Μεξικό: Juan Rulfo
Διάλεξη του Ηλία Ταμπουράκη με θέμα: “Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου,
ASCLAYE, Aθήνα, 21 Απρ. 2005.
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η ισπανοαμερικανική λογοτεχνία είχε αναγνωριστεί πλέον παγκοσμίως, η ματιά του κοινού στράφηκε στο παρελθόν, με σκοπό ν' αναζητήσει τις κλασικές προσωπικότητες, Η γιγάντια μορφή του Χουάν Ρούλφο ξεχώρισε αμέσως. Ανάμεσα στα 1953 & 1954, βρίσκεται στη δημιουργικότερη στιγμή του και γράφει το "Πέδρο Πάραμο", ένα μυθιστόρημα που παρ' όλη την περιορισμένη συγγραφική έκταση του δημιουργού του, έφερε σε σύγκλιση την αφηγηματική παράδοση της Λατινικής Αμερικής με τους ανανεωτές της δυτικής λογοτεχνίας.
Cuando al final de la década de los ´60, la narrativa hispanoamericana alcaanzó un prestigio mundial, se volvió la vista atrás en busca de sus clásicos. La figura gigantesca de Juan Rulfo destacó inmediatamente. Entre los años 1953-1954, se encuentra en su momento más creativo y escribe Pedro Páramo, una novela gestada largamente por un escritor con fama de poco prolífico, que aunó la propia tradición narrativa hispanoamericana con los renovadores de la occidental.
Σύμφωνα με την υπόθεση αυτού του μυθιστορήματος, ο Χουάν Πρεσιάδο διηγείται πώς κατόπιν υπόσχεσής του στην ετοιμοθάνατη μητέρα του, πήγε στην Κομάλα για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με τον πατέρα του, τον Πέδρο Πάραμο, τον οποίον έως τότε δεν είχε ποτέ γνωρίσει. Σε αναζήτηση της ταυτότητάς του, διαβαίνει ένα μονοπάτι μύησης στη γνώση τού παρελθόντος του, που δεν είναι άλλο από το ίδιο το συλλογικό παρελθόν της Κομάλα, η οποία συμβολίζει τη Μεξικανική Πρωτεύουσα. Ο Ρούλφο έπλασε το τοπωνύμιο "Κομάλα", εμπνευσμένος από ένα σκεύος στο οποίο ψήνονται στα κάρβουνα οι παραδοσιακές καλαμποκόπιττες των ιθαγενών, για να εκφράσει έτσι τη ζέστη που χαρακτηρίζει τη γενέτειρά του κοντά στη Γουαδαλαχάρα, και κατ' επέκταση ολόκληρο το Μεξικό. Και χρησιμοποιεί το λαϊκό χιούμορ, παρουσιάζοντας τον Χουάν Πρεσιάδο ν' αναφωνεί: "Τι ζέστη!", και τον αγρότη που τον οδηγεί στο χωριό του ν' απαντά: "Και πού να δεις ακόμα! Η Κομάλα είναι μές το στόμα της Κόλασης! Θα σου πω μόνο οτι όσοι πεθαίνουν σ' αυτό το μέρος, και πάνε στην Κόλαση, γυρίζουν στην Κομάλα για να πάρουν την κουβέρτα τους." Ο Χουάν Πρεσιάδο, που είναι η προσωποποίηση του ίδιου του του συγγραφέα, συναντά ένα χωριό ακατοίκητο και γεμάτο φαντάσματα, τα οποία ψιθυρίζοντας ξεδιπλώνουν την ιστορία όπως αυτή συνέβη στην εποχή του Πέδρο Πάραμο, ενός βίαιου τοπικού προύχοντα, που καταφέρνει ν' αποκτά τα πάντα, χρησιμοποιώντας αντιδημοκρατικές μεθόδους. Ως αντίβαρο αυτής της στάσης ζωής του, παρουσιάζεται ο ασυγκράτητος αλλά και ανανταπόκριτος έρωτάς του για τη Σουσάνα σαν Χουάν.
Según el argumento de esta novela, Juan Preciado cuenta cómo por encargo de su madre moribunda fue a Comala para ajustar cuentas con su padre, Pedro Pñaramo, al que no habñia conocido. En busca de su identidad, recorre un camino de iniciación en el conocimiento de su pasado, que es el pasado colectivo de Comala, la cual simboliza la misma Ciudad de México. Rulfo deriva esta palabbra del "comal", un recipiente dde barro, que se pone sobre las brasas, donde se calientan las tortillas, para expresar el calor de su pueblo natal, cerca de Guadalajara, y por extensión de todo México. Y hace uso de un humor de sabor popular, poniendo a Juan Preciado a decir: "Hace calor aquí.", y al arriero que lo llevaba a su pueblo natal a contestarle: "Cálmese. Aquello está en la mera boca del infierno. Con decirle que muchos de los que allí se mueren, al llegar al infierno, regresan por su cobija." Juan Preciado, que es el símbolo de Juan Rulfo, se encuentra con un pueblo deshabitado, lleno de fantasmas, cuyos susurros van entrelazando los hechos que sucedieron en Comala en tiempo de Pedro Páramo, un cacique violento, que llega a poseerlo todo, empleando cualquier método, pero que como contrapartida tiene un amor sin límites por Susana San Juan, la cual no le corresponde.
Mια από τις ερμηνευτικές οδούς που έχουν εφαρμοστεί στο έργο Πέδρο Πάραμο, είναι η μυθοπλαστική: η αναζήτηση του πατέρα, μοτίβο της κλασικής Ελληνικής παράδοσης, και η αναζήτηση του χαμένου Παράδεισου, Ιουδαϊκής και εν γένει Δυτικής προέλευσης.
Una de las líneas interpretativas, aplicada a Pedro Páramo, es la mítica: la búsqueda del padre, de tradición griega, y la búsqueda del paraíso perdido, de tradición judeo-occidental.
Μετά από αυτό το μυθιστόρημα, η σιγή κυρίευσε τον Ρούλφο, δίνοντας την εντύπωση οτι η προσπάθεια της δημιουργίας του Πέδρο Πἀραμο απαιτούσε την ανάπαυση του συγγραφέα, ή ακόμη κι ότι όλα είχαν πλέον ειπωθεί στις μετρημένες του σελίδες. Σύμφωνα με τον Ραφαέλ Κόντε, "μ' αυτήν τη νουβέλα και μόνο, η μεξικανική κλασική γραμματεία άγγιξε το ύψιστο σημείο του απογείου της, και το Μεξικό δώρισε στην παγκόσμια τέχνη ένα σύμβολο, μία επιτομή, μία ολοκλήρωση της λογοτεχνίας."
Tras esta obra, el silencio se adueñó de Rulfo, como si el esfuerzo de crear a Pedro Páramo exigiese el descanso o como si todo ya hubiese sido dicho en sus cortas páginas. Según Rafael Conte, "con sólo esta novela, la escritura mexicana alcanzó su cota más alta, y México otorgó al arte universal un hito, un resumen, la culminación de toda la literatura."
Η παιδική ηλικία τού συγγραφέα στη Γουαδαλαχάρα, θα σημαδευτεί από τα γεγονότα της επανάστασης των "κριστέρος", δηλαδή του επαναστατημένου Μεξικάνικου λαού, ιδιαίτερα της περιοχής Χαλίσκο, που στα 1926-1929, ξεσηκώθηκε ενάντια στο κράτος με το θρησκευτικό σύνθημα: Viva Cristo Rey! - Ζήτω ο Χριστός Βασιλεύς! Ο βίαιος θάνατος και η καταστροφή της οικογένειάς του, θα οδηγήσουν τον Ρούλφο στην εσωστρέφεια. Το ζωτικό του περιβάλλον είναι ένας κόσμος σημαδεμένος από τις γεωγραφικές και ιστορικές συγκυρίες, ένας κόσμος στον οποίον τα πρόσωπα αποκτούν μία ιδιαίτερη χροιά, ενώ συγχρόνως παρουσιάζονται κάτω από μία αλυσίδα πιέσεων: τη βία, που καταλήγει να εκφραστεί σωματικά, κι αναπαριστάται από τον Πέδρο Πάραμο, ή την έλλειψη κάλυψης από πλευράς της κυβέρνησης, η οποία επονομάζεται έτσι με μία γενίκευση της έννοιας. Την ίδια τη θρησκεία, που αντί ν' αποτελεί αυτή την πύλη σωτηρίας που αναζητούν -είτε γιατί εκλαμβάνεται με λανθασμένο τρόπο, είτε διότι ταυτίζεται με την εκκλησία ως θεσμός, που επίσης δεν τους βοηθά- σημαίνει για εκείνους το κενό κάλυψης. Είναι επίσης και η ίδια η βία, η οποία ως μία αταβική δύναμη τους κυριεύει, μετατρέποντάς τους σε θύματα και θύτες του εαυτού τους. Η ανθρώπινη ζωή σ' αυτόν τον κόσμο παρουσιάζεται, λοιπόν, σαν μία απόλυτη αποτυχία, που μαρτυρείται από την έλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στα πρόσωπα, η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, ή και στον ερωτικό τομέα. Συνέπεια αυτού είναι η απώλεια της ελπίδας, την οποία εκλαμβάνουμε και ως την αναζήτηση του ανθρώπου για έναν καλύτερο κόσμο. Ο Ρούλφο, εμβαθύνοντας σε αυτά τα ζωτικά προβλήματα, φτάνει στο όριο να τα τοποθετήσει στο μεταθανάτιο κόσμο, έχοντας διαπεράσει τα σύνορα της ζωής και του θανάτου, σε μία ύστατη προσπάθεια να βρει την απάντηση που θα σώσει τον Άνθρωπο. Το συμπέρασμα της νουβέλας είναι αρνητικό, παρ' όλο οτι ορισμένες απόψεις αφήνουν ανοιχτή μία διέξοδο προς την ελπίδα.
La niñez de aquel tapatío va a quedar marcada por los acontecimientos de la rebelión de los cristeros de 1926-1928. La muerte violenta y la ruina familiar le van sumergiendo en la soledad. Rulfo recupera el espacio vivencial, un mundo marcado por las circunstancias geográficas e históricas, un mundo en que los personajes adquieren un relieve especial al ser presentados bajo la opresión de una serie de fuerzas: la violencia que llega a ser física, representada por Pedro Páramo, o el desamparo del gobierno, nombrado así, genéricamente; la propia religión que, en vez de ser esa puerta de salvacción que buscan -bien porque sea una religión mal entendida o bien, en su identificación concreta con la Iglesia como institución, que tampoco les ayuda- significa para ellos el desamparo. Es también, la propia violencia que como una fuerza atávica les domina, convirtiéndoles en víctimas y verdugos de si mismos. La vida del hombre en este mundo se presenta, pues, como un total fracaso, evidenciado por la incomunicación que existe entre los personajes, particularmente presente entre padres e hijos y en lo que respecta al plano amoroso. La consecuencia es la pérdida de la ilusión, entendida ésta como la búsqueda que el hombre realiza de un mundo mejor. Rulfo, ahondando en estos problemas vitales, llega al límite al situarlos en el mundo de la muerte, una vez traspasadas las fronteras de la vida y la muerte en Pedro Páramo, en un último intento por encontrar una respuesta que salve al hombre. La conclusión de la novela es negativa, aun cuando algunos aspectos dejan abierta una puerta a la esperanza.
Όταν αναφέρεται στον ιερέα Ρεντερἰα, ένα από τα πρόσωπα του δράματος λέει: "Τι του κόοστιζε να δώσει συγχώρεση, αφού είναι τόσο εύκολο να πει μια-δυο λέξεις, ή ακόμη κι εκατό, αν ήταν αναγκαίες για να σωθεί μία ψυχή;"
Cuando se refiere a un tal Padre Rentería, el párroco, Eduviges, uno de los personajes de la obra, dice: "¿Qué le costaba a él perdonar, cuando era tan fácil decir una palabra o dos, o cien palabras si éstas fueran necesarias para salvar el alma?"
Άλλο από τα πρόσωπα του βιβλίου, η Δωροθέα, λέει: "Η αυταπάτη; Αυτή στοιχίζει ακριβά."
Y hay otro personaje, Dorotea, que habla de la ilusión: "¿La ilusión? Eso cuesta caro."
Το μυθιστόρημα αυτό είναι χωρισμένο σε 70 αποσπάσματα, τα οποία σε 2 επίπεδα δημιουργούν μία πλοκή διαφόρων ιστοριών ανάμεσα σε πολλαπλές χρονικές μεταβάσεις, συγκολλημένες μεταξύ τους στον άχρονο χρόνο του τάφου.
Por un lado, la novela está dividida en 70 fragmentos, que a dos niveles forman un entramado de diversas historias entre múltiples saltos cronologicos aglutinados en ese no-tiempo de la tumba.
"Χτύπησα την πόρτα, αλλά ψευδώς. Το χέρι μου τινάχτηκε στον αέρα, λες κι ο αέρας την είχε ανοίξει."
"Toqué la puerta; pero en falso.", dice. "Mi mano se sacudió en el aire como si el aire la hubiera abierto."
Το γλωσσικό του ιδίωμα είναι ένα μείγμα ποιητικής γλώσσας και λαϊκής ντοπιολαλιάς, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τυπικά "ρουλφικό": ιδιωματισμοί, λανθασμένοι γραμματικοί τύποι που έχουν αφομοιωθεί από τη γλώσσα, κεντροαμερικανισμοί και μεξικανισμοί, εκφράσεις των ιθαγενών, μέχρι και λεξιλόγιο που σχηματίζει λογοπαίγνια με υπονοούμενα από άλλες περιοχές της ισπανόφωνης Αμερικής.
Por otra parte, su lenguaje es una mezcla de lo poético y de una recreación del habla popular que bien podría considerarse como característicamente "rulfiano": modismos como: "pos detracito", "nomás", o tipos gramaticales erróneos, como el subjuntivo: "haiga", en lugar de "haya", centroamericanismos, como: "güero" (rubio) y mexicanismos, como: "tiliche", que quiere decir: "utensilio que no sirve", también indigenismos, como: "pochote", que proviene del idioma náhuatl de los aztecas y es el nombre de un árbol, o frases idiomáticas, como: "se le jerró", que corresponde con el verbo: "errar" y "equivocarse", y es un fenómeno de analogía entre las formas débiles y fuertes de la H aspirsada, o hasta vocabulario que en algunas regiones se confunde y se convierte en insulto, como la balabra "cuca", que en México es el diminutivo de "refugio", mientras que en Colombia significa otra cosa...
Η ποιητικότητά του, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στην έντονα μεξικάνικη ομιλία του, η οποία είναι βέβαια το γλωσσικό όχημα της σκέψης του, αλλά δημιουργεί εικόνες από φως και ήχους:
"Ήταν η ώρα που τα παιδιά παίζουν στους δρόμους όλων των χωριών, γεμίζοντας με τις φωνές τους το απομεσήμερο. Όταν ακόμη οι μαύροι τοίχοι αντανακλούν το κίτρινο φως του Ήλιου.
Τουλάχιστον αυτό είχα δει στη Σαγιούλα, χθες ακόμη, αυτήν την ίδια ώρα. Και είχα δει ακόμη το πέταγμα των περιστεριών να σχίζει τον ήρεμο αέρα, τινάζοντας τα φτερά για να ξεκολλήσουν από πάνω τους τη μέρα. Πετούσαν κι έπεφταν πάνω στα κεραμίδια, ενώ οι φωνές των παιδιών πετάριζαν κι αυτές κι έμοιαζαν να βάφονται στα μπλε μέσα στον ουρανό του δειλινού."
Pero, lo poético no se limita únicamente en su habla popular, que es su vehículo, sino genera imágenes de luz y sonido:
"Era la hora en que los niños juegan en las calles de todos los pueblos, llenando con sus gritos la tarde. Cuando aún las paredes negras reflejan la luz amarilla del sol.
Al menos esto había visto en Sayula, todavía ayer, a esta misma hora. Y había visto también el vuelo de las palomas rompiendo el aire quieto, sacudiendo sus alas como si se desprendieran del día. Volaban y caían sobre los tejados, mientras los gritos de los niños revoloteaban y parecían teñirse de azul en el cielo del atardecer."
Cuando al final de la década de los ´60, la narrativa hispanoamericana alcaanzó un prestigio mundial, se volvió la vista atrás en busca de sus clásicos. La figura gigantesca de Juan Rulfo destacó inmediatamente. Entre los años 1953-1954, se encuentra en su momento más creativo y escribe Pedro Páramo, una novela gestada largamente por un escritor con fama de poco prolífico, que aunó la propia tradición narrativa hispanoamericana con los renovadores de la occidental.
Σύμφωνα με την υπόθεση αυτού του μυθιστορήματος, ο Χουάν Πρεσιάδο διηγείται πώς κατόπιν υπόσχεσής του στην ετοιμοθάνατη μητέρα του, πήγε στην Κομάλα για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με τον πατέρα του, τον Πέδρο Πάραμο, τον οποίον έως τότε δεν είχε ποτέ γνωρίσει. Σε αναζήτηση της ταυτότητάς του, διαβαίνει ένα μονοπάτι μύησης στη γνώση τού παρελθόντος του, που δεν είναι άλλο από το ίδιο το συλλογικό παρελθόν της Κομάλα, η οποία συμβολίζει τη Μεξικανική Πρωτεύουσα. Ο Ρούλφο έπλασε το τοπωνύμιο "Κομάλα", εμπνευσμένος από ένα σκεύος στο οποίο ψήνονται στα κάρβουνα οι παραδοσιακές καλαμποκόπιττες των ιθαγενών, για να εκφράσει έτσι τη ζέστη που χαρακτηρίζει τη γενέτειρά του κοντά στη Γουαδαλαχάρα, και κατ' επέκταση ολόκληρο το Μεξικό. Και χρησιμοποιεί το λαϊκό χιούμορ, παρουσιάζοντας τον Χουάν Πρεσιάδο ν' αναφωνεί: "Τι ζέστη!", και τον αγρότη που τον οδηγεί στο χωριό του ν' απαντά: "Και πού να δεις ακόμα! Η Κομάλα είναι μές το στόμα της Κόλασης! Θα σου πω μόνο οτι όσοι πεθαίνουν σ' αυτό το μέρος, και πάνε στην Κόλαση, γυρίζουν στην Κομάλα για να πάρουν την κουβέρτα τους." Ο Χουάν Πρεσιάδο, που είναι η προσωποποίηση του ίδιου του του συγγραφέα, συναντά ένα χωριό ακατοίκητο και γεμάτο φαντάσματα, τα οποία ψιθυρίζοντας ξεδιπλώνουν την ιστορία όπως αυτή συνέβη στην εποχή του Πέδρο Πάραμο, ενός βίαιου τοπικού προύχοντα, που καταφέρνει ν' αποκτά τα πάντα, χρησιμοποιώντας αντιδημοκρατικές μεθόδους. Ως αντίβαρο αυτής της στάσης ζωής του, παρουσιάζεται ο ασυγκράτητος αλλά και ανανταπόκριτος έρωτάς του για τη Σουσάνα σαν Χουάν.
Según el argumento de esta novela, Juan Preciado cuenta cómo por encargo de su madre moribunda fue a Comala para ajustar cuentas con su padre, Pedro Pñaramo, al que no habñia conocido. En busca de su identidad, recorre un camino de iniciación en el conocimiento de su pasado, que es el pasado colectivo de Comala, la cual simboliza la misma Ciudad de México. Rulfo deriva esta palabbra del "comal", un recipiente dde barro, que se pone sobre las brasas, donde se calientan las tortillas, para expresar el calor de su pueblo natal, cerca de Guadalajara, y por extensión de todo México. Y hace uso de un humor de sabor popular, poniendo a Juan Preciado a decir: "Hace calor aquí.", y al arriero que lo llevaba a su pueblo natal a contestarle: "Cálmese. Aquello está en la mera boca del infierno. Con decirle que muchos de los que allí se mueren, al llegar al infierno, regresan por su cobija." Juan Preciado, que es el símbolo de Juan Rulfo, se encuentra con un pueblo deshabitado, lleno de fantasmas, cuyos susurros van entrelazando los hechos que sucedieron en Comala en tiempo de Pedro Páramo, un cacique violento, que llega a poseerlo todo, empleando cualquier método, pero que como contrapartida tiene un amor sin límites por Susana San Juan, la cual no le corresponde.
Mια από τις ερμηνευτικές οδούς που έχουν εφαρμοστεί στο έργο Πέδρο Πάραμο, είναι η μυθοπλαστική: η αναζήτηση του πατέρα, μοτίβο της κλασικής Ελληνικής παράδοσης, και η αναζήτηση του χαμένου Παράδεισου, Ιουδαϊκής και εν γένει Δυτικής προέλευσης.
Una de las líneas interpretativas, aplicada a Pedro Páramo, es la mítica: la búsqueda del padre, de tradición griega, y la búsqueda del paraíso perdido, de tradición judeo-occidental.
Μετά από αυτό το μυθιστόρημα, η σιγή κυρίευσε τον Ρούλφο, δίνοντας την εντύπωση οτι η προσπάθεια της δημιουργίας του Πέδρο Πἀραμο απαιτούσε την ανάπαυση του συγγραφέα, ή ακόμη κι ότι όλα είχαν πλέον ειπωθεί στις μετρημένες του σελίδες. Σύμφωνα με τον Ραφαέλ Κόντε, "μ' αυτήν τη νουβέλα και μόνο, η μεξικανική κλασική γραμματεία άγγιξε το ύψιστο σημείο του απογείου της, και το Μεξικό δώρισε στην παγκόσμια τέχνη ένα σύμβολο, μία επιτομή, μία ολοκλήρωση της λογοτεχνίας."
Tras esta obra, el silencio se adueñó de Rulfo, como si el esfuerzo de crear a Pedro Páramo exigiese el descanso o como si todo ya hubiese sido dicho en sus cortas páginas. Según Rafael Conte, "con sólo esta novela, la escritura mexicana alcanzó su cota más alta, y México otorgó al arte universal un hito, un resumen, la culminación de toda la literatura."
Η παιδική ηλικία τού συγγραφέα στη Γουαδαλαχάρα, θα σημαδευτεί από τα γεγονότα της επανάστασης των "κριστέρος", δηλαδή του επαναστατημένου Μεξικάνικου λαού, ιδιαίτερα της περιοχής Χαλίσκο, που στα 1926-1929, ξεσηκώθηκε ενάντια στο κράτος με το θρησκευτικό σύνθημα: Viva Cristo Rey! - Ζήτω ο Χριστός Βασιλεύς! Ο βίαιος θάνατος και η καταστροφή της οικογένειάς του, θα οδηγήσουν τον Ρούλφο στην εσωστρέφεια. Το ζωτικό του περιβάλλον είναι ένας κόσμος σημαδεμένος από τις γεωγραφικές και ιστορικές συγκυρίες, ένας κόσμος στον οποίον τα πρόσωπα αποκτούν μία ιδιαίτερη χροιά, ενώ συγχρόνως παρουσιάζονται κάτω από μία αλυσίδα πιέσεων: τη βία, που καταλήγει να εκφραστεί σωματικά, κι αναπαριστάται από τον Πέδρο Πάραμο, ή την έλλειψη κάλυψης από πλευράς της κυβέρνησης, η οποία επονομάζεται έτσι με μία γενίκευση της έννοιας. Την ίδια τη θρησκεία, που αντί ν' αποτελεί αυτή την πύλη σωτηρίας που αναζητούν -είτε γιατί εκλαμβάνεται με λανθασμένο τρόπο, είτε διότι ταυτίζεται με την εκκλησία ως θεσμός, που επίσης δεν τους βοηθά- σημαίνει για εκείνους το κενό κάλυψης. Είναι επίσης και η ίδια η βία, η οποία ως μία αταβική δύναμη τους κυριεύει, μετατρέποντάς τους σε θύματα και θύτες του εαυτού τους. Η ανθρώπινη ζωή σ' αυτόν τον κόσμο παρουσιάζεται, λοιπόν, σαν μία απόλυτη αποτυχία, που μαρτυρείται από την έλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στα πρόσωπα, η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, ή και στον ερωτικό τομέα. Συνέπεια αυτού είναι η απώλεια της ελπίδας, την οποία εκλαμβάνουμε και ως την αναζήτηση του ανθρώπου για έναν καλύτερο κόσμο. Ο Ρούλφο, εμβαθύνοντας σε αυτά τα ζωτικά προβλήματα, φτάνει στο όριο να τα τοποθετήσει στο μεταθανάτιο κόσμο, έχοντας διαπεράσει τα σύνορα της ζωής και του θανάτου, σε μία ύστατη προσπάθεια να βρει την απάντηση που θα σώσει τον Άνθρωπο. Το συμπέρασμα της νουβέλας είναι αρνητικό, παρ' όλο οτι ορισμένες απόψεις αφήνουν ανοιχτή μία διέξοδο προς την ελπίδα.
La niñez de aquel tapatío va a quedar marcada por los acontecimientos de la rebelión de los cristeros de 1926-1928. La muerte violenta y la ruina familiar le van sumergiendo en la soledad. Rulfo recupera el espacio vivencial, un mundo marcado por las circunstancias geográficas e históricas, un mundo en que los personajes adquieren un relieve especial al ser presentados bajo la opresión de una serie de fuerzas: la violencia que llega a ser física, representada por Pedro Páramo, o el desamparo del gobierno, nombrado así, genéricamente; la propia religión que, en vez de ser esa puerta de salvacción que buscan -bien porque sea una religión mal entendida o bien, en su identificación concreta con la Iglesia como institución, que tampoco les ayuda- significa para ellos el desamparo. Es también, la propia violencia que como una fuerza atávica les domina, convirtiéndoles en víctimas y verdugos de si mismos. La vida del hombre en este mundo se presenta, pues, como un total fracaso, evidenciado por la incomunicación que existe entre los personajes, particularmente presente entre padres e hijos y en lo que respecta al plano amoroso. La consecuencia es la pérdida de la ilusión, entendida ésta como la búsqueda que el hombre realiza de un mundo mejor. Rulfo, ahondando en estos problemas vitales, llega al límite al situarlos en el mundo de la muerte, una vez traspasadas las fronteras de la vida y la muerte en Pedro Páramo, en un último intento por encontrar una respuesta que salve al hombre. La conclusión de la novela es negativa, aun cuando algunos aspectos dejan abierta una puerta a la esperanza.
Όταν αναφέρεται στον ιερέα Ρεντερἰα, ένα από τα πρόσωπα του δράματος λέει: "Τι του κόοστιζε να δώσει συγχώρεση, αφού είναι τόσο εύκολο να πει μια-δυο λέξεις, ή ακόμη κι εκατό, αν ήταν αναγκαίες για να σωθεί μία ψυχή;"
Cuando se refiere a un tal Padre Rentería, el párroco, Eduviges, uno de los personajes de la obra, dice: "¿Qué le costaba a él perdonar, cuando era tan fácil decir una palabra o dos, o cien palabras si éstas fueran necesarias para salvar el alma?"
Άλλο από τα πρόσωπα του βιβλίου, η Δωροθέα, λέει: "Η αυταπάτη; Αυτή στοιχίζει ακριβά."
Y hay otro personaje, Dorotea, que habla de la ilusión: "¿La ilusión? Eso cuesta caro."
Το μυθιστόρημα αυτό είναι χωρισμένο σε 70 αποσπάσματα, τα οποία σε 2 επίπεδα δημιουργούν μία πλοκή διαφόρων ιστοριών ανάμεσα σε πολλαπλές χρονικές μεταβάσεις, συγκολλημένες μεταξύ τους στον άχρονο χρόνο του τάφου.
Por un lado, la novela está dividida en 70 fragmentos, que a dos niveles forman un entramado de diversas historias entre múltiples saltos cronologicos aglutinados en ese no-tiempo de la tumba.
"Χτύπησα την πόρτα, αλλά ψευδώς. Το χέρι μου τινάχτηκε στον αέρα, λες κι ο αέρας την είχε ανοίξει."
"Toqué la puerta; pero en falso.", dice. "Mi mano se sacudió en el aire como si el aire la hubiera abierto."
Το γλωσσικό του ιδίωμα είναι ένα μείγμα ποιητικής γλώσσας και λαϊκής ντοπιολαλιάς, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τυπικά "ρουλφικό": ιδιωματισμοί, λανθασμένοι γραμματικοί τύποι που έχουν αφομοιωθεί από τη γλώσσα, κεντροαμερικανισμοί και μεξικανισμοί, εκφράσεις των ιθαγενών, μέχρι και λεξιλόγιο που σχηματίζει λογοπαίγνια με υπονοούμενα από άλλες περιοχές της ισπανόφωνης Αμερικής.
Por otra parte, su lenguaje es una mezcla de lo poético y de una recreación del habla popular que bien podría considerarse como característicamente "rulfiano": modismos como: "pos detracito", "nomás", o tipos gramaticales erróneos, como el subjuntivo: "haiga", en lugar de "haya", centroamericanismos, como: "güero" (rubio) y mexicanismos, como: "tiliche", que quiere decir: "utensilio que no sirve", también indigenismos, como: "pochote", que proviene del idioma náhuatl de los aztecas y es el nombre de un árbol, o frases idiomáticas, como: "se le jerró", que corresponde con el verbo: "errar" y "equivocarse", y es un fenómeno de analogía entre las formas débiles y fuertes de la H aspirsada, o hasta vocabulario que en algunas regiones se confunde y se convierte en insulto, como la balabra "cuca", que en México es el diminutivo de "refugio", mientras que en Colombia significa otra cosa...
Η ποιητικότητά του, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στην έντονα μεξικάνικη ομιλία του, η οποία είναι βέβαια το γλωσσικό όχημα της σκέψης του, αλλά δημιουργεί εικόνες από φως και ήχους:
"Ήταν η ώρα που τα παιδιά παίζουν στους δρόμους όλων των χωριών, γεμίζοντας με τις φωνές τους το απομεσήμερο. Όταν ακόμη οι μαύροι τοίχοι αντανακλούν το κίτρινο φως του Ήλιου.
Τουλάχιστον αυτό είχα δει στη Σαγιούλα, χθες ακόμη, αυτήν την ίδια ώρα. Και είχα δει ακόμη το πέταγμα των περιστεριών να σχίζει τον ήρεμο αέρα, τινάζοντας τα φτερά για να ξεκολλήσουν από πάνω τους τη μέρα. Πετούσαν κι έπεφταν πάνω στα κεραμίδια, ενώ οι φωνές των παιδιών πετάριζαν κι αυτές κι έμοιαζαν να βάφονται στα μπλε μέσα στον ουρανό του δειλινού."
Pero, lo poético no se limita únicamente en su habla popular, que es su vehículo, sino genera imágenes de luz y sonido:
"Era la hora en que los niños juegan en las calles de todos los pueblos, llenando con sus gritos la tarde. Cuando aún las paredes negras reflejan la luz amarilla del sol.
Al menos esto había visto en Sayula, todavía ayer, a esta misma hora. Y había visto también el vuelo de las palomas rompiendo el aire quieto, sacudiendo sus alas como si se desprendieran del día. Volaban y caían sobre los tejados, mientras los gritos de los niños revoloteaban y parecían teñirse de azul en el cielo del atardecer."