Ετήσιο Σεμινάριο Λατινοαμερικανικού πολιτισμού του Ηλία Ταμπουράκη στον Όμιλο UNESCO Ν. Πειραιώς & Νήσων, 2004-2005.
Μεξικό: Κετσαλκόατλ, το φτερωτό Φίδι
που συναντά την ηδονή
Το πούλκε (pulque) –ένα αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση του χυμού από τον κάκτο μαγγέϋ (maguey)-, έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή του πολιτισμού νάουατλ (náhuatl) των Αζτέκων στο Κεντρικό Μεξικό, ως τελετουργικό ποτό και ως πρόσφορο στους θεούς. Παρ’ όλη την έντονη απόρριψη της μέθης, κυρίως εκ μέρους των ευγενών, η χρήση του ήταν συχνή στις δημόσιες γιορτές.
Ο Κετσαλκόατλ (Quetzalcóatl) [βλ. σχ. 42☼] –το Φτερωτό Φίδι- αποφάσισε ότι ένα αλκοολούχο ποτό θα έφερνε την ευτυχία στους κοινούς θνητούς. Γι’ αυτό, συνάντησε τη Μαγιαγουέλ (Mayagüel) –την πανέμορφη θεά του κάκτου μαγγέϋ, η οποία ζούσε με την τρομερή γιαγιά της, τη δαιμονική Τσιτσίμιτλ (Tzitzímitl). Ο Κετσαλκόατλ βρίσκει τη Μαγιαγουέλ να κοιμάται και την πείθει να τον ακολουθήσει κάτω στη Γη των ανθρώπων. Εκεί συνευρίσκονται ερωτικά και συνθέτουν με τα σώματά τους ένα διχαλωτό δέντρο, του οποίου το ένα κλαδί συμβολίζει το αρσενικό στοιχείο, και το άλλο το θηλυκό.
Η δαιμονική γιαγιά, ανακαλύπτοντας την απουσία της εγγονής τους, στέλνει τα κακά πνεύματα των άστρων –τα Τσιτσιμίμε (Tzitzimime)- να τη βρουν.
Αυτά, σχίζουν το δέντρο στα δύο μέρη του και με την άδεια της γιαγιάς, καταβροχθίζουν το κλαδί της Μαγιαγουέλ.
Το κλαδί του Κετσαλκόατλ παραμένει άθικτο, και όταν οι δαίμονες επιστρέφουν στην ουράνια κατοικία τους, μαζεύει τα σπαράγματα των οστών της αγαπημένης του και τα θάβει στην «πολυδίψιο» γη της Οαχάκα (Oaxaca) –όπως θα έλεγε ο δικός μας ο Όμηρος-, δημιουργώντας έτσι το φυτό μαγγέϋ.
Ο Κετσαλκόατλ ήταν, σύμφωνα με μία θεωρία, ιστορικός ηγέτης των Τσολουλτέκα (Cholulteca), του μεσοαμερικανικού λαού που κατά το 15ο αι. μ.Χ. έχτισε μία πυραμίδα μεγαλύτερη κι από εκείνη του Χέοπα (Khufu) στην Αίγυπτο, ο οποίος ενεπλάκη σε μία πολιτικο-θρησκευτική ίντριγκα και κατέληξε φυγάς στο Γιουκατάν (Yucatán), όπου θεοποιήθηκε με το όνομα Κουκουλκ’άν (Kukulk’án), που σημαίνει: «Φτερωτό Φίδι», ενώ στις ορεινές περιοχές της Γουατεμάλας, οι Μάγια τον γνωρίζουν ως Γκ’ουκουμάτς (K’ukumatz), και μπορεί να συγκριθεί με τον «οἰκουρὸ ὂφι» των αρχαίων Ελλήνων, το φίδι μ’μπόι (mboi) των Γουαρανί (guaraní) στην Παραγουάη και τον Μποτσίκα (Bochica) και με την Μπατσουέ (Bachué) των Τσίμπτσα (chibcha) στην Κολομβία.
Ο Κετσαλκόατλ (Quetzalcóatl) [βλ. σχ. 42☼] –το Φτερωτό Φίδι- αποφάσισε ότι ένα αλκοολούχο ποτό θα έφερνε την ευτυχία στους κοινούς θνητούς. Γι’ αυτό, συνάντησε τη Μαγιαγουέλ (Mayagüel) –την πανέμορφη θεά του κάκτου μαγγέϋ, η οποία ζούσε με την τρομερή γιαγιά της, τη δαιμονική Τσιτσίμιτλ (Tzitzímitl). Ο Κετσαλκόατλ βρίσκει τη Μαγιαγουέλ να κοιμάται και την πείθει να τον ακολουθήσει κάτω στη Γη των ανθρώπων. Εκεί συνευρίσκονται ερωτικά και συνθέτουν με τα σώματά τους ένα διχαλωτό δέντρο, του οποίου το ένα κλαδί συμβολίζει το αρσενικό στοιχείο, και το άλλο το θηλυκό.
Η δαιμονική γιαγιά, ανακαλύπτοντας την απουσία της εγγονής τους, στέλνει τα κακά πνεύματα των άστρων –τα Τσιτσιμίμε (Tzitzimime)- να τη βρουν.
Αυτά, σχίζουν το δέντρο στα δύο μέρη του και με την άδεια της γιαγιάς, καταβροχθίζουν το κλαδί της Μαγιαγουέλ.
Το κλαδί του Κετσαλκόατλ παραμένει άθικτο, και όταν οι δαίμονες επιστρέφουν στην ουράνια κατοικία τους, μαζεύει τα σπαράγματα των οστών της αγαπημένης του και τα θάβει στην «πολυδίψιο» γη της Οαχάκα (Oaxaca) –όπως θα έλεγε ο δικός μας ο Όμηρος-, δημιουργώντας έτσι το φυτό μαγγέϋ.
Ο Κετσαλκόατλ ήταν, σύμφωνα με μία θεωρία, ιστορικός ηγέτης των Τσολουλτέκα (Cholulteca), του μεσοαμερικανικού λαού που κατά το 15ο αι. μ.Χ. έχτισε μία πυραμίδα μεγαλύτερη κι από εκείνη του Χέοπα (Khufu) στην Αίγυπτο, ο οποίος ενεπλάκη σε μία πολιτικο-θρησκευτική ίντριγκα και κατέληξε φυγάς στο Γιουκατάν (Yucatán), όπου θεοποιήθηκε με το όνομα Κουκουλκ’άν (Kukulk’án), που σημαίνει: «Φτερωτό Φίδι», ενώ στις ορεινές περιοχές της Γουατεμάλας, οι Μάγια τον γνωρίζουν ως Γκ’ουκουμάτς (K’ukumatz), και μπορεί να συγκριθεί με τον «οἰκουρὸ ὂφι» των αρχαίων Ελλήνων, το φίδι μ’μπόι (mboi) των Γουαρανί (guaraní) στην Παραγουάη και τον Μποτσίκα (Bochica) και με την Μπατσουέ (Bachué) των Τσίμπτσα (chibcha) στην Κολομβία.