα κι αρχοντιά. Απ’ τα μπαμπάκια το χτισε ο θειός... Κι οι βεγγέρες με τους ποιητές. Μόνο που εκεί, οι φιλοξενούμενες –δεν θα τις έλεγαν πρόσφυγες- έπρεπε να εμφανιστούν «καθωσπρέπει». Ας ήταν από αρχοντική γενιά της Μικρασίας· δεν έχει σημασία. Αυτά, εδώ στο Μισρί, το πανεθνικό, φαινόταν όλα επαρχιώτικα. Έπρεπε, λοιπόν, να σουλουπωθούν, ν’ αφομοιωθούν. –«Να απεκδυθούν των παλαιών και να φορέσουν τα μεγάλα, μεταξωτά καπέλα με το βέλο και τα φτερά, σε χρώματα παστέλ.» Να σουσουμιάζουν με τσ’ Γαλλίδες... Εκδρομές στις πυραμίδες και χοροί με τα γραμμόφωνα. Κι ο κινηματογράφος! Γαλλικός αυτός... Σοκάκια και παζάρια· κι εξαθλίωση και ρατσισμός. –«Παντού τα ίδια, λέγω, πιδέλι μ’... Κι άμα ήρτε ο ανικατουμός κι εδώ, τα χρυσοκόκκινα φώτα τσ’ Αλεξάνδρειας σβύσαν.» –«Οι ίδιοι οι άνθρωποι φτιάχνουν το πεπρωμένο τους» είπε η Δέσποινα, κι έφτιαξε πάλι το μπογαλάκι της. Αυτό ήταν! Πέρασμα έξω απ’ τη Bab El-Bahr, την Θαλασσινή Πύλη, και δρόμο, πίσω στην Ελλάδα. Παν κι αρχοντιές, πάνε κι όλα...
Κι ήβγε στην Καλλιθέα, της Αθήνας. Κι όταν, το ’41 –με τη μεγάλη πείνα της Κατοχής- έβγαλε την τελευταία της δεκάρα να τη δώσει στο ζητιανάκι της γωνιάς, εκείνο έγειρε και πέθανε στα χέρια της. Αγάντα, ζωή, να τα καταφέρουμε!...
-«Αλλά η Μαρκέλλα –το πιδέλι μ’- δόξα τω Θεώ, καλή ζωή ήβρε εκεί στην Τανγκανίκα με τον αδερφό μ’ το Διονύση τον Αρβανίτη. Πλούσιος άνθρωπος. Κι ο εγγονός μ’ ο Ηλίας, κι εκείνος καλή κουπιλούδα πήρε, στην Κόστα Ρίκα που ξενιτεύτηκε το κοπιλδέλ’ μ... Μαρκέλλα τη λέν’ κι εκείνη! Άκου εκεί!»
Λήθαργος, πάλι. Τα γαλανά μάτια δύουν, κι δείκτες του χρυσού ρολογιού δείχνουν: 20:03. Ένα πολύ απαλό άρωμα απ’ το Ανατολικό Αιγαίο έχει γεμίσει το δωμάτιο: Αρμπαρόριζα, καφές ελληνικός κι αύρα θαλασσινή, απ’ το «Μπογάζ’» –«Καληνύχτα, γιαγιά Δέσποινα. Για πάντα. Ακόμη κοιμάμαι με τις ιστορίες σου, κι ας είμαι σαράντα οκτώ χρονών πια... Έλα, δώσ’ μου λίγο καφιδέλι στο πιατάκι. Για μένα, πάντα θα ζεις.»
Ηλίας Ταμπουράκης-Μαλαματίνας, Καθηγητής Γλωσσών-Μεταφραστής,
Επικοινωνία: Κιν.: 6951614346 [email protected]
http://users.otenet.gr/~Tened0s/Tenedos26.pdf
-«Εγώ, πιδέλι μ’, γεννήθηκα το 1900», μου απαντά γελώντας και μου τσιμπά «τα μαγ’λέλια σ’».
–«Πω πω! Είσαι χιλίων εννιακοσίων χρονών! Είσαι πολύ αρχαία, γιαγιά!»
-«Άντε, κουπιλδέλ’ μ’, πάμε να σου βάλω να φας. Σ’ έκανα τραχανόπιτα, που σ’ αρέσει. Λεπτή-λεπτή· έτσι πρέπει να την κάνουν οι καλές νοικοκυρές. Δείχνει αρχοντιά η λεπτή η πίτα. Άντε, τώρα, ώρα για ύπνο! Τσιμουδιά!»
Λήθαργος. Μέσα στο ζωντανό όνειρο, τα μάτια ανοίγουν. Η γιαγιά η Δέσποινα τραβάει μέσα απ’ τη νυχτικιά της τη χρυσή αλυσίδα με το ρολόι του παππού του Χρήστου. Πάει καιρός που μας άφησε χρόνους. Ανοίγει το καπάκι με το καλλιγραφικό M χαραγμένο στην λαμπερή επιφάνεια: ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑΣ. Η πορσελάνινη πλάκα με τα λατινικά ψηφία καθρεφτίζει τα μάτια της. Κοιτάζει την ώρα: 19:23 Το τρικάταρτο καράβι, φορτωμένο με μπόγους κι ό,τι πρόλαβαν να πάρουν (ένα μικρό, πάνινο σακουλάκι με μια πέτρα απ’ το Τούζμπουρνου και λίγο χώμα της Τενέδου, παραχωμένο ανάμεσά τους), πλέει στο αστραφτερό Αιγαίο. Λέσβος. Γη ενάλια, με γνώριμη ντοπιολαλιά. Όμως η Μυτιληνιά σπιτονοικοκυρά τη φωνάζει «Ντενεδιάρα»... Ποια; Τη Γιαγιά τη Δέσποινα τη Μαλαματίνα, την κόρη του Αρβανίτη, την Αρχόντισσα της Τενέδου, που τ’ όνομά της -το πατρικό- ήταν στην τούρκικη λίστα των ανεπιθύμητων... Ηρωική οικογένεια, δηλαδή! Για να μη σε θέλουν οι Τούρκοι, σημαίνει οτι σε φοβούνται... –«Κάλλιο να σε φοβούνται, πιδέλι μ’, παρά να σε λυπούντ’...» (Μάλλον κι οι δυο φοβούνταν το σουλτάν μιριμέτ’...) Α, πα-πά, δεν θέλει αλισβιρίς με τέτοιες γυναίκες...
Το τρικάταρτο καράβι, με τσ’ μπόγοι σαβουρντισμένοι κι ό,τι πρόλαβαν να πάρουν (ένα μικρό, πάνινο σακουλάκι με μια πέτρα απ’ το Τούζμπουρνου και λίγο χώμα της Τενέδου), πλέει πάλε στο αστραφτερό Αιγαίο! Δράμα. Φύλλα καπνού περνά σε κλωστές μες τ’ αγιάζ’, άμα πρέπει να μεγαλώσει τα παιδιά της... Με το στανιό θα φύγει πάλι, για να βρει χαγίρ' και προκοπή.
Και ξανά-μανά καράβια και πελάγη, κι η Δέσποινα να κουλαντρίζει το ρουχοθέμ’. «Δώρο του Νείλου» τη λένε τη χώρα, όπου η θεία και η εξαδέλφη η Ευθυμία Κορτέση -πολύ καλοβαλμένη οικογένεια- τις περιμένουν. Στον ορίζοντα, φαίνονται μόνο οι χουρμαδιές. Έτσι είναι η Σαχάρα από μακριά. Πλησιάζουν και φουντάρουν αρόδο. Αλεξάνδρεια. Θάλασσα στο μπλε του κοβαλτίου και χαμσίνι κίτρινο. Bab Sindra –το παλιό τελωνείο, είναι γεμάτο κιβώτια. Πάνω τους κάθονται οκλαδόν οικογένειες ολόκληρες και τρώνε μπλιγούρι. Στο βάθος, καράβια «λιρά», σκουριασμένα. Το σπίτι στη Μαχμουντία! Όλο μάρμαρα κι αρχοντιά. Απ’ τα μπαμπάκια το χτισε ο θειός... Κι οι βεγγέρες με τους ποιητές. Μόνο που εκεί, οι φιλοξενούμενες –δεν θα τις έλεγαν πρόσφυγες- έπρεπε να εμφανιστούν «καθωσπρέπει». Ας ήταν από αρχοντική γενιά της Μικρασίας· δεν έχει σημασία. Αυτά, εδώ στο Μισρί, το πανεθνικό, φαινόταν όλα επαρχιώτικα. Έπρεπε, λοιπόν, να σουλουπωθούν, ν’ αφομοιωθούν. –«Να απεκδυθούν των παλαιών και να φορέσουν τα μεγάλα, μεταξωτά καπέλα με το βέλο και τα φτερά, σε χρώματα παστέλ.» Να σουσουμιάζουν με τσ’ Γαλλίδες... Εκδρομές στις πυραμίδες και χοροί με τα γραμμόφωνα. Κι ο κινηματογράφος! Γαλλικός αυτός... Σοκάκια και παζάρια· κι εξαθλίωση και ρατσισμός. –«Παντού τα ίδια, λέγω, πιδέλι μ’... Κι άμα ήρτε ο ανικατουμός κι εδώ, τα χρυσοκόκκινα φώτα τσ’ Αλεξάνδρειας σβύσαν.» –«Οι ίδιοι οι άνθρωποι φτιάχνουν το πεπρωμένο τους» είπε η Δέσποινα, κι έφτιαξε πάλι το μπογαλάκι της. Αυτό ήταν! Πέρασμα έξω απ’ τη Bab El-Bahr, την Θαλασσινή Πύλη, και δρόμο, πίσω στην Ελλάδα. Παν κι αρχοντιές, πάνε κι όλα...
Κι ήβγε στην Καλλιθέα, της Αθήνας. Κι όταν, το ’41 –με τη μεγάλη πείνα της Κατοχής- έβγαλε την τελευταία της δεκάρα να τη δώσει στο ζητιανάκι της γωνιάς, εκείνο έγειρε και πέθανε στα χέρια της. Αγάντα, ζωή, να τα καταφέρουμε!...
-«Αλλά η Μαρκέλλα –το πιδέλι μ’- δόξα τω Θεώ, καλή ζωή ήβρε εκεί στην Τανγκανίκα με τον αδερφό μ’ το Διονύση τον Αρβανίτη. Πλούσιος άνθρωπος. Κι ο εγγονός μ’ ο Ηλίας, κι εκείνος καλή κουπιλούδα πήρε, στην Κόστα Ρίκα που ξενιτεύτηκε το κοπιλδέλ’ μ... Μαρκέλλα τη λέν’ κι εκείνη! Άκου εκεί!»
Λήθαργος, πάλι. Τα γαλανά μάτια δύουν, κι δείκτες του χρυσού ρολογιού δείχνουν: 20:03. Ένα πολύ απαλό άρωμα απ’ το Ανατολικό Αιγαίο έχει γεμίσει το δωμάτιο: Αρμπαρόριζα, καφές ελληνικός κι αύρα θαλασσινή, απ’ το «Μπογάζ’» –«Καληνύχτα, γιαγιά Δέσποινα. Για πάντα. Ακόμη κοιμάμαι με τις ιστορίες σου, κι ας είμαι σαράντα οκτώ χρονών πια... Έλα, δώσ’ μου λίγο καφιδέλι στο πιατάκι. Για μένα, πάντα θα ζεις.»
Ηλίας Ταμπουράκης-Μαλαματίνας, Καθηγητής Γλωσσών-Μεταφραστής,
Επικοινωνία: Κιν.: 6951614346 [email protected]
http://users.otenet.gr/~Tened0s/Tenedos26.pdf
κείμενο: Αρχοντοπούλου Μαρία, δημοσιευμένο: www.epathlo.gr/el/2012
Μέρες γιορτών, μέρες χαράς πλησιάζουν… Η Ελλάδα μας πλούσια σε παράδοση, ήθη και έθιμα, πάντα τέτοιες μέρες έχει να αναδείξει πολλά… Ένα ιδιαίτερο, άγνωστο στους πολλούς έθιμο είναι και η Λαμπάδα των Χριστουγέννων, το φουτοκέρι.
Το φουτοκέρι είναι ένα έθιμο που γινόταν στο όμορφο νησί Τένεδος που βρίσκεται στο βορειοανατολικό Αιγαίο και σήμερα ανήκει στην Τουρκία. Ένα έθιμο που έχουν μεταφέρει και διατηρούν οι πρόσφυγες-κάτοικοι της Τενέδου οι οποίοι ζουν πλέον στην Ελλάδα.
Το φουτοκέρι είναι το δώρο της νονάς στο βαφτιστήρι της την Πρωτοχρονιά. Μαζί με τα δώρα κάθε νονά ετοιμάζει και ένα φουτοκέρι. Πρόκειται για ένα κερί το οποίο το περνάει μέσα από ένα πορτοκάλι στολίζοντάς το με κέρματα, καραμέλες, διάφορα κεράσματα και λουλούδια (συνήθως σαρακαντάδες). Γύρω-γύρω από το πορτοκάλι χαράζει με μαχαιράκι σχισμές και βάζει τα κέρματα Τις καραμέλες και τα κεράσματα τα στερεώνει με γαρύφαλλα (μοσχοκάρφια). Το στολίζει σ’ ένα δίσκο μαζί με το δώρο της Πρωτοχρονιάς και το πηγαίνει στο βαφτιστήρι της. Το παιδί κρεμάει το φουτοκέρι στο παράθυρο και το έχει εκεί μέχρι την ημέρα των Φώτων. Όταν θέλει ξεκρεμάει τα κεράσματα και τα γεύεται. Πολλά παιδιά επιδεικνύουν το πλούσια στολισμένο φουτοκέρι τους με περηφάνια.
Την ημέρα των Θεοφανείων το παιδί παίρνει μόνο το κερί και το ανάβει στην εκκλησία. Για τη νονά το φουτοκέρι έχει και έναν βαθύτερο συμβολισμό. Όταν εγκαταλείψει τα επίγεια και φτάσει στους ουρανούς, το φως από το φουτοκέρι που ανάβει το παιδί θα φέγγει τον δρόμο προς τον παράδεισο και γαληνεύει την ψυχής της.
Μέρες γιορτών, μέρες χαράς πλησιάζουν… Η Ελλάδα μας πλούσια σε παράδοση, ήθη και έθιμα, πάντα τέτοιες μέρες έχει να αναδείξει πολλά… Ένα ιδιαίτερο, άγνωστο στους πολλούς έθιμο είναι και η Λαμπάδα των Χριστουγέννων, το φουτοκέρι.
Το φουτοκέρι είναι ένα έθιμο που γινόταν στο όμορφο νησί Τένεδος που βρίσκεται στο βορειοανατολικό Αιγαίο και σήμερα ανήκει στην Τουρκία. Ένα έθιμο που έχουν μεταφέρει και διατηρούν οι πρόσφυγες-κάτοικοι της Τενέδου οι οποίοι ζουν πλέον στην Ελλάδα.
Το φουτοκέρι είναι το δώρο της νονάς στο βαφτιστήρι της την Πρωτοχρονιά. Μαζί με τα δώρα κάθε νονά ετοιμάζει και ένα φουτοκέρι. Πρόκειται για ένα κερί το οποίο το περνάει μέσα από ένα πορτοκάλι στολίζοντάς το με κέρματα, καραμέλες, διάφορα κεράσματα και λουλούδια (συνήθως σαρακαντάδες). Γύρω-γύρω από το πορτοκάλι χαράζει με μαχαιράκι σχισμές και βάζει τα κέρματα Τις καραμέλες και τα κεράσματα τα στερεώνει με γαρύφαλλα (μοσχοκάρφια). Το στολίζει σ’ ένα δίσκο μαζί με το δώρο της Πρωτοχρονιάς και το πηγαίνει στο βαφτιστήρι της. Το παιδί κρεμάει το φουτοκέρι στο παράθυρο και το έχει εκεί μέχρι την ημέρα των Φώτων. Όταν θέλει ξεκρεμάει τα κεράσματα και τα γεύεται. Πολλά παιδιά επιδεικνύουν το πλούσια στολισμένο φουτοκέρι τους με περηφάνια.
Την ημέρα των Θεοφανείων το παιδί παίρνει μόνο το κερί και το ανάβει στην εκκλησία. Για τη νονά το φουτοκέρι έχει και έναν βαθύτερο συμβολισμό. Όταν εγκαταλείψει τα επίγεια και φτάσει στους ουρανούς, το φως από το φουτοκέρι που ανάβει το παιδί θα φέγγει τον δρόμο προς τον παράδεισο και γαληνεύει την ψυχής της.
Ευχαριστώ πολύ τις Τενέδιες κυρίες Κυριακή Αρβανίτη-Μαρέτσικου, Ασπασία Καναβούτσου, Αντωνία Σταρένιου που με βοήθησαν να συλλέξω τις πληροφορίες για το Φουντοκέρι καθώς και την κυρία Κατερίνα Μάνιου-Τιγκίρη που δημιούργησε ένα φουντοκέρι για να έχουμε την εικόνα του.