Ετήσιο Σεμινάριο Λατινοαμερικανικού πολιτισμού του Ηλία Ταμπουράκη στον Όμιλο UNESCO Ν. Πειραιώς & Νήσων, 2004-2005.
Γουατεμάλα: Οι Δίδυμοι Ήρωες
Χουν Χουναχπού και Βουκούμπ Χουναχπού
και η κάθοδός τους στον Κάτω Κόσμο
Τόσο στο πολιτισμό νάουατλ (náhuatl), των Αζτέκων στο Μεξικό, όσο και στην περιοχή του Μαγια’έτικ (Meya’etik) στη Γουατεμάλα, υπήρχε το ιερό άθλημα της μπάλας από καουτσούκ –που καλλιεργείται στην υποτροπική ζώνη της κεντρικής Αμερικής- και αποτελούσε την αγαπημένη ασχολία των μυθικών Δίδυμων Ημίθεων Ηρώων Χουν Χουναχπού (Jun Junajpú) και Βουκούμπ Χουναχπού (Vukub Junajpú). Το[1] στάδιο[i] εκείνου του αθλήματος –που βρισκόταν υπό την αιγίδα των θεών, όπως και οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην αρχαία Ελλάδα- συμβόλιζε την Πύλη του σκοτεινού και υγρού Κάτω Κόσμου, που λεγόταν Σιμπαλμπά (Xibalbá).
Σύμφωνα με το μύθο των Μάγια, η Κύριοι της Κολάσεως –που λεγόταν Χουν Καμέ (Jun Kamé), δηλαδή: «1-Θάνατος», και Βουκούμπ Καμέ (Vukub Kamé), που σημαίνει: «7-Θάνατος»- ενοχλήθηκαν από το θόρυβο του αθλήματος της μπάλας των Δίδυμων, και ζήτησαν από τα δαιμόνια του θανάτου να τους τιμωρούσαν.
Οι δαίμονες έστειλαν τότε τέσσερις κουκουβάγιες να προκαλέσουν με δόλο τα δύο αδέλφια για να παίξουν μαζί τους στον Κάτω Κόσμο το άθλημα της μπάλας.
Παρ’ όλο που η μητέρα των Δίδυμων, η Σμουκανέ (Xmukané) –που την είδαμε σε προηγούμενο μύθο με τη θεϊκή ιδιότητα της γριάς μάγισσας της Κοσμικής Δημιουργίας- δε συμφώνησε με εκείνη την υποχθόνια πρόσκληση, ο Χουν και ο Βουκούμπ Χουναχπού αποφάσισαν να κατέβουν.
Περνώντας το κατώφλι του Κόσμου του Θανάτου, έπρεπε να ξεπεράσουν έναν ποταμό αίματος, το σκοτάδι, μαχαίρια κι άλλα εμπόδια.
Σε μία διασταύρωση πέντε χρωμάτων, επέλεξαν το μαύρο δρόμο –που σηματοδοτεί την καταστροφή τους.
Φτάνοντας στον Κάτω Κόσμο Σιμπαλμπά (Xibalbá), συνάντησαν μόνο τα ξύλινα αγάλματα των Κυρίων της Κολάσεως Χουν και Βουκούμπ Καμέ, οι οποίοι διέταξαν τους ηρωικούς αδελφούς να καθίσουν πάνω σε πυρακτωμένες πέτρες.
Στη συνέχεια, τους ανέθεσαν να διατηρήσουν τη φλόγα δύο πυρσών στον Οίκο του Σκότους. Οι Δίδυμοι δεν κατόρθωσαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους, και γι’ αυτό έπρεπε να θυσιαστούν και να θαφτούν στο υποχθόνιο στάδιο του αθλήματος της μπάλας. Κάρφωσαν, λοιπόν, το κεφάλι του Χουν Χουναχπού σ’ ένα ξερό κλαδί, το οποίο γέμισε αμέσως με κολοκύθες. Η κολοκύθα-νεκροκεφαλή έφτυσε απρόσμενα στην παλάμη της κόρης του Κούτσου Μα Κικ (Kuchu Ma Kik), του Κυρίου του Κάτω Κόσμου –η οποία λεγόταν Σκικ (Xkik)- και την άφησε έγκυο.
Ο πατέρας της αποφάσισε να την σκοτώσει, αλλά τότε, η κουκουβάγιες-αγγελιοφόροι την έσωσαν και παρέδωσαν στον οργισμένο πατέρα της ένα κομμάτι κόκκινο ρετσίνι –που συμβόλιζε το αίμα της.
Η Σκικ, έπειτα, συνάντησε την πεθερά της, την Σμουκανέ, αλλά εκείνη την έδιωξε, πιστεύοντας ότι ο γιος της ο Χουν Χουναχπού, ήταν ήδη νεκρός. Έστειλε, λοιπόν, τη νύφη της να της φέρει μία ολόκληρη συγκομιδή καλαμποκιού από ένα χωράφι, που είχε, όμως, μόνο ένα φυτό. Εκείνη το κατάφερε, αποδεικνύοντας έτσι το δίκιο της.
Μετά από τον τοκετό των επίσης δίδυμων γιων της –που λεγόταν Χουναχπού και Σμπαλανκέ (Xbalanké)- άρχισε ο φθόνος και το μίσος εναντίον των ετεροθαλών δίδυμων αδελφών τους Χουν Μπ’ατς’ (Jun B’atz’) και Χουν Τσουέν (Jun Chuen) –που ήταν γιοι του Χουν Χουναχπού.
Έχουμε, έτσι, τρία ζευγάρια δίδυμων:
Ο Μπ’ατς’ και ο Τσουέν ήταν καλλιτέχνες και μουσικοί, ενώ ο Χουναχπού και ο Σμπαλανκέ ήταν κυνηγοί.
Οι πρώτοι δύο έκλεβαν τα παιχνίδια των δεύτερων και άφηναν στη θέση τους κόκαλα.[ii]
Οι δεύτεροι, για τους εκδικηθούν, τους ζήτησαν να τους κατεβάσουν από τα κλαδιά ενός δέντρου τα πουλιά που είχαν κυνηγήσει και είχαν, δήθεν, σκαλώσει εκεί.
Ο Μπ’ατς’ κι ο Τσουέν σκαρφάλωσαν για να τα πιάσουν, αλλά τότε το δέντρο ψήλωσε ξαφνικά κι έφτασε ως τον ουρανό.
Ο Χουναχπού κι ο Σμπαλανκέ τους φώναξαν να κατέβουν δεμένοι από τις ζώνες τους –μία απερισκεψία που τους μεταμόρφωσε σε μαϊμούδες / προστάτες της μουσικής και του χορού των Μάγια, γεγονός που μπορεί να συγκριθεί με το δεύτερο Ήλιο των Αζτέκων στο Μεξικό.
Οι Κύριοι της Κολάσεως Σιμπαλμπά, θυμωμένοι ξαναέστειλαν τις τέσσερις κουκουβάγιες για να καλέσουν κι εκείνο το ζευγάρι Δίδυμων στον Κάτω Κόσμο.
Περνώντας από τις ίδιες δοκιμασίες, έφτασαν στο σταυροδρόμι με τα πέντε χρώματα. Ο Χουναχπού έβγαλε μία τρίχα από τα μαλλιά του[iii], τη μεταμόρφωσε σε κουνούπι και το έστειλε να εξερευνήσει το δρόμο.
Οι Δίδυμοι έπεισαν τον Χουν και το Βουκούμπ Καμέ ότι μπορούσαν να διατηρήσουν τη φλόγα στον Οίκο του Σκότους, βάζοντας στους πυρσούς τους κόκκινα φτερά από παπαγάλο.
Πέρασαν, επίσης, με επιτυχία από τον Οίκο των Μαχαιριών, τον Οίκο του Ψύχους, των Ιαγουάρων και της Φωτιάς. Όμως, στον Οίκο των Νυχτερίδων, ο Κάμα Σοτς’ (Kama Zotz’) έκοψε το κεφάλι του Χουναχπού. Τότε, ένα ζωάκι των τροπικών, το κοατί (coatí), έφερε στον Σμπαλανκέ ένα κολοκύθι, για ν’ αντικαταστήσει το πραγματικό κεφάλι του αδελφού του.
Οι Κύριοι της Κολάσεως χρησιμοποίησαν το κομμένο κεφάλι του Ήρωα για να παίξουν το άθλημα της μπάλας.
Ο Σμπαλανκέ τους ξεγέλασε, ανταλλάσσοντάς το μ’ ένα κουνέλι.
Οι θεοί του θανάτου ζήτησαν κατόπιν από τους Δίδυμους να πηδήξουν πάνω από φωτιές. Αφού εν τέλει κάηκαν, τους άλεσαν τα κόκαλα και τα πέταξαν στο ποτάμι, όπου ως εκ θαύματος, μετατράπηκαν σε ψάρια και αναγεννήθηκαν.
Τα δύο αδέλφια εμφανίστηκαν την επόμενη μέρα μπροστά στα δαιμόνια, μεταμφιεσμένοι σε ζητιάνους, επιδεικνύοντάς τους την ικανότητα να ανασταίνουν τους νεκρούς.
Οι Κύριοι του Θανάτου ζητούν να το δοκιμάσουν, κι έτσι οι Δίδυμοι Ήρωες Χουναχπού και Σμπαλανκέ αφήνουν νεκρούς τους δαίμονες Χουν και Βουκούμπ Καμέ, θριαμβεύοντας έτσι, εναντίον του Θανάτου.
Αφού προσκύνησαν τον πατέρα και το θείο τους, Χουν και Βουκούμπ Χουναχπού –που ήταν δίδυμοι και Ήρωες-, αναλήφθηκαν στον ουρανό με τη μορφή του Ήλιου και της Αφροδίτης, όπως και ο Καραΐ (Karaí), των Γουαρανί (guaraní) και η Ήρα στην αρχαία Ελλάδα, αντίστοιχα.
[1] Η λέξη στάδιο, σε αυτό το κείμενο, δεν υποδηλώνει την αρχαία ελληνική μονάδα μέτρησης.
[i] Το μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακό στάδιο για το τελετουργικό παιχνίδι της μπάλας βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο Τσιτσέν Ιτσά (Chichén Itzá), στο Γιουκατάν (Yucatán) του νότιου Μεξικού, που χρονολογείται από την κλασική περίοδο (550-900 μ.Χ). Η πόλη αυτή των Μάγια διέθετε οκτώ τέτοια γήπεδα, πράγμα που δείχνει τη σπουδαιότητα αυτού του τελετουργικού στην ιθαγενή κοινωνία της Μέσης Αμερικής. Σημαντική είναι και η ακουστική αυτού του μακρόστενου χώρου με τους δύο τοίχους και τις κερκίδες στις μεγαλύτερες πλευρές του παραλληλόγραμμου: η ομιλία ακούγεται σε απόσταση 135 μέτρων.
Ανάγλυφες διακοσμήσεις δείχνουν τους παίκτες με επιγονατίδες και προστατευτικά για τους αγκώνες, να παίζουν ένα είδος καλαθοσφαίρισης, κατά την οποία προσπαθούσαν να περάσουν μίας μπάλα από καουτσούκ μέσα από ένα πέτρινο στεφάνι σε κάθετη θέση πάνω σ’ έναν από τους δύο μοναδικούς πλαϊνούς τοίχους του σταδίου, χωρίς όμως να την αγγίξουν με τα χέρια. Η ομάδα που έχανε στο παιχνίδι, θυσιαζόταν με αποκεφαλισμό προς τιμήν των θεών.
[ii] Παραλλαγή του μύθου που αναφέρεται σ’ αυτήν την έκδοση του Πόπολ Βουχ. Εδώ, τα δύο αδέρφια απαιτούσαν από τους ετεροθαλείς τους αδελφούς να τους τρέφουν με πουλιά.
[iii] Άλλη μία παραλλαγή του μύθου σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο αυτής της έκδοσης.
Σύμφωνα με το μύθο των Μάγια, η Κύριοι της Κολάσεως –που λεγόταν Χουν Καμέ (Jun Kamé), δηλαδή: «1-Θάνατος», και Βουκούμπ Καμέ (Vukub Kamé), που σημαίνει: «7-Θάνατος»- ενοχλήθηκαν από το θόρυβο του αθλήματος της μπάλας των Δίδυμων, και ζήτησαν από τα δαιμόνια του θανάτου να τους τιμωρούσαν.
Οι δαίμονες έστειλαν τότε τέσσερις κουκουβάγιες να προκαλέσουν με δόλο τα δύο αδέλφια για να παίξουν μαζί τους στον Κάτω Κόσμο το άθλημα της μπάλας.
Παρ’ όλο που η μητέρα των Δίδυμων, η Σμουκανέ (Xmukané) –που την είδαμε σε προηγούμενο μύθο με τη θεϊκή ιδιότητα της γριάς μάγισσας της Κοσμικής Δημιουργίας- δε συμφώνησε με εκείνη την υποχθόνια πρόσκληση, ο Χουν και ο Βουκούμπ Χουναχπού αποφάσισαν να κατέβουν.
Περνώντας το κατώφλι του Κόσμου του Θανάτου, έπρεπε να ξεπεράσουν έναν ποταμό αίματος, το σκοτάδι, μαχαίρια κι άλλα εμπόδια.
Σε μία διασταύρωση πέντε χρωμάτων, επέλεξαν το μαύρο δρόμο –που σηματοδοτεί την καταστροφή τους.
Φτάνοντας στον Κάτω Κόσμο Σιμπαλμπά (Xibalbá), συνάντησαν μόνο τα ξύλινα αγάλματα των Κυρίων της Κολάσεως Χουν και Βουκούμπ Καμέ, οι οποίοι διέταξαν τους ηρωικούς αδελφούς να καθίσουν πάνω σε πυρακτωμένες πέτρες.
Στη συνέχεια, τους ανέθεσαν να διατηρήσουν τη φλόγα δύο πυρσών στον Οίκο του Σκότους. Οι Δίδυμοι δεν κατόρθωσαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους, και γι’ αυτό έπρεπε να θυσιαστούν και να θαφτούν στο υποχθόνιο στάδιο του αθλήματος της μπάλας. Κάρφωσαν, λοιπόν, το κεφάλι του Χουν Χουναχπού σ’ ένα ξερό κλαδί, το οποίο γέμισε αμέσως με κολοκύθες. Η κολοκύθα-νεκροκεφαλή έφτυσε απρόσμενα στην παλάμη της κόρης του Κούτσου Μα Κικ (Kuchu Ma Kik), του Κυρίου του Κάτω Κόσμου –η οποία λεγόταν Σκικ (Xkik)- και την άφησε έγκυο.
Ο πατέρας της αποφάσισε να την σκοτώσει, αλλά τότε, η κουκουβάγιες-αγγελιοφόροι την έσωσαν και παρέδωσαν στον οργισμένο πατέρα της ένα κομμάτι κόκκινο ρετσίνι –που συμβόλιζε το αίμα της.
Η Σκικ, έπειτα, συνάντησε την πεθερά της, την Σμουκανέ, αλλά εκείνη την έδιωξε, πιστεύοντας ότι ο γιος της ο Χουν Χουναχπού, ήταν ήδη νεκρός. Έστειλε, λοιπόν, τη νύφη της να της φέρει μία ολόκληρη συγκομιδή καλαμποκιού από ένα χωράφι, που είχε, όμως, μόνο ένα φυτό. Εκείνη το κατάφερε, αποδεικνύοντας έτσι το δίκιο της.
Μετά από τον τοκετό των επίσης δίδυμων γιων της –που λεγόταν Χουναχπού και Σμπαλανκέ (Xbalanké)- άρχισε ο φθόνος και το μίσος εναντίον των ετεροθαλών δίδυμων αδελφών τους Χουν Μπ’ατς’ (Jun B’atz’) και Χουν Τσουέν (Jun Chuen) –που ήταν γιοι του Χουν Χουναχπού.
Έχουμε, έτσι, τρία ζευγάρια δίδυμων:
Ο Μπ’ατς’ και ο Τσουέν ήταν καλλιτέχνες και μουσικοί, ενώ ο Χουναχπού και ο Σμπαλανκέ ήταν κυνηγοί.
Οι πρώτοι δύο έκλεβαν τα παιχνίδια των δεύτερων και άφηναν στη θέση τους κόκαλα.[ii]
Οι δεύτεροι, για τους εκδικηθούν, τους ζήτησαν να τους κατεβάσουν από τα κλαδιά ενός δέντρου τα πουλιά που είχαν κυνηγήσει και είχαν, δήθεν, σκαλώσει εκεί.
Ο Μπ’ατς’ κι ο Τσουέν σκαρφάλωσαν για να τα πιάσουν, αλλά τότε το δέντρο ψήλωσε ξαφνικά κι έφτασε ως τον ουρανό.
Ο Χουναχπού κι ο Σμπαλανκέ τους φώναξαν να κατέβουν δεμένοι από τις ζώνες τους –μία απερισκεψία που τους μεταμόρφωσε σε μαϊμούδες / προστάτες της μουσικής και του χορού των Μάγια, γεγονός που μπορεί να συγκριθεί με το δεύτερο Ήλιο των Αζτέκων στο Μεξικό.
Οι Κύριοι της Κολάσεως Σιμπαλμπά, θυμωμένοι ξαναέστειλαν τις τέσσερις κουκουβάγιες για να καλέσουν κι εκείνο το ζευγάρι Δίδυμων στον Κάτω Κόσμο.
Περνώντας από τις ίδιες δοκιμασίες, έφτασαν στο σταυροδρόμι με τα πέντε χρώματα. Ο Χουναχπού έβγαλε μία τρίχα από τα μαλλιά του[iii], τη μεταμόρφωσε σε κουνούπι και το έστειλε να εξερευνήσει το δρόμο.
Οι Δίδυμοι έπεισαν τον Χουν και το Βουκούμπ Καμέ ότι μπορούσαν να διατηρήσουν τη φλόγα στον Οίκο του Σκότους, βάζοντας στους πυρσούς τους κόκκινα φτερά από παπαγάλο.
Πέρασαν, επίσης, με επιτυχία από τον Οίκο των Μαχαιριών, τον Οίκο του Ψύχους, των Ιαγουάρων και της Φωτιάς. Όμως, στον Οίκο των Νυχτερίδων, ο Κάμα Σοτς’ (Kama Zotz’) έκοψε το κεφάλι του Χουναχπού. Τότε, ένα ζωάκι των τροπικών, το κοατί (coatí), έφερε στον Σμπαλανκέ ένα κολοκύθι, για ν’ αντικαταστήσει το πραγματικό κεφάλι του αδελφού του.
Οι Κύριοι της Κολάσεως χρησιμοποίησαν το κομμένο κεφάλι του Ήρωα για να παίξουν το άθλημα της μπάλας.
Ο Σμπαλανκέ τους ξεγέλασε, ανταλλάσσοντάς το μ’ ένα κουνέλι.
Οι θεοί του θανάτου ζήτησαν κατόπιν από τους Δίδυμους να πηδήξουν πάνω από φωτιές. Αφού εν τέλει κάηκαν, τους άλεσαν τα κόκαλα και τα πέταξαν στο ποτάμι, όπου ως εκ θαύματος, μετατράπηκαν σε ψάρια και αναγεννήθηκαν.
Τα δύο αδέλφια εμφανίστηκαν την επόμενη μέρα μπροστά στα δαιμόνια, μεταμφιεσμένοι σε ζητιάνους, επιδεικνύοντάς τους την ικανότητα να ανασταίνουν τους νεκρούς.
Οι Κύριοι του Θανάτου ζητούν να το δοκιμάσουν, κι έτσι οι Δίδυμοι Ήρωες Χουναχπού και Σμπαλανκέ αφήνουν νεκρούς τους δαίμονες Χουν και Βουκούμπ Καμέ, θριαμβεύοντας έτσι, εναντίον του Θανάτου.
Αφού προσκύνησαν τον πατέρα και το θείο τους, Χουν και Βουκούμπ Χουναχπού –που ήταν δίδυμοι και Ήρωες-, αναλήφθηκαν στον ουρανό με τη μορφή του Ήλιου και της Αφροδίτης, όπως και ο Καραΐ (Karaí), των Γουαρανί (guaraní) και η Ήρα στην αρχαία Ελλάδα, αντίστοιχα.
[1] Η λέξη στάδιο, σε αυτό το κείμενο, δεν υποδηλώνει την αρχαία ελληνική μονάδα μέτρησης.
[i] Το μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακό στάδιο για το τελετουργικό παιχνίδι της μπάλας βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο Τσιτσέν Ιτσά (Chichén Itzá), στο Γιουκατάν (Yucatán) του νότιου Μεξικού, που χρονολογείται από την κλασική περίοδο (550-900 μ.Χ). Η πόλη αυτή των Μάγια διέθετε οκτώ τέτοια γήπεδα, πράγμα που δείχνει τη σπουδαιότητα αυτού του τελετουργικού στην ιθαγενή κοινωνία της Μέσης Αμερικής. Σημαντική είναι και η ακουστική αυτού του μακρόστενου χώρου με τους δύο τοίχους και τις κερκίδες στις μεγαλύτερες πλευρές του παραλληλόγραμμου: η ομιλία ακούγεται σε απόσταση 135 μέτρων.
Ανάγλυφες διακοσμήσεις δείχνουν τους παίκτες με επιγονατίδες και προστατευτικά για τους αγκώνες, να παίζουν ένα είδος καλαθοσφαίρισης, κατά την οποία προσπαθούσαν να περάσουν μίας μπάλα από καουτσούκ μέσα από ένα πέτρινο στεφάνι σε κάθετη θέση πάνω σ’ έναν από τους δύο μοναδικούς πλαϊνούς τοίχους του σταδίου, χωρίς όμως να την αγγίξουν με τα χέρια. Η ομάδα που έχανε στο παιχνίδι, θυσιαζόταν με αποκεφαλισμό προς τιμήν των θεών.
[ii] Παραλλαγή του μύθου που αναφέρεται σ’ αυτήν την έκδοση του Πόπολ Βουχ. Εδώ, τα δύο αδέρφια απαιτούσαν από τους ετεροθαλείς τους αδελφούς να τους τρέφουν με πουλιά.
[iii] Άλλη μία παραλλαγή του μύθου σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο αυτής της έκδοσης.