Κτηνώδεις έρωτες
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΣΕ ΦΥΛΛΑ ΜΠΑΝΑΝΙΑΣ
ΗΛΙΑΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ
Καθηγητής Ισπανικής & Πορτογαλικής Γλώσσας & Πολιτισμού
Εκδ. Ροές, 2007
Η κρεμαστή γέφυρα, όμως, του ποταμού, ήταν η πρώτη της πληγή. Στην ψυχή. Βαθιά. Την τρυφερή. Που καταλαβαίνει αλλιώς τα πράγματα. Ήταν εκεί η Soraya, όταν η μάνα της η Doña Rosa, μέρα-μεσημέρι, είχε αποφασίσει να λύσει το μυστήριο των νυχτερινών παραμιλητών του άντρα της του Nino. Αναμενόμενο. Τραγική η μοίρα όσων ζουν δεμένοι μ’ έναν χώρο. Μ’ έναν άνθρωπο, ή αντικείμενο.
«Chingo, έλα στο θείο το Nino! Τς, τς, τς, ΤΣ, ΤΣ, ΤΣ! Έλα Chingo, αφού σου αρέσει! ΓÁΟΥΟΥΟΥ, γάουουου! Έλα, γαμώ τη μάνα σου τη σκύλα! Ουουου, ΟΥΟΥΟΥ! Μπράβο, το καλό μου το σκυλάκι…. ΣσσσΣΣΣσσς…. Ας με καύλων’ έτσι η Κυρά μου η Rosa, και τι στον κόσμο! ΧχχχΧΧΧχχχ…αχ. Άσ’ την αυτή. Είν’ αγιούσα, είναι. Αχχχ…Α!. Μόνο για την Εκκλησία ζει και για τα παγωτά της τα γαμημένα. Κάτσε να σε γυρίσω ανάποδα. Έλα, μην είσαι ξεροκέφαλος! ΣσσσΧΧΧσσχ…. Κάτσε, γαμώ το! ΓΚΡΡΡΓΟΥÁΟΥΟΥΟΥ! Quiiijuepuuuta, μαλάκα! Μη με δαγκώνεις ρε! ΑΑΑααα! Μπράβο τον καλό μου τον Chingo! Έτσι μπράβο αγόρι μου! Το καλό μου το σκυλάκι, που δεν θα το μαρτυρήσει σε κανέναν…. Ούτε στην Κυρά τη Rosa, ούτε στη Soraya….»
Δεν ήταν αναγκαίο. Η Κυρά η Rosa είναι εκεί. Κρυμμένη στην κολώνα της γέφυρας. Χαζή, χαζή, με τα παγωτάκια της από βροχή, αλλά διαβόλου κάλτσα η Doñita, η κυρούλα η Rosa. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, από κάτω θα τη βρεις. Σου πετάγεται μέχρι κι απ’ τη σούπα, όπως λένε οι Kοσταρρικανοί. Τραγική η εξυπνάδα της όμως. Τελικά, είναι καλύτερη η άγνοια; Τα μαύρα μεσάνυχτα;
«Έλα Chingo, άλλη μια φορά, και τα καταφέραμε! ΓΓΓΟΥÁÁÁΟΥουουουγκρρρ! Μη φοβάσαι, ρε! Αίμα είναι, δεν είναι τίποτα! Φοβούνται, ρε, οι γενναίοι οι σκύλοι; Χα, ΧΑ, ΧΑ, Χα, χα!!!….»
Είναι κι η Soraya εκεί. Φυσικά! Μυστικά. Πεντάχρονη. Διαβόλου κάλτσα και αυτή. Όμως με ερωτηματικά. Πολλά. Αναπάντητα. Φρικιαστικά. Με πόνο. Με αίμα. «Το σκυλάκι μου είναι Το-Ακατονόμαστο-Που-Λέει-Η-Μαμά; Ή ΟμπαμπΑΣοNino είναι Το-Ακατονόμαστο-Που-Λέει-Η-Μαμά; Και το αίμα; Τι; Γιατί; Θα πεθάνει; Όποιος πονάει πεθαίνει; Κι εγώ άμα πονέσω έτσι θα πεθάνω;»
«Έλα, Chingo μου, έλα και τελειώνω! ΑχχχαααχΑΑΑχχχ!ΣσσσφφφΦΦΦφφφ!- Έλα Chingo, έλα για να χύσω! ΓΚΡΡΡγουουουÁÁÁου! Χύνω, Chingo, χύν’Ωωω! Χύνω, γαμώ την κολοβή σου την ουρά, κωλόσκυλο! […] Καλό σκυλάκι, ωωω! Δε θα μαρτυρήσεις σε κανέναν τίποτα, έτσι; Σε κλειστό στόμα δεν μπαίνει μύγα. Γι’ αυτό τ’ αγαπάω εγώ τα σκυλάκια. Δεν είναι σαν τα παιδάκια, τα κωλοπαιδάκια, να βρίσκεις μπελά μαζί τους…. Τα σκυλάκια τα γαμάς, και κανείς δε σου λέει τίποτις. Γιατί κι αυτά δεν το λένε σε κανέναν. Ενώ τα παιδιά, μόλις τα χαϊδέψεις λίγο, τρέχουν στον εξομολογητή, και το τόσο δα το κάνουν τόόόσο! Και τι καταλαβαίνουν στο τέλος; Η Εκκλησία πάντα συγχωρεί. Γι’ αυτό την έχουμε. Τα παιδιά όμως, δε συγχωρούν ποτέ. Είναι σκληρά τα παιδιά, Chingo?»
Γκρρρ.…
Εκφυλισμός του ανθρώπου.
Τη νύχτα, παραισθήσεις.
Ήχοι απροσδιόριστοι, παλλόμενοι. Ετερόκλητες παραστάσεις.
Ονειρική κατάσταση θανάτου.
Έλλειψη βαρύτητας.
Συναίσθημα γνωστό στη Soraya. Όχι μόνο στον ύπνο. Στη σκέψη.
Την παιδική. Που πειραματίζεται. Τη συμβολική. Χωρίς περιορισμούς.
Νάνι-νάνι.
Ύπνος.
Πλέει σαν χαρτί στον αιθέρα. Το λευκό. Σαν γρανίτα από καρύδα αέρινη.
Μετεωρίζεται.
Αίσθηση απαλλαγής, ελαφρύτητα, αγνότητα, πληρότητα.
Πετάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο χείλος των σύννεφων του νου της.
Του νεφελώδους, βαρύ, προαιώνιου παρελθόντος
που μετεμψυχώθηκε στο πεντάχρονο, ανάλαφρο, απαλό σωματάκι της.
Του συννεφιασμένου, βαρύ, αιώνιου μέλλοντος
που η Soraya έχει την κατάρα να οραματίζεται
στο νερό του ποταμού, όπου πάει για να λουστεί, να ξεπλύνει το βάρος του μικροσκοπικού της σώματος.
Να θάψει το αηδιαστικό φαγητό της μαζί με
τις εμετικές της αναμνήσεις.
Πέτρα το στομάχι.
Οι αραιοί θύσανοι του
ιπτάμενου, υδάτινου
ονείρου της, την ρίχνουν σε κενά αέρος.
Πέφτει.
Άβυσσος.
Επιτάχυνση,
αγωνία,
σφίξιμο,
ιδρώτας.
Ποτάμι.
Κενό.
Απόλυτη ησυχία.
Αναμνήσεις από φωνές.
Σιγή.
Ταραγμένες.
Πανικός.
Ο Chingo, το κολοβό σκυλάκι. Αίμα. Τ’ «Ακατονόμαστα-Του-Μπαμπά» της, του Nino. Αίμα. Ο «Παππούς-Ο-Beto-Ο-΄Αντρας-Της-Γιαγιάς-Της-Της-Balsa-Της Μάγισας-Της-Ινδιάνας». Αίμα. Αίμα. Ο Chingo. Νύχτα των Νεκρών. Φέρετρα με μωράκια. «Της-Emilia-Της-Υιοθετημένης» Αίμα. Αίμα. Ο Chingo. Τα μυρμήγκια της Tule Vieja που είναι φάντασμα. Πίνουν γάλα-αίμα. Ο Chingo. Αίμα. Ο «Alex-Της-Θείας-Γιαγιάς-Της-Soleida». Με πέτρα βαριά, κοφτερή. Αίμα. Αίμα. Αίμα. Στο κεφάλι. Τον σκοτώνει. Ουρλιάζει το σκυλάκι. Βουβός ο Alex. Μαύρο, πηχτό, γυαλιστερό, στις μεγάλες, κάτασπρες, ολοστρόγγυλες, γυαλιστερές πέτρες του ποταμού. Κόκκινο, διάφανο, γυαλιστερό, στην απέραντη, επίπεδη, γυαλιστερή υδάτινη επιφάνεια του ποταμού. «Και θα με πά(ρ)ει κι εμένα μαζί του να παίζω στον Πα(ρ)άδεισο; Θέλω! Έλα, μανούλα….»
Σιγή.
Κενό.
Λευκό.
Πτώση.
Προσπάθεια να συγκρατήσει τα μέλη της.
Παλμός από ήχο απροσδιόριστο.
Αυξανόμενος.
Πρόσκρουση στη γη.
Τη σκληρή.
Ξύπνημα μέσα σε σεντόνια από ιδρώτα. Λευκό. Λευκά. Τσαλακωμένα. Δαγκωμένα. Σάλιο στο μαξιλάρι. «Μαμά, ο Chingo, o Alex, o μπαμπάς, στο ποτάμι. Αίμα. Με πÉτ(ρ)αστοκεφάααλιιι. Μαμά, ε;» «Ησύχασε, γρανιτούλα μου, αγγελούδι μου. Ήταν άρρωστο το σκυλάκι. Γι’ αυτό. Το τσίμπησε ένας μεγάάάλος σκαντζόχοιρος. Γι’ αυτό.» Πράγματι, ο Alex είχε σκοτώσει με μια πέτρα στο κεφάλι το σκυλί, που υπέφερε μέσ’ το αίμα απ’ την κτηνωδία του Don Nino. Η Soraya όμως, δεν το έχει δει αυτό. Έγινε τη νύχτα, που εκείνη κοιμόταν και τ’ ονειρευόταν. Η Doña Rosa δεν ρωτά ποτέ τη Soraya πώς γίνεται να γνωρίζει τα γεγονότα τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν μακριά. Μέσ’ τον ύπνο της. Ή μέσ’ το μονόλογο του μοναχικού παιχνιδιού της στην κρυψώνα του νησιού, στον ποταμό. «Βλέπει». Είναι το πεπρωμένο της να ξέρει το μέλλον που δε θα γνωρίσει. Και το παρελθόν που δεν έζησε. Χάρισμα. Κατάρα.
ΗΛΙΑΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ
Καθηγητής Ισπανικής & Πορτογαλικής Γλώσσας & Πολιτισμού
Εκδ. Ροές, 2007
Η κρεμαστή γέφυρα, όμως, του ποταμού, ήταν η πρώτη της πληγή. Στην ψυχή. Βαθιά. Την τρυφερή. Που καταλαβαίνει αλλιώς τα πράγματα. Ήταν εκεί η Soraya, όταν η μάνα της η Doña Rosa, μέρα-μεσημέρι, είχε αποφασίσει να λύσει το μυστήριο των νυχτερινών παραμιλητών του άντρα της του Nino. Αναμενόμενο. Τραγική η μοίρα όσων ζουν δεμένοι μ’ έναν χώρο. Μ’ έναν άνθρωπο, ή αντικείμενο.
«Chingo, έλα στο θείο το Nino! Τς, τς, τς, ΤΣ, ΤΣ, ΤΣ! Έλα Chingo, αφού σου αρέσει! ΓÁΟΥΟΥΟΥ, γάουουου! Έλα, γαμώ τη μάνα σου τη σκύλα! Ουουου, ΟΥΟΥΟΥ! Μπράβο, το καλό μου το σκυλάκι…. ΣσσσΣΣΣσσς…. Ας με καύλων’ έτσι η Κυρά μου η Rosa, και τι στον κόσμο! ΧχχχΧΧΧχχχ…αχ. Άσ’ την αυτή. Είν’ αγιούσα, είναι. Αχχχ…Α!. Μόνο για την Εκκλησία ζει και για τα παγωτά της τα γαμημένα. Κάτσε να σε γυρίσω ανάποδα. Έλα, μην είσαι ξεροκέφαλος! ΣσσσΧΧΧσσχ…. Κάτσε, γαμώ το! ΓΚΡΡΡΓΟΥÁΟΥΟΥΟΥ! Quiiijuepuuuta, μαλάκα! Μη με δαγκώνεις ρε! ΑΑΑααα! Μπράβο τον καλό μου τον Chingo! Έτσι μπράβο αγόρι μου! Το καλό μου το σκυλάκι, που δεν θα το μαρτυρήσει σε κανέναν…. Ούτε στην Κυρά τη Rosa, ούτε στη Soraya….»
Δεν ήταν αναγκαίο. Η Κυρά η Rosa είναι εκεί. Κρυμμένη στην κολώνα της γέφυρας. Χαζή, χαζή, με τα παγωτάκια της από βροχή, αλλά διαβόλου κάλτσα η Doñita, η κυρούλα η Rosa. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, από κάτω θα τη βρεις. Σου πετάγεται μέχρι κι απ’ τη σούπα, όπως λένε οι Kοσταρρικανοί. Τραγική η εξυπνάδα της όμως. Τελικά, είναι καλύτερη η άγνοια; Τα μαύρα μεσάνυχτα;
«Έλα Chingo, άλλη μια φορά, και τα καταφέραμε! ΓΓΓΟΥÁÁÁΟΥουουουγκρρρ! Μη φοβάσαι, ρε! Αίμα είναι, δεν είναι τίποτα! Φοβούνται, ρε, οι γενναίοι οι σκύλοι; Χα, ΧΑ, ΧΑ, Χα, χα!!!….»
Είναι κι η Soraya εκεί. Φυσικά! Μυστικά. Πεντάχρονη. Διαβόλου κάλτσα και αυτή. Όμως με ερωτηματικά. Πολλά. Αναπάντητα. Φρικιαστικά. Με πόνο. Με αίμα. «Το σκυλάκι μου είναι Το-Ακατονόμαστο-Που-Λέει-Η-Μαμά; Ή ΟμπαμπΑΣοNino είναι Το-Ακατονόμαστο-Που-Λέει-Η-Μαμά; Και το αίμα; Τι; Γιατί; Θα πεθάνει; Όποιος πονάει πεθαίνει; Κι εγώ άμα πονέσω έτσι θα πεθάνω;»
«Έλα, Chingo μου, έλα και τελειώνω! ΑχχχαααχΑΑΑχχχ!ΣσσσφφφΦΦΦφφφ!- Έλα Chingo, έλα για να χύσω! ΓΚΡΡΡγουουουÁÁÁου! Χύνω, Chingo, χύν’Ωωω! Χύνω, γαμώ την κολοβή σου την ουρά, κωλόσκυλο! […] Καλό σκυλάκι, ωωω! Δε θα μαρτυρήσεις σε κανέναν τίποτα, έτσι; Σε κλειστό στόμα δεν μπαίνει μύγα. Γι’ αυτό τ’ αγαπάω εγώ τα σκυλάκια. Δεν είναι σαν τα παιδάκια, τα κωλοπαιδάκια, να βρίσκεις μπελά μαζί τους…. Τα σκυλάκια τα γαμάς, και κανείς δε σου λέει τίποτις. Γιατί κι αυτά δεν το λένε σε κανέναν. Ενώ τα παιδιά, μόλις τα χαϊδέψεις λίγο, τρέχουν στον εξομολογητή, και το τόσο δα το κάνουν τόόόσο! Και τι καταλαβαίνουν στο τέλος; Η Εκκλησία πάντα συγχωρεί. Γι’ αυτό την έχουμε. Τα παιδιά όμως, δε συγχωρούν ποτέ. Είναι σκληρά τα παιδιά, Chingo?»
Γκρρρ.…
Εκφυλισμός του ανθρώπου.
Τη νύχτα, παραισθήσεις.
Ήχοι απροσδιόριστοι, παλλόμενοι. Ετερόκλητες παραστάσεις.
Ονειρική κατάσταση θανάτου.
Έλλειψη βαρύτητας.
Συναίσθημα γνωστό στη Soraya. Όχι μόνο στον ύπνο. Στη σκέψη.
Την παιδική. Που πειραματίζεται. Τη συμβολική. Χωρίς περιορισμούς.
Νάνι-νάνι.
Ύπνος.
Πλέει σαν χαρτί στον αιθέρα. Το λευκό. Σαν γρανίτα από καρύδα αέρινη.
Μετεωρίζεται.
Αίσθηση απαλλαγής, ελαφρύτητα, αγνότητα, πληρότητα.
Πετάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο χείλος των σύννεφων του νου της.
Του νεφελώδους, βαρύ, προαιώνιου παρελθόντος
που μετεμψυχώθηκε στο πεντάχρονο, ανάλαφρο, απαλό σωματάκι της.
Του συννεφιασμένου, βαρύ, αιώνιου μέλλοντος
που η Soraya έχει την κατάρα να οραματίζεται
στο νερό του ποταμού, όπου πάει για να λουστεί, να ξεπλύνει το βάρος του μικροσκοπικού της σώματος.
Να θάψει το αηδιαστικό φαγητό της μαζί με
τις εμετικές της αναμνήσεις.
Πέτρα το στομάχι.
Οι αραιοί θύσανοι του
ιπτάμενου, υδάτινου
ονείρου της, την ρίχνουν σε κενά αέρος.
Πέφτει.
Άβυσσος.
Επιτάχυνση,
αγωνία,
σφίξιμο,
ιδρώτας.
Ποτάμι.
Κενό.
Απόλυτη ησυχία.
Αναμνήσεις από φωνές.
Σιγή.
Ταραγμένες.
Πανικός.
Ο Chingo, το κολοβό σκυλάκι. Αίμα. Τ’ «Ακατονόμαστα-Του-Μπαμπά» της, του Nino. Αίμα. Ο «Παππούς-Ο-Beto-Ο-΄Αντρας-Της-Γιαγιάς-Της-Της-Balsa-Της Μάγισας-Της-Ινδιάνας». Αίμα. Αίμα. Ο Chingo. Νύχτα των Νεκρών. Φέρετρα με μωράκια. «Της-Emilia-Της-Υιοθετημένης» Αίμα. Αίμα. Ο Chingo. Τα μυρμήγκια της Tule Vieja που είναι φάντασμα. Πίνουν γάλα-αίμα. Ο Chingo. Αίμα. Ο «Alex-Της-Θείας-Γιαγιάς-Της-Soleida». Με πέτρα βαριά, κοφτερή. Αίμα. Αίμα. Αίμα. Στο κεφάλι. Τον σκοτώνει. Ουρλιάζει το σκυλάκι. Βουβός ο Alex. Μαύρο, πηχτό, γυαλιστερό, στις μεγάλες, κάτασπρες, ολοστρόγγυλες, γυαλιστερές πέτρες του ποταμού. Κόκκινο, διάφανο, γυαλιστερό, στην απέραντη, επίπεδη, γυαλιστερή υδάτινη επιφάνεια του ποταμού. «Και θα με πά(ρ)ει κι εμένα μαζί του να παίζω στον Πα(ρ)άδεισο; Θέλω! Έλα, μανούλα….»
Σιγή.
Κενό.
Λευκό.
Πτώση.
Προσπάθεια να συγκρατήσει τα μέλη της.
Παλμός από ήχο απροσδιόριστο.
Αυξανόμενος.
Πρόσκρουση στη γη.
Τη σκληρή.
Ξύπνημα μέσα σε σεντόνια από ιδρώτα. Λευκό. Λευκά. Τσαλακωμένα. Δαγκωμένα. Σάλιο στο μαξιλάρι. «Μαμά, ο Chingo, o Alex, o μπαμπάς, στο ποτάμι. Αίμα. Με πÉτ(ρ)αστοκεφάααλιιι. Μαμά, ε;» «Ησύχασε, γρανιτούλα μου, αγγελούδι μου. Ήταν άρρωστο το σκυλάκι. Γι’ αυτό. Το τσίμπησε ένας μεγάάάλος σκαντζόχοιρος. Γι’ αυτό.» Πράγματι, ο Alex είχε σκοτώσει με μια πέτρα στο κεφάλι το σκυλί, που υπέφερε μέσ’ το αίμα απ’ την κτηνωδία του Don Nino. Η Soraya όμως, δεν το έχει δει αυτό. Έγινε τη νύχτα, που εκείνη κοιμόταν και τ’ ονειρευόταν. Η Doña Rosa δεν ρωτά ποτέ τη Soraya πώς γίνεται να γνωρίζει τα γεγονότα τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν μακριά. Μέσ’ τον ύπνο της. Ή μέσ’ το μονόλογο του μοναχικού παιχνιδιού της στην κρυψώνα του νησιού, στον ποταμό. «Βλέπει». Είναι το πεπρωμένο της να ξέρει το μέλλον που δε θα γνωρίσει. Και το παρελθόν που δεν έζησε. Χάρισμα. Κατάρα.